Όταν η πάλαι ποτέ ενωμένη Γιουγκοσλαβία «ανακάλυψε» το ποδόσφαιρο, όπως διαβάσατε στο α’ αφιέρωμα, ονομαζόταν ακόμη Βασίλειο της Σερβίας.
Ως Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, όμως, ταξίδεψε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης το καλοκαίρι του 1930, προκειμένου να λάβει μέρος στο παρθενικό Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιστορίας.
Στο α’ αφιέρωμα παρατέθηκε η βιογραφία του Ούγκο Μπούλι, ποδοσφαιρικού «πατέρα» της χώρας, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Ναζί το 1941.
Διαβάσατε για τη γέννηση και το μπουσούλημα μιας μεγάλης σχολής, της γιουγκοσλαβικής, που στην πορεία διασπάστηκε σε… χίλια κομμάτια (Σερβία, Κροατία, Σλοβενία, Βοσνία & Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία, Κόσοβο).
Αν ο Ούγκο Μπούλι ήταν ο άνθρωπος που έφερε την πρώτη ποδοσφαιρική μπάλα στη χώρα, ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς, κατ’ επάγγελμα γιατρός, ήταν ο αρχηγός των «πλάβι» στην παρθενική μεγάλη διοργάνωση που έλαβαν μέρος. Η μοίρα τους έφερε να έχουν ανάλογο τέλος…
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1906 (σ.σ. ο γερμανικός Ερυθρός Σταυρός αναφέρει στις 3 Φεβρουαρίου), όταν πια συμπληρώνονταν 10 χρόνια από την ημέρα που ο Ούγκο Μπούλι είχε φέρει την πρώτη ποδοσφαιρική μπάλα στο τότε Βασίλειο της Σερβίας.
Ο πατέρας του Γιόβαν καμάρωνε ως αξιωματικός του βασιλικού στρατού, ενώ η μητέρα του Μίλα (1884-1975) ήταν η μεγαλύτερη κόρη του Ράντομιρ Πούτνικ ανάμεσα σε επτά παιδιά.
Ο Πούτνικ δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα – τουναντίον αποτέλεσε τον πρώτο βοεβόδα της χώρας και τον αρχηγό του σερβικού Γενικού Επιτελείου Στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο.
Έλαβε τα πρώτα χάδια στην οδό Miloša Pocerca του Βελιγραδίου, ενώ ανάλογες χαρές από τον Γιόβαν και τη Μίλα πήραν άλλα πέντε παιδιά (τρεις αδερφές, δύο αδερφοί).
Οι μεταθέσεις του μπαμπά είχαν ως αποτέλεσμα να περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Νις και το Κραγκούγεβατς, με έτος-κλειδί το 1921, όταν ο Μιλούτιν ήταν 15 ετών.
Στα 45 του, αν και αποδέκτης του υψηλότερου σερβικού τίτλου τιμής («Karađorđeva zvezda», δηλαδή «το αστέρι του Καραγιώργη»), καθώς και του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής, ο Γιόβαν Ίβκοβιτς αποφάσισε να αποσυρθεί από το στράτευμα εξαιτίας έντονων διαφωνιών με τον βασιλιά Αλέξανδρο.
Η οικογένεια δεν ήταν εύπορη, επομένως ο πατέρας του Μιλούτιν υποχρεώθηκε να εργαστεί ως υπάλληλος στην Ένωση Σερβικών Αγροτικών Συνεταιρισμών για να ζήσει και να σπουδάσει τα παιδιά του.
Έψαλε τον σωστό ύμνο, έγινε σαμποτέρ!
Ο νεαρός Μιλούτιν φανέρωσε από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ότι διέθετε αξιόλογο πνεύμα και ισχυρή φυσική κατάσταση, στοιχεία που όπως αποδείχθηκε του χρειάστηκαν στο μέλλον.
Είχε τη διάθεση να εργαστεί σκληρά, απόρροια και των οικογενειακών συνθηκών. Αποτέλεσε μεγάλο στήριγμα για τους γονείς του. Ήταν ο επικεφαλής των έξι παιδιών. Πορευόταν με όπλα την τιμιότητα και την περηφάνια.
