Πριν από λίγους μήνες, στις 11 Ιανουαρίου 2018, «έφυγε» από τη ζωή ο πληρέστερος Έλληνας ποδοσφαιριστής: ο Τάκης Λουκανίδης.
Στην τελευταία συνέντευξη της ζωής του στο Sport-Retro.gr, ο θρυλικός άσος της Δόξας Δράμας, του Παναθηναϊκού, του Άρη και της Εθνικής ομάδας αναφέρθηκε σε πολλά εσωτερικά του θέματα.
Χάρη στον βετεράνο ποδοσφαιριστή και πολυσύνθετο στις κοινωνικοπολιτικές δράσεις Νίκο Μάλλιαρη, ο γράφων είχε την τιμή να πιει έναν καφέ από τα χέρια της κ. Άννυς και να συνομιλήσει με τον Τάκη Λουκανίδη.
Πολλά από όσα ειπώθηκαν εκείνο το πρωί δεν γράφτηκαν στη συνέντευξη, όμως τα μαύρα ρούχα και οι κορνίζες αρκούσαν για να αποτυπωθεί το πένθιμο ντεκόρ.
Μέχρι τα ξημερώματα της 10ης Αυγούστου 1998, ο κόσμος είχε συνδυάσει τον «Τάκαρο» με τα ασπρόμαυρα της Δόξας Δράμας, με τα πράσινα του Παναθηναϊκού, με τα κίτρινα του Άρη και με τα μπλε ή λευκά της Εθνικής.
Από εκείνο το δευτεριάτικο πρωινό στις 08:00, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε η κ. Άννυ, ο αείμνηστος θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν έβγαλε τα μαύρα από πάνω του.
Λίγο πριν από τις 04:00, κατά την επιστροφή του από ένα νυχτερινό κέντρο στον Κάλαμο, ο Γιώργος Λουκανίδης έχασε τη ζωή του στο 35ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας κοντά στο ύψος του Μαρκόπουλου. Ήταν μόλις 30 ετών…
Οδηγός της μοιραίας Porsche ήταν ένας φίλος του, ονόματι Θεόδωρος Νικολακάκης, ο οποίος έχασε τον έλεγχο σε μία στροφή, το αυτοκίνητο χτύπησε σε κολόνα της ΔΕΗ, εν συνεχεία σύρθηκε στο ανάχωμα και σε πέτρες…
Το Sport-Retro.gr παραθέτει το κείμενο που είχε γράψει ο Γιώργος για τον πατέρα του, όταν εκείνος είχε αρχίσει να ετοιμάζει την αυτοβιογραφία του εν έτει 1996.
Εδώ και λίγους μήνες του τα λέει σε μία άλλη διάσταση…
«Γεννήθηκα στις 20 Δεκεμβρίου του 1967. Τον πατέρα μου δεν τον έβλεπα συχνά στην παιδική μου ηλικία. Οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις τον κρατούσαν μακριά. Συνήθισα σ’ αυτήν την κατάσταση και δεν διαμαρτυρόμουν, παρά το γεγονός ότι τον ήθελα πολύ κοντά μου. Ήταν και είναι ζεστός πατέρας, στοργικός.
Πάντα με συμβούλευε να σφίξω τη ζωή στα χέρια μου, να εξασφαλίσω το μέλλον μου, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για να μάθω γράμματα, να ανοίξω την πόρτα της ζωής με σταθερό χέρι. Του έδωσα μεγάλη χαρά παίρνοντας το πτυχίο καθηγητή φυσικής αγωγής κι ακόμη μεγαλύτερη αργότερα όταν εργαζόμουν.
Ο Τάκης Λουκανίδης κουβαλά πάντα τον Σταυρό του Μαρτυρίου. Συνέντευξη στο Sport-Retro.gr
Σε κάθε ευκαιρία μου θύμιζε πόσο ταλαιπωρήθηκε στη ζωή του, πόσο τον πίκραναν, πόσο πάλεψε για να κρατηθεί όρθιος. Δεν με έσπρωξε στον αθλητισμό, γιατί όπως μου έλεγε, από μόνη της η ιδιότητα του αθλητή δεν θα μου εξασφάλιζε το μέλλον μου. Όμως, με έκανε να αγαπήσω τον αθλητισμό, την προσπάθεια.
Πάντα ήταν αυστηρός στις κρίσεις του, μου έδειχνε τη διαφορά του καλού από το κακό, αλλά δεν με καταπίεζε. Άφηνε να κάνω τις επιλογές μου και κρατιόταν σε διακριτική απόσταση. Το όνομα Λουκανίδης είναι για μένα βαριά κληρονομιά. Θα ήταν ψέματα αν υποστήριζα ότι δεν με βοήθησε, ότι δεν μου άνοιξε πόρτες.
Από μικρός ήμουν γνωστός, ήμουν ο γιος του κορυφαίου Έλληνα ποδοσφαιριστή, του Τάκη Λουκανίδη. Από την άλλη πλευρά είχα την υποχρέωση να παλέψω περισσότερο για να τον δικαιώσω.
Δεν κρύβω ότι είμαι υπερήφανος για τον πατέρα μου που έλαμψε στα γήπεδα και χαίρομαι που έζησε τη ζωή του όπως εκείνος ήθελε. Λίγοι μπορούν να το κάνουν.
Σκέφτομαι μόνο ότι θα μπορούσε να αξιοποιήσει το όνομά του όταν τα φώτα ήταν στραμμένα πάνω του. Ο κόσμος είναι παράξενος.
Σε ανεβάζει στον Όλυμπο όταν δικαιώνεις τις προσδοκίες του, όταν είσαι πρωταγωνιστής, και ύστερα σε ξεχνάει, αδιαφορεί πλήρως για την τύχη σου. «Τώρα φρόντισε να πετύχεις, μετά δεν θα σε θυμάται κανένας», έλεγε και μου ξανάλεγε ο πατέρας μου.
Συχνά ξεφυλλίζω το άλμπουμ και τις φωτογραφίες του, τρέχω μαζί του στο τερέν, τον χειροκροτώ από την εξέδρα, τον σηκώνω μαζί με τους θαυμαστές του στους ώμους.
Αρκετές φορές μού θυμίζει πόσο υπερήφανος είναι για την ποντιακή του καταγωγή και νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα.
Εκείνο που μου αρέσει στον πατέρα μου είναι η τιμιότητά του, η απλότητά του και τον έχω σαν παράδειγμα. Είναι αληθινός, ντόμπρος και πάνω απ’ όλα ένας ζεστός πατέρας».