Ξημέρωσε 4 Ιουλίου, επέτειος της διακήρυξης της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ για τον υπόλοιπο κόσμο, η μεγαλύτερη επέτειος στην ιστορία του ποδοσφαίρου για εμάς τους Έλληνες. Ενός ποδοσφαίρου που σήμερα που μιλάμε, δεκατέσσερα χρόνια μετά τον τελικό της Λισαβόνας, δεν κεφαλαιοποίησε ούτε κατ’ ελάχιστο την αδιανόητη κατάκτηση της κούπας.
Αντί να πατήσουμε σε εκείνην την τεράστια επιτυχία, αντί να χτίσουμε πάνω στο θαύμα που πέτυχαν τα παιδιά της Εθνικής του Ρεχάγκελ, αποδομήσαμε το κάθε τι και επιστρέψαμε στη θλίψη άλλων δεκαετιών όταν η Εθνική ήταν υπόθεση των ολίγων, κομματικό άρμα για προώθηση “των δικών μας παιδιών”, μονόστηλο στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και συζήτηση του ενός λεπτού στα χείλη των φιλάθλων.
Λείπουμε από τη γιορτή της Ρωσίας, όπως λείπαμε και παλιά απ’ όλα τα μεγάλα ραντεβού. Κι όμως, όσοι θυμάστε γυρίστε το χρόνο πίσω, θυμηθείτε πόσο ομονοήσαμε εκείνη την περίοδο, πως γίναμε ένα Παναθηναϊκοί και Ολυμπιακοί, Αρειανοί και ΠΑΟΚτσήδες, αριστεροί και δεξιοί.
Επαγγελματικοί λόγοι με είχαν φέρει τότε ανά την Ευρώπη, το Euro με βρήκε μεταξύ Λονδίνου και Ρώμης και ακόμη θυμάμαι τα έκπληκτα πρόσωπα των Άγγλων μετά το 2-1 της πρεμιέρας εναντίον των διοργανωτών Πορτογάλων.
Αδύνατον να σβήσω από το σκληρό δίσκο του εγκεφάλου τα ανοιχτά στόματα των Ιταλών μετά από εκείνη τη μεγάλη νίκη με τη Γαλλία, μετά από εκείνη την ντρίπλα του Ζαγοράκη στον Λιζαραζού και την εύστοχη κεφαλιά του Άγγελου στα δίχτυα του Μπαρτέζ. Οι Ιταλιάνοι δεν πίστευαν το θαύμα της Ελλάδας. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι η πιο αδύναμη ομάδα του τουρνουά κατά τους ειδικούς, έβγαζε έξω την κάτοχο του τροπαίου, τη Γαλλία του Ζιντάν, του Ανρί, του Βιεϊρά, του Τουράμ.
Ήταν κομβικό το ματς με τη Γαλλία. Πριν από αυτό δεν μας υπολόγιζαν, πίστευαν ότι εκείνα τα παιδιά απλώς στάθηκαν τυχερά και εκμεταλλευόμενα το άγχος των γηπεδούχων στην πρεμιέρα, βρέθηκαν απλώς στην επόμενη φάση για να αποκλειστούν “τιμητικά” από τους υπερόπτες Γάλλους.
Η Εθνική, όμως, έκανε σχεδόν το τέλειο ματς στην άμυνα, έκλεισε όλους τους χώρους, ο Σεϊταρίδης έβγαλε εκτός ματς τον Τιτί Ανρί, ο Ρεχάγκελ εμψύχωσε για το τέλειο τακτικά παιχνίδι που επινόησαν οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές και επί της ουσίας δεν άφησε την ομάδα να παραχωρήσει φάση στον αντίπαλο. Τότε αρχίσαμε να το πιστεύουμε και μετά από εκείνο το παιχνίδι ξεκίνησαν και οι υπερβολές.
Μπορεί να ήταν υπερβολές με θετική χροιά και γεμάτες ευτυχία, αλλά καταδείκνυαν και το ίδιον του λαού μας. Ενός λαού sui generis, πρώτου και καλύτερου να πανηγυρίσει έξαλλα την επιτυχία, με παρεκτροπές, “καγκουριές”, κορώνες για εθνική υπερηφάνεια, ήρωες με φουστανέλες και κουμπούρια. Οι ξένοι, απόλυτα φυσιολογικά αφού δεν το είχαμε ξανακάνει, απορούσαν με τις εικόνες που κατέφθαναν στα τηλεοπτικά τους δίκτυα από τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας.