Μεγάλωσε σε πατριωτική οικογένεια και κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε την ευκαιρία να το αποδείξει σε μία σχολική αίθουσα που διδασκόταν το μάθημα της Μουσικής.
Όταν ο ίδιος και οι συμμαθητές του έλαβαν εντολή να τραγουδήσουν τον εθνικό ύμνο της Αυστροουγγαρίας, εκείνος προτίμησε να αρχίσει επιδεικτικά με τη φράση «Bože pravde». Τιμωρήθηκε για την πράξη του, αλλά η Ιστορία κατέγραψε ότι έψαλε τον ύμνο της πατρίδας του.
Δεν ήταν αυτή η μοναδική πατριωτική ενέργεια την περίοδο της κατοχής από τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο Μιλούτιν και οι φίλοι του είχαν τη συνήθεια να αφαιρούν τηλεγραφικά και ηλεκτρικά καλώδια στην οδό Miloša Velikog. Σαφώς πιο επικίνδυνη δραστηριότητα που δεν την πλήρωσε. Τουλάχιστον τότε.
Ήταν μόλις 12 ετών, όταν η νίκη στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον ώθησε να πάρει τους δύο μικρότερους αδερφούς, 9 και 6 χρονών, για να περιμένουν τους απελευθερωτές του Βελιγραδίου και να μπουν μαζί τους στην πόλη.
Τώρα πια από τη στιγμή που η πατρίδα του είχε αποτινάξει την κατοχή των Κεντρικών Δυνάμεων, ο Μιλούτιν αφοσιώθηκε σε δύο δραστηριότητες πολύ πιο ακίνδυνες από εκείνη της οδού Miloša Velikog: το ποδόσφαιρο και την ιατρική.
Ηγέτης και στο γήπεδο
Αμέσως μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε να κλωτσάει μπάλα στην ακαδημία της Όμπιλιτς και το 1920 μεταπήδησε σε εκείνη της Γιουγκοσλάβια.
Δύο χρόνια αργότερα προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα και στις 19 Νοεμβρίου 1922, δηλαδή μόλις στα 16, πραγματοποίησε το ντεμπούτο του.
Αγωνίστηκε είτε ως αριστερός είτε ως δεξιός οπισθοφύλακας, θέσεις που δεν άφησε ποτέ μέχρι το τέλος της καριέρας του, ενώ οι συμπαίκτες και οι αντίπαλοι τον αποκαλούσαν «Μιλουτίνατς».
Με τη φανέλα της Γιουγκοσλάβια, ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1924 και του 1925, αμφότερες τις φορές στο Ζάγκρεμπ, ενώ στις 28 Οκτωβρίου 1925 ντύθηκε για πρώτη φορά στα χρώματα της πατρίδας του.
Εκείνο το 7-0 από την Τσεχοσλοβακία στην Πράγα προφανώς του τσάκισε την ψυχολογία, αλλά οπωσδήποτε έζησε καλύτερες ημέρες στο μέλλον, ασχέτως αν ο ίδιος αντίπαλος του… προσέφερε ένα 2-6 στις 28/6/1926 και ένα 7-1 στις 28/10/1928 (σ.σ. οι πρώτες έξι από τις επτά αναμετρήσεις μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων διεξήχθησαν στις 28 κάποιου μήνα και οι τέσσερις στις 28 Οκτωβρίου!).
Τρεις φορές αντιμετώπισε την Εθνική Ελλάδας: στις 26/1/1930 (ήττα 2-1 στο γήπεδο του Παναθηναϊκού), στις 15/3/1931 (νίκη 4-1 στο στάδιο BSK) και στις 26/6/1932 (νίκη 7-1 ξανά στο BSK).
Η 40ή και τελευταία του εμφάνιση με το εθνόσημο καταγράφηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1934, όταν η χώρα του ηττήθηκε 3-2 από τη Γαλλία στο «Παρκ ντε Πρενς».
