Καθισμένος σε ένα σνακ μπαρ της Καρδαμύλης, υπό την… επήρεια της καλοκαιρινής ραστώνης και με ένα μεγάλο ποτήρι μπύρας στην ποδιά μου, ξόδευα μερικά λεπτά ποδοσφαιρικής ανάπαυλας στα άδυτα του συνειρμού.
Λίγο νωρίτερα, ο Παναθηναϊκός είχε βγάλει εις πέρας το α’ ημίχρονο μιας δύσκολης ευρωπαϊκής μονομαχίας κόντρα στην Αθλέτικ Μπιλμπάο και το περιεχόμενο της μεγάλης οθόνης είχε μεταφερθεί από το γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας σε εκείνο της Τούμπας.
«Πέναλτι, αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια, ποιος θα το χτυπήσει;». Αυτό σκέφτηκα και χαμογέλασα όταν είδα έναν παπά να σταματά για να ρίξει μερικές κλεφτές ματιές στον αγώνα του ΠΑΟΚ με την Έστερσουντ.
Εκείνος έφερε γούρι στον «δικέφαλο», εγώ γύρισα τον διακόπτη του μυαλού μου στο 1982, όταν προβλήθηκε στους κινηματογράφους η ταινία «Αλαλούμ» με πρωταγωνιστή τον Χάρρυ Κλυνν.
Ήταν όλοι εκεί. Ο -περαστικός- παπάς που όμως σούφρωσε καλά-καλά τα μάτια του για να εστιάσει στην οθόνη, γιαγιάδες με παιδάκια που έκαναν ποδήλατο και ασπρομάλληδες που ύψωναν τις γροθιές τους στα γκολ του Παναθηναϊκού (σ.σ. εκείνα του ΠΑΟΚ δεν προβλήθηκαν γιατί το σνακ μπαρ είχε επιλέξει… Λεωφόρο).
Θυμήθηκα πολλές καλοκαιρινές βραδιές των παιδικών μου χρόνων. Όχι μόνο βραδιές, αλλά και μερικά απογεύματα που αντί να πάω στη θάλασσα, παρακολουθούσα φιλικά ματς ελληνικών ομάδων με αντιπάλους κάτι μπυραρίες από την Αυστρία, κάτι πιτσαρίες από τη Γερμανία κ.ο.κ.
Εκείνα τα απογεύματα αποδεικνύονταν βαρετά όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα ή η εικόνα του αγώνα, αφού τα βουνά στο βάθος, το καταπράσινο ντεκόρ και οι κραυγές των προπονητών παρέπεμπαν σε… βοσκοτόπι με σαλαγητά τσοπάνηδων. Μάλλον εξακολουθώ να είμαι επηρεασμένος από τη βουκολική σκηνή του προηγούμενου video…
Ας επανέλθουμε στις βραδιές. Αυτές που μυρίζουν νυχτολούλουδο και γιασεμί. Αν το καλοσκεφτείτε οι περισσότεροι αστοί έχουμε ελάχιστες φορές την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα ποδοσφαιρικό ματς ελληνικής ομάδας κάτω από έναν πλάτανο ή στο καφενείο του χωριού μας.
Η νέα αρχή εν όψει μιας ακόμη σεζόν, η αγωνία για να δούμε τον καινούργιο Αργεντινό ή Βραζιλιάνο που έφερε ο πρόεδρος και, βέβαια, οι αναμετρήσεις που έχουν τεράστια αξία γιατί δίνουν ευρωπαϊκό εισιτήριο, αποτελούν πάντα έναν μαγικό συνδυασμό που σε καθηλώνουν πίσω από μία οθόνη.
Φυσικά, άλλο που δεν θέλουμε, αυτοί οι αγώνες δεν δίνουν μόνο ευρωπαϊκό εισιτήριο, αλλά και… θερμίδες. Γράψτε λάθος. Το ευρωπαϊκό εισιτήριο δεν είναι δεδομένο. Οι θερμίδες είναι.
Γίνεται να παρακολουθήσεις αγώνα χωρίς τη συνοδεία κρεατικών, τηγανιτών, αλκοόλ κ.τ.λ.; Και να μην θέλεις, γρήγορα θα έρθει η στιγμή που θα έρθει ο σερβιτόρος και θα σου πει «αυτές οι ρακές είναι από τον τάδε». Ε, αν κατάγεσαι κι από την Κρήτη γίνεται να μην «πιεις μιά;»
Εφέτος δεν γινόταν να δω την πρώτη μονομαχία του Ολυμπιακού με τη Ριέκα γιατί βρισκόμουν σε οικογενειακό τραπέζι στο Κοπανάκι Μεσσηνίας. Όμως, ήταν σαν να την είδα γιατί ακριβώς απέναντι στην κεντρική πλατεία, υπήρχε ένα καφενείο που έδινε εικόνα από το «Γ. Καραϊσκάκης».