Θέλοντας και μη, το συνδρομητικό Sky Sports (δίκτυο στο οποίο παρακολούθησα τους αγώνες και το ρεπορτάζ του Euro και στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιταλία) έδειχνε εικόνες από την πατρίδα, ανθρώπους να λούζονται στην Ομόνοια, άλλους να πανηγυρίζουν άφρονες στο Λευκό Πύργο, παρουσίαζε μια Ελλάδα που ενδόμυχα δεν μου έλειπε.
Στο μεσοδιάστημα των αγώνων ξεπηδούσαν ρεπορτάζ από το Bayswater με εκατοντάδες Έλληνες (φοιτητές κυρίως) να ανεμίζουν ελληνικές σημαίες και να τραγουδούν συνθήματα και στην Ιταλία από την άλλη, ακόμη θυμάμαι το ρεπορτάζ του δημοσιογράφου του Sky, Μάρκο Κατανέο, στο χωριό Καλημέρα της Grecia Salentina στη Νότιο Ιταλία.
Ο δημοσιογράφος ξεκίνησε από το Μιλάνο και κατηφόρισε στην Πούλια να γνωρίσει και να μιλήσει με τα απομεινάρια της “Μεγάλης Ελλάδας”, βρήκε κάποιους (πολύ) ηλικιωμένους κατοίκους του χωριού και προσπάθησε να μιλήσει μαζί τους.
Εκείνοι του απαντούσαν στα “γραικάνικα”, την τοπική διάλεκτο του χωριού και της περιοχής, που ένας Έλληνας με κλασσική παιδεία μπορεί κάλλιστα να καταλάβει χωρίς να χρειάζεται μετάφραση. Μια εκπληκτική φιγούρα ενός τουλάχιστον 85χρονου παππού, υποδέχθηκε τον Κατανέο με ένα μεγαλοπρεπές orios, parfettos (ωραίος, τέλειος) υπό τους ήχους του δημώδους Kalìnifta που είχε επιλέξει η παραγωγή για το ρεπορτάζ.
Έκπληκτος είχα κολλήσει το πρόσωπό μου στην οθόνη και άκουγα για πρώτη φορά εκείνο το τραγούδι: “Kalìnifta! Se finno che pao plajasu, ti ‘vo pikra prikò che pu pào, pu sirno, pu steo, sti kardìa mu panta sena vastò. Καληνύχτα, σ’ αφήνω και πάω να πλαγιάσω, με προίκα την πίκρα πού πάω, πού σέρνω, πού στέκω, στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ”.
Όλο αυτό το είχε κάνει η Εθνική ομάδα, το γκολ του Άγγελου Χαριστέα, του “αμπαλότερου των άμπαλων της Εθνικής” όπως έλεγαν ειδικοί και μη πριν από την έναρξη εκείνου του τουρνουά.
Ο Κατανέο συνέχισε την περιήγησή του στο χωριό, ρωτούσε περαστικούς για να του πουν αν σιγοκαίει ακόμα η φλόγα μέσα τους, αν νιώθουν κάτι διαφορετικό από την αδιαφορία (με ολίγη από φθόνο) που ένιωθαν οι υπόλοιποι Ιταλοί που είχαν αποκλειστεί στον όμιλο.
Τα γεροντάκια έλεγαν “μπράβο”, ψέλλιζαν στην πολύ περίεργη διάλεκτό τους συγχαρητήρια για την Εθνική και τους φίλους Έλληνες, τους ανθρώπους που έχτισαν τα πρώτα πετρόσπιτα στην άγονη τότε περιοχή του οικισμού.
“Καλημέρα” είχε απαντήσει σύμφωνα με την παράδοση ο Έλληνας που έχτιζε το σπίτι του εκεί, στον περαστικό έμπορο που κατευθυνόταν στο Λέτσε.