Μέχρι τις 18 Μαρτίου 1934 ήταν ο πρώτος σε διεθνείς συμμετοχές ή μοιραζόταν την κορυφή, έως ότου τον προσπέρασαν οι Μπλαγκόγε Μαριάνοβιτς και Μίλοραντ Αρσενίεβιτς, ενώ το μελανό στατιστικό ήταν ότι έβαλε 2 αυτογκόλ και κανένα γκολ με τη φανέλα των «πλάβι».
Μαχητής με Dr. μπροστά
Αθλητικό «σκαρί», μαχητής μέχρι τέλους, ηγετική φυσιογνωμία, δυναμικός, λάτρης των τάκλιν, αλλά πάντα με σεβασμό προς τον αντίπαλο και ποτέ αγενής.
Ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς αποτελεί έναν εκ των κορυφαίων Σέρβων αμυντικών όλων των εποχών και το παρατσούκλι του ήταν «državna kočnica broj jedan», το οποίο σε ελεύθερη ποδοσφαιρική μετάφραση σημαίνει «Νο1 στάση της χώρας» (σ.σ. όπως οι Έλληνες φίλαθλοι λένε «στάση Μανωλάς, Καλιτζάκης κ.τ.λ.»).
Κατά μία εκδοχή ήταν ο πρώτος της πατρίδας του που έκανε ανάποδα ψαλίδια για να απομακρύνει την μπάλα, αν και το χαρακτηριστικό του ήταν ότι μπορούσε να κρατήσει μόνος του μία επίθεση απέναντι σε 2 και 3 αντιπάλους.
Παροιμιώδης η φυσική του κατάσταση, όπως μαρτυρά η εξής ιστορία: Βρισκόταν στην πλατεία της πόλης του Ζρένιανιν με την ομάδα, όταν αποφάσισαν να παρακολουθήσουν ένα παλαιστικό σόου αποτελούμενο από επαγγελματίες.
Ατραξιόν ήταν ένας μαύρος πρωταθλητής. Όποιος κατάφερνε να τον νικήσει, θα κέρδιζε πλούσιο βραβείο. Ο «Μιλουτίνατς» τον αντιμετώπισε δίχως δισταγμό, τον λύγισε και έφυγε με γεμάτη τσέπη.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Μιλούτιν δεν αμέλησε τη σχολική του εκπαίδευση και το 1925 εγγράφηκε στη Σχολή Ιατρικής του Βελιγραδίου.
Το πρώτο εξάμηνο κύλησε στη Βιέννη, όπου βρισκόταν όταν έλαβε την πρώτη κλήση από την εθνική ομάδα, το περιβραχιόνιο της οποίας έμελλε να φορέσει 18 φορές.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του αγωνιζόταν στη Γιουγκοσλάβια, ώσπου το 1930, έπειτα από 235 ματς και έντονες διαφωνίες με τη διοίκηση, μεταπήδησε στη SK Σόκο.
Είχε δεχθεί προτάσεις από την BSK και από ομάδες του Ζάγκρεμπ (Γκραντζάνσκι, Κονκόρντια, ΧΑΣΚ), όμως εκείνος έκρινε ότι δεν έπρεπε να ενισχύσει ανταγωνιστές της τέως ομάδας του.
Γιουγκοσλαβία: Η μεγάλη στιγμή
Στα 24 του χρόνια ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς βίωσε την κορυφαία στιγμή της ποδοσφαιρικής του καριέρας, όταν μαζί με άλλους 19 άσους ταξίδεψε στο μακρινό Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης (σ.σ. τρεις μέρες με το τρένο μέχρι τη Μασσαλία και περίπου δυο εβδομάδες με το ατμόπλοιο «The Florida») για το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιστορίας.
Στις 14 Ιουλίου έκανε το παιχνίδι της ζωής του και η χώρα του επικράτησε 2-1 της Βραζιλίας στην πρεμιέρα του 2ου ομίλου, ενώ τρεις ημέρες αργότερα ήρθε η πρόκριση στα ημιτελικά χάρη στο 4-0 επί της Βολιβίας.
Αξίζει να παρατεθούν τα γραφόμενα του Μιχάιλο Αντρέγεβιτς, γιατρού, βετεράνου ποδοσφαιριστή και γραμματέα εξωτερικών υποθέσεων του γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή.
