Το 1/3 του 20ού αιώνα στην Ελλάδα κύλησε με πολλά προσφυγικά ρεύματα από την Ανατολή, διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και τη βόρεια πλευρά της Μαύρης Θάλασσας.
Σε όλα σχεδόν τα μέρη της χώρας εγκαταστάθηκαν χιλιάδες ξεριζωμένοι, οι οποίοι είχαν προλάβει να διασώσουν ελάχιστα τμήματα της περιουσίας τους και φορούσαν το μαύρο χρώμα του πένθους για όλα τα δεινά που υπέστησαν.
Εκείνα τα ταραγμένα χρόνια μία από τις περιοχές που δέχθηκε μεγάλο κύμα προσφύγων (από τα Βουρλά, το Πετρούμι, τις Κλαζομενές κ.τ.λ.) ήταν η Κρήτη.
Παρηγοριά των Μικρασιατών και λοιπών κατατρεγμένων στους «ξένους τόπους» που έμελλε να ριζώσουν, ήταν η μουσική, οι παρέες και ο αθλητισμός.
Σήμερα το Sport-Retro.gr ετοίμασε ένα αφιέρωμα στον ΠΟΑ του Ηρακλείου Κρήτης, τον προσφυγικό σύλλογο που τα αρχικά σημαίνουν Παναθλητικός Όμιλος Ατσαλένιου, έχει χρώματα το πράσινο και το λευκό, ενώ το σήμα του είναι το αμπελόφυλλο.
Ιδρύθηκε στις 6 Αυγούστου 1951 από τους Βαγγέλη Καϊσαρλή, Νίκο Γκογκόση, Γιώργο Μασέλη, Μανώλη Δεμενόπουλο και άλλους, ενώ μερικοί από τους πρώτους άσους ήταν οι Δημήτρης Βάβουλας, Γιάννης Καρασάββας, Πάνος Μασέλης και Μανώλης Κουντούρης.
Ο «Ατσαλής», το αμπελόφυλλο, η ιστορική φράση
Ο Γιάννης Καφούσης έχει προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στον σύλλογο του Ατσαλένιου, με αποκορύφωμα το διάστημα 1988-1992 που διετέλεσε γενικός αρχηγός, αλλά επί της ουσίας αποτέλεσε πρόσωπο για όλες τις δουλειές.
Ανάμεσα στα επιτεύγματά του ήταν ο προγραμματισμός φιλικού αγώνα με την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, ένα γεγονός που δυστυχώς δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα για λόγους που θα διαβάσετε παρακάτω.
Το Sport-Retro.gr επικοινώνησε μαζί του και εκείνος διέθεσε αρκετό από τον χρόνο του, προκειμένου να παραθέσει όλα όσα γνωρίζει και έχει βιώσει με τον σύλλογο.
-Από πού βγήκε το όνομα Ατσαλένιο και γιατί η ομάδα έχει ως έμβλημα το αμπελόφυλλο;
«Παλιά στην περιοχή έμενε ένας Τούρκος που τον προσφωνούσαν ‘Ατσαλή’. Κανονικά λέγεται Νέες Κλαζομενές, δηλαδή το όνομα της μικρασιατικής πόλης. Τελικά έμεινε το Ατσαλένιο, το οποίο άρχισε να κατοικείται από πρόσφυγες από το 1930 και μετά.
‘Βρε διαβόλου γιοι, η μπάλα δεν είναι γιαβουκλού να θέλει γιούνια, θέλει πάρε με-δώκε με και όταν θα φτάξετε στις ζωγραφιές, σαβουρντάτε τη’. Αυτό είχε πει με μικρασιάτικη προφορά ένας παλιός πρόεδρος, ο «Σαμψώνης», και μάλιστα αυτή η φράση αποτελεί λεζάντα μιας φωτογραφίας που βρίσκεται στα αποδυτήρια της ομάδας (φωτό δεξιά).