Κάπως έτσι έμεινε το όνομα του χωριού στους υπόλοιπους Ιταλούς, κάπως έτσι διατηρήθηκε μια παράδοση εκατοντάδων ετών με τους Έλληνες αποίκους να μετατρέπουν τον ξένο τόπο σε μια μικρογραφία προσαρμοσμένης Ελλάδας.
Μου προξένησε τρομερή εντύπωση ότι πολύ ηλικιωμένοι άνθρωποι ήξεραν και παρακολουθούσαν την Εθνική, που μέσω του ποδοσφαίρου επέστρεφαν στις ρίζες τους και αισθάνονταν έστω και ένα ψήγμα χαράς και ευφορίας (το οποίο κακά τα ψέματα, επέτεινε ότι η αντίπαλος της Εθνικής ήταν η Γαλλία, την οποία οι Ιταλοί δεν συμπαθούν ιδιαίτερα) δίχως φανατισμούς και χωρίς κανένα απολύτως αντάλλαγμα.
Πίσω στο studio ο πολύς Don Fabio Capello προσπαθούσε να εξηγήσει στην ομήγυρη το “κόλπο του αναχρονιστή Ρεχάγκελ”.
Κυριαρχούσε πάρα πολύ έντονα στις αναλύσεις των ειδικών η αίσθηση ότι η Ελλάδα παίζει ένα αποκρουστικό ποδόσφαιρο, ένα αναχρονιστικό ποδόσφαιρο που για τους Ιταλούς ήταν προσαρμοσμένο στο ιστορικό catenaccio του Ελένιο Ερέρα και για τους Άγγλους στο δημοφιλές σήμερα park the bus.
Πίσω στην Ελλάδα, φίλοι και συγγενείς τηλεφωνούσαν μέσα από το “χαμό” για να μοιραστούμε τη χαρά. Άκουγα στωικά άναρθρες κραυγές και προσποιούμουν ότι το ζούσα μαζί τους.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσα να βάλω τον εαυτό μου στη διαδικασία της “εθνικής γιορτής”. Κάποιοι μου τηλεφωνούσαν να με ψήσουν να πάμε Πορτογαλία: “Έχω γνωστό που θα μας βρει εισιτήρια και στην τελική πάμε να το ζήσουμε ρε!” ήταν η μόνιμη επωδός.
Επικρατούσε μια φρενίτιδα στην πλειοψηφία των ανθρώπων με τους οποίους κρατούσα επαφή, καταλάβαινα ότι η Εθνική γίνεται σιγά σιγά υπόθεση των πολλών και ξεφεύγει από το στενό φίλαθλο πλαίσιο.
Όλοι ήθελαν να συμμετέχουν στη γιορτή, στο όνειρο, ακόμη κι αυτοί που δεν θα έπρεπε και απλώς ακολουθούσαν τον συρμό της εποχής.
Στο δορυφορικό πρόγραμμα της Ert World έβλεπα τις εικόνες και δεν πίστευα στα μάτια μου.
Δελτία ειδήσεων να αφιερώνουν ατέρμονο τηλεοπτικό χρόνο στην Εθνική – άλλοτε ορθά και άλλοτε με σκοπό να προβάλλουν ηθοποιούς, καλλιτέχνες και λογής celebrities που ήθελαν λίγη από τη χρυσόσκονη της ομάδας – να δείχνουν εικόνες ξεσηκωμού στις πλατείες, να παρουσιάζουν ως βέβαιη την πρόκριση εναντίον της Τσεχίας, γιατί πάνω απ’ όλα έχουμε “ψυχή” και αυτό το χαρακτηριστικό δεν το έχει κανείς άλλος.
Ακόμη και στη δουλειά, οι ξένοι συνάδελφοι είχαν έναν καλό λόγο, πρώτη φορά τους αντίκρυζα όλους το πρωί και μου χαμογελούσαν ανεξαρτήτως υποχρεώσεων της ημέρας. “Bravi, forza Grecia!”.
Συγκαταβατικά προσπαθούσα να κρύψω την ικανοποίησή μου και να αποφύγω τις κουβέντες με τους συναδέλφους που ήθελαν να πιάσουν ποδοσφαιροκουβέντα και μετά τα “μπράβο” πρόσθεταν το “αλλά”. Ήταν πολλά εκείνα τα “αλλά”. Συγχαρητήρια, “αλλά παίξτε και λίγο μπάλα”. Μπράβο, “αλλά πολλή άμυνα αδερφέ μου”. Ωραίοι, “αλλά κακοποιείτε το ποδόσφαιρο”.
