Top 10: Η «συμμορία» των Γιουγκοσλάβων του ελληνικού μπάσκετ

Μεγάλη κουβέντα η κορυφαία 10άδα των παικτών από χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας που έπαιξαν μπάσκετ στην Ελλάδα, ιδίως αφότου ξέσπασε ο αιματηρός εμφύλιος.

Ποια είναι η μονάδα μέτρησης που θα ορίσει την τελική επιλογή; Το ταλέντο και η προσωπικότητα; Η ομάδα στην οποία αγωνίστηκαν; Οι συλλογικές επιτυχίες; Οι προσωπικοί αριθμοί του καθενός; Το συναίσθημα όποιου καταρτίζει τη λίστα;

Στο Sport-Retro.gr κάναμε μια γενναία προσπάθεια να χωρέσουμε όλα τα δεδομένα στο ίδιο μείγμα και να καταλήξουμε σ’ ένα (υποκειμενικό) συμπέρασμα, καθώς προφανέστατα η κρίση είναι προσωπική, φτιάχνοντας το δικό μας το Top10.

Η σειρά παρουσίασης πάντως έγινε τυχαία, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Ούτως ή άλλως, όλους τους απολαύσαμε.

***

Ντέγιαν Μποντιρόγκα

Ο… εγκέφαλος της «σπείρας». Ο παίκτης που με την μπάλα στα χέρια είχε την ικανότητα να δημιουργεί απειλή προτού ο αντίπαλος καταλάβει τι έχει στο μυαλό του. Ράθυμο θα έλεγες το στιλ του Σέρβου πολυσύνθετου φόργουορντ και βαρύ το κορμί του. Ήταν όμως μετρ της προσποίησης και της διείσδυσης, σκόραρε με αντίστοιχη ευχέρεια από μέση απόσταση φρενάροντας και σταματώντας απότομα την προσπάθειά του. Ο Μποντιρόγκα πρέπει να είναι ο παίκτης με τα περισσότερα κερδισμένα φάουλ στα τέσσερα χρόνια που έμεινε στον Παναθηναϊκό (1998-2002), αφού μπορούσε να ρίχνει τον οποιοδήποτε στην καλοσχεδιασμένη παγίδα του. Κατέκτησε δύο ευρωπαϊκούς τίτλους, σε Θεσσαλονίκη (2000)Μπολόνια (2002), και τρία διαδοχικά πρωταθλήματα (1999-2001). Ήταν επίσης μία φορά ο πολυτιμότερος παίκτης του 1999. Σταμάτησε το μπάσκετ το 2007, γιατί είχε κατακτήσει τα πάντα και δεν είχε άλλο κίνητρο.

Eurobasket 1991: Η τελευταία παράσταση της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας

 

Ντίνο Ράτζα

Κάθε ισορροπημένη και καλοκουρδισμένη ομάδα έχει ανάγκη τον «τρελό» της. Έναν παίκτη που αψηφά τον κίνδυνο, δεν δειλιάζει μπροστά σε οποιαδήποτε συνθήκη, θα βρει τρόπο να «επιβιώσει» εμπνέοντας όλους τους υπόλοιπους. Αν χρειαστεί, ο Κροάτης πάουερ φόργουορντ/σέντερ δεν θα τρομάξει όταν θα φάει γιαούρτια στο αεροδρόμιο και θα βγάλει το μπουφάν έτοιμος για καβγά, θ’ ανέβει στον πάγκο της γραμματείας για να ηρεμήσει τα πλήθη, θα τσακωθεί με τον γιο του αφεντικού για να υπερασπιστεί εαυτόν, προπονητή και συμπαίκτες, θα ευστοχήσει σε τρίποντο από τη σέντρα, θα υπογράψει στον «αιώνιο αντίπαλο» για… εκδίκηση και θα δώσει την ψυχή του παίζοντας ακόμη και τραυματίας. Ο Ράτζα ανήκε στον Παναθηναϊκό για δύο σεζόν (1997-99), κατακτώντας δύο πρωταθλήματα, και άλλη μία στον Ολυμπιακό (2000-01) αφήνοντας αν μη τι άλλο ανεξίτηλο το προσωπικό σημάδι του στο ελληνικό μπάσκετ. Υπογραφή Ντίνο…

 

Μπράνισλαβ Πρέλεβιτς

«Ελεύθερο σκοπευτή» δεν θα διαθέτει μια τέτοια ομάδα; Θα διαθέτει. Ο Μπάνε του ΠΑΟΚ, ο ηγέτης του για μια γεμάτη 8ετία (1988-1996), ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελε ο οργανωτής του σχεδίου. Συνδύαζε αφενός την ταχύτητα με την εκτελεστική δεινότητα αφετέρου την ευελιξία με την εξυπνάδα. Παράγωγο του Βελιγραδίου και του Ερυθρού Αστέρα, έγινε Θεσσαλονικιός και αγαπημένο τέκνο της «ασπρόμαυρης» κερκίδας κερδίζοντας τον Άρη με τρίποντο από τη σέντρα, αφού είχαν προηγηθεί βήματα. Ταυτόχρονα έπαιρνε δύο ευρωκούπες (Κυπελλούχων, Korać), ένα πρωτάθλημα και ένα κύπελλο, προτού γυρίσει από μία σεζόν στην Ιταλία για να παίξει στην ΑΕΚ για δύο σεζόν, φτάνοντας την πρώτη επί Γιάννη Ιωαννίδη στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών.

