Η 9η Ιουλίου 2006 βρήκε τη Γερμανία με ένα νέο «τείχος του Βερολίνου». Σίγουρα με μικρότερο μήκος και σίγουρα πολύ πιο κοντό, αφού μετά βίας έφτανε τα 176 εκατοστά σε ύψος. Κι όμως, πάνω του αναπαύτηκε το πιο βαρύτιμο τρόπαιο του ποδοσφαίρου, το 6,175 κιλών τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Μόλις ο Φάμπιο Καναβάρο το σήκωσε στον ουρανό του Βερολίνου ως νικητής με την εθνική Ιταλίας, ακόμα κι ο Ντιέγκο Μαραντόνα θυμήθηκε τις μέρες που δεχόταν από τον Ιταλό capitano επικίνδυνα τάκλιν στις προπονήσεις της Νάπολι. Εκεί όπου γεννήθηκε ο μύθος του κατόχου της «Χρυσής Μπάλας» του 2006, που γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1973.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ιταλία
Μιμήθηκε τον Ταρντέλι από το 1982
Ο δεύτερος από τρία αδέρφια, μεγάλωσε στα στενά της Φουοριγκρότα, μιας εργατικής γειτονιάς στη δυτική όχθη της Νάπολης, δίπλα στο γήπεδο. Ο Καναβάρο ήταν ένας γνήσιος… σκουνίτσο (scugnizzo):
Ένα παιδί χαμογελαστό, με ευφυΐα του δρόμου, που έπαιζε μπάλα στα σοκάκια «ανάμεσα σε αμάξια, παντού», όπως θυμάται κι ο ίδιος. «Οι γονείς μου κάθε μέρα έλεγαν ‘α, είναι καλύτερα να πας στο σχολείο. Είναι πολύ σημαντικό για το μέλλον σου’. Όμως μέσα μου έλεγα ‘νομίζω ότι ο σωστός τρόπος είναι να ακολουθήσω το ποδόσφαιρο’».
Ο πατέρας Πασκουάλε ήταν ποδοσφαιριστής στη Serie C για λογαριασμό της Μπάνκο ντι Ρόμα όταν η σύζυγός του, Τζετζέ, γέννησε τον Φάμπιο. Ο τελευταίος είχε αποφασίσει ότι και το δικό του μέλλον του είναι στο ποδόσφαιρο και όχι στο σχολείο.
Σε ηλικία οκτώ ετών εντάχθηκε στην Μπανιόλι. Η μετάδοση του Νάντο Μαρτελίνι στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982 με το τριπλό «Campioni del Mondo» ήταν καθοριστική για τον Καναβάρο, που αγωνιζόταν ως μέσος τότε.
«Ποιος ήθελε να βρίσκεται στην άμυνα έχοντας δει τον Πάολο Ρόσι να σκοράρει έξι φορές στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1982; Μπορώ ακόμα να θυμηθώ τον Μάρκο Ταρντέλι που ήταν μέσος να σκοράρει από την άκρη της περιοχής στον τελικό. Θυμάμαι τον πανηγυρισμό του, την έκφραση του ποδοσφαίρου αφότου σκόραρε, τον τρόπο που έτρεξε με τις δύο γροθιές του στον αέρα ουρλιάζοντας».
«Όπως πολλά άλλα αγόρια στην Ιταλία, καθόμουν μπροστά από την τηλεόραση. Ήμουν μόλις 9 ετών, όταν ακούστηκε το τελευταίο σφύριγμα και η Ιταλία έγινε πρωταθλήτρια κόσμου. Δεν νομίζω ότι υπήρχε ένα παιδί στην Ιταλία που δεν κλοτσούσε μια μπάλα σε έναν τοίχο, χωρίς να ακούει τη φωνή του Μαρτελίνι».
Τον άλλαξαν θέση για να πάει στην πρώτη ομάδα
Το 1984 μεταπηδά στη μεγάλη ομάδα της περιοχής, τη Νάπολι. Όταν ο Μαραντόνα οδηγεί τους «παρτενοπέι» στο πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας τους, ο Καναβάρο οδηγεί την ομάδα στο πρωτάθλημα Allievi. Μία μέρα που ο μικρός Καναβάρο έφερε κακό σχολικό έλεγχο στο σπίτι, ο πατέρας του πέταξε στα σκουπίδια την εμφάνιση της ομάδας.
Ο Φάμπιο δεν πτοήθηκε και συνέχισε να κάνει το ball boy στους αγώνες της πρώτης ομάδας και παράλληλα να πηγαίνει κανονικά στις προπονήσεις στα τμήματα υποδομής. Οι εμφανίσεις του εκεί οδήγησαν τον προπονητή Άντζελο Σορμάνι να ενημερώσει τον τεχνικό της πρώτης ομάδας, Οτάβιο Μπιάντσι, να έχει στα υπόψιν αυτόν τον… αμυντικό. Γιατί είχε προλάβει να αλλάξει θέση.