Κουράστηκα να εξηγώ ότι αυτό μπορούμε, αυτό παίζουμε. Δεν διαθέτουμε ούτε Ζιντάν, ούτε Νέντβεντ, ούτε Φίγκο, ούτε Ντελ Πιέρο, όπως οι άλλοι. Έχουμε όμως μια σπουδαία φουρνιά ποδοσφαιριστών, ομάδα και πλάνο. Και σπανίως αποτυγχάνουν οι Έλληνες όταν (επίσης σπανίως) έχουν πλάνο και τα άστρα είναι μαζί τους.
Αδυνατούσαν κι εκείνοι με τη σειρά τους να καταλάβουν αυτά που τους έλεγα εγώ, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι οι άσημοι για αυτούς ποδοσφαιριστές, ήταν μια παρέα και ως γνωστόν, οι παρέες γράφουν ιστορία, όσες έριδες κι αν υπάρχουν μεταξύ των μελών τους. Διότι εκείνη η Εθνική είχε άπειρα εσωτερικά ζητήματα, τα οποία όμως τα μέλη της έκρυψαν πολύ καλά απ’ όλους μας και έβγαζαν προς τα έξω ότι είναι μια γροθιά.
Το βραδάκι της 2 Ιουλίου είχε φτάσει, η παρέα μεικτή και οι φίλοι Ιταλοί με την Ελλάδα. Γνωρίζουν τον Τραϊανό Δέλλα, τον κεντρικό αμυντικό που από το 2000 έπαιζε ποδόσφαιρο στη χώρα τους και παρά το mobbying που δέχτηκε από τον ανεκδιήγητο πρόεδρο της Περούτζια, Λουτσιάνο Γκαούτσι, κατόρθωσε να μεταγραφεί στη Ρόμα. Εκείνη την εποχή οι “τζιαλορόσι” ζούσαν τα απόνερα της μεγάλης ομάδας που κατέκτησε το πρωτάθλημα το 2001 και τερμάτισαν δεύτεροι στο campionato.
Ο Δέλλας είχε κλείσει μια πολύ θετική σεζόν με συμπαίκτες του διαμετρήματος του Τότι, του Έμερσον, του Μοντέλα, του Καντελά, του Πανούτσι, του Κίβου, του Σάμουελ, του Κασάνο, του Μαντσίνι, του Ντε Ρόσι και γενικότερα μιας magica γεμάτης αστέρες.
Στον πάγκο της Ρόμα, ο Don Fabio, ο άνθρωπος που και στον ημιτελικό με τους Τσέχους βρίσκεται στο studio του Sky και προεξοφλεί ότι η Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να αντέξει στο φρενήρη ρυθμό των Τσέχων και το ματς θα είναι παράσταση για ένα ρόλο.
Ο Capello (ξανα)έκανε λάθος. Η Ελλάδα με ένα ψυχωμένο παιχνίδι και ούσα αρκετά τυχερή στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα, κατόρθωσε να μην δεχτεί γκολ.
Δίπλα μου τα πρόσωπα από αδιάφορα έως ενοχλημένα, οι Ιταλοί περίμεναν κάτι καλύτερο σε “θέαμα”, σίγουρα επηρεάζονταν και από τα σχόλια του Capello και των sportscasters που κατακεραύνωναν την Εθνική για την πάρα πολύ αμυντικογενή προσέγγιση του αγώνα. Το ματς πήγε στην παράταση, αφού πρώτα ο γίγαντας Κόλερ αστόχησε στο 80’ και πλέον ήμουν σίγουρος. Δεν το χάνουμε.
Η μοίρα ήθελε το ματς να το καθαρίσει ακριβώς ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούσε η παρέα: Il re Traiano (ο Βασιλιάς Τραϊανός) όπως τον αποκαλούσαν οι οπαδοί της Roma. Η κραυγή στο γκολ ακούστηκε σε όλο το Σαν Τζιοβάνι την περιοχή που βλέπαμε το ματς. Η Ελλάδα στον τελικό!