Δηλαδή, εννοούσε μην κρατάτε την μπάλα, κάντε passing game μέχρι να φτάσετε στις γραμμές της αντίπαλης περιοχής, και μετά σουτάρετε – μία συμβουλή που δίνουν ακόμη και σήμερα οι προπονητές.
Ο ΠΟΑ αποτελούσε ανέκαθεν προσφυγικό σωματείο. Οι ιδρυτές, οι παίκτες, το προάστιο, τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ένα mix με γηγενείς, όπως έχει συμβεί σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας.
Το αμπελόφυλλο επιλέχθηκε ως έμβλημα γιατί οι πρόσφυγες έφεραν το αμπέλι στην Ελλάδα. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν αμπέλια. Τότε οι πρόσφυγες είχαν λάβει σε αντιδιαστολή για τις χαμένες περιουσίες κάποια οικόπεδα, τα λεγόμενα «ανταλλάξιμα». Και στον πατέρα μου είχαν δώσει.
Σε αυτά καλλιέργησαν αμπέλια και άρχισαν να βγάζουν σταφίδα, που μέχρι τότε δεν υπήρχε στην Κρήτη και για μία εποχή ήταν το βασικό έσοδο των Κρητικών. Οι περισσότεροι Μικρασιάτες ήταν καλοί γεωργοί. Και το πράσινο, βέβαια, αποτελεί το χρώμα του αμπελόφυλλου».
-Το γήπεδο;
«Παλιά ήταν γερμανικό νεκροταφείο. Όταν το έφτιαχναν τη δεκαετία του 1950, έβρισκαν οστά και κράνη από την περίοδο της Κατοχής. Το οικόπεδο ανήκε στον δήμο Ηρακλείου και το αγόρασαν οι ιδρυτές της ομάδας, δίνοντας κάποιο τίμημα. Ξεκίνησαν με τα γκολπόστ, μετά έκαναν τις περιφράξεις κ.τ.λ.
Τα αδέρφια του πατέρα μου που ήταν εργολάβοι, οι Καβούσηδες, έφτιαξαν την εξέδρα. Είχαν λάβει κάποια χρήματα την περίοδο της Χούντας, τους είχε βοηθήσει ο Ασλανίδης.
Όταν ανέλαβα, το γήπεδο ήταν χωμάτινο με σκουριασμένα κάγκελα και μια ετοιμόρροπη εξέδρα με μπετόν. Τα θεμέλια ήταν μέσα στο βούρκο, τα έλη και τις ακαθαρσίες, ενώ τα αποδυτήρια έσταζαν νερό.
Τοποθετήθηκαν εξέδρες, καθίσματα, προβολείς και σκέπαστρο, βάλαμε χορτάρι με γεωύφασμα που εκείνη την εποχή είχε μόνο το ΟΑΚΑ και κόστισε 27.000.000 δρχ. Τότε, οι ομάδες έπαιρναν 400.000 δραχμές από τη ΓΓΑ, αλλά με τις γνωριμίες μου είχα τη δυνατότητα να παίρνουμε 70.000.000 ετησίως και να κάνουμε έργα.
Σε μία Γενική Συνέλευση με κατηγόρησαν ότι έφαγα χρήματα. Τους παρέθεσα έναν πίνακα που συνέδεα το κονδύλι των δημοσίων σχέσεων, το οποίο τότε ετησίως κόστιζε το αξιοσέβαστο ποσό των 3.000.000 δρχ., με τις επιχορηγήσεις. Και τους είπα ‘αν νομίζετε ότι γίνονται έργα με τις 234.000 δραχμές που δίνετε όλοι μαζί, είστε γελασμένοι’.
Ποιος δεν θέλει να δίνει 3.000.000 και να παίρνει πίσω 70.000.000; Αυτό τους ρώτησα και δεν απαντούσαν. Έβαλα στο ταμείο 234.000 δραχμές, επεστράφησαν χρήματα σε όσους είχαν παράπονα και μετά πορεύθηκα σχεδόν μόνος μου».
-Φαντάζομαι ότι είναι καλές οι σχέσεις σας με τον Ηρόδοτο λόγω προσφυγικών καταβολών.
