Πάνε 31 χρόνια απ’ όταν οι μη γηγενείς μπήκαν στη ζωή της εγχώριας μπασκετικής πραγματικότητας. Το Sport-Retro.gr κάνει την αναδρομή σ’ εκείνο το καλοκαίρι του 1988 που η ΕΟΚ άνοιξε τις πόρτες και η κορυφαία κατηγορία της χώρας απέκτησε διαφορετική δυναμική.
***
Τέτοια εποχή πέρυσι αναλύαμε τον τρόπο σύστασης του πρώτου επαγγελματικού πρωταθλήματος μπάσκετ στην Ελλάδα.
Πώς οι ισχυροί παράγοντες της εποχής συνασπίστηκαν και συμμάχησαν -πάντα στο μέτρο που επέτρεπε η δυνατή προσωπικότητα του καθενός- για ν’ απεγκλωβιστούν από τα πλοκάμια της ΕΟΚ και μέσω της ΕΣΑΚ τότε να παράξουν, να λανσάρουν και να εκμεταλλευτούν ένα δικό τους προϊόν.
Οι αλλοδαποί παίκτες είχαν ήδη εισβάλει στην καθημερινότητα των ομάδων έχοντας κερδίσει το χώρο τους στα ρόστερ.
Είτε αρχικά στην Ευρώπη, από τα 70s κιόλας, προκειμένου να ενισχύεται η προσπάθεια διάκρισης στις διεθνείς διοργανώσεις, είτε μετά την απόφαση της Ομοσπονδίας να ενδώσει στις πιέσεις να άρει την απαγόρευση.
Το καλοκαίρι του 1988, ένα χρόνο μετά την έκρηξη που έφερε η κατάκτηση του Eurobasket από την Εθνική και λίγους μήνες αφότου ο παντοδύναμος Άρης των Γκάλη-Γιαννάκη έφτασε ως τη Γάνδη και συμμετείχε ως πρωτάρης στη νέα τελική μορφή του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, κάθε ομάδα αποκτά το δικαίωμα να εντάξει ξένο (Αμερικανό ή μη) στο ρόστερ της.
Το πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής διεξήχθη εκείνη τη χρονιά με 10 ομάδες (ήταν η τελευταία φορά πριν από τη μετάβαση στις 12 και κατόπιν στις 14), αλλά οι πρώτοι ξένοι ήταν 9.
Ο νεοφώτιστος Φίλιππος Θεσσαλονίκης είχε επιλέξει να πορευτεί με αυτούσιο ελληνικό κορμό και στο φινάλε υποβιβάστηκε με μόλις τρεις νίκες στα 18 παιχνίδια της κανονικής περιόδου. Κάθε άλλη από τις 9 υπόλοιπες έψαξε να βρει εκείνον που θα κάνει τη διαφορά.
Ελληνικό πρωτάθλημα: Αμερικανοί που δεν ήξερες και λάτρεψες
Ας τους θυμηθούμε έναν-έναν:
Ο Άρης, πρωταθλητής και αδιαφιλονίκητο φαβορί για άλλον έναν τίτλο, δήλωσε τον Γκρεγκ Γουίλτζερ.
Ο Καναδός σέντερ δούλευε ήδη για ένα χρόνο υπό τον Γιάννη Ιωαννίδη και η ένταξή του στο εγχώριο ρόστερ ήταν μάλλον η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων.
Ούτως ή άλλως με καλυμμένη την περιφέρεια η ανάγκη των «κιτρίνων» αφορούσε στη φροντ λάιν.
Ο 28χρονος σέντερ είχε τρομερή έφεση στο ριμπάουντ και ήταν πολύ καλός αμυντικός, χωρίς να σημαίνει πως δεν ήταν αποδοτικός στην επίθεση παρά την αστοχία στις βολές, με αποτέλεσμα να κερδίσει άνετα τη μάχη από τους έτερους υποψηφίους της θέσης.Τελείωσε τη σεζόν με 13 ριμπάουντ ανά αγώνα και φυσικά έφυγε πρωταθλητής Ελλάδας.
Ο συντοπίτης και βασικός ανταγωνιστής ΠΑΟΚ ανακάλυψε και έφερε τον Μάικ Τζόουνς. Μόλις 21 ετών τότε ο Αμερικανός φόργουορντ, αποτελούσε την ελπίδα του «δικεφάλου» για την πτώση του μεγάλου αντιπάλου από τον θρόνο του.
