“29 Μαΐου 1985: είχα βγει από νωρίς το απόγευμα στη γειτονιά χωρίς καν προσυνεννόηση με τους υπόλοιπους. Έτσι γινόταν τότε. Γύρισα από το σχολείο, προσποιήθηκα στη μάνα μου ότι έφαγα και εν ριπή οφθαλμού «διάβασα», ντύθηκα, πήρα αγκαζέ τη μπάλα και ξεκίνησα να μαζέψω την παρέα.
Ανυπομονούσα να δουν οι φίλοι μου τα καινούρια μου ποδοσφαιρικά παπούτσια, μεγάλη μέρα για μένα. Ήταν θυμάμαι μάρκας diadora, εκείνα με τις «βιδωτές» τάπες και στα μάτια ενός εννιάχρονου παιδιού φάνταζαν μαγικά.
Ο ένας είχε την tango, την «επαγγελματική», ο άλλος εμφάνιση ποδοσφαιρική, εγώ τα παπούτσια που μετά από πολλές ώρες διαπραγμάτευσης και ατέλειωτης υποσχεσεολογίας μου αγόρασε ο πατέρας μου. Είχαμε τρελαθεί όλοι εκείνη τη χρονιά με το ποδόσφαιρο, φωνάζαμε στο σχολείο «Βρυξέλλες – Βρυξέλλες, έρχονται οι βαζέλες» κι ας μην ήμασταν Παναθηναϊκοί.
Ήταν ανήκουστο για ελληνική ομάδα να φτάσει στον ημιτελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών, να αγγίξει ξανά τελικό μετά το 1971, για το οποίο τόσα είχαμε ακούσει, αλλά κανείς μας δεν έζησε.
Ο Παναθηναϊκός δεν τα είχε καταφέρει απέναντι στη μεγάλη Λίβερπουλ που ούτως ή άλλως μισούσα γιατί την προηγούμενη ακριβώς χρονιά είχε κερδίσει την ομάδα μου τη Ρόμα, στον πρώτο τελικό που παθιάστηκα στη ζωή μου. Η πλειοψηφία της παρέας ήταν με τους Άγγλους, το βρετανικό ποδόσφαιρο τη δεκαετία του ’80 ήταν κάτι σαν να ανακαλύπτεις το internet.
Στηνόμασταν Σάββατο μεσημέρι στην ΕΡΤ2 και βλέπαμε αγώνες του αγγλικού πρωταθλήματος που ο Γιάννης ο Αργυρίου τους μετέτρεπε σε επικούς κι ας ήταν αδιάφοροι, παρακολουθούσαμε μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα, σύγχρονα γήπεδα, ακούγαμε εξωτικά ονόματα.
Ήρθε κι ο αποκλεισμός του Παναθηναϊκού με εκείνο το γκολ του Ρότσα στο “Άνφιλντ” που δεν μέτρησε ποτέ και στα παιδικά μου μάτια η Λίβερπουλ ήταν κάτι σαν στοιχειωμένη ομάδα, ένας ανίκητος στρατός από μουστάκια (είχαν χαραχθεί στη μνήμη μου τα παχυλά μουστάκια και του Γκρόμπελαρ και του Ρας και του Σούνες) που λειτουργούσαν σαν σκιάχτρα.
Απέναντι στα σκιάχτρα η απαράμιλλη κλάση του Πλατινί, η αρχοντιά του Σιρέα, ο τρομερός Μπόνιεκ, το «ουρλιαχτό» του Ταρντέλι, η πρώτη ποδοσφαιρική ανάμνηση της ζωής μου από το Mundial του ’82.
Εκείνο το απόγευμα στην πλατεία όλοι προσπαθούσαν να πιάσουν τα φάλτσα του Γάλλου αρτίστα, ο φίλος μου ο Μιχάλης είχε υιοθετήσει το ράθυμο στυλ, είχε βγάλει και τη φανέλα έξω από το σορτσάκι και επέμενε να κλωτσάει συνέχεια με σουτ «μπανάνα».