«Με τον Ηρόδοτο δεν είχαμε τίποτα να μοιράσουμε, ούτε με κανένα άλλο σωματείο. Βέβαια παλιότερα είχαμε τη φήμη ότι είμαστε άγριοι, ότι δέρνουμε, ότι είμαστε σκληρή ομάδα κ.τ.λ. Παίζαμε δυνατά, αλλά 1-2 φορές μόνο είχαν ξεφύγει κάποια επεισόδια.
Το ένα ήταν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με το Μοσχάτο σε ματς διαβάθμισης για τη Β’ Εθνική. Έγιναν στο πρώτο παιχνίδι σοβαρά επεισόδια και στο δεύτερο ματς τους περίμεναν κάποιοι οπαδοί μας έξω από το γήπεδο, τους έβγαλαν έξω από τα αυτοκίνητα, τους χτύπησαν και ο αγώνας δεν έγινε ποτέ. Κάπου αυτό μας άφησε ρετσινιά.
Όταν ανέλαβα εγώ, ήθελα να αλλάξει αυτό. Πήγαινα στους διαιτητές και έδινα συγχαρητήρια, τους είχα φτιάξει αποδυτήρια που είχαν μέσα μπουρνούζια, φρούτα, ένα σωρό ανέσεις… Όταν βλέπουν τέτοιες εγκαταστάσεις σε σέβονται, ενώ αν έρθουν και δουν ένα… κοτέτσι, άστα να πάνε».
-Δεν υπήρξε ποτέ κάποια κόντρα με άλλη ομάδα;
«Πολλά χρόνια πίσω, τέλη 1970 με αρχές 1980, ξεκίνησε μια κόντρα με τον Εργοτέλη. Συμμετείχαμε και οι δύο στην Α’ Εθνική Ερασιτεχνική. Παίζαμε στο Ατσαλένιο νομίζω προτελευταία αγωνιστική και ο Εργοτέλης χρειαζόταν τη νίκη για να σωθεί. Τους είπαμε, ‘Ηρακλειώτες είστε, θα σας το δώσουμε το παιχνίδι’. Στο ημίχρονο τους κερδίζαμε 3-0!
Στα αποδυτήρια έγιναν ξανά διαβουλεύσεις, τέλος πάντων, με τα πολλά τους δίνουμε το παιχνίδι, καθόμαστε να χάσουμε, το ματς έληξε 5-3 και έμειναν αυτοί στην κατηγορία.
Έρχεται η επόμενη χρονιά στο ίδιο πρωτάθλημα, τελευταία αγωνιστική παίζουμε έξω με μία ομάδα και ο Εργοτέλης στο Ηράκλειο με τη Δραπετσώνα. Εάν ο Εργοτέλης κέρδιζε, κάτι που ήταν λογικό γιατί η Δραπετσώνα ήταν ομάδα του χεριού του, θα σωζόμασταν. Τελικά έχασε 2-0 και από τότε καταλαβαίνεις ότι βγήκαν τα μαχαίρια με τον Εργοτέλη. Οριστικά κι αμετάκλητα. Δεν υπήρχε πλέον κανένα σημείο επαφής».
-Πώς ήταν εκείνη την εποχή το τοπικό πρωτάθλημα στο Ηράκλειο;
«Τότε υπήρχε μια παράδοση, αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι. Εμείς δυσκολευόμασταν να νικήσουμε τον Ηρόδοτο, αλλά τα καταφέρναμε εύκολα με τον Εργοτέλη, ενώ ο Εργοτέλης κέρδιζε τον Ηρόδοτο! Εμείς νικούσαμε τον Εργοτέλη, γιατί ήμασταν πιο σκληροί κι αυτοί πιο ντελικάτοι.
Μιλάμε για εποχές που οι ηττημένοι έμεναν μια ώρα στον αγωνιστικό χώρο και έκλαιγαν. Ένας παίκτης του Ηροδότου είχε κοντέψει να λιποθυμήσει από το κλάμα, έπειτα από ήττα στο Ατσαλένιο. Αγανακτήσαμε να τον κάνουμε καλά.