Η αρχή έγινε με τη νίκη στο πρωτάθλημα και τη διακοπή του αήττητου σερί των 80 αγώνων που κρατούσε από το 1985, καθώς στο πρώτο ντέρμπι της σεζόν επιβλήθηκε 81-78. Με το σουτ που έκρινε το αποτέλεσμα να φεύγει από το χέρι του Τζόουνς.
Το «μωρό του ελαφιού» ήταν ένας απολαυστικός να τον βλέπεις παίκτη και ταυτόχρονα ιδανικός για όσα ήθελε ένας προπονητής. Ο ΠΑΟΚ δεν κατόρθωσε να τον κρατήσει την επόμενη σεζόν και κατέληξε στον Άρη!
Η απάντηση του Παναθηναϊκού ήταν ένας άλλος Τζόουνς, ο γερόλυκος Έντγκαρ. Στα 32 του ο εντυπωσιακός Αμερικανός ψηλός, ένας σύγχρονος φόργουορντ-σέντερ για τα ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής, ήρθε στο κλειστό της Λεωφόρου με παρακαταθήκη τους περισσότερους από 3.000 πόντους που είχε στο ΝΒΑ από τέσσερις διαφορετικές ομάδες.
Λέγεται πως ο Μιχάλης Κυρίτσης τού είχε ζητήσει να μην σουτάρει τρίποντα για να διεκδικεί τα ριμπάουντ από τα χαμένα σουτ των άλλων. Η απάντησή του ήταν πως δεν θα χρειαστεί, γιατί τα δικά του σουτ θα είναι πάντα εύστοχα. Όπως και συνέβη, με 506 πόντους στα 21 παιχνίδια της πρώτης σεζόν του. Έμεινε άλλη μία, προτού επιστρέψει αργότερα για ν’ αγωνιστεί, στα βαθιά μπασκετικά γεράματα πλέον, στον Άρη.
Η ψαγμένη επιλογή του Πανιωνίου ήταν ένας πρωταθλητής του ΝΒΑ, μέλος του show time και της μαγείας των Λέικερς. Ο 33χρονος Μαρκ Λάντσμπεργκερ δεν ήταν γνωστός στο ελληνικό κοινό, αλλά αποδείχθηκε παίκτης που βόλευε πλήρως το παιχνίδι του Βλάντο Τζούροβιτς.
Ένας ψηλός με ικανότητα να παίζει είτε με πρόσωπο είτε με πλάτη, μια στιβαρή οντότητα στη ρακέτα που τελείωσε τη σεζόν στη Νέα Σμύρνη με 18.6 πόντους και κυρίως 17.8 ριμπάουντ ανά συμμετοχή, χωρίς να εμποδίζει την εξέλιξη του Φάνη Χριστοδούλου.
Κατέχει ένα μοναδικό στα χρονικά προσωπικό επίτευγμα, έχοντας αναδειχθεί κορυφαίος ριμπάουντερ σε Ιταλία και Ελλάδα! Σε ματς με τον Ολυμπιακό μάζεψε 31!
Τον Ηρακλή η πρώτη χρονιά των ξένων τον βρήκε με τον Ντέιβιντ Ίνγκραμ (Έικραμ ή Άνκρουμ) στο ρόστερ του. Έναν άσημο 30χρονο αριστερόχειρα σούτινγκ γκαρντ/φόργουορντ, ο οποίος ήταν μια καλαθομηχανή παραγωγής πόντων.
Στα ντουζένια του Νίκου Γκάλη ήταν ο μοναδικός που μπορούσε ν’ απειλήσει τις επιδόσεις του στο σκοράρισμα, στέλνοντας με τέχνη την μπάλα στο καλάθι. Ένας αρτίστας που εξέθετε καθέναν εξ όσων πάλευαν να τον μαρκάρουν.
Σε αγώνα με το Περιστέρι πέτυχε 60 παρά ένα πόντους, χαζεύοντας το κοινό που τον παρακολουθούσε είτε από την κερκίδα είτε από την τηλεόραση. Το Ιβανώφειο δεν έχει δει άλλον τέτοιο σκόρερ, παρόλο που πέρασαν Μπαρτ, Μπέρι, Τζόνσον και Ντίνκινς. Στην πρώτη σεζόν του είχε κατά μέσο όρο 31.1 πόντους.
Ο Ηρακλής που δεν έχανε, αλλά δεν πήρε ό,τι άξιζε
Ως πρόεδρος της ΑΕΚ ο μακαρίτης Μάκης Ψωμιάδης θα ήταν αδύνατο να μείνει έξω από τοn χορό. Όταν με 300.000 δολάρια έφερε τον Ντάνι Βρέινς στο «Γ. Μόσχος», ήταν το υψηλότερο ντραφτ του ΝΒΑ που είχε διαβεί τον Ατλαντικό Ωκεανό για να παίξει σε ευρωπαϊκή ομάδα.