Καταλαβαίνετε τι έγινε όταν μπήκαν τα «ερυθρόλευκα» γκολ… Ειδικά μετά από το νικητήριο του Ρομαό στις καθυστερήσεις, το χωριό σείστηκε από τη μαγική μονοσύλλαβη ιαχή και τα παιδάκια παράτησαν τα ποδήλατα για να το δουν στο replay.
Αποτελεί συχνό φαινόμενο να βλέπεις γκολ κραδαίνοντας μια μισοφαγωμένη πίτσα ή ένα σουβλάκι. Αλλά γουρνοπούλα; Φαντάζομαι ότι για τους περισσότερους αστούς αυτή η εικόνα δεν είναι συνηθισμένη.
Ύστερα από το τέλος του αγώνα η πλειοψηφία των θαμώνων του καφενείου διαλύθηκε ησύχως, γεγονός που μου προξένησε τη συνηθισμένη ελαφριά μελαγχολία των καλοκαιρινών ημερών που οδεύουν προς το τέλος τους.
Θα έλεγε κανείς -τελικά το είπε κάποια κυρία την επομένη αλλά σε άλλο σημείο της Μεσσηνίας- ότι η κεντρική πλατεία του Κοπανακίου είχε γεμίσει λόγω της αναμέτρησης του Ολυμπιακού με τη Ριέκα.
«Δεν είναι ωραίο που όλο το χωριό (σ.σ. Καρδαμύλη) παρακολουθεί μπάλα;», είπε η προαναφερθείσα κυρία στην παρέα της κατά τη διάρκεια του αγώνα Παναθηναϊκός-Αθλέτικ Μπιλμπάο.
Το απέναντι γωνιακό μαγαζί δεν διέθετε κλιματισμό στο εσωτερικό του. Κανένα πρόβλημα. Όσα τραπεζάκια δεν χωρούσαν έξω, παρατάχθηκαν γύρω-γύρω από την τηλεόραση. Άλλοι είχαν ακουμπήσει σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και παρακολουθούσαν από την πλαϊνή είσοδο!
Στο σνακ μπαρ που είχα επιλέξει με τη σύντροφό μου, η κατάσταση δεν ήταν ιδιαίτερα διαφορετική. Ένα ζευγάρι κόντεψε να τσακωθεί επειδή εκείνος αναζητούσε ακόμα και το πιο παράξενο σημείο για να παρακολουθήσουν το ματς. «Παιδάκι μου, πας καλά; Έλα, πάμε αλλού», του είπε εκείνη. Δεν έμαθα τη συνέχεια του διαλόγου.
Ακόμα κι εμείς δεν είχαμε τραπέζι, αλλά δύο καρέκλες πίσω από ένα σιδερένιο πλαίσιο που ποτέ δεν καταλάβαμε τη χρησιμότητά του. Ή μάλλον μάθαμε. Ακουμπήσαμε τη μία από τις δύο μπύρες -φαντάζεστε ποιανού- σε ένα σημείο που σχημάτιζε σταυρό. Εγώ γλίτωσα την γκρίνια, ο Παναθηναϊκός όμως «αυτοκτόνησε». Δεν έμαθα ούτε αν ο παραπάνω φίλαθλος κατάφερε να αντέξει και την γκρίνια και την ήττα.
Φυσικά δεν υπήρξε κανένα παρατράγουδο από μερικά πειραγματάκια «ερυθρόλευκων» σε «πράσινους». Κι όχι επειδή συνοδεύονταν από την αναγνώριση της υπερπροσπάθειας του «τριφυλλιού». Απλώς οι άνθρωποι διαθέτουν τρόπους, φίλαθλο πνεύμα και χιούμορ.
Οι θαμώνες παρακολούθησαν και το ματς της ΑΕΚ με την Κλαμπ Μπριζ, προτού αποχωρήσουν όμορφα κι ωραία για ένα τελευταίο ποτό στα κοντινά μπαρ. Παρέμειναν μόνο μερικοί μπαρμπάδες που έδιναν τον δικό τους αγώνα στην πρέφα ή τη δηλωτή.
***
«Κοίτα πόσο κόσμο έχει το μαγαζί που κάτσαμε την Πέμπτη. Χθες ήταν άδειο. Α ναι, σήμερα είναι Σάββατο. Γι’ αυτό». Το είπα 2 ημέρες αργότερα κατά την επιστροφή στην Καρδαμύλη από μία εκδρομή στο Γύθειο. Περάσαμε με το αυτοκίνητο. Η τηλεόραση είχε ξαναστηθεί στο ίδιο σημείο γιατί έδειχνε το ματς Ολυμπιακός-ΑΕΛ.
«Πώς θα ήταν η ζωή των ανδρών χωρίς ποδόσφαιρο;», αναρωτήθηκα. Ίσως όπως οι καλοκαιρινές βραδιές χωρίς νυχτολούλουδο και γιασεμί…