Τα πρωταθλήματα στο τοπικό του νομού Ηρακλείου τα έπαιρνε ο Ηρόδοτος, πολλά μοιραζόμασταν εμείς με τον Εργοτέλη και κάποια λιγότερα κατακτούσε ο Ποσειδών. Τότε δεν υπήρχε Γ’ και Δ’, αλλά Α’, Β’ και Τοπικό. Μετά φτιάχτηκε η Α’ Εθνική Ερασιτεχνική».
-Γενικώς μπορούμε να συγκρίνουμε τα τότε χρόνια με τα σημερινά στην κοινωνία του Ηρακλείου;
«Τις παλιότερες εποχές ο κόσμος ήταν πιο συντρέχτης, αν μπορώ να το πω έτσι. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Εμένα ο πατέρας μου είχε καφενείο και πήγαινε ξυπόλυτος πάγο σε 800 σπίτια στο Ατσαλένιο. Γέμιζε τσάντες με γάλα, κουνέλια, κότες, αυγά και πήγαινε και τις άφηνε έξω από σπίτια που ήξερε ότι μέσα δεν έχουν να φάνε.
Αν ήθελε να κάνει η ομάδα ένα έργο στο γήπεδο, έτρεχαν όλοι και βοηθούσαν. Δεν το λέω για να ευλογήσω τα γένια μου, αλλά εγώ τη μία πήγαινα στο υπουργείο ή ταξίδευα στη Βαρκελώνη για να κλείσω φιλικό με την Μπαρτσελόνα και την άλλη καθάριζα την εξέδρα από τα σποράκια.
Δεν υπήρχε η σύμπνοια του ξεκινήματος της ομάδας τα επόμενα χρόνια. Αυτό κατά ένα μεγάλο ποσοστό οφειλόταν στην εσωστρέφεια 2-3 ανθρώπων της διοίκησης. Ήθελαν να κάνουν κουμάντο και γι’ αυτό έκλειναν τις πόρτες σε ανθρώπους με κύρος, που δεν θα δέχονταν να μην έχουν άποψη. Δηλαδή έβαζαν κάποιους ανθρώπους απλά για το όνομα.
Βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι δεν προσέφεραν στην ομάδα, όπως για παράδειγμα ο Στράτος Γεωργιάδης που την υπηρετούσε επί δεκαετίες. Αφιέρωσε τη ζωή του. Μέσα στην αγάπη του, όμως, έκανε λάθη. Όπως έκανα κι εγώ.
Κάποια στιγμή μετά το φευγιό μου, υπήρχε ένα μεγάλο διάστημα που η ομάδα έπεσε σε μια ανυποληψία. Επειδή χρωστούσαμε, ακόμα και οι παίκτες έλεγαν ‘αμάν δεν θα πάρουμε τα λεφτά μας’».
«Ατσαλένιο καλεί Μπαρτσελόνα»
-Αναφέρατε ότι ταξιδέψατε στη Βαρκελώνη για να κλείσετε φιλικό με την Μπαρτσελόνα. Τι ακριβώς είχε γίνει;
«Εργάστηκα στον ΠΟΑ από το 1988 έως το 1992. Ως υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων το 1990 ταξίδεψα στη Βαρκελώνη, προκειμένου να προσκαλέσω την Μπαρτσελόνα για ένα φιλικό ματς στο Ατσαλένιο, επειδή θέλαμε να εγκαινιάσουμε την καινούργια εξέδρα.
Πήρα μαζί μου έναν διερμηνέα, μίλησα με τον γενικό διευθυντή, γνωρίστηκα με τον πρόεδρο Νούνιες, με τον Κρόιφ που ήταν τότε προπονητής… Τότε η Μπαρτσελόνα είχε Κούμαν, είχε Λάουντρουπ, είχε στο τέρμα τον Θουμπιθαρέτα κ.τ.λ.
