«Έφυγε» στα 62 του, στις 26 Ιουνίου 2019, ο Μπάμπης Χολίδης, ένα από τα «λιοντάρια» του ελληνικού αθλητισμού και δη της πάλης.
Σεμνός, λιγομίλητος, ευγενικός… Βίωσε τις δυσκολίες που εμπεριείχε η απόφαση όλων των Ποντίων που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση.
Κράτησε τον ελληνικό αθλητισμό στα γερά του μπράτσα με τα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984) και της Σεούλ (1988).
Άξιος απόγονος των τρανών παλαιστών των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων και, βέβαια, του Πέτρου Γαλακτόπουλου και του Στέλιου Μυγιάκη.
Το Sport-Retro.gr παρουσιάζει αποσπάσματα από μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Ελπίδα» που δημοσιεύθηκε στις 14 Μαρτίου 2002.
Καταρχήν έχει ενδιαφέρον να διαβάσετε πώς περιγράφει ο ίδιος τη μετακίνηση στη «μητέρα πατρίδα», όπως χαρακτήριζε την Ελλάδα.
«Η λαχτάρα της μητέρας πατρίδας οδήγησε πολλούς Πόντιους στην απόφαση να εγκαταλείψουν την πρώην Σοβιετική Ένωση και να έρθουν στην Ελλάδα.
Αυτό ίσως φαντάζει υπερβολικό για όσους δεν έχουν ζήσει για αρκετά χρόνια μακριά από τη χώρα μας, δεν μπορούν να το καταλάβουν όσοι δεν έχουν βιώσει τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν την καρδιά των Ελλήνων που γεννήθηκαν και ζουν σε άλλες χώρες.
Οι συνθήκες που αντιμετώπισε τότε η οικογένειά μου κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αλλά κι όταν εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα, δεν ήταν οι ιδανικότερες», έλεγε.
Σπίτι από χαρτόκουτα
Ο Μπάμπης Χολίδης γεννήθηκε στο Γκούριεβ της Σοβιετικής Ένωσης (σ.σ. τώρα ανήκει στο Καζακστάν και ονομάζεται Αταράου) την 30ή Σεπτεμβρίου του 1956, ενώ στις 8 Ιουνίου 1965, ο Δημήτρης και η Ελένη Χολίδη πάτησαν Ελλάδα με τα 4 παιδιά τους.
«Ήμουν τότε 8,5 ετών και στο καράβι που μας έφερνε, γεννήθηκε ο μικρότερος αδερφός μου. Μείναμε για 6 μήνες στην Κατερίνη, όμως επειδή δεν υπήρχαν δουλειές, ο πατέρας μου πήρε τη μεγάλη απόφαση και ήρθαμε στην Αθήνα.
Νοικιάσαμε ένα μικρό σπίτι στην Καλλιθέα που ήταν φτιαγμένο από χαρτόκουτα και οι γονείς μου άρχισαν να δουλεύουν σκληρά, προκειμένου να μην μας λείψει τίποτα για να καταφέρουν να φτιάξουν το δικό τους σπίτι.
Πρέπει να τονίσω πως στον πατέρα μου οφείλω και τη σταδιοδρομία μου, αφού από μικρό με έστελνε στην προπόνηση, σε αντίθεση με κάποιους άλλους που ανάγκαζαν τότε τα παιδιά τους να κάνουν βοηθητικές δουλειές.
Ήταν πράγματι δύσκολα χρόνια, δεν βρήκαν τότε οι Έλληνες του Πόντου την υποστήριξη που έπρεπε από την πολιτεία, όμως εμείς οι Πόντιοι έχουμε μάθει να προχωράμε πάντα μπροστά, να ξεπερνάμε τα εμπόδια, να προοδεύουμε».
Οι μεγάλες στιγμές
Ο Μπάμπης Χολίδης εντάχθηκε σε ηλικία 12 ετών, το 1968, στον Άτλαντα Καλλιθέα και ο πατριάρχης της ελεύθερης πάλης Παράσχος Κοτίδης-Μπόρας ανέλαβε να του μάθει τα «μυστικά» της.
«Αμέσως με ξεχώρισε και όταν έκρινε πως ήμουν έτοιμος με έριξε στους αγώνες. Ο Παράσχος Κοτίδης-Μπόρας πίστεψε σε μένα και σ’ αυτόν οφείλω πολλά», τόνιζε.