«Δεν νομίζω ότι ξαναείδα στη ζωή μου τόσο επιτυχημένη αμυντική λειτουργία σαν τη δική μας στο Μοντεβιδέο κόντρα στους Βραζιλιάνους, παρά το γεγονός ότι παρακολούθησα πολλά καλά ματς που κάναμε τόσο εντός έδρας όσο και στο εξωτερικό. Η κυριαρχία των Βραζιλιάνων σε εκείνη την αναμέτρηση ήταν μεγάλη, αλλά εξίσου μεγαλοπρεπής ήταν η αμυντική μας αντίσταση», υποστήριξε.
Στις 27 Ιουλίου είχε έρθει η ώρα για τον ημιτελικό με την οικοδέσποινα Ουρουγουάη, η οποία είχε συντρίψει 7-0 τη βαλκανική χώρα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924.
Οι Γιουγκοσλάβοι πάγωσαν τους περίπου 80.000 θεατές στο «Σεντενάριο» με τον Τζόρτζε Βουγιαντίνοβιτς στο 4ο λεπτό, όμως οι γηπεδούχοι απάντησαν με τρία γκολ πριν από τη λήξη του α’ ημιχρόνου.
Φρικτά τα παράπονα της παρέας του Ίβκοβιτς για ένα γκολ που ακυρώθηκε και γενικότερα με τη διαιτησία του Ζιλμπέρτο ντε Αλμέιντα Ρέγκο, αν και η Ουρουγουάη ουσιαστικά επανέλαβε τον θρίαμβο του 1924 από τη στιγμή που επιβλήθηκε 6-1.
Στο βιβλίο «Four Weeks In Montevideo: The Story of World Cup 1930» αναφέρεται ότι οι Γιουγκοσλάβοι αρνήθηκαν να δώσουν αγώνα για την 3η θέση κόντρα στις ΗΠΑ, εξαιτίας των αποφάσεων του Βραζιλιάνου ρέφερι.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ίβκοβιτς (όπως και ο Αμερικανός αρχηγός Τομ Φλόρι) έλαβε χάλκινο μετάλλιο, έως ότου το 1986 μία επιτροπή της FIFA… υποβάθμισε στην 4η θέση τους «πλάβι», επειδή υστερούσαν κατά ένα γκολ στη διαφορά τερμάτων από τις ΗΠΑ.
Η τελευταία «πράξη» ήρθε το 2010, όταν ο γιος του Κόστα Χατζί, δηλαδή του επικεφαλής της γιουγκοσλαβικής αποστολής στο Μοντεβιδέο και τότε αντιπροέδρου της ομοσπονδίας, ισχυρίστηκε ότι η ομάδα είχε λάβει ένα χάλκινο μετάλλιο, το οποίο κρατούσε φυλαγμένο ο ίδιος ο πατέρας του.
Οικογενειακή τραγωδία…
Έναν μήνα μετά την επιστροφή από το Μοντεβιδέο και συγκεκριμένα την 1η Οκτωβρίου 1930, ο Μιλούτιν άφησε την εμφάνιση του ποδοσφαιριστή και έβαλε εκείνη του… γαμπρού στο Νόβι Σαντ.
Η αγαπημένη του ονομαζόταν Έλα Ποπς, ήταν κόρη του διακεκριμένου δικηγόρου Φρίντριχ Ποπς από το Βελιγράδι και στα 21 της τότε σπούδαζε νομική.
Ευγενική, όμορφη, μορφωμένη, μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, έπαιζε σπουδαίο πιάνο και το 1931 έγινε μανούλα για πρώτη φορά, προτού ξαναζήσει ανάλογη χαρά το 1934 (Γκορντάνα και Μιριάνα τα ονόματα των κοριτσιών, τα οποία έζησαν μέχρι το 2014 και το 2012 αντίστοιχα).
Στο μεταξύ, στις 2 Ιουλίου 1931 ο Μιλούτιν αποφοίτησε από την ιατρική σχολή και αμέσως έσπευσε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, αρχικά στο κεντρικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο του Βελιγραδίου κι έπειτα στο Τσέρνι Λουγκ, ένα χωριό της σημερινής Κροατίας.