 

Ζόραν Σάβιτς

Ο «τετραπέρατος» και «πανούργος» Σέρβος σέντερ δεν θα έλειπε από ένα πληθωρικό και καλοδουλεμένο σύνολο. Ψηλός που έγινε γνωστός με κροατική ομάδα (Σπλιτ) της προπολεμικής περιόδου, όταν δηλαδή η χώρα ήταν ακόμη ενωμένη και ήρθε στην Ελλάδα το καλοκαίρι του ’93, αφού πρώτα πέρασε μια διετία στη Βαρκελώνη. Στον ΠΑΟΚ ήταν το βασικό 5άρι της ομάδας που κατέκτησε έναν ευρωπαϊκό τίτλο (Κύπελλο Korać) κι ένα Κύπελλο (1995), αποτελώντας την απάντηση της τότε διοίκησης και τον ιδανικό αντικαταστάτη του Παναγιώτη Φασούλα όταν κατηφόρισε τον Πειραιά, ασχέτως αν ήταν διαφορετικού μοντέλου παίκτες. Ο ίδιος μπορούσε να στείλει την μπάλα στο καλάθι χωρίς να τον πάρουν χαμπάρι, έβλεπε όλο γήπεδο, έπαιζε εξαιρετική άμυνα και συνολικά κινούσε τα νήματα από τη ρακέτα.

 

Γιούρι Ζντοβτς

Θα είχε το ρόλο του οδηγού της «συμμορίας». Εκείνου που θα ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά τη διαδρομή διαφυγής προκειμένου όλοι οι άλλοι να οδηγηθούν με ασφάλεια στον προορισμό τους. GPS κανονικό. Ο Σλοβένος πόιντ γκαρντ ήρθε στον Ηρακλή το καλοκαίρι του 1993 ως πρωταθλητής Ευρώπης με τη Λιμόζ (όντως) κι έπαιξε για τέσσερις διαδοχικές χρονιές στο ελληνικό πρωτάθλημα, όντας ο απόλυτος κουμανταδόρος από την περιφέρεια. Χωρίς φανφάρες και φτιασιδώματα, χρησιμοποιώντας μονάχα το μυαλό, την οξυδέρκεια και την εμπειρία του, προέβλεπε καταστάσεις, προσαρμοζόταν στην εκάστοτε συνθήκη και ενεργούσε μεθοδικά και δημιουργικά για το καλό όλου του «κυανόλευκου» συνόλου. Επιθετικά ή αμυντικά. Βάλτε δίπλα του τον Γουόλτερ Μπέρι και θα είχατε ένα άρτιο δίδυμο ξένων. Λίγο μεγαλύτερος πήγε στον Πανιώνιο (2000), έκανε πάντως μια εξίσου καλή σεζόν. Ως προπονητή, ας μην τον σχολιάσουμε καλύτερα.

 

Στόγιαν Βράνκοβιτς

Η «ασπίδα προστασίας» για τους συνοδοιπόρους του. Ο αγαθός γίγαντας που θα έβγαινε μπροστά για να μην πληγωθεί άλλος κανένας. Ο Κροάτης σέντερ μάς είχε συστηθεί με την ενιαία Γιουγκοσλαβία, προτού το καλοκαίρι του 1989 αφήσει τη Ζαντάρ και έρθει στον Άρη του Γκάλη, του Γιαννάκη του Ιωαννίδη, κατακτώντας τον τίτλο και παίζοντας στο Final-4 της Σαραγόσα. Έμεινε όμως μια σεζόν, λόγω ΝΒΑ, και επέστρεψε το καλοκαίρι του 1992, όταν οι ξένοι του ελληνικού πρωταθλήματος έγιναν δύο και ο Παναθηναϊκός πλήρωσε αδρά για να φτιάξει μια ομάδα που από την 8η θέση της προηγούμενης σεζόν θα φτάσει να διεκδικήσει το πρωτάθλημα. Ασχέτως αν η κατάληξη δεν ήταν η επιθυμητή και με το «τριφύλλι» δεν κατέκτησε εγχώρια πρωτιά, η τετραετή θητεία του συνοψίστηκε σε μια μονάχα εικόνα: το (αντικανονικό) κόψιμο στον Μοντέρο στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1996! Για να μην πάμε πιο πίσω και θυμηθούμε και την (κανονική) τάπα στον Ρέμπρατσα στον τρίτο προημιτελικό του Τρεβίζο.