Επειδή θα υπήρχε αμφισβήτηση από δημοσιογράφους και λοιπούς, εγώ είχα ένα μαγνητοφωνάκι στην τσέπη και ηχογραφούσα τα τρία ραντεβού που κάναμε με τους ανθρώπους της ομάδας. Μάλιστα, είχα και φωτογραφικό υλικό, όπου μεταξύ άλλων έδινα τα χέρια με τον Κρόιφ.
Εκείνη τη χρονιά θα έδιναν έναν αγώνα στην Ιαπωνία και κατά την επιστροφή, δέχθηκαν να κάνουν μια στάση στο Ηράκλειο για να παίξουν με τον ΠΟΑ! Θα τους φιλοξενούσαμε στο ‘Creta Maris’.
Για να τους δελεάσω περισσότερο είχα δανειστεί το παρατσούκλι ‘Μικρή Μπάρτσα’ από τον ΠΑΣ Μινωική, είχα κανονίσει να γίνει βραδιά με τη Μαρινέλλα και τον Γιάννη Πάριο, θα έρχονταν καλεσμένοι από όλη την Ελλάδα και τα έσοδα θα πήγαιναν για τη στήριξη παιδιών με μεσογειακή αναιμία.
Η Μπαρτσελόνα είχε δεχθεί και γι’ αυτό προσπάθησα να φτιάξω μια ενδεκάδα με παίκτες του ΟΦΗ και δύο καλούς δικούς μας, τον Βασίλη Γκογκόση και τον Γιάννη Μηλιαρά, τον οποίον μάλιστα ο ΟΦΗ ήθελε να τον πάρει με 2.000.000 δρχ. Επίσης, είχα συμφωνήσει με τον Γιδόπουλο για να κατέβει η ΑΕΚ και να έχουμε μια αξιοπρεπή ομάδα στο φιλικό.
Όλα ήταν συμφωνημένα, δώσαμε το έργο στη Δομική Κρήτης που θα έφτιαχνε την εξέδρα σε χρόνο-ρεκόρ. Εγώ πήγα στη Βαρκελώνη τον Οκτώβριο του 1990 και όλο αυτό το μπραφ θα γινόταν το 1991. Θα μας άκουγε όλη η Ελλάδα. Όταν γύρισα από Βαρκελώνη, είχα δώσει μια συνέντευξη Τύπου στο ‘Ατλαντίς’.
Άρχισαν τα γελάκια οι περισσότεροι δημοσιογράφοι, όμως όταν τους έδωσα φακέλους με την κασέτα των συνομιλιών και τις φωτογραφίες, κατάπιαν τη γλώσσα τους οι κακοπροαίρετοι. Τα ‘Νέα’ είχαν στο οπισθόφυλλο με μεγάλα γράμματα: ‘Ατσαλένιο καλεί Μπαρτσελόνα’.
Μας έμαθαν και οι τελευταίοι που δεν μας ήξεραν. Μέσω αυτής της ιστορίας έχουμε ως σκέψη να φτιάξουμε ένα βιβλίο με τίτλο ‘Ατσαλένιο καλεί Μπαρτσελόνα’. Φτάσαμε στο σημείο το λάβαρο του ΠΟΑ να κρέμεται στο μουσείο της Μπαρτσελόνα».
-Πριν από τη συνέντευξη μας είπατε ότι αν σας κόψει κάποιος, θα βγάλετε πράσινο αίμα. Θέλετε να μας πείτε για τον «Γολγοθά» που περάσατε εξαιτίας εκείνης της περιόδου;
«Τότε η κυβέρνηση έδινε χρήματα, όμως, όταν έγινε η τρίτη εκλογική μονομαχία και βγήκε η Νέα Δημοκρατία, κόπηκαν οι επιχορηγήσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας μείνει μια οφειλή 43.000.000 δραχμών λόγω των έργων στο γήπεδο και να αρχίσει έτσι το δράμα μου.