«Όταν έφτασα στη Νάπολι ήμουν ball boy, που σημαίνει ότι μπορούσα να παρακολουθώ τους θρύλους να κάνουν προθέρμανση. Μετά, όταν πήγα στη δεύτερη ομάδα ως έφηβος, ήμουν μέσος όπως ο Ταρντέλι. Μέχρι που μια μέρα, ένας από τους διευθυντές στην ακαδημία, ήρθε και μου είπε ότι θα άλλαζα θέση».
«’Φάμπιο, σε προτιμάω ως αμυντικό’, μου είπε. Και αυτό ήταν. Χωρίς εξήγηση, χωρίς αιτιολόγηση. Ήμουν κοντύτερος από τους περισσότερους στον αγωνιστικό χώρο, οπότε δεν έμοιαζα με αμυντικό και σίγουρα όχι με στόπερ. Όμως από εκείνη τη στιγμή, αυτή ήταν η θέση μου. Ευτυχώς για μένα, μου άρεσε να αμύνομαι. Και ήμουν καλός επίσης».
Ο Καρέκα του τράκαρε τη βέσπα
Ο Καναβάρο άρχισε να κάνει προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, μαζί με τα ινδάλματά του, όπως ο Μαραντόνα, ο Τσίρο Φεράρα, ο Καρέκα.
Μάλιστα, ο Βραζιλιάνος του έκανε ένα… ακούσιο καψώνι, όταν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του σε μία στροφή και έπεσε πάνω στην πράσινη βέσπα που είχε χαρίσει στον Καναβάρο, για να πηγαίνει πιο γρήγορα στις προπονήσεις στο Σοκάβο η τότε σύντροφός του Ντανιέλα, η οποία σήμερα είναι σύζυγός του και μητέρα των τριών παιδιών τους.
Ο Φεράρα, πρωτοκλασάτος αμυντικός γαρ, τον πήρε αμέσως υπό τη σκέπη του. «Γνώρισα τον Φεράρα το 1987, όταν ήμουν ball boy στη Νάπολι, με την ομάδα να κερδίζει το πρώτο πρωτάθλημά της κι εγώ να στέκομαι μαζί στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν μία μαγική σεζόν. Έμαθα πολλά από όλους τους παίκτες, αλλά από έναν κυρίως, την ιδιοφυΐα, τον Ντιέγκο Μαραντόνα».
Έκανε τάκλιν στον Μαραντόνα και τον μάλωσαν
Όταν του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, ο Καναβάρο ήταν τόσο εκστασιασμένος που φώναξε: «Επιτέλους θα προπονηθώ με τον Μαραντόνα». «Ο Φεράρα με κοίταξε και με ένα χαμόγελο στα χείλη μου απάντησε: ‘Όχι, όχι όχι. Δεν πας απλά και προπονείσαι με τον Μαραντόνα. Δεν πας απλά και κάνεις τάκλιν στον Μαραντόνα. Η μπάλα ποτέ δεν φεύγει από τα πόδια του’. Στη συνέχεια, μου έδωσε μια μπάλα. ‘Εδώ, πάρε αυτήν, επειδή ποτέ δεν θα πάρεις μπάλα από τον Μαραντόνα’, είπε χαμογελώντας. ‘Μπορείς να πάρεις από εμένα, όμως’».
Μία μέρα, κατά τη διάρκεια προπονητικού διπλού, ο Μαραντόνα είχε την μπάλα στα πόδια και εφόρμησε προς το μέρος του Καναβάρο, για να μπει στην αντίπαλη περιοχή.
«Η μπάλα άγγιζε τα δάχτυλα των ποδιών του με κάθε ντρίμπλα. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκανα κίνηση για την μπάλα. Έκανα τάκλιν στον Μαραντόνα. Στην ιδιοφυΐα. Στον θρύλο. Ξαφνικά, αισθάνθηκα τα μάτια όλων των συμπαικτών και των προπονητών πάνω μου. Τότε άκουσα τη φωνή του Φεράρα στο κεφάλι μου: ‘Δεν πας απλά και κάνεις τάκλιν στον Μαραντόνα’».
Ένας άνθρωπος της ομάδας αμέσως μάλωσε τον νεαρό Καναβάρο για το… θράσος του να ριψοκινδυνεύσει τη σωματική ακεραιότητα του διαμαντιού της ομάδας. Ο ίδιος ο Αργεντινός, όμως, αντιμετώπισε διαφορετικά τον νεαρό συμπαίκτη του. «Μπράβο, καλά τα πήγες», του είπε γελώντας και στο τέλος της προπόνησης του έδωσε τα παπούτσια του. «Είχα αφίσες στους τοίχους του δωματίου μου του Μαραντόνα, της ναπολιτάνικης θεότητάς μας. Τώρα, στα χέρια μου ήταν τα παπούτσια του, λασπωμένα από τη δουλειά», θυμάται ο Καναβάρο.
Ντεμπούτο και τέσσερα γκολ από Γιουβέντους
Πλέον είχε φτάσει η ώρα του. Ο Μαραντόνα ανήκε στο παρελθόν εδώ και μία σεζόν και η Νάπολι πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ο Κλάουντιο Ρανιέρι απολύθηκε μετά από τη 10η αγωνιστική της σεζόν 1992-1993 και ο Μπιάντσι επέστρεψε, με τον Καναβάρο να περιλαμβάνεται πλέον στις αποστολές.
