ΑΕΚ και Άρης κοντράρονται το απόγευμα της Κυριακής (24/11/2019) στον αγωνιστικό χώρο του ΟΑΚΑ.
Οι δύο ομάδες έχουν πολλές διαφορές από παλαιοτάτων χρόνων, ωστόσο πέρα από τα κοινά χρώματα, υπάρχουν και αρκετά πρόσωπα που τους ενώνουν.
Ο Νίκος Χρηