Ο Καρλ Ράπαν εμπνεύστηκε το Κύπελλο Intertoto για το στοίχημα

Ο Καρλ Ράπαν, ο οποίος πέθανε σαν σήμερα στις 2 Ιανουαρίου 1996 σε ηλικία 90 ετών, αποτελεί μία ξεχωριστή φυσιογνωμία για το διεθνές ποδόσφαιρο. Πρόκειται για τον προπονητή που εμπνεύστηκε μία διάταξη η οποία επηρέασε συναδέλφους ώστε να φτάσουν στο κατενάτσιο και τη χρήση του λίμπερο.

Ο Αυστριακός προπονητής έμεινε στην ιστορία για τον «ελβετικό σύρτη», το σύστημα που έδινε τη δυνατότητα σε παίκτες μικρότερης ποιότητας να κάνουν τη διαφορά παίζοντας αμυντικά, ως σύνολο.

Παρ’ όλα αυτά, είναι και ο εμπνευστής ίσως της πιο… καλτ διοργάνωσης που υπήρξε ποτέ στο ποδόσφαιρο, μιας διοργάνωσης που κατέληξε να μην έχει ούτε νικητή ούτε τρόπαιο ούτε αμοιβή: το Κύπελλο Intertoto.

Το Intertoto της Θέλτα είχε 3 αποβολές, 13 κίτρινες, 2 δοκάρια και 2 πέναλτι!

Η ιδέα του Ράπαν

Αρκετά χρόνια μετά από την έμπνευση του «ελβετικού σύρτη» και έχοντας πραγματοποιήσει αρκετές γνωριμίες στο ποδόσφαιρο, ο Ράπαν οραματιζόταν μία αυτόνομη διοργάνωση που θα έφερνε αντιμέτωπες ομάδες από διάφορες χώρες της Ευρώπης σε ένα διεθνές πρωτάθλημα.

Από το 1955 υπήρχε το Κύπελλο Πρωταθλητριών και την ίδια χρονιά άρχισε και το Κύπελλο Εκθέσεων. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη διοργάνωση ήταν υπό την αιγίδα της UEFA και στη δεύτερη υπήρξε έντονη ανάμιξη τόσο της ευρωπαϊκής ποδοσφαιρικής συνομοσπονδίας όσο και της FIFA, αφού μεταξύ των εμπνευστών της ήταν ο πρόεδρος της παγκόσμιας ομοσπονδίας, Στάνλεϊ Ράους.

Το τουρνουά που ονειρευόταν ο Ράπαν χρειαζόταν οικονομική υποστήριξη και γι’ αυτό άρχισε τις συζητήσεις με ανθρώπους του ποδοσφαίρου κυρίως από την κεντρική Ευρώπη και χώρες όπως Αυστρία, Ελβετία, Πολωνία, Δυτική και Ανατολική Γερμανία, Ολλανδία και Σουηδία.

Οι δύο συνεργάτες του

Ένα από τα πρόσωπα που κατάφερε να πείσει ήταν ο Ερνστ Τόμεν. Ο Ελβετός υπήρξε bookmaker από το 1932 και τη δεκαετία του ’50 διατελούσε διευθυντής του ελβετικού συνδέσμου ποδοσφαιρικού στοιχήματος. Γνωρίστηκε με τον Ράπαν λόγω της παρουσίας του Αυστριακού στον πάγκο ελβετικών συλλόγων και της εθνικής Ελβετίας και κατόπιν συζητήσεων κατέληξαν ότι τόσο το ποδόσφαιρό όσο και ο χώρος του στοιχήματος θα ευνοείτο από την έμπνευση του Ράπαν.

Οι τρεις μήνες του καλοκαιριού κατά τους οποίους σταματούσε το ποδόσφαιρο κάθε χρόνο λόγω της λήξης των περισσοτέρων διοργανώσεων ανά την Ευρώπη (εξαίρεση όσες χώρες έχουν χειμερινό καλεντάρι) ήταν καταστροφικοί για κάθε στοιχηματική εταιρία. Ένα τουρνουά που θα διοργανώνονταν τους θερινούς μήνες, θα γέμιζαν τα δελτία με αγώνες και θα συνεχιζόταν η ροή εσόδων κάθε εταιρίας ανά την Ευρώπη.

Ένας τρίτος άνθρωπος που συντάχθηκε με τον Ράπαν ήταν ο Έρικ Πέρσον. Ο Σουηδός υπήρξε ήρωας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού διετέλεσε μέλος οργάνωσης που βοηθούσε Δανούς εβραϊκής καταγωγής να διαφύγουν από την κατοχή των Ναζί στη χώρα και γι’ αυτό το έργο του έλαβε την ύψιστη διάκριση της Δανίας. Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε αναλάβει την προεδρία της Μάλμε που βρισκόταν στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία του πρωταθλήματος Σουηδίας και επί των ημερών του τη γιγάντωσε και την κατέστησε μία ξακουστή ομάδα στην Ευρώπη.

Το στοιχηματικό υπόβαθρο έδιωξε την UEFA

Ο Τόμεν υπήρξε μεταξύ των ιδρυτών του Κυπέλλου Εκθέσεων και γνώριζε τις διαδικασίες για τη δημιουργία μιας διοργάνωσης. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη απόπειρά του, αφού οι συζητήσεις με την UEFA δεν κατέληξαν σε απόλυτη συμφωνία.

Οι παράγοντες της ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας είχαν αμφιβολίες σχετικά με το εγχείρημα λόγω του στοιχηματικού υποβάθρου, έστω κι αν υπήρχαν αξιωματούχοι της UEFA που ήταν υπέρ, όπως ο Γερμανός Χέρμαν Νόιμπεργκερ. Παρ’ όλα αυτά, Τόμεν και Ράπαν απάντησαν ότι δεν ζητούσαν χρηματοδότηση αλλά την έγκριση να πραγματοποιηθεί το εν λόγω τουρνουά, την οποία εν τέλει έλαβαν το 1961, όταν ο Τόμεν είχε ανελιχθεί σε αντιπρόεδρο της FIFA.

Μέρος της χρηματοδότησης και της προώθησης ανέλαβε το ελβετικό αθλητικό περιοδικό «Sport» και χρήματα προσέφεραν και αρκετοί στοιχηματικοί οργανισμοί από διάφορες χώρες.

Οι ονομασίες της διοργάνωσης

Πλέον, έμενε να βρεθεί όνομα. Η επίσημη ονομασία που υιοθετήθηκε ήταν το Διεθνές Ποδοσφαιρικό Κύπελλο (International Football Cup), όμως γρήγορα άρχισε να αποκαλείται με δύο διαφορετικές ονομασίες, που έδιναν μεγαλύτερη ταυτότητα στη διοργάνωση.

Η πρώτη ονομασία ήταν «Κύπελλο Ράπαν», από το επώνυμο του εμπνευστή της. Η συγκεκριμένη ονομασία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην Ελλάδα από τα ΜΜΕ και προτιμήθηκε αρκετά έναντι της δεύτερης, που ήταν πιο… ξενική και αμετάφραση.

Η δεύτερη ονομασία ήταν Κύπελλο Intertoto, που ήταν η πιο σχετική με τις καταβολές του τουρνουά. Το «inter» προερχόταν από τη λέξη «διεθνής» και το «toto» αφορά το ποδοσφαιρικό στοίχημα στα γερμανικά. Όλο μαζί σχημάτισε μία νέα λέξη που με το πέρασμα των ετών καθιερώθηκε στην ποδοσφαιρική ορολογία.

Η διοργάνωση συνδέθηκε και με μία τρίτη ονομασία, ειρωνική λόγω των ομάδων που συμμετείχαν. Επρόκειτο για το «Κύπελλο άκουπων», αφού στη διοργάνωση τελικά δεν συμμετείχαν ομάδες που είχαν κατακτήσει κάτι εγχώριο (πρωτάθλημα ή κύπελλο).

Ο ιδιαίτερος τρόπος διεξαγωγής

Η συμμετοχή ήταν ελεύθερη και προέκυπτε μετά από εκδήλωση ενδιαφέροντος κάθε συλλόγου. Στην «παρθενική» διοργάνωση του 1961 συμμετείχαν 6 ομάδες από τη Δυτική Γερμανία, 4 ομάδες από Αυστρία, Τσεχοσλοβακία, Ανατολική Γερμανία, Ολλανδία, Ελβετία, Σουηδία και 2 ομάδες από την Πολωνία.

Η πρώτη φάση διεξαγόταν το καλοκαίρι. Οι ομάδες χωρίζονταν σε ομίλους των 4 και έδιναν από 6 ματς εντός και εκτός έδρας. Οι νικητές των ομίλων αγωνίζονταν κατά τη χειμερινή περίοδο σε αγώνες νοκ άουτ ως τον τελικό που γινόταν την άνοιξη. Την πρώτη σεζόν οι αγώνες νοκ άουτ ήταν μονοί μέχρι και τον τελικό. Από τη δεύτερη χρονιά καθιερώθηκαν οι διπλοί αγώνες αλλά ο τελικός παρέμεινε μονός, όπως και την τρίτη χρονιά (1964). Οι τρεις επόμενοι τελικοί ως το 1967 ήταν διπλοί στις δύο έδρες των φιναλίστ.

Στις επόμενες διοργανώσεις ο αριθμός των συλλόγων και των χωρών προέλευσης άρχισε να αυξάνει σταδιακά. Η αυξομείωση του αριθμού των ομάδων από σεζόν σε σεζόν είχε ως αποτέλεσμα την αντίστοιχη αυξομείωση του αριθμού των ομίλων. Έτσι υπήρξαν τουρνουά με 32 ομάδες σε 8 ομίλους (1961-1962, 1962-1963 και 1965-1966), με 40 ομάδες σε 10 ομίλους (1966-1967), με 44 ομάδες σε 11 ομίλους (1964-1965) και με 48 ομάδες σε 12 ομίλους (1963-1964).

Τα προβλήματα και ο «πόλεμος» της UEFA

Όσο μεγάλωνε η διοργάνωση, τόσο περισσότερους «πονοκεφάλους» προκαλούσε στην UEFA. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν οι υποχρεώσεις ομάδων στη διοργάνωση που συμμετείχαν και στο Κύπελλο Πρωταθλητριών ή στο Κύπελλο Κυπελλούχων που άρχισε το 1960. Η ευρωπαϊκή συνομοσπονδία είχε απαγορέψει ήδη τη συμμετοχή ομάδων στο Κύπελλο Εκθέσεων εφόσον είχαν υποχρεώσεις στις δύο δικές της διοργανώσεις και το 1964 έπραξε το ίδιο και με το Κύπελλο Ράπαν.

Οι διοργανωτές άλλαξαν κάπως τις διαδικασίες. Περίμεναν τη διεξαγωγή των προκριματικών γύρων των διοργανώσεων της UEFA και αν οι ομάδες αποκλείονταν τις δέχονταν στα νοκ άουτ του Κυπέλλου Ράπαν, εφόσον είχαν προκριθεί το καλοκαίρι, αφού πλέον δεν είχε ισχύ η απαγόρευση της UEFA. Σε περίπτωση που οι ομάδες προκρίνονταν στις διοργανώσεις της UEFA, τότε στα νοκ άουτ του Κυπέλλου Ράπαν προκρίνονταν οι δεύτερες των καλοκαιρινών ομίλων.

Η μεγαλύτερη δυσκολία των νοκ άουτ, όμως, ήταν διαφορετική. Το Κύπελλο Ράπαν ήταν μία διοργάνωση δίχως μεγάλη αίγλη και όταν έφτανε στη φάση των νοκ άουτ το φθινόπωρο και τον χειμώνα, οι ομάδες που είχαν προκριθεί (εφόσον δεν αγωνίζονταν στα κύπελλα της UEFA) έπρεπε να κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό.

Οι μετακινήσεις προς άλλες χώρες για ομάδες που δεν ήταν και οι πιο ισχυρές οικονομικά ήταν ένα κοστοβόρο εγχείρημα, το οποίο επέφερε φόρτο και στους ποδοσφαιριστές τους. Μάλιστα, σε αντίθεση με το καλοκαίρι, όταν οι στοιχηματικές εταιρίες έδιναν πριμ στις ομάδες, δεν υπήρχε ανάγκη να συνεχίσουν και κατά τους επόμενους μήνες, αφού υπήρχαν αγώνες για τα δελτία τους και δεν χρειάζονταν την ύπαρξη των αγώνων του Κυπέλλου Ράπαν.

Η μοναδική αμοιβή που υπήρχε αφορούσε τον νικητή του τροπαίου, αλλά δεν αποτελούσε επαρκές κίνητρο για τις ομάδες, που έδειχναν απρόθυμες να συμμετέχουν στα νοκ άουτ.

