Mundobasket: Επτά ξεχωριστές μορφές

Από την ιστορία των Mundobasket (όπως τ’ αποκαλούσαμε στην αρχική μορφή τους), οι νεότεροι έχουν να θυμούνται, πέρα φυσικά από τους Έλληνες και τους Αμερικανούς του ΝΒΑ, τον Ντιρκ Νοβίτσκι, τον Μανού Τζινόμπιλι, τον Πάου Γκασόλ και τον Ντέγιαν Μποντιρόγκα.

Υπήρξαν ωστόσο ορισμένοι παίκτες που δεν θα φύγουν ποτέ από την ανάμνηση των παλιότερων. Εκείνων που από τη 10ετία των 80s ταυτίστηκαν με το μπάσκετ και δεν έχασαν διοργάνωση για διοργάνωση.

Στο Sport-Retro.gr διαλέξαμε 7 αγαπημένους (γούστα είναι αυτά), είναι σίγουρα πολλοί περισσότεροι και διαφορετικοί για τον καθέναν. Όλοι τους είναι από ομάδες που συμμετέχουν στο Παγκόσμιο της Κίνας.

***

Χοσέ Πικουλίν Ορτίθ

Η μακράν πιο εμβληματική φιγούρα του πορτορικάνικου μπάσκετ, ασχέτως αν μάθαμε και προφέρεται λανθασμένα το όνομά του. Διεθνής πριν συμπληρώσει 19 χρόνια ζωής, εμφανίστηκε στο πρώτο μεγάλο τουρνουά (Παναμερικανικοί Αγώνες) το καλοκαίρι του 1983. Μέχρι που το 2004, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, που έπαψε να είναι στέλεχος του εθνικού συγκροτήματος μέτρησε μια 20ετία συνεπέστατης προσφοράς.

Σε Παγκόσμιο πρωτόπαιξε το 1990 στην Αργεντινή. Το Πουέρτο Ρίκο τερμάτισε τέταρτο, την καλύτερη θέση που κατέκτησε ποτέ, και ο Ορτίθ ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του με 18.4 πόντους ανά ματς. Όπως επίσης στην Αθήνα το ’98, αλλά και πρώτος ριμπάουντερ της διοργάνωσης! Αγωνίστηκε επίσης στο Τορόντο το 1994 και την Ινδιανάπολη το 2002, παραδίδοντας έκτοτε τη σκυτάλη στους νεότερους.

 

Οσκάρ Σμιντ

Δεν θα συναντήσεις άλλον σκόρερ σαν τον θρυλικό Βραζιλιάνο στην ιστορία των Παγκοσμίων Πρωταθλημάτων. Σήμερα είναι 61 ετών, αλλά ουδείς τον έχει ξεπεράσει, ούτε πρόκειται με τον τρόπο που παίζεται το μπάσκετ. Το 1978 στη Μανίλα των Φιλιππίνων οι «καριόκας» κατακτούσαν το χάλκινο μετάλλιο, το τελευταίο τους σε Παγκόσμιο, και ο 20χρονος τότε πρωτοεμφανιζόμενος φόργουορντ έκανε την αρχή με 17.7 πόντους σε 9 συμμετοχές.

Ελλάδα-Βραζιλία: Η πρώτη μονομαχία

Το 1982 στη διοργάνωση της Κολομβίας είχε 21 και στην Ισπανία το 1986 σκόραρε 28.1, πίσω μόνο από τον Νίκο Γκάλη των 33.7. Το μακράν καλύτερο τουρνουά του ήταν στην Αργεντινή το 1990 με 34.6 πόντους ανά συμμετοχή, έχοντας ζαλίσει τη στατιστική με τους 52 απέναντι στους Αυστραλούς στον αγώνα κατάταξης για το 5-8. Ήταν το τελευταίο του Παγκόσμιο, προτού αφήσει οριστικά τη φανέλα με το 14 στην Ατλάντα το 1996. Ταυτόχρονα με τον, κατά 11 μήνες νεότερό του, Παναγιώτη Γιαννάκη.