Εγώ δυστυχώς αρκέστηκα να προσπαθώ να ισορροπώ και να μην πέφτω. Τα diadora δεν άντεχαν στο τσιμέντο της πλατείας, δεν μπορούσα καν να τρέξω, πολλώ δε να σουτάρω ή να πασάρω. Σκέφτηκα ακόμη και να τα βγάλω και να παίξω ξυπόλητος, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτώ την ήττα μου και να δικαιώσω τον πατέρα μου που μου έλεγε ότι πρέπει να τα φορέσω μόνο σε γρασίδι.
Προσπάθησα να παίξω στην άμυνα, με την πρώτη σωριάστηκα κι έσκισα το πόδι μου, το τραύμα ήταν τόσο βαθύ που το αίμα φαινόταν ψεύτικο. Πήγα στη βρύση, προσποιήθηκα ότι «δεν έχω τίποτα» και κάθισα στο τέρμα. Ό,τι πήγαινε μέσα έγραφε, όλοι έξαλλοι μαζί μου. Δεν άγγιξα την μπάλα εκείνο το απόγευμα, με δυσκολία περπατούσα όταν σουρούπωσε κι άρχισαν οι πρώτες φωνές για επιστροφή στο σπίτι.
Γύρισα σπίτι και η μάνα μου πήγε να τρελαθεί. Το στόμα μου με αυτή την παχύρρευστη αφυδατωμένη αίσθηση, η μπλούζα χάλια απ’ τον ιδρώτα, το πόδι μου μέσα στο αίμα, τα γόνατα άσπρα απ’ το τσιμέντο. Ο πατέρας μου δεν είχε ακόμα γυρίσει απ’ τη δουλειά, η Grundig στο σαλόνι ακόμα σβηστή.
Η κατσάδα της μάνας μου ακουγόταν σχεδόν σαν μουσική στ’ αυτιά μου, μέσα μου ήξερα ότι θα μ’ αφήσει τελικά να δω το ματς γιατί όλοι εκείνο το βράδυ θα το βλέπαμε και το είχα ήδη προσυμφωνήσει με τον πατέρα μου.
Έριξα μια φευγαλέα ματιά στο ρολόι, σε λιγότερο από μια ώρα ξεκινούσε. Ένα γρήγορο μπάνιο, ιώδιο στην πληγή και καλή συμπεριφορά. Έφαγα κάθε «πρασινάδα» που έβαλε στο πιάτο η μάνα μου αδιαμαρτύρητα, δεν ήταν ώρα να παίξω κορώνα-γράμματα τον τελικό.
Όταν από το σαλόνι ακούστηκε η θρυλική μουσική της Eurovision από τα ηχεία της κυρτής «ντουλαπένιας» Grundig, δεν κρατιόμουν άλλο. Αυτό που δεν φανταζόμουν ποτέ είναι ότι επρόκειτο να ζήσω την πρώτη ποδοσφαιρική τραγωδία στη ζωή μου.
Η φωνή ήταν γνώριμη, του Γιάννη Διακογιάννη, αλλά τούτη τη φορά ακουγόταν σπασμένη, ανήσυχη, τρεμάμενη, πάντοτε όμως επαγγελματική. Δεν έδινε έμφαση, μετέδιδε αυστηρά πληροφορίες που παρότι συγκεχυμένες, έκαναν λόγο για νεκρούς και τραυματίες.
Όποτε τολμούσα να ρωτήσω, ο πατέρας μου απαντούσε να σωπάσω. Η φωνή του Διακογιάννη έβγαζε μια αίσθηση μοναξιάς, οι ειδήσεις χαοτικές, δεν καταλάβαινα τι άκουγα και γιατί αντί για την περιγραφή του αγώνα γινόμουν μάρτυρας σε ένα είδος ανταπόκρισης από το μέτωπο.