Όταν απολύθηκε και έκανε την πρακτική του στην ιατρική, ο Ίβκοβιτς άνοιξε ένα ιδιωτικό ιατρείο στην οδό Dobračina και λίγο αργότερα, ολοκλήρωσε την εξειδίκευση στη δερματολογία-αφροδισιολογία.
Έπειτα νοίκιασε χώρο που μετέτρεψε σε ιατρείο στον 2ο όροφο του εμβληματικού πολυκαταστήματος «Ta-Ta», στη συμβολή των οδών Knez Mihailove και Obilićev.
Οι οικογενειακές και επαγγελματικές υποχρεώσεις δεν εμπόδισαν τον «Μιλουτίνατς» να συνεχίσει το ποδόσφαιρο με τη φανέλα της SK Σόκο που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε FK Μπασκ.
Η ζωή κυλούσε όμορφα, ώσπου στα τέλη Αυγούστου του 1938 ο χρόνος σταμάτησε. Η αγαπημένη του Έλα, έπειτα από μάχη ενός χρόνου με τη φυματίωση, «έσβησε» μόλις στα 29 της. Έμεινε με τα κοριτσάκια που ήταν 7 και 4 αντίστοιχα. Η γιαγιά Μίλα, μητέρα του Μιλούτιν, κλήθηκε να βοηθήσει στην ανατροφή τους και τουλάχιστον εκείνη τα χάρηκε πολύ από τη στιγμή που έζησε μέχρι τα 91 της.
Ήταν πολύ σκληρό χτύπημα της μοίρας για τον Ίβκοβιτς. Δυστυχώς οι κορούλες του και οι υπόλοιποι συγγενείς έμελλε να δεχθούν ακόμα ένα, μόλις πέντε χρόνια αργότερα…
Αρχισυντάκτης μέχρι που απαγορεύθηκε…
Ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς είχε ταυτιστεί με τον κομμουνισμό και η πρώτη του παρουσία στο κόμμα KPJ αφορούσε στο ψήφισμα για το μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου.
Το υπέγραψαν πάνω από 100 αθλητές, το όνομα του ήρωα της ιστορίας μας βρισκόταν στην 4η θέση και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Politika» στις 5 Απριλίου 1936.
Μάλιστα, όταν μερικοί νεαροί αριστερών πεποιθήσεων σχεδίαζαν να κλέψουν την Ολυμπιακή Φλόγα κατά τη διέλευσή της από τη χώρα (στην πορεία εγκατέλειψαν την ιδέα), ο Ίβκοβιτς τους υποστήριζε με θέρμη.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μιλούτιν έγινε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Mladost», η οποία εκπροσωπούσε τη νεολαία του γιουγκοσλαβικού κομμουνισμού (SKOJ).
Ως βετεράνος ποδοσφαιριστής και αρχηγός των «πλάβι» στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιστορίας, έγραφε άρθρα αθλητικού περιεχομένου και πολλά εξ αυτών αποτελούσαν τροφή για σκέψη ή προβληματισμό.
Στο πρώτο του άρθρο ασκούσε κριτική στο φαινόμενο του επαγγελματισμού και της πολιτικοποίησης στα σπορ (σ.σ. σήμερα θα φαινόταν ακόμη πιο επίκαιρο…).
Οκτώ τεύχη πρόλαβε να δημοσιεύσει η εφημερίδα «Mladost», ώσπου τον Ιούνιο του 1939 απαγορεύθηκε η έκδοσή της και ο Μιλούτιν Ίβκοβιτς έπρεπε να βρει άλλο μέσο δραστηριοποίησης.
Τον Μάρτιο του 1941, όντας υπολοχαγός εν εφεδρεία του γιουγκοσλαβικού στρατού, κλήθηκε για μία στρατιωτική άσκηση κοντά στο Λέσκοβατς.
Κάθε μέρα έστελνε γράμματα με τα πιο γλυκά λόγια στα παιδιά του. Ποτέ δεν παρέλειπε να μεταφέρει την αγάπη του. Συμβούλευε να προσέχουν την υγεία τους. Θαρρείς πως τις προετοίμαζε γι’ αυτό που θα επακολουθούσε…
Στη σελίδα 66
Ο Ίβκοβιτς επιστρέφει από τη στρατιωτική άσκηση και εντείνει τη συνεργασία του με το κομμουνιστικό KPJ στο ήδη κατεχόμενο Βελιγράδι.