 

Βαλντεμάρας Χομίτσιους

Στα 60 του πλέον έχει αρνηθεί το συμβολικό μουστάκι (και ολίγων από μούσι) των 80s. Εκείνο που οι πρώην Σοβιετικοί (και όχι μόνο) φυλούσαν ως κόρη οφθαλμού και συντρόφευσε το μεγαλύτερο κομμάτι της καριέρας τους. Λιθουανός στην καταγωγή ο γκαρντ από το Κάουνας, ήταν ένας ψηλός οργανωτής για την εποχή του και πολύ εγκεφαλικός, ξεχωρίζοντας για το μυαλωμένο παιχνίδι του.

Προφανώς ως ο βασικός άσος της πανίσχυρης Ζαλγκίρις ήταν όχι μόνο στέλεχος της εθνικής της ΕΣΣΔ, αλλά και ο δεύτερος σκόρερ της στο χρυσό του Παγκοσμίου στην Κολομβία το 1982 (15.2 πόντοι). Με τους Ισπανούς μάλιστα, στο ματς που έκρινε την πρόκριση στον τελικό έκανε ρεκόρ τουρνουά με 26!

Παρών επίσης το 1986, και σε μια από τις μεγαλύτερες ανατροπές της ιστορίας. Με την εθνική Λιθουανίας δεν πρόλαβε Παγκόσμιο, το χάλκινο ωστόσο στους Ολυμπιακούς του 1992 και το αργυρό στο Eurobasket του 1995 στην Αθήνα, βετεράνος πλέον, ήταν το φινάλε που ήθελε για μια τέτοια καριέρα.

Ρούμπεν Βολκοβίσκι

Δεν είναι όσο προβεβλημμένος όσο άλλοι της χρυσής γενιάς των Αργεντινών. Ούτε τον χαρακτήρα του Σκονοκίνι είχε, μηδέ την κλάση του Τζινόμπιλι φυσικά. Μα ήταν πάντα μια σεβάσμια προσωπικότητα στ’ αποδυτήρια, ο πιο παλιός των νέων, μια «ιερή αγελάδα» που δεν έλειπε από τα Παγκόσμια προτού εμφανιστούν, πλην μονάχα του Μαρσέλο Νικόλα.

Γεννηθείς τον Σεπτέμβρη του ’73, ο κοκκινομάλης της παρέας ήταν παρών σε καθένα από τα ραντεβού που είχε η «αλμπισελέστε» από το 1994 στον Καναδά ως το 2006 στην Ιαπωνία. Πάντα εκεί, πιστός στρατιώτης σε μια φρουρά πολεμιστών. Είτε έπαιζε πολύ είτε λιγότερο, ακολουθούσε πάντα την κατεύθυνση που απαιτούσαν οι συνθήκες. Το καλύτερο τουρνουά του ήταν το 2002 στην Ινδιανάπολη με 8.4 πόντους και 4.4 ριμπάουντ ανά συμμετοχή.

Στον τελικό με τους Γιούγκους ήταν υπέροχος, ασχέτως της ήττας, μετρώντας 11 πόντους και 6 ριμπάουντ, απέναντι σε Ντίβατς, Τομάσεβιτς και Ντρόμπνιακ. Κρέμασε στο στήθος του το αργυρό μετάλλιο, πριν από το χρυσό στους Ολυμπιακούς της Αθήνας.

 

Άντριου Γκέιζ

Το σουλούπι του δεν πρόδιδε την αξία του. Έμοιαζε βαρύς, αλλά ήταν ευέλικτος. Έμοιαζε αργός, μα ήταν ευκίνητος. Γκριζαρισμένο τον θυμάσαι στην Ελλάδα, μα υπήρξε και 21 ετών με πιο σκούρο μαλλί, όταν στο Παγκόσμιο της Ισπανίας το 1986 συνέχισε ό,τι είχε αρχίσει προ δυο ετών στο ολυμπιακό τουρνουά του Λος Άντζελες.