«Σύμφωνα με πηγές της UEFA φαίνεται να υπάρχουν τριάντα έξι θύματα». Τα θύματα στην πραγματικότητα ήταν τριάντα εννέα, αλλά ο “Ζανό” ήταν αδύνατον να διαχειριστεί πιο ψύχραιμα την κατάσταση. Στο αμήχανο μεσοδιάστημα μας αράδιασε δεκάδες άχρηστες πληροφορίες για εκείνον το λόφο στο βορειοδυτικό τμήμα των Βρυξελλών με το όνομα Χέιζελ.
Το γήπεδο εγκαινιάστηκε στην 100ή επέτειο της ανεξαρτησίας των Βέλγων το 1930 από τον Πρίγκιπα Λεοπόλδο, προοριζόταν για τη φημισμένη Διεθνή Έκθεση Βρυξελλών και ονομάστηκε αρχικά “Stade du Centenaire” ή αλλιώς “Jubelstadion”. Με τα χρόνια έμεινε στο θυμικό με το όνομα της τοποθεσίας, όπως περίπου με το Σαν Σίρο που κανένας ντόπιος δεν το λέει “Giuseppe Meazza”.
Το 1985 το Χέιζελ είχε ακριβώς την ίδια εικόνα που είχε και προπολεμικά, ήταν σαν ένα αχανές κουτί από σκυρόδεμα και απλώς φιλοξενούσε τους αγώνες της εθνικής Βελγίου. Αυτά και άλλα πολλά εξιστορούσε ο Γιάννης Διακογιάννης, με πρόδηλη την αγωνία στη φωνή του, αφού δεν υπήρχε «επιστροφή» ή επικοινωνία με την Αθήνα, γιατί τα τεχνολογικά μέσα ήταν ακόμη σε προνηπιακό στάδιο.
Άκουγα τις ιστορίες του “Ζανό” και κοιτούσα τριγύρω. Όλοι ανήσυχοι. Κάποια στιγμή η σύνδεση κόπηκε, η ώρα ήταν πολύ περασμένη. Με δυσκολία προσπαθούσα να κρατηθώ ξύπνιος, οι δικοί μου επέμεναν να πάω για ύπνο, ο πατέρας μου ήταν βέβαιος ότι το παιχνίδι θα ματαιωθεί. Μου έβαλε deadline τις 11 τη νύχτα, εξτρίμ ώρα για τα δεδομένα της ηλικίας μου.
Γύρω στις 11 παρά, ξανά η μουσική της Eurovision. Η φωνή του “Ζανό” πένθιμη, το γήπεδο κρύο, παγωμένο. Έπιασα τον εαυτό μου να μην έχει τη λαχτάρα και δεν έφταιγε ότι ήταν σχεδόν η ώρα να πάω στο κρεβάτι μου. Πρόλαβα να δω τους 22 ποδοσφαιριστές να μπαίνουν στο γήπεδο, αυτή ήταν η τελευταία εικόνα μου από το ματς, τα παπούτσια με τις τάπες στο ματωμένο χορτάρι του Χέιζελ.
Έκανα αυτόματα το συνειρμό με τα αίματα στο πόδι μου, αναρωτήθηκα πώς είναι να πατάς με τις τάπες αίμα άλλων. Αλήθεια, δεν θυμάμαι αν έκλαψα εκείνο το βράδυ, σίγουρα είχα επηρεαστεί τρομερά, η μάνα μου μού είπε ότι κάποια στιγμή κοιτούσα αποσβολωμένος την οθόνη κι έτρεμα.
Στο μυαλό μου έβλεπα και ξανάβλεπα τις σκηνές εκείνου του μισάωρου που στο σπίτι επικρατούσε σιγή. Κλείνω τα μάτια και έρχονται στο νου εκείνοι οι Γιουβεντίνοι που μερικές δεκάδες μέτρα από τις θύρες «Χ και Υ» κινούνται άτακτα και τους απωθεί βίαια η αστυνομία. Ξαναβλέπω τους καπνούς από τα δακρυγόνα, ανθρώπους να τρέχουν πανικόβλητοι, τα αίματα, το κυνηγητό. Ανθρωποκυνηγητό on camera, σε ζωντανή πανευρωπαϊκή μετάδοση.
