Η εκτέλεση του Σάντορ Σουτς

Η ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε την Ουγγαρία στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης και, βέβαια, ο αθλητισμός δεν γινόταν να μείνει ανεπηρέαστος.

Είναι γνωστή η ιστορία με τους διεθνείς ποδοσφαιριστές που εγκατέλειψαν τη χώρα μετά το 1956, επειδή δεν άντεχαν ή δεν ανέχονταν τα στραβά κι ανάποδα του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Πριν από ακριβώς 67 χρόνια, δηλαδή στις 4 Ιουνίου 1951, ένας άσος των ουγγρικών γηπέδων ονόματι Σάντορ Σουτς, εκτελέστηκε κάτω από άκρα μυστικότητα για παραδειγματισμό.

Το Sport-Retro.gr παραθέτει πληροφορίες από τον σύντομο βίο του άτυχου αμυντικού, ο οποίος έχασε τη ζωή του σε ηλικία μόλις 29 ετών.

 

Η καριέρα

Ο Σάντορ Σουτς είδε το πρώτο φως της ζωής στις 23 Νοεμβρίου 1921 στο Σόλνοκ, μία πόλη που λίγους μήνες νωρίτερα είχε βιώσει τη ρουμανική κατοχή.

Σε ηλικία 17 ετών εντάχθηκε στο δυναμικό της τοπικής Σολνόκι, όπου άρχισε καριέρα σε ρόλο αμυντικού (το ύψος του ήταν 1.80μ. και το βάρος του 85 κιλά).

Στις 19 Μαΐου 1940 φόρεσε τη φανέλα της εθνικής Νέων, ενώ ακολούθησαν άλλες δύο εμφανίσεις: με τη Γιουγκοσλαβία στις 29 Σεπτεμβρίου και με την Κροατία στις 8 Δεκεμβρίου.

Το 1941 κλήθηκε για πρώτη φορά στην εθνική Ανδρών και μέχρι το 1948 κατέγραψε συνολικά 19 συμμετοχές, αγωνιζόμενος στο πλευρό θρύλων, όπως ο Φέρεντς Πούσκας, ο Γιόζεφ Μπόζικ, ο Γκιόργκι Σάροσι, ο Φέρεντς Ντεάκ και ο Νάντορ Χιντεγκούτι.

Το καλοκαίρι του 1947 κατέκτησε με την εθνική το Βαλκανικό Κύπελλο και ο ίδιος αγωνίστηκε στα ματς με Γιουγκοσλαβία (3-2), Βουλγαρία (9-0), Αλβανία (3-0).

Προτού ακόμη κλείσει τα 23 του, η «γαλοπούλα», όπως ήταν το παρατσούκλι του, μεταπήδησε στην Ουίπεστ, όπου μέχρι το 1951 συνυπήρξε με σπουδαίους παίκτες (Φέρεντς Σούσα, Γκιούλα Ζένγκελερ κ.ά.).

Από το 1945 μέχρι το 1949 το ποδόσφαιρο στην Ουγγαρία ήταν επαγγελματικό και οι παίκτες είχαν τη δυνατότητα να καρπώνονται αξιοπρεπέστατους μισθούς, αλλά η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη…

Τα θεμέλια της μαγικής Ουγγαρίας του ’50 μπήκαν με κομμουνισμό κι ένα χρυσό μετάλλιο

 

Ένας παράνομος δεσμός

Όταν η χώρα μετονομάστηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας, η Κίσπεστ των Πούσκας-Μπόζικ μετατράπηκε σε Χόνβεντ και έγινε η ομάδα του στρατού, ενώ η Ουίπεστ «βαφτίστηκε» Ντόζα και έφερε την ταμπέλα του συλλόγου της αστυνομίας.

Μια βραδιά του 1950 ένας ένθερμος υποστηρικτής της Ουίπεστ προσκάλεσε τον Σουτς και μερικούς συμπαίκτες του στο σπίτι του.

Τότε έγινε η μοιραία συνάντηση του νεαρού παντρεμένου άσου με την 21χρονη σύζυγο του οικοδεσπότη, την τραγουδίστρια Έρζι Κόβατς.

Γρήγορα ερωτεύθηκαν και προσπάθησαν να κρατήσουν μυστικό τον παράνομο δεσμό τους, όμως εκείνη δεν άργησε να δεχθεί ερωτήσεις από την ÁVH, τη μυστική αστυνομία του καθεστώτος.

Ο Σάντορ δέχθηκε ένα τηλεφώνημα που… μέσες άκρες έλεγε: «Ή απομακρύνεσαι από την Έρζι ή καταλήγεις κάπου όπου τα πόδια σου δεν θα μπορούν να σε βοηθήσουν…».