Η Εθνική των Παγκοσμίων: 33 χρόνια στο κυνήγι του χρυσού

Ο δίμετρος φόργουορντ που πέρασε από της Πάτρας τα μέρη και άφησε πολλούς με το στόμα ανοικτό, ήταν ο δεύτερος σκόρερ των Αυστραλών, προτού το 1990 στην Αργεντινή πάρει τη σκυτάλη από τον Μπρόνερ και τελειώσει το τουρνουά με 24.3 πόντους.

Στον Καναδά τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν αυτός που με 23.9 πόντους (αρχισκόρερ του τουρνουά) οδήγησε τους «μπούμερς» ως την 5η θέση με πέντε νίκες σε οκτώ αγώνες και το ’98 στην Αθήνα έριξε αυλαία στα 33 του, με 16.9, πίσω από τον έτερο «Έλληνα» Σέιν Χιλ.

 

Ζαν Ζακ Κονσεϊσάο

Η Αγκόλα είναι η πιο παραδοσιακή δύναμη του αφρικανικού μπάσκετ τα τελευταία 35 χρόνια και ο γεννημένος στην Κινσάσα φόργουορντ, του οποίου ο γιος αγωνίζεται στο εν εξελίξει Παγκόσμιο Κύπελλο της Κίνας, ο πλέον αναγνωρίσιμος εξ όλων. Ειδάλλως δεν θα ‘χε γίνει μέλος του Hall of Fame της FIBA. Είκοσι δύο ετών είχε δηλωθεί πως ήταν το καλοκαίρι του 1986 στην Ισπανία, όταν αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της ομάδας του με 17.3 πόντους και σχεδόν 80% ευστοχία στα εντός πεδιάς σουτ.

Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ

Ακόμη παραγωγικότερος ήταν 4 χρόνια μετά, στην Αργεντινή. Τότε που η Αγκόλα βελτίωσε τη θέση της και ο ίδιος τις επιδόσεις του. Φτάνοντας τους 18 πόντους ανά ματς, σκοράροντας μάλιστα 28 στην οριακή ήττα από τον Καναδά στους αγώνες κατάταξης. Ήταν ήδη παίκτης της πορτογαλικής Μπενφίκα τότε, έχοντας ανοίξει τους ορίζοντές του. Αντιθέτως το ’94 στον Καναδά δεν είχε κάνει καλό τουρνουά και οι μόλις 7.8 πόντοι του συμπαρέσυραν όλο το σύνολο, με συνέπεια την τελευταία θέση.

 

Αντονέλο Ρίβα

Αν η Ιταλία κατάφερνε μεταξύ των 80s και των 90s να λογίζεται ακόμη ως ένας ισχυρός πόλος του παγκόσμιου μπάσκετ, το όφειλε στον Λομβαρδό σουτέρ. Για την ακρίβεια σούπερ σουτέρ, ο οποίος δεν χαρίστηκε ποτέ και σε κανέναν. Θα ήταν το 1982 στην Κολομβία, σε περίπτωση που δεν είχαν συμμετάσχει μόνο τέσσερις ευρωπαϊκές εθνικές (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία, Ισπανία, Τσεχοσλοβακία), έδωσε όμως κανονικά το «παρών» τόσο το 1986 στην Ισπανία όσο και το 1990 στην Αργεντινή.

Η Ιταλία είχε πάντα παικταράδες

Στην πρώτη διοργάνωση, ως συμπαίκτης του νυν ομοσπονδιακού Μέο Σακέτι, είχε 19.3 πόντους, μετρώντας μάλιστα 39 απέναντι στο Ισραήλ, και οδήγησε τους «ατζούρι» ως την 6η θέση, ενώ στη δεύτερη ήταν ο μοναδικός που απείλησε την πρωτοκαθεδρία του Σμιντ σε πόντους.

Η Ιταλία έχασε μόνο ένα ματς, από τη Βραζιλία, αλλά αυτή η ήττα κατέστρεψε όλο το τουρνουά, αφού την έστειλε να παλέψει για την 9η θέση, την οποία και κατέκτησε με νίκη επί των Ισπανών. Ο Ρίβα δεν σκόραρε ποτέ λιγότερους από 16, φτάνοντας ακόμη και τους 41, και ολοκλήρωσε το τουρνουά με 30.3!

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!