Ο Μπάμπης Χολίδης, κάτοικος Αχαρνών από το 1979, αναδείχθηκε δύο φορές πρώτος σε Πανελλήνιο Πρωτάθλημα (1971, 1972) και σε Μεσογειακούς Αγώνες (1975, 1979), κατέλαβε ασημένια (1983 Βουδαπέστη, 1986 Αθήνα) και χάλκινο (1976 Λένινγκραντ) σε Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.
To 1978 πέρασε στον λαιμό του το χάλκινο μετάλλιο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στο Μεξικό (κατηγορία 52κ. στην ελληνορωμαϊκή).
Ομοίως και το 1986, αυτή τη φορά στη Βουδαπέστη, στην κατηγορία των 57κ. πια, λίγες ημέρες μετά τα 30ά του γενέθλια.
Βέβαια, οι σημαντικότερες διακρίσεις της καριέρας του ήταν τα χάλκινα μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες (1984) και της Σεούλ (1988).
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984, άρχισε με τρεις νίκες κι ένα μπάι, προτού αντιμετωπίσει τον Μασάκι Έτο.
Ο Μπάμπης Χολίδης είχε δώσει έναν δύσκολο αγώνα με τον Μπένι Λιούνγκμπεκ, ενώ ο Ιάπωνας είχε περάσει άνευ αγώνα στα ημιτελικά.
Εντούτοις, προηγήθηκε 6-0 και έδειχνε πανέτοιμος για τον μεγάλο τελικό, όμως η κόπωση επέτρεψε στον Έτο να αντιδράσει και με το τελικό 6-6 να προκριθεί (σ.σ. είχε πάρει τελευταίος καλύτερα σημεία).
Στον αγώνα για την 3η θέση του βάθρου, ο Έλληνας πρωταθλητής νίκησε τον Νικουλάε Ζαμφίρ με 2-1 στα σημεία και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.
Η σχετική του δήλωση: «Πήγα στο Λος Άντζελες πολύ καλά προπονημένος και έτσι θεωρούσα τον εαυτό μου ικανό για το χρυσό μετάλλιο. Το έχασα σε ένα άτυχο για μένα παιχνίδι που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω. Δεν υπήρχε περίπτωση ήττας αν δεν είχα παίξει μισή ώρα νωρίτερα.
Στον μικρό τελικό, ο Ζαμφίρ ήταν σπουδαίος παλαιστής και το ματς ήταν αληθινό ντέρμπι. Ήμουν όμως αποφασισμένος να μην χάσω το χάλκινο μετάλλιο. Μάτωσα, κουράστηκα, χτύπησα αλλά το πήρα. Είχα γίνει καλόγερος στη ζωή μου γι’ αυτό το μετάλλιο, έλειπε τότε από τη συλλογή μου».
Περίπου έναν χρόνο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, ο Μπάμπης Χολίδης υποβλήθηκε σε επέμβαση στο γόνατο και εν συνεχεία το πόδι του μάζευε υγρό.
«Πήγα στη Σεούλ με ένα πόδι στη κυριολεξία. Ποτέ δεν έβγαλα ολόκληρη προπόνηση με δύο πόδια, πάντα στηριζόμουνα στο ένα, το γερό. Οι φυσιοθεραπευτές Δημήτρης Μιμίκος και Νίκος Παπαγεωργίου με βοήθησαν τρομερά, αυτοί με έστειλαν στην Νότιο Κορέα», είχε πει.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, ο Έλληνας πρωταθλητής λύγισε κατά σειρά τους Αλεξάντερ Τσεστακόφ, Μπένι Λιούνγκμπεκ και Άντονι Αμάντο.
Ο Στόγιαν Μπάλοφ φάνταζε αουτσάιντερ στα ημιτελικά, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που ο Μπάμπης Χολίδης είχε περάσει με μπάι, όμως το πρόβλημα και η κόπωση τον λύγισαν.
Στη μάχη για το χάλκινο μετάλλιο, ο πεισματάρης Πόντιος επιβλήθηκε του Γιανγκ Τσανγκλίνγκ και διατηρήθηκε στην 3η θέση των 57κ. των Ολυμπιακών Αγώνων.
«Ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια»
Ιδού τι είχε πει στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Η Ελπίδα» για τις συγκεκριμένες διακρίσεις:
«Μεγάλες χαρές μου έδωσαν αυτές οι δύο επιτυχίες. Τότε υπήρχαν μεγάλοι αθλητές και ειδικότερα από τα ανατολικά κράτη. Φάνταζε άπιαστο όνειρο τότε να κερδίσει Έλληνας παλαιστής χρυσό μετάλλιο από Ούγγρους, Πολωνούς, Ρώσους.
Κάτω από τις οδηγίες και την προπόνηση του Γιώργου Πετμεζά βγήκαν μεγάλοι Έλληνες αθλητές που θάμπωσαν τον κόσμο, όπως ο Γαλακτόπουλος, ο Μυγιάκης κι άλλοι.
Περπατάγαμε τότε στην κυριολεξία ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια, όπως λέει κι ο λαός μας, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες εκείνης της εποχής, τα παιδιά της πάλης έκαναν περήφανους την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Επίσης μεγάλη συγκίνηση ένιωσα όταν το 1988, η Ολυμπιακή Επιτροπή της χώρας μας μου ανέθεσε να είμαι ο σημαιοφόρος της αποστολής. Ένιωθα τέτοια υπερηφάνεια, που είχα την υποχρέωση να κρατώ την ελληνική σημαία με τεντωμένο το χέρι και όχι στη θήκη. Το μεγαλείο που ένιωσα τότε που ήμουν σημαιοφόρος, δεν το ένιωσα άλλη φορά.
Δυσάρεστο γεγονός για μένα ήταν στην Ολυμπιάδα της Μόσχας το 1980 που ενώ ήμουν το φαβορί, λόγω συγκυριών, έμεινα έξω από τα μετάλλια».
«Η Ολυμπιάδα που καμία άλλη χώρα δεν θα μπορέσει να επαναλάβει»
O Μπάμπης Χολίδης, μετά από τόσες διακρίσεις και 4 συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες, διετέλεσε προπονητής της Εθνικής Ανδρών μαζί με τον Δημήτρη Θανόπουλο και τον Αριστείδη Γρηγοράκη, κατά τη διετία 1998-2000.
Είχε αρχίσει την προπονητική του καριέρα το 1988 στον Άτλαντα Καλλιθέας, το 1990 θήτευσε στην Εθνική ομάδα Παίδων, ενώ το 1996 οδήγησε τον Γιώργο Ποζίδη στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα.
Έπειτα από απόφαση του δήμου Αχαρνών και της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού), το κλειστό γυμναστήριο της περιοχής έλαβε το όνομά του.
Στη συγκεκριμένη συνέντευξη, μεταξύ άλλων, ο Μπάμπης Χολίδης αναφέρθηκε στους επικείμενους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και το «Σπίτι της Πάλης», ενώ συνέκρινε τις Αχαρνές με τα γειτονικά Άνω Λιόσια.
«Τα Άνω Λιόσια από το πουθενά κάνουν πρωταθλητισμό σε μεγάλες κατηγορίες κι αυτό φανερώνει πως στον γειτονικό δήμο γίνεται σοβαρή δουλειά από έναν αξιόλογο δήμαρχο, τον Νίκο Παπαδήμα, κι ένα πολύ καλό επιτελείο. Στην πόλη μας, την πόλη των Ολυμπιονικών και τον Παγκοσμίων Πρωταθλητών, δεν έχουμε καταφέρει να οδηγήσουμε ομάδες κι αθλητές ψηλότερα», έλεγε με παράπονο.
Αναφερόμενος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο Μπάμπης Χολίδης τόνιζε: «Αν η Ολυμπιάδα της Μόσχας είχε χαρακτηριστεί η πιο ανθρώπινη, η δική μας πρέπει να είναι η Ολυμπιάδα που καμία άλλη χώρα δεν θα μπορέσει να επαναλάβει. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι αγώνες των Ελλήνων και θα ήταν καλό να χορέψουν στην τελετή έναρξης τον πυρρίχιο, τον αρχαιότερο ελληνικό χορό».
Όταν έγινε η συνέντευξη ζούσε επί της οδού Ολυμπιονίκη Χολίδη, κοντά στους γονείς του και τα αδέρφια του Μαρία, Δέσποινα και Χρήστο, μαζί με τη σύζυγό του Βιολέτα και τα παιδιά τους, τον Δημήτρη και την Ελένη.