Εμείς, όπως σας είπα, φτιάχναμε το γήπεδο με δικές μου πρωτοβουλίες, τις οποίες αργότερα πλήρωσα με 240.000.000 από την τσέπη μου, πούλησα περιουσίες, μου σφραγίστηκαν 150 προσωπικές επιταγές, πέρασα 43 δικαστήρια και τελικά δεν πήραμε ποτέ πίσω τα χρήματα, με αποτέλεσμα να ‘μεταναστεύσω’ στην Αθήνα και να δουλέψω για 10 χρόνια, προκειμένου να πληρώσω όλους αυτούς και να γλιτώσω τη φυλακή.
Συγκεκριμένα, κατασκευάζαμε μία εξέδρα απέναντι από την υπάρχουσα και από πίσω που είχαμε ένα οικόπεδο, όπου το σκεπτικό ήταν ο όροφος να μετατραπεί σε ξενώνα για τις ομάδες που θα έπαιζαν με τον ΠΟΑ και στο ισόγειο να άνοιγαν μαγαζιά.
Στην πραγματικότητα διοίκηση ήμουν εγώ. Ήμουν ένας για όλες τις δουλειές. Σε Ατσαλένιο, Μασταμπά και Μπεντεβή υπάρχουν 40.000 άνθρωποι. Εκείνη την εποχή αν έβαζε ο καθένας από 1.000 δρχ., το πρόβλημα θα λυνόταν.
Το αρχικό ποσό των περίπου 45.000.000 δρχ. με δικηγόρους, πανωτόκια κ.τ.λ. μετατράπηκε σε 240.000.000 δρχ., τα οποία δόθηκαν μέχρι τελευταίας δεκάρας από μένα.
Ήμουν τραπεζικός, παραιτήθηκα, χάλασα την οικογένειά μου, ήρθα στην Αθήνα, πέρασα μια μαύρη δεκαετία. Ακόμη και σήμερα έχω θέματα που έρχονται από το 1990. Προσπάθησα να βγάλω τον ΠΟΑ έξω από τα όρια του Ατσαλένιου με κάποιες εξέχουσες προσωπικότητες και αν το κατάφερνα, η ομάδα θα πλησίαζε στο επίπεδο του ΟΦΗ».
***
Μετά τον Γιάννη Καφούση, ήταν η σειρά ενός ανθρώπου που έχει περάσει όλη του τη ζωή στο γήπεδο του ΠΟΑ για να φιλοξενηθεί στο Sport-Retro.gr.
Ο λόγος για τον Σωτήρη Δημητρόπουλο, καταγόμενο από τη Μικρά Ασία, επί 15 χρόνια φροντιστή της ομάδας και ένθερμο υποστηρικτή της.
Η συζήτηση μαζί του δεν μπήκε σε καλούπι. Η συγκίνησή του κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας και η μεγάλη του αγάπη για τον σύλλογο, μας ώθησαν στη μεταφορά των λεγομένων του χωρίς ερωτήσεις, παρά μόνο σε πρώτο πρόσωπο.
«Ήμουν φροντιστής από το 1995 έως το 2010. Ουσιαστικά, μεγάλωσα στο γήπεδο του ΠΟΑ. Πήγαινα κάθε μέρα από 7 χρονών. Αργότερα, έκανα όλες τις δουλειές, αλλά αμείβονταν άλλοι. Ώσπου μου έκανε πρόταση ο συγχωρεμένος Στράτος Γεωργιάδης, το μεγάλο κεφάλαιο της ομάδας μαζί με τον Γιάννη Καλέμπουμπα.
Πενήντα χρόνια ο ένας, τριάντα ο άλλος. Από το 1980 πρόεδρος ο Καλέμπουμπας με ένα μικρό διάλειμμα, από το 1960 ποδοσφαιριστής, προπονητής και γενικός αρχηγός ο Γεωργιάδης, ο οποίος ήταν θείος μου.
Ο Γεωργιάδης ήταν προπονητής στην ομάδα του 1984 που έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Ερασιτεχνών στο ΟΑΚΑ, όταν και χάσαμε στα πέναλτι από τη Νίκη Διοικητηρίου. Τότε είχαμε τερματοφύλακα τον Μύρωνα Σηφάκη που τρία χρόνια μετά πήρε το Κύπελλο με τον ΟΦΗ στο ίδιο γήπεδο στα πέναλτι!