Δεν το πιστεύαμε, ο Don Fabio είχε καταπιεί τη λαλιά του, πρόλαβε ευτυχώς να πει ένα μπράβο για τον παίκτη του, τον Τραϊανό Δέλλα, ο οποίος με το μοναδικό silver goal σκότωσε τους Τσέχους, ίσως την καλύτερη ομάδα που βρήκε η Εθνική στο διάβα της.
Η συνέχεια ήταν ένα repeat της βραδιάς της πρόκρισης με τους Γάλλους: τηλέφωνα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, χαρά… Ατέλειωτη χαρά. Το ερώτημα πλέον για τους Ιταλούς ήταν “μπορεί η Ελλάδα να κάνει το μεγαλύτερο θαύμα από καταβολής του θεσμού;”.
Ξανά αφιερώματα, ξανά γλωσσοδέτες για τα πολύ δύσκολα ελληνικά ονόματα, αμέσως σενάρια για μεταγραφές Ελλήνων στο πρωτάθλημά τους που τότε ακόμη δεν είχε χάσει τη λάμψη του και “έπρεπε” να έχει τους καλύτερους και τα hot ονόματα της αγοράς.
Πού παίζει ο Ζαγοράκης; Πόσο κάνει ο Χαριστέας; Είναι το επόμενο καλύτερο δεξί wing back ο Γιούρκας Σεϊταρίδης; Οι Ιταλοί είχαν τρελαθεί, manager και ατζέντηδες έτρεχαν να βρουν δίαυλο επικοινωνίας με τους αντίστοιχους των Ελλήνων διεθνών. Το ελληνικό ποδόσφαιρο γινόταν σημαντικό, χτυπούσε για πρώτη φορά το κουδούνι στο κατώφλι της ελίτ. Εννοείται ότι οι δύο ημέρες μέχρι τον τελικό πέρασαν εν ριπή οφθαλμού.
Είχε ξεχαστεί και η δουλειά, όλοι δικαιολογούσαν την απουσία συγκέντρωσης και τη μεγάλη αναμονή για τον τελικό.
Και πάλι το ίδιο έργο: φαβορί η Πορτογαλία, καλό αλλά μέχρι εδώ ήταν, η Ελλάδα θα λυγίσει από το άγχος της πρωτάρας και λοιπές βαθυστόχαστες αναλύσεις.
Τους άκουγες και σκεφτόσουν ότι καλύτερα να μην κατέβουμε να παίξουμε, ας πάμε καλύτερα να παραλάβουμε απ’ ευθείας το αργυρό μετάλλιο.
Στην Ελλάδα βέβαια, το άλλο άκρο. Η υπερβολή έχει χτυπήσει κόκκινα, η Εrt World να δείχνει αλλεπάλληλα ρεπορτάζ με τσολιάδες, φουστανέλες, το ραδιόφωνο να παίζει Ζορμπά και να ακούγονται κραυγές. Ίσως επειδή ήμουν μακριά, όλα αυτά μου φαίνονταν και μου ακούγονταν τόσο ξένα που είχα αρχίσει να καλλιεργώ και αισθήματα απέχθειας.
Δικαιολογούσα τις καταστάσεις επειδή δεν είχαμε ξαναδιαχειριστεί μια τέτοια επιτυχία, εικόνα από Πορτογαλία δεν είχα για να γνωρίζω ότι η Εθνική έμενε ανεπηρέαστη από όλο αυτό το λαϊκό πανηγύρι των “εθνικά υπερήφανων”.
Ευτυχώς οι ποδοσφαιριστές και ο Ρεχάγκελ είχαν την απαραίτητη ευφυΐα να μείνουν έξω από όλο αυτό το κλίμα κονιορτοποίησης μιας αθλητικής επιτυχίας. Ο τελικός της 4ης Ιουλίου κύλησε αναπάντεχα ήρεμα.