 

Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς

Πάντα χρειάζεται εκείνος που θ’ αναλάβει να εξαφανιστούν τα ίχνη που θα μπορούσαν να προδώσουν τη δουλειά. Το ρόλο αυτό είχε ο «Πέτζα». Από τους «σεσημασμένους» του χώρου, με τις «έξυπνες βόμβες» θα φρόντιζε να μην μείνει τίποτα όρθιο, οποιοδήποτε απομεινάρι που ενοχοποιεί όλη την ομάδα. Κυκλοφορούσε άλλωστε με διπλή ταυτότητα, αφού στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως Κίνη! Το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν ακριβώς το ίδιο. Γεννηθείς το 1977 έκανε το ντεμπούτο του με τον ΠΑΟΚ ως ένα σχολιαρόπαιδο 17 ετών (σε παιχνίδι με τη Μακάμπι) και μέχρι να φύγει, ύστερα από πέντε χρόνια, είχε μεταμορφωθεί σ’ έναν ολοκληρωμένο άνδρα που κέρδισε δύο τίτλους (Korać, Κύπελλο) και έφυγε για το ΝΒΑ σαν έτοιμος από καιρό. Φτάνοντας να κατακτήσει ένα δαχτυλίδι (2011), να γίνει τρεις φορές all-star και να ψηφιστεί δύο φορές στη δεύτερη καλύτερη 5άδα της σεζόν. Με πιο παραγωγική χρονιά του το 2003-04, όταν είχε 24.3 πόντους από 43% στο τρίποντο!

 

Ζάρκο Πάσπαλι

Το απόλυτο εκτελεστικό όργανο. Μια κουρδισμένη μηχανή που δεν έπαυε να δουλεύει. Όποια εντολή κι αν λάμβανε ο Μαυροβούνιος φόργουορντ, την επεξεργαζόταν στο λεπτό όντας ικανός να τη φέρει εις πέρας χωρίς το παραμικρό λάθος. Μέχρι τουλάχιστον τον «καταραμένο» τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Ο Ολυμπιακός τον απόλαυσε για τρία χρόνια (1991-94), τα χρόνια της μπασκετικής αναγέννησής του. Ωραίος και μοιραίος ταυτόχρονα, διότι τη μία σεζόν πάτησε γραμμή στο «Μπομπλάν» κι επέτρεψε στη Λιμόζ να προκριθεί στο Final-4 του ΣΕΦ και τη δεύτερη έχασε τις βολές στον τελικό με την Μπανταλόνα. Μετά το πρόβλημα τραυματισμού που έβγαλε στον ώμο, δεν ήταν ο ίδιος παίκτης. Τόσο όμως στον Παναθηναϊκό (1994-95) όσο στον Πανιώνιο (1995-96) και στον Άρη (1997-98) φρόντισε να φτάσει στα όρια του. Κι ας κάπνιζε σαν φουγάρο τα Μarlboro του.

 

Σλόμπονταν Σούμποτιτς

Η αποστολή του θα ήταν η αντίστοιχη του «τσιλιαδόρου». Διότι ήταν αυτός που βρισκόταν πάντα στημένος στη γωνία και παρακολουθούσε το καθετί, δούλευε με μυστικότητα και επενέβαινε όποτε κρινόταν αναγκαίο, αποσπώντας την προσοχή για να δράσουν οι άλλοι. Το ιδανικό συμπλήρωμα σε μια ηγετική δυάδα όπως αυτή του μεγάλου Άρη των Γκάλη – Γιαννάκη. Φρόντιζε μάλιστα να έχει διπλή ταυτότητα για να μην αναγνωρίζεται. Πότε κυκλοφορούσε ως Σλοβένος (που γεννήθηκε στο Μαυροβούνιο) και πότε ως εγγονός Λευτέρης με γιαγιά από την Κοκκινιά. Παραπλανητικός, αν μη τι άλλο, ο «Πίξι» έπαιξε μονάχα στον Άρη για επτά σερί σεζόν και κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και πέντε κύπελλα, παίζοντας επίσης σε δύο Final-4, αφού στη Σαραγόσα δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής.

 

Ντράγκαν Τάρλατς

Ο «μακρυχέρης» της παρέας. Τάκη τον φώναζαν όλοι, κυρίως δε ο Γιάννης Ιωαννίδης, από το ’92 που ήρθε στην Ελλάδα ως Κωνσταντινίδης, παρά το γεγονός πως είχε παίξει ήδη στον Ερυθρό Αστέρα με το… «βαφτιστικό». Δεν είχε τα ηγετικά προσόντα του Ντίνο Ράτζα, αλλά του έμοιαζε στο στιλ. Ευκίνητος, ευέλικτος, ικανός με πρόσωπο ή πλάτη, αν δεν τραυματιζόταν συχνά, πέρα από τη ρήξη χιαστών στο γόνατο στερώντας του τη μισή σεζόν 1993-94, θ’ άγγιζε το ταβάνι του ως ένας ολοκληρωμένος ψηλός που μπορούσε με την ίδια ευχέρεια ν’ ανταποκριθεί στις δύο θέσεις της front line. Στον Πειραιά κατέκτησε 5 πρωταθλήματα, 2 κύπελλα και το Ευρωπαϊκό στη Ρώμη. Όχι κι άσχημα πριν το 2000 φύγει για το ΝΒΑ (Μπουλς).

Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο…

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!