Το τουρνουά χωρίς νικητή

Γι’ αυτόν τον λόγο, το 1967 οι διοργανωτές αποφάσισαν να μεταβάλουν κομβικά τον τρόπο διεξαγωγής του τουρνουά και να εγκαταλείψουν τη νοκ άουτ φάση. Η διοργάνωση μετονομάστηκε επίσημα σε Κύπελλο Intertoto, ήτοι Κύπελλο Διεθνούς Στοιχήματος. Ως το 1992 οι ομάδες μετείχαν σε ομίλους των 4 ομάδων κι έδιναν έξι αγώνες εντός κι εκτός έδρας. Ο νικητής κάθε ομίλου κέρδισε 10.000 με 15.000 ελβετικά φράγκα, χωρίς κάτι παραπάνω.

Από το 1993 και μετά καταρτίζονταν όμιλοι των 5 ομάδων, που έδιναν 4 μονούς αγώνες μεταξύ τους (δύο εντός, δύο εκτός έδρας), όπως διεξάγονταν αργότερα οι όμιλοι στο Κύπελλο UEFA. Ο αριθμός των συλλόγων που δήλωναν συμμετοχή, καθόριζε και τον αριθμό των ομίλων κάθε χρόνο. Τις περισσότερες χρονιές η διοργάνωση έγινε με 40 ως 44 ομάδες χωρισμένες σε 10 ή 11 ομίλους. Όμως, υπήρχαν και χρονιές με περισσότερους ομίλους, όπως: 13 (1970) ή 14 (1968) αλλά και με λιγότερους, όπως: 7 (1971) ή 8 (1972, 1979, 1987).

Η συμμετοχή παρέμεινε προαιρετική, με τις ομάδες να αντιμετωπίζουν τη διοργάνωση ως ένα σημαίνον φιλικό τουρνουά καλοκαιρινής προετοιμασίας. Ακόμα και μεγάλοι σύλλογοι της Ευρώπης που λάμβαναν μέρος μπορεί να κατέβαιναν με ρεζέρβες και να προκαλούσαν ασυνήθιστα αποτελέσματα, τα οποία είχαν αντίκτυπο και σε στοιχηματικό επίπεδο.

Η UEFA ανέλαβε τη διοργάνωση

H UEFA διέκρινε την αντοχή στον χρόνο του τουρνουά και σταδιακά άρχισε να επηρεάζει καταστάσεις, έστω κι αν δεν είχε επίσημο ρόλο στη διοργάνωση. Για παράδειγμα, η αλλαγή στον τρόπο διεξαγωγής της φάσης των ομίλων το 1993 οφείλεται σε δικές της πιέσεις.

Το 1995 ήρθε η μεγαλύτερη αλλαγή. Η UEFA αποφάσισε να αναλάβει τη διεξαγωγή της διοργάνωσης, παρά τις στοιχηματικές διασυνδέσεις που την απέτρεψαν στο παρελθόν. Μάλιστα, στο λογότυπο της UEFA για το τουρνουά υπήρχαν το 12Χ, ως ξεκάθαρη αποδοχή της κατάστασης.. Το όνομά της μετατράπηκε σε Κύπελλο Intertoto UEFA και συνδέθηκε με το Κύπελλο UEFA.

Επανήλθαν τα νοκ άουτ, αφού πλέον δεν υπήρχε κάποια απαγόρευση από τη συνομοσπονδία, ωστόσο διεξάγονταν κι αυτά καλοκαίρι. Οι δύο νικητές των ημιτελικών δεν έπαιζαν τελικό, αλλά προκρίνονταν στο Κύπελλο UEFA. Μάλιστα, η μία από τις πρώτες δύο «νικήτριες», η Μπορντό του Ζινεντίν Ζιντάν (η άλλη ήταν η Στρασμπούρ), έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA στη συνέχεια της σεζόν, όπου ηττήθηκε από την Μπάγερν Μονάχου.

Η UEFA πρόσθεσε τρίτο «εισιτήριο» τη νέα σεζόν λόγω αυτής της επιτυχίας, ωστόσο και πάλι οι σύλλογοι με διαφορετικό μάτι την αύξηση του ανταγωνισμού στη διοργάνωση. Θεώρησαν ότι με αυτόν τον τρόπο χαλάει η καλοκαιρινή προετοιμασία τους και συχνά σνόμπαραν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν, με την UEFA αρχικά να απειλεί με τιμωρία τις εγχώριες ομοσπονδίες που δεν έστελναν ομάδες στη διοργάνωσή της.