Το ήξερα. Tο ξέραμε όλοι μας. Σε όποιαν άκρη της γης κι αν βρισκόμασταν. Δεν το ‘χανε η Εθνική. Άλλωστε είχαμε ζήσει το απόλυτο στον προημιτελικό – και κυρίως στον ημιτελικό – που ο τελικός με τους Πορτογάλους ήταν απλώς μια επανάληψη της πρεμιέρας. Κερδίσαμε σχεδόν σβηστά, με ατέλειωτο πάρτι στην κερκίδα και την ιταλική τηλεόραση να δείχνει τον Βασίλη Γκαγκάτση με ένδειξη “Πρωθυπουργός της Ελλάδας” από κάτω.
Τόσο άγνωστοι ήμασταν στο σκηνοθέτη, γεγονός που επέτεινε ακόμη περισσότερο τη σημασία της τεράστιας επιτυχίας της Εθνικής. Όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Βασίλης Τσιάρτας, ο τελικός κύλησε σαν να βάζεις ένα ποτήρι νερό: στημένο, κεφαλιά, γκολ, γεια σας. Η Ελλάδα Πρωταθλήτρια Ευρώπης, η Ελλάδα πρώτη είδηση στα δελτία όλου του κόσμου και η εικόνα του Θοδωρή Ζαγοράκη να υψώνει το κύπελλο στο χορτάρι του “Λουζ” κάνει το γύρο της γης.
Κάπου εκεί, στην εικόνα του αρχηγού της Εθνικής, ξεκίνησε και η αντίστροφη μέτρηση. Κάπου εκεί οι αρετές και τα προτερήματα του λαού μας, ξεκίνησαν να δίνουν τη θέση τους σιγά σιγά στις παθογένειες και την υπερβολή που μας διακατέχει ως λαό.
Πλέον έχουν παρέλθει 14 χρόνια και είναι αντιληπτό σε όλους όσοι έζησαν εκείνο τον μαγικό μήνα, ότι δεν κεφαλαιοποιήσαμε σχεδόν τίποτα από την κατάκτηση του Euro.
Ζήσαμε τη nirvana μας και με “τους καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες όλων των εποχών”, φουσκώσαμε ακόμη περισσότερο από την υπερηφάνεια (φουσκώνοντας ακόμη περισσότερο και το εθνικό χρέος) και ξεκίνησε η αποδόμηση και τα αρνητικά της κουλτούρας μας πήραν περίοπτη θέση στον επίλογο της ιστορίας.
Η ίδια ομάδα που “μας έκανε υπερήφανους”, έγινε σε λίγους μήνες “άχρηστη”, “άμπαλη”, “προδότες” επειδή ακριβώς δύο μήνες αργότερα πήγε στα Τίρανα και έχασε με 2-1 από την Αλβανία.
Οι φωνές ακόμη και για “στημένο” (!) Euro ολοένα και πλήθαιναν, καφενειακές προσεγγίσεις περί συσχετισμού Ολυμπιακών Αγώνων και κατάκτησης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ξανά “άμπαλοι” ποδοσφαιριστές και ένας κόσμος που από το σύνθημα “και του χρόνου στη Γερμανία φέρτε μας τη Βραζιλία” πέρασε σε βαθυστόχαστες αναλύσεις του τύπου “φωτοβολίδα η επιτυχία”, “παίζουμε αποκρουστικό ποδόσφαιρο κατάλληλο για μίνι τουρνουά αλλά σε long term διοργανώσεις είμαστε απλώς καλύτεροι από τη Μάλτα”.
Μια ζωή ολόκληρη των άκρων, ανέκαθεν οπαδοί της τραγωδίας και της κωμωδίας, δίχως μέσες καταστάσεις. Αποκορύφωμα του αρνητικού κλίματος, το αλήστου μνήμης 1-4 από την Τουρκία στο Καραϊσκάκης, όταν οι τσολιάδες έγιναν ραγιάδες και οι ήρωες έγιναν εθνικοί μειοδότες.
Πάντοτε έτοιμοι να κρίνουμε εκ των προτέρων, πάντοτε εραστές της συνωμοσίας και των σεναρίων, πάντοτε κάποιος, κάπου, που ξέρει κάποιον άλλον που είναι “μέσα” και άκουσε το ένα, το άλλο, το τρίτο.
Μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας είναι και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Μια κοινωνία που κραυγάζει για ισονομία και κανόνες και τελικά εννοεί ισονομία στην ανομία και κανόνες που ισχύουν για όλους του άλλους εκτός από εμάς.