Μέσω του παράνομου Μπόρα Ρόμιτς, ο οποίος αποτελεί σύνδεσμο με την επιτροπή, ο άλλοτε αρχηγός της εθνικής Γιουγκοσλαβίας τους ενημερώνει για σημαντικά γεγονότα και καταστάσεις στην πόλη.
Μαθαίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες από ασθενείς και γνωστούς του που διατηρούσαν στενή επαφή με την Ειδική Αστυνομία, ενώ παράλληλα συγκεντρώνει δωρεές για να στηρίξει άπορους και ευπαθείς ομάδες.
Αυτές οι ενέργειες δεν περνούν απαρατήρητες. Συγκεκριμένα προτού ακόμα πραγματοποιηθεί η γερμανική εισβολή στις 6 Απριλίου 1941, εκδίδεται ένταλμα σύλληψης με αλφαβητική σειρά. Οι Ναζί θέλουν να τελειώσουν μια ώρα αρχύτερα με τους… ανήσυχους για να είναι οι ίδιοι πιο ήσυχοι στην πορεία.
Η γερμανική αστυνομία ενημερώνεται πλήρως για όλες τις προπολεμικές δραστηριότητες αριστερής απόχρωσης και προτείνει σε εκείνη του Βελιγραδίου να τον θέσει αμέσως υπό επιτήρηση. Το όνομα του άλλοτε αρχηγού των «πλάβι» βρίσκεται στη σελίδα 66 του εντάλματος.
Από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου μέχρι την έναρξη του Β’, όλες οι αναφορές για κινήσεις, δραστηριότητες, συλλήψεις, ανακρίσεις και έρευνες στο γραφείο του, είχαν μεταφερθεί πιστά από πράκτορες στην Γκεστάπο και την Ειδική Αστυνομία.
Γνώριζε ότι τον παρακολουθούν, αλλά απαντούσε αρνητικά στις προτάσεις των κομμουνιστών να μετακινηθεί σε ένα από τα αντάρτικα αποσπάσματα. Δεν ήθελε να αφήσει το Βελιγράδι και τα κορίτσια του.
Ύστερα από τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, την ήττα του Γιοχάνες Έρβιν Ρόμελ στην Αφρική, το προβάδισμα των συμμαχικών δυνάμεων και την ανάπτυξη των ανταρτών στη Γιουγκοσλαβία το 1943, ο Αδόλφος Χίτλερ γίνεται ακόμα πιο επιθετικός.
Είχε ήδη προηγηθεί η πρώτη… κρυάδα του Ίβκοβιτς με τους Ναζί στις αρχές Μαΐου του 1941. Προσκλήθηκε στην Περιφερειακή Διοίκηση και στη συνέχεια έλαβε διαταγή να εγκαταλείψει το διαμέρισμά του.
Σήμερα στο γήπεδο, αύριο πρόταση για εκτέλεση
Το αδυσώπητο κυνήγι των Ναζί αρχίζει και εκατοντάδες Γιουγκοσλάβοι πατριώτες θα πληρώσουν με τη ζωή τους την αγάπη για την ελευθερία.
Στις 6 Μαΐου 1943, ο 37χρονος Μιλούτιν κάνει το χατίρι των φίλων του και πατά ξανά στον αγωνιστικό χώρο με αφορμή τη 40ετή επέτειο από την ίδρυση της ΦΚ Μπασκ. Αυτή θα είναι η τελευταία φορά.
Στις 7 Μαΐου 1943, ένας αξιωματικός των SS, ονόματι Φίσερ, αναφέρει εγγράφως μεταξύ άλλων: «Αν και η κομμουνιστική δραστηριότητά του γιατρού Ίβκοβιτς δεν μπορεί να αποδειχθεί αυτή τη στιγμή, προτείνω την εκτέλεσή του». Στις 18 Μαΐου ο Καρλ Ντίτζες, επικεφαλής του τμήματος της Γκεστάπο, δίνει τη συγκατάθεσή του.