Το γήπεδο είχε φυσικό χόρτο από το 1990, αλλά δεν είχαμε χώρους με συνέπεια να μην βρίσκεται ποτέ σε καλή κατάσταση, επειδή όλοι έκαναν προπονήσεις εκεί. Φυσικό χόρτο χωρίς βοηθητικά, καταλαβαίνεις τι σημαίνει. Το 2004 με τα ολυμπιακά έργα, βάλαμε το πλαστικό και σωθήκαμε. Δεν είναι το καλύτερο για τον αθλητή, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.
Έζησα και την εποχή που η ομάδα έφτασε στο μέχρι στιγμής ταβάνι της: την παρουσία στη Γ’ Εθνική. Τότε ήμασταν 42 αγωνιστικές αήττητοι στο Ατσαλένιο. Με ομάδες όπως ο Παναιτωλικός, ο Αστέρας Τρίπολης, η Δόξα Δράμας, η Καβάλα, ο Πανθρακικός…
Για να γίνει αυτό έπρεπε όλα τα παιδιά να είναι προσηλωμένα. Υπάρχουν πολλά που ξεχώρισα τόσο για την ποδοσφαιρική τους αξία, όσο και για τον χαρακτήρα τους, αλλά δεν θα ήθελα να αναφερθώ ονομαστικά, διότι θα αδικήσω αρκετά άλλα.
Το μεγαλύτερο πειραχτήρι ήταν ο Γιώργος Λυπάκης. Έπαιζε 10 χρόνια στην ομάδα. Η πιο χοντρή πλάκα ήταν που έκανε απονομή ολυμπιακού μεταλλίου σε συμπαίκτη του με εθνικούς ύμνους και όλα τα συναφή!
Είχε συμπαίκτη του μία ώρα μες στα μπάνια, του έριχνε σαμπουάν στο κεφάλι και ο άλλος δεν καταλάβαινε τίποτα! Εμείς ήμασταν… μια ώρα έξω από τα ντους και κόντευε να μας πάρει το ασθενοφόρο από τα γέλια. «Άντε ρε, τελείωνε», του φωνάζαμε κι αυτός έλεγε: «Δεν φεύγει το σαμπουάν με τίποτα, ρε».
Ο προπονητής που έκατσε τα περισσότερα χρόνια, γνωρίσαμε επιτυχίες και μας άλλαξε επίπεδο ήταν ο Παύλος Δερμιτζάκης. Εκεί κατάλαβα με ποιον τρόπο δημιουργείται και λειτουργεί μια επαγγελματική ομάδα.
Ο Ράικο Γιάνγιανιν, επίσης, ήταν ένας δάσκαλος του ποδοσφαίρου. Μετά ακολούθησαν και τα άλλα παιδιά, όπως ο Γιάννης Ταουσιάνης που ήταν δίπλα στον Δερμιτζάκη ή τον πιο πρόσφατο Βασίλη Κρασανάκη.
Θυμάμαι ένα ματς που είχε πέσει πάρα πολύ ξύλο. Παίζαμε τότε στη Δ’ Εθνική και αντίπαλος ήταν ο Βύζας. Είχαν προηγηθεί κάποια επεισόδια στα Μέγαρα και συνεχίστηκαν στο Ηράκλειο. Οι παίκτες μεταξύ τους, έτσι; Όχι οπαδοί και τέτοια.
Θυμάμαι και τον Έντι Ουμ. Παρά το γεγονός ότι ήταν ξένος, μπήκε κατευθείαν στο κλίμα της ομάδας, αυτό το παρεΐστικο. Ποτέ δεν ήταν απόμακρος. Τον ανακάλυψε ο Παύλος Δεμιτζάκης. Είχε, μάλιστα, και συμμετοχή στην εθνική Καμερούν. Πήγε στην Κίνα και μετά έπαιξε στην Ανκαραγκουτσού. Κι εγώ «Ανκαραγκουτσού» τον αποκαλούσα για να τον πειράξω.