Οι «χούλιγκανς» (ακόμα μια λέξη που μου είχε μάθει η τηλεόραση) δεν είχαν τη μορφή που φανταζόμασταν πιτσιρικάδες. Ήταν καθημερινοί τύποι, γνώριμες στεγνές φιγούρες της δεκαετίας του ’80, άντε να ήταν το μαλλί λίγο πιο μακρύ απ’ όσο έπρεπε.
Πιο πολύ εντύπωση μου είχε προκαλέσει εκείνο το πανό “REDS ANIMALS” που είχα δει κρεμασμένο στην εξέδρα, δεν είχα ιδέα τότε για «λάφυρα», «πανιά», άγραφους νόμους της κερκίδας. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ ξύλο, «ντου», οπλισμένους με ασπίδες και κράνη αστυνομικούς, κόσμο να τον ποδοπατούν.
Αυτό που δεν μπορούσα να διανοηθώ, είναι να βλέπω ζωντανά ένα στάδιο να ξηλώνεται και να χρησιμοποιούνται τα τούβλα, το τσιμέντο του, σαν πολεμοφόδια.
Συμπλοκές, ανθρώπινη πάλη, πέτρα στην πέτρα, κεφάλια που ανοίγουν. Τα θυμόμουν ευτυχώς πολύ λιγότερο τρομακτικά, μεγαλώνοντας και διαβάζοντας ειλικρινά χαίρομαι που ήμουν μικρός στην ηλικία και δεν πολυκαταλάβαινα τι έβλεπα.
Έμαθα διαβάζοντας και ερευνώντας για την αγωνία του μεγάλου αρχηγού της Λίβερπουλ, του Φιλ Νικ, που ανησυχούσε για τη γυναίκα του την Τζέιν, για τους ποδοσφαιριστές στα αποδυτήρια που άκουσαν τον βρόντο του τοίχου που γκρεμίστηκε λίγα μέτρα δίπλα τους.
Ο Νιλ έπιασε μικρόφωνο, όσοι ήταν παρόντες ορκίζονται ότι δεν άκουσαν λέξη από αυτά που είπε ο 34χρονος αρχηγός των “κόκκινων”. Κυριαρχούσε μόνο ο τρόμος. Οι πιο πολλοί θυμούνται το γαλήνιο και πράο Γκαετάνο Σιρέα, τον αδικοχαμένο λίμπερο και μεγάλο αρχηγό της Γιούβε.
Εκείνη η νύχτα άλλαξε και τον ίδιο τον Σιρέα, μετά από εκείνον τον τελικό δεν ήταν ποτέ ο ίδιος, έπαιξε μηχανικά δυο χρόνια ακόμα και εγκατέλειψε τη δράση. Η φωνή του Σιρέα εκείνο το βράδυ ήταν βραχνή και μεταλλική, εμπεριείχε ένα μείγμα συγκίνησης και θυμού.
«Το παιχνίδι θα διεξαχθεί για να επιτραπεί στην αστυνομία να οργανώσει και να εξασφαλίσει την όσο το δυνατόν πιο ομαλή έξοδό σας από το γήπεδο. Σας παρακαλώ μην ανταποκρίνεστε σε οποιαδήποτε πρόκληση, προσπαθήστε να παραμείνετε ψύχραιμοι. Θα παίξουμε για εσάς».
Είναι συγκλονιστικά τα λόγια του Γκαετάνο, ειδικά γνωρίζοντας εκ των υστέρων την πορεία των γεγονότων, ξέροντας ότι παρά τις εκκλήσεις τα επεισόδια συνεχίστηκαν, αυτή τη φορά με την αστυνομία.