Στις 24 Μαΐου, γύρω στις 22:00, οι κατακτητές φτάνουν σε μία πολυκατοικία της οδού Kraljice Marije 25a, όπου κατοικούν οι γονείς του γιατρού και πρώην ποδοσφαιριστή. Η αδερφή του ακούει την ομιλία των Ναζί με την Τσέχα θυρωρό και τον γιο της Πέπεκ, ο οποίος εργάζεται στον γερμανικό οργανισμό Todt.
Μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά της Βουκοσάβα Ίβκοβιτς, όμως είναι ώρα που έχει απαγορευθεί η κυκλοφορία και δεν μπορεί να τηλεφωνήσει. Μόλις ξημερώνει, ρωτά τη θυρωρό: «Ποιος ήρθε χθες το βράδυ;». Και εκείνη απαντά: «Οι Γερμανοί έψαχναν τον αδερφό σου. Ο Πέπεκ τους έδωσε τη διεύθυνσή του».
Ο Ίβκοβιτς κατοικούσε με τις κόρες του και μία αδερφή του σε μία ημιτελή βίλα στην οδό Rumunska 12 (σημερινή Užička), που του είχε παραχωρήσει ο ιδιοκτήτης της εταιρείας αυτοκινήτων Λιούμπισα Πέρισιτς.
Στις 23:45 οι Γερμανοί χτυπούν το κουδούνι. Η Ράντμιλα Ίβκοβιτς σηκώνεται από την τραπεζαρία για να ανοίξει την πόρτα.
Ο Ίβκοβιτς είχε ήδη ξαπλώσει στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τις κορούλες του, αλλά ακούγοντας τον ήχο πετάγεται με τις πιτζάμες από το κρεβάτι του. «Φύγε! Τι θα κάνεις εσύ με τους στρατιώτες;», λέει στην αδερφή του.
Ανεβαίνει πάνω συνοδευόμενος από δύο Γερμανούς. Κανείς δεν λέει τίποτα. Εκείνοι περιμένουν υπομονετικά να φορέσει το πουλόβερ και τα παπούτσια του. Το μόνο που πρόλαβε να πει στη Ράντμιλα, ψιθυρίζοντας για να μην ξυπνήσει τις κορούλες του, ήταν πού είχε αφήσει το πορτοφόλι του.
Κατεβαίνουν ξανά τις σκάλες, βγαίνει πρώτος έξω, η πόρτα κλείνει, ακούγεται ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου. Και μετά σιωπή…
Η τελευταία του κλωτσιά ήταν και η πιο δυνατή…
Ο εμβληματικός βετεράνος ποδοσφαιριστής μεταφέρεται στο φοβερό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μπάντζικα. Δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα συμπληρώνεται η σχετική φόρμα με τα στοιχεία του. Το τέλος βρισκόταν πια πολύ κοντά. Απείχε μόλις έξι ώρες.
Σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του στρατοπέδου, όσοι επρόκειτο να εκτελεστούν μεταφέρονταν από το κελί σε έναν διάδρομο, όπου τους έγδυναν από τη μέση και πάνω, τους αφαιρούσαν τα παπούτσια και τους έδεναν τα χέρια πίσω.
Ένας κρατούμενος ονόματι Ντράγκοσλαβ Ρακόνιατς, αυτόπτης μάρτυρας της μεταφοράς του «Μιλουτίνατς» στον τόπο εκτέλεσης, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές, προτού τον βάλουν στο φορτηγό με μερικούς ακόμη κρατούμενους.
«Αντιστάθηκε πολύ τη στιγμή που προσπαθούσαν να τον δέσουν. Ο επικεφαλής της αστυνομίας του Βελιγραδίου, ο Σβέτοζαρ Βούκοβιτς, φώναξε: ‘Είσαι τελειωμένος’. Τον πρόσβαλε για τα πολιτικά του φρονήματα. Τότε, ο Ίβκοβιτς κοντοστάθηκε και με μία απότομη κίνηση ξέφυγε από τους φρουρούς. Προχώρησε προς τον Βούκοβιτς, τον έφτυσε στο πρόσωπο και του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι έτσι ξυπόλητος όπως ήταν…».