Η ΑΕΚ θα ήταν διαφορετική ομάδα, αν είχε παίξει σε περισσότερα από 10 παιχνίδια. Ο ίδιος έχει διηγηθεί σε Αμερικανούς πως στην Αθήνα έζησε τη χειρότερη εμπειρία της ζωής του. Μια εμπειρία γεμάτη οφειλές, απειλές, κυνηγητό και δωροδοκίες. Κατά τον ίδιο, ο τότε επικεφαλής του τμήματος μπάσκετ, που δεν τον είχε πληρώσει, κακοποίησε φίλο του για εκφοβισμό.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Βρέινς φυγάδευσε την οικογένειά του και κατόπιν ζήτησε άσυλο στην αμερικανική πρεσβεία γιατί θεωρούσε ότι κινδυνεύει η ζωή του. Προφανώς δεν φόρεσε άλλη φορά τα κιτρινόμαυρα της «Ένωσης».
Από… πάντα ο Απόλλων Πάτρας έβρισκε Αμερικανούς που ξεχώριζαν. Ο Μαρκ Πετγουεϊ ήταν μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Κατά τύχη βρέθηκε στην Πάτρα, διότι είχε έρθει ως έμψυχο αντάλλαγμα της συμφωνίας με τον ΠΑΟΚ για τη μεταγραφή του ομογενούς Μπιλ Μέλις και στο τέλος βρέθηκε με μια σφαίρα στο κεφάλι, εκτελεσμένος από χέρι αγνώστου σε συμπλοκή συμμοριών.
Ούτως ή άλλως ο 25χρονος φόργουορντ ήταν ατίθασος ως χαρακτήρας, ένα ηφαίστειο εκρηκτικών συναισθημάτων και αντιδράσεων. Την ίδια στιγμή που έδειχνε να κουμαντάρει τα πάθη του, παρασύροντας όλη την ομάδα του (27.2 πόντοι ανά ματς), την ίδια έχανε τον έλεγχο σκορπώντας τον τρόμο στο παρκέ με τις αλλεπάλληλες γροθιές του. Έχει χτυπήσει αντιπάλους, έχει επιτεθεί σε ολόκληρη ομάδα. Το τραγικό τέλος του σαν να ‘ταν προδιαγεγραμμένο. Σχεδόν μοιραίο.
Μέσα στην τρέλα των παραγόντων να πείσουν ονόματα της εποχής, ο Ολυμπιακός είχε τη δυνατότητα ν’ απλώσει τα πόδια του μέχρι τον Κάρι Σκάρι. Έναν Αμερικανό γκαρντ/φόργουορντ με θητεία στο ΝΒΑ (Τζαζ, Νικς), αλλά μπλεγμένο με ουσίες και παραβατική συμπεριφορά, ο οποίος έψαχνε έναν κόσμο να τον αντέχει.
Ήταν ένας πολυσύνθετος παίκτης, με ελατήρια στα πόδια και μπασκετική ευφυΐα να παίξει σε οποιαδήποτε θέση της 5άδας. Ταυτόχρονα όμως ένα ευάλωτο μυαλό που παρασυρόταν από την ανάγκη να ζει σ’ ένα παράλληλο κόσμο, μέσα σ’ ένα δικό του θολό περιβάλλον.
Έφτασε σε σημείο ν’ απειλεί τον κόουτς Γιατζόγλου με ψαλίδι και να καταλήξει στο τμήμα για εξηγήσεις. Αυτοκαταστροφικός όσο λίγοι. Στους 19 αγώνες σκόραρε 400 στρογγυλούς πόντους.
Ο Σπόρτιγκ ήταν η μόνη ομάδα του πρωταθλήματος που δεν πήγε σε Αμερικανό, διάλεξε Ευρωπαίο για την ενίσχυση της ρακέτας.
Ο Ίλια Εφθίμοφ από τη Βουλγαρία εντάχθηκε στην ομάδα των Πατησίων και παρά το γεγονός πως έμενε σ’ ένα νοικιασμένο ημιυπόγειο της περιοχής τίμησε μέχρι τελευταία δραχμή το συμβόλαιό του.
Στα 33 του ήταν ένας ψηλός παλιάς κοπής, αλλά πολύ ικανός κοντά στο καλάθι. Τέλειωσε τη σεζόν με 20 πόντους ανά ματς και βοήθησε μια νεοφώτιστη ομάδα να κερδίσει την παραμονή της στην κατηγορία.