Μετά από τρία σερί παιχνίδια πρωταθλήματος δίχως η Νάπολι να δεχθεί γκολ, ο Καναβάρο βρέθηκε στη βασική ενδεκάδα, κάνοντας ντεμπούτο στο «Ντέλε Άλπι» με αντίπαλο τη Γιουβέντους. Όπως ήταν φυσικό, η Νάπολι ηττήθηκε και μάλιστα δέχθηκε τέσσερα τέρματα (4-3), ωστόσο για ακόμα μία φορά, ο νεαρός Ιταλός (που αντικαταστάθηκε στο 60′ με το σκορ στο 2-1) δεν πτοήθηκε και συνέχισε την αποστολή του.
Το καλοκαίρι του 1993, η Κατάνια είχε προβιβαστεί στη Serie B και αναζητούσε παίκτες για να ενισχύσει το ρόστερ της. Απευθύνθηκε στη Νάπολι και ζήτησε δανεικό τον Καναβάρο, όμως ο νέος προπονητής της ομάδας, παρότι άπειρος με απλώς μία καλή θητεία στην Αταλάντα να επιδείξει, είπε ένα βροντερό «όχι». Το όνομα αυτού; Μαρτσέλο Λίπι!
Το τεστ του Λίπι στον Καναβάρο
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1993, η Νάπολι υποδεχόταν στο «Σαν Πάολο» την Τορίνο. Στην επίθεση της «γκρανάτα» υπήρχε ο Μπένι Καρμπόνε, ένας αρκετά ευέλικτος και γρήγορος επιθετικός, που χρειαζόταν τα προσόντα του Καναβάρο για να σταματηθεί.
«Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο γυμναστής μου είχε επιβάλει ένα πρόγραμμα φυσικής ενδυνάμωσης, ο Λίπι με κάλεσε και με ρώτησε ‘αισθάνεσαι έτοιμος να παίξεις αύριο;’ Η απάντηση ήταν θετική, αν και τα πόδια μου ήταν πολύ σκληρά. Με τον καιρό κατάλαβα ότι αυτό ήταν ένα τεστ για να αξιολογήσει τον χαρακτήρα μου».
Ο Καναβάρο άρχισε βασικός σε εκείνο το παιχνίδι της 3ης αγωνιστικής της Serie A, κράτησε τον Καρμπόνε (και την Τορίνο) στο μηδέν κι έκτοτε δεν βγήκε ξανά από την ενδεκάδα. Στη ζωή του.
«Όταν άρχισα να αγωνίζομαι με την ομάδα μου το 1993, ήμουν σοκαρισμένος, επειδή ήμουν φίλαθλος της Νάπολι. Πέρασα όλη τη ζωή μου με μία φανέλα της Νάπολι ως δεύτερο δέρμα μου και για μένα, το να είμαι δίπλα σε αυτούς τους παίκτες, ήταν απίστευτο. Σκεφτόμουν ‘τι δουλειά είχα εγώ εδώ;’».
Απογείωση στην Πάρμα
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε δουλειά με αυτούς τους παίκτες, αφού η Νάπολι, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όλον αυτόν τον καιρό πουλούσε συνεχώς ποδοσφαιριστές εγνωσμένης αξίας. Το καλοκαίρι του 1992 έφυγαν παίκτες όπως οι Αλεμάο, Μικέλε Παντοβάνο, Αντρέα Σιλέντζι, Λοράν Μπλαν, έναν χρόνο αργότερα παραχωρήθηκαν οι Τζιαφράνκο Τζόλα, Μάσιμο Κρίπα, Καρέκα, Τζιοβάνι Γκάλι, το 1994 ο Φεράρα πήγε στη Γιουβέντους και έναν χρόνο αργότερα, είχε έρθει η ώρα του Καναβάρο.
Η ανερχόμενη Πάρμα προσέφερε ένα ποσό κοντά στα 7.000.000 ευρώ για να κάνει δικό της τον 22χρονο στόπερ που είχε κάνει αίσθηση στη Serie A και τον τοποθέτησε σε μία αμυντική λειτουργία που περιελάμβανε παίκτες όπως ο Τζιανλουίτζι Μπουφόν, ο Λιλιάν Τιράμ, ο Φερνάντο Κόουτο, ο Νέστορ Σενσίνι, ο Λουίτζι Απολόνι, ο Αντόνιο Μπεναρίβο και ο Ρομπέρτο Μούσι.
Ο Καναβάρο κατάφερε να ξεχωρίσει κι εκεί, κατέκτησε τίτλους (Κύπελλο UEFA, κύπελλα Ιταλίας, Supercoppa) στα επτά χρόνια που βρέθηκε στο «Ένιο Ταρντίνι», έγινε βασικός στην εθνική ομάδα (1997) και αρχηγός (2002) όταν αποσύρθηκε ο Πάολο Μαλντίνι και μετά από το Παγκόσμιο Κύπελλο της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, η καριέρα του εκτοξεύθηκε. Με τα γνωστά αποτελέσματα…