Μετά βρέθηκε στην Αχαϊκή στη Γ’ Εθνική, από εκεί ήρθε σε μας και μετά πήγε στον Διαγόρα. Είχε βγει καλύτερος παίκτης της Γ’ Εθνικής στα βραβεία του ΠΣΑΠ. Ένα παιδί-διαμάντι, παιχταράς, αλλά άτυχος.
Πληροφορίες, τότε, έλεγαν ότι ο Σαμουέλ Ετό που ήταν καλός του φίλος, πλήρωσε τα μεταφορικά από τη Ρόδο προς το Καμερούν για την κηδεία του.
Τον θυμόμαστε συχνά τον Ουμ. Προσωπικά πάω κάθε μέρα στις προπονήσεις της ομάδας. Κάποιες φορές υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά όλοι θέλουν το καλό της. Αν δεν γίνουν κοσμογονικές αλλαγές, θα είμαστε εκεί. Αυτή η ομάδα δεν έμπλεξε με παρασκήνια, ενώ είχε την ευκαιρία.
Προσωπικά, είμαι αρρωστάκι με τον ΠΟΑ. Για όλα τα παραπάνω και για πολλά περισσότερα. Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου».
Οι διακρίσεις
Δώδεκα χρόνια μετά την ίδρυσή του, ο ΠΟΑ αγωνίστηκε για πρώτη και τελευταία φορά στη Β’ Εθνική (σεζόν 1963-64), όπου κατέλαβε τη 17η θέση του 2ου ομίλου.
Τις χρονιές 1978-79, 1979-80, 1980-81 και 1981-82 αγωνίστηκε στο πρωτάθλημα της Εθνικής Ερασιτεχνικής Κατηγορίας, πρόδρομος της Γ’ Εθνικής.
Έκτοτε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 αγωνίστηκε στα πρωταθλήματα της Δ’ Εθνικής και της Ε.Π.Σ. Ηρακλείου, ώσπου το 2003 προβιβάστηκε στην επαγγελματική πλέον Γ’ Εθνική.
Από την περίοδο 2003-04 ως το 2009-10 αγωνίστηκε στην τρίτη τη τάξει κατηγορία της χώρας, ενώ στο ενδιάμεσο δυσκόλεψε τον νταμπλούχο Παναθηναϊκό στο Κύπελλο το 2004-05 (προηγήθηκε στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αλλά έχασε 3-2) και έφτασε μέχρι τον 3ο γύρο το 2006-07, όταν και αποκλείστηκε από τον Ολυμπιακό με 2-0.
Στη Γ’ Εθνική συμμετείχε προσωρινά τη σεζόν 2013-14, όταν και τερμάτισε στην 8η θέση σε σύνολο 15 ομάδων του 5ου ομίλου και υποβιβάστηκε στην Α’ Ε.Π.Σ. Ηρακλείου, αλλά το 2016 επανήλθε.
Τίτλοι
Πρωτάθλημα Δ’ Εθνικής κατηγορίας: 2 (2002-03, 2012-13)
Πρωτάθλημα Ε.Π.Σ. Ηρακλείου: 10 (1962-63, 1965-66, 1970-71, 1973-74, 1984-85, 1987-88, 1994-95, 1996-97, 2014-15, 2015-16)
Κύπελλο Ε.Π.Σ. Ηρακλείου: 11 (1974-75, 1977-78, 1983-84, 1985-86, 1986-87, 1990-91, 1996-97, 1997-98, 2000-01, 2002-03, 2014-15)
Σούπερ Καπ Ε.Π.Σ. Ηρακλείου: 2 (2015, 2016)
Διακρίσεις
Φιναλίστ Κυπέλλου Ελλάδας ερασιτεχνών: 1 (1984)
Φιναλίστ κυπέλλου Ε.Π.Σ. Ηρακλείου: 3 (1999-00, 2001-02, 2017-18)