Οι εικόνες για το σήμερα είναι γνώριμες, τότε ήταν εξωγήινες. Τριάντα εννέα νεκροί, περισσότεροι από εξακόσιοι τραυματίες. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία το ματς και συνειδητά δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο παιχνίδι σε αυτό εδώ το κείμενο.
Εκείνη η μαύρη νύχτα του Χέιζελ ακόμα και σήμερα προκαλεί αντιφάσεις, συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, σημάδεψε και σχημάτισε συνειδήσεις εκατομμυρίων τηλεθεατών, καθόρισε τη σχέση με το ποδόσφαιρο και τη βία, χιλιάδων παιδιών μεταξύ των οποίων και εγώ ο ίδιος.
Λίγες μόνο μέρες μετά τον τραγικό θάνατο εκείνων των τριάντα εννέα φιλάθλων του τομέα «Ζ» του Χέιζελ, ο δηκτικός κριτικός Πολ Βαντρόμ στο δοκίμιο “Le gardins du Heysel” πρωτοέγραψε ότι το ποδόσφαιρο έγινε οριστικά το σύγχρονο όπιο των λαών.
«Το Τέρας στον λαβύρινθο του Χέιζελ έπινε το αίμα και έτρωγε βίαια το κρέας των φιλάθλων. Η βία είναι τυφλή γιατί δρα στο σκότος και γεμίζει τις κοιλάδες με δάκρυα», έγραψε ο Βέλγος αποτυπώνοντας γλαφυρά στο χαρτί τη θηριωδία.
Η Γιουβέντους προσπάθησε να ξεχάσει, ο αγώνας εκείνος ήταν σαν VR πολεμικό βιντεοπαιχνίδι στο οποίο ο στόχος είναι να πάρεις τη σημαία του εχθρού στο πεδίο του αφήνοντας πίσω συντρίμμια. Η τραγωδία του ’85 (όπως και άλλες που ακολούθησαν) ωστόσο, έκανε το ποδόσφαιρο λιγότερο «τέρας», λιγότερο «κτήνος».
Σήμερα είναι αδιανόητο να διεξαχθεί τελικός σε ένα σκυρόδεμα, να επιτραπεί να βεβηλωθεί η μνήμη αδικοχαμένων ψυχών επειδή κάποιος ασυνείδητος αξιωματούχος αποφάσισε ότι «το παιχνίδι μπορεί να ξεκινήσει».
Οι τραγωδίες είναι απρόβλεπτες, εκείνο το μαύρο βράδυ του Μαΐου απέδειξε ότι οι νεκροί δεν έπεσαν μάταια. Μελετήθηκαν τα αίτια, μάθαμε, τιμωρήσαμε, η UEFA κατάλαβε και το Χέιζελ συνέβαλε στη βελτίωση της οργάνωσης και των υποδομών. Τι απέγιναν όμως οι ψυχές; Τι χτίσαμε αυτά τα 33 χρόνια;
Ο Πλατινί είχε πει πολύ κυνικά λίγα χρόνια μετά την τραγωδία ότι ένιωσε σαν κλόουν που μπήκε να κάνει το τσίρκο να γελάσει μετά το θάνατο του ακροβάτη. Το ποδόσφαιρο δίνει φωνή σε προσδοκίες, μεταμορφώνει ηθικές αξίες σε ανήθικες, είναι μια τελετουργία, μια έκφραση ορατή, σταθερή, επίσημη, προβλέψιμη πια.
Μεγαλώσαμε, ωριμάσαμε, εξακολουθούμε να το αγαπάμε αλλά αποστασιοποιημένα. Για να επιστρέψει η φλόγα αρκεί να ανατρέξουμε στο καρουζέλ των αναμνήσεων, να βουτήξουμε στη δεξαμενή της αθωότητας. Μέχρι το πρώτο σοκ, μέχρι την πρώτη σκιά που χάλασε το παραμύθι, την πρώτη φορά που είδαμε το «Τέρας» χωρίς να το περιμένουμε. Κι εγώ το «τέρας» το πρωτοείδα στο Χέιζελ…”.