Η απόφασή τους ήταν να διασχίσουν τα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία και εν συνεχεία να περάσουν στην Ιταλία, ένα σχέδιο ιδιαίτερα παράτολμο, αφού σε περίπτωση σύλληψης ήταν πολύ πιθανό το σενάριο της θανατικής ποινής.

Δανείστηκαν ένα αυτοκίνητο και πλήρωσαν έναν λαθρέμπορο, προκειμένου να τους διευκολύνει με τη μετάβαση στη γειτονική χώρα, όμως, αυτή τους η κίνηση έμελλε να αποβεί μοιραία.

Ο άγνωστος άνδρας συμβούλευσε τον Σάντορ να έχει μαζί του ένα πιστόλι, δήθεν για λόγους ασφαλείας, αλλά στην πραγματικότητα για να βαρύνουν ακόμη περισσότερο οι κατηγορίες.

 

Η εκτέλεση

Το ζευγάρι άρχισε την πορεία του στις 6 Μαρτίου και στον πρώτο έλεγχο όλα κύλησαν ομαλά από τη στιγμή που οι αστυνομικοί άναψαν το «πράσινο φως» για να συνεχίσουν, αφού προηγουμένως εξέτασαν τις ταυτότητες τους.

Μερικά χιλιόμετρα αργότερα, όμως, οι άνδρες της ÁVH τους συνέλαβαν με συνοπτικές διαδικασίες και τους οδήγησαν στα κεντρικά γραφεία της λεωφόρου Andrássy, πιο γνωστά ως «Σπίτι του Τρόμου» για ευνόητους λόγους.

Το σχέδιό τους είχε προδοθεί, με συνέπεια ο ποδοσφαιριστής και η τραγουδίστρια να οδηγηθούν στο εδώλιο στρατιωτικού δικαστηρίου τον Μάιο του 1951.

Ήταν μια δίκη-παρωδία, δεδομένου ότι ο Σουτς δεν γνώριζε καν τον δικηγόρο του, ενώ η ετυμηγορία έλεγε: εκτέλεση του παίκτη και δήμευση της περιουσίας του / τέσσερα χρόνια φυλάκιση στην Κόβατς.

Ο Φέρεντς Πούσκας, ο Γιόζεφ Μπόζικ και ο Φέρεντς Σούσα ήταν μερικοί από τους πρώην συμπαίκτες του που ζήτησαν από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας να του δώσουν χάρη, ωστόσο ο Μιχάλι Φάρκας αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Ο 29χρονος Σάντορ Σουτς απαγχονίστηκε κρυφά στις 4 Ιουνίου 1951, η Έρζι δεν το είχε μάθει μέχρι την αποφυλάκισή της το 1954, ενώ μέχρι το 1989 δεν είχαν διαρρεύσει πληροφορίες για την εκτέλεση και τον τάφο του.

Εκείνη συνέχισε τη ζωή της και διέγραψε επιτυχημένη καριέρα στο τραγούδι κατά τις δεκαετίες 1950-1960, πέρασε μέρος της ζωής της στο εξωτερικό, φανέρωσε στοιχεία του ταλέντου της σε κρουαζιερόπλοια και επαναπατρίστηκε σε μεγαλύτερη ηλικία.

 

Μετά θάνατον τιμές

Η σύλληψη του παράνομου ζεύγους προήλθε (και) από προδοσία εκ των έσω, δηλαδή σίγουρα υπήρχε πληροφοριοδότης/ες από την Ουίπεστ.

Ειρήσθω εν παρόδω, από τον Σεπτέμβριο του 2017 το όνομα του Σουτς κοσμεί ένα από τα τέσσερα γήπεδα του προπονητικού κέντρου της Σολνόκι.

Η εκτέλεσή του έγινε για παραδειγματισμό και, πράγματι, κανένας Ούγγρος ποδοσφαιριστής δεν αποπειράθηκε να περάσει τα σύνορα μέχρι το 1956.

Το 1991, όταν πια είχε καταρρεύσει το κομμουνιστικό καθεστώς, ο αδικοχαμένος αμυντικός έλαβε τιμητικά τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.

Ένα δημοτικό σχολείο του Ουίπεστ πήρε το όνομά του, ενώ κάθε χρόνο διοργανώνεται ποδοσφαιρικό τουρνουά για νέους της περιοχής.

Η Έρζι Κόβατς απεβίωσε στις 6 Απριλίου 2014 σε ηλικία 85 ετών, ήτοι εννέα χρόνια μετά τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ «Miért?! Egy tragikus szerelem története» (μτφρ: «Γιατί; Η ιστορία μιας τραγικής αγάπης), το οποίο ήταν αφιερωμένο σε εκείνη και τον Σουτς.

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!