Αυτή ήταν η τελευταία κλωτσιά του θρυλικού Μιλούτιν Ίβκοβιτς, του παιδιού που έκανε σαμποτάζ και που τραγουδούσε τον σωστό ύμνο, του αρχηγού της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, του γιατρού, του ανθρώπου που λάτρευε την ελευθερία.
Ο Βούκοβιτς τα έχασε τελείως. Την ίδια στιγμή οι φρουροί έπεσαν πάνω στον Ίβκοβιτς και τον χτύπησαν μέχρι λιποθυμίας.
Έπειτα τον έβαλαν μαζί με τους υπόλοιπους κρατούμενους σε ένα φορτηγάκι και τον πήγαν στο Γιαΐντσι.
Περισσότεροι από 80.000 Σέρβοι, Εβραίοι, Ρομά και αντι-Ναζί θανατώθηκαν σε αυτό το μέρος από το 1941 μέχρι το 1944.
Τα ξημερώματα της 25ης Μαΐου εκτελείται. Τι τραγική ειρωνεία. Το 1918 χαιρόταν με την ψυχή του την απελευθέρωση κοντά στο σημείο που… ξεψύχησε.
Λίγο αργότερα, δύο κοριτσάκια φτάνουν στην είσοδο του στρατοπέδου της Μπάντζικα και ρωτούν τους φύλακες: «Είναι εδώ ο μπαμπάς μας, ο γιατρός Μιλούτιν Ίβκοβιτς;» Ήταν η Γκορντάνα και η Μιριάνα.
Δεν θα σβήσει ποτέ η μνήμη του
Προς τιμήν του Μιλούτιν Ίβκοβιτς, η γιουγκοσλαβική ποδοσφαιρική ομοσπονδία τοποθέτησε μία πλάκα με το όνομά του στο στάδιο JNA (σ.σ. το σημερινό της Παρτίζαν), όταν ολοκληρώθηκε η κατασκευή του εν έτει 1951.
Πολλά κέντρα υγείας στο Βελιγράδι και τα προάστια φέρουν το όνομά του, ομοίως και ο δρόμος έξω από το στάδιο της Παρτίζαν, ενώ δίπλα απ’ αυτό, το 1970 ανήγειρε η εκατοστών προτομή του (έργο του Σλάβολιουμπ Βάβε Στάνκοβιτς).
Το γλυπτό έργο ύψους 70 εκατοστών εκλάπη από το βάθρο το 2012, αλλά η εφημερίδα «Politika» ευαισθητοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2013, άρχισε τη δράση «Vratimo spomenik Milutincu» (μτφρ. «Ας επιστρέψουμε το μνημείο στον Μιλουτίνατς») και, πράγματι, το μνημείο στήθηκε ξανά τον Μάιο του 2013.
Ποτέ ξανά στα χρονικά το κρατικό ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα δεν είχε δείξει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για ένα τέτοιο εγχείρημα και, μέσω της «ζωντανής» μετάδοσης, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν την ευκαιρία να δουν την προτομή τέσσερις ώρες πριν από τα επίσημα εγκαίνια.
«Εκ μέρους της μητέρας μου και της αδερφής της που πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο, ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου την αδερφή μου Λάντα και τις άλλες οικογένειες που βοήθησαν να διατηρηθεί η μνήμη του πατέρα, παππού και προπάππου μας με αυτόν τον υπέροχο τρόπο. Ευχαριστώ την εφημερίδα «Politika», είπε στον λόγο της η εγγονή του τιμώμενου προσώπου Έλα Τζόρτζεβιτς.
***
Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο θάνατός του αποσιωπήθηκε, αφού οι Ναζί και τα τσιράκια τους είχαν τον φόβο των έντονων αντιδράσεων από τους κατοίκους του Βελιγραδίου που αγαπούσαν τον «Μιλουτίνατς». Η οικογένειά του ενημερώθηκε έναν χρόνο αργότερα από τον γερμανικό Ερυθρό Σταυρό. Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει γνωστό το μέρος που ενταφιάστηκε…