Οι πιέσεις των ομάδων ήταν τόσο έντονες, όμως, που από το 1998 έδωσε τη δυνατότητα να αποφεύγουν τη διοργάνωση και διατήρησε την προαιρετική συμμετοχή με έναν αστερίσκο. Η συμμετοχή δεν ήταν απολύτως ελεύθερη, αφού κάθε ομοσπονδία είχε συγκεκριμένα διαθέσιμα «εισιτήρια» που μπορούσε να μοιράσει σε όποια ομάδα της δήλωνε συμμετοχή. Τα «εισιτήρια» διατίθονταν στις ομοσπονδίες με βάση την κατάταξή τους στο UEFA ranking, όπως συνέβαινε και στις άλλες διοργανώσεις της UEFA.

Το 1998 καταγράφηκε ακόμα μία καθοριστική αλλαγή στον τρόπο διεξαγωγής. Καταργήθηκαν οι όμιλοι (12 το 1996 και το 1997) και όλοι οι γύροι ήταν διπλά νοκ άουτ, με τους συλλόγους από τις πιο μεγάλες χώρες να μπαίνουν στη «μάχη» σε μεταγενέστερους γύρους.

Το τέλος του Κυπέλλου Intertoto

Η δυσφορία και οι επικρίσεις για τη διοργάνωση και το πώς παρεμποδίζει τις σωστές καλοκαιρινές προετοιμασίες συνεχίστηκαν, με την UEFA να υποστηρίζει ότι ολοένα και περισσότερες «νικήτριες» του Κυπέλλου Intertoto τα πηγαίνουν καλά σε εθνικά πρωταθλήματα στη συνέχεια της σεζόν.

Το 2006, δε, έπαιξε το τελευταίο χαρτί της, όταν αύξησε τα «εισιτήρια» για το Κύπελλο UEFA από 3 σε 11, μειώνοντας ταυτόχρονα τους γύρους από πέντε σε τρεις. Οι «εκλεκτοί» δεν θα πήγαιναν πλέον στον 3ο γύρο του Κυπέλλου UEFA αλλά στον 2ο προκριματικό, ενώ η ομάδα που έφτανε πιο μακριά στη νέα διοργάνωση θα λάμβανε ένα τρόπαιο, αφού θα χριζόταν νικήτρια του Κυπέλλου Intertoto (πρώτη τροπαιούχος η Νιούκαστλ).

Μετά από τις αλλαγές, μόνο μία ομάδα από κάθε ομοσπονδία είχε δικαίωμα συμμετοχής στο Κύπελλο Intertoto, όμως αν μία ομοσπονδία δεν έστελνε εκπρόσωπο, τότε η θέση ήταν διαθέσιμη για άλλη ομοσπονδία να στείλει δεύτερη ομάδα, αναλόγως την κατάταξή της στη βαθμολογία της UEFA.

Τον Δεκέμβριο του 2007, μετά από την εκλογή του Μισέλ Πλατινί στην προεδρία της UEFA, ανακοινώθηκε το πλάνο για κατάργηση της διοργάνωσης ως μέρος της γενικής αναμόρφωσης των τουρνουά της ομοσπονδίας. Αντί οι ομάδες να προκρίνονται από το Κύπελλο Intertoto στο Κύπελλο UEFA, καταργείτο η πρώτη διοργάνωση και η δεύτερη μετεξελισσόταν σε Europa League με περισσότερες συμμετέχουσες και διευρυμένα προκριματικά 4 γύρων, ώστε να θυμίζουν Κύπελλο Intertoto.

Το όραμα του Ράπαν «άντεξε» για 49 εκδόσεις, περισσότερες από το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Κύπελλο Εκθέσεων. Μπορεί από τη στιγμή που το ανέλαβε η UEFA να μην ήταν πλέον μία διοργάνωση για όλους, αφού και οι 33 «νικητές» από το 1995 προέρχονταν από τα 5 μεγάλα πρωταθλήματα, ενώ από το 1972 μέχρι το 2005 μόνο η Γερμανία είχε νικητή στο Κύπελλο Intertoto, ωστόσο παρότι επρόκειτο για διοργάνωση χωρίς τρόπαιο, έπαιξε κι αυτή σημαντικό ρόλο στην ιστορία του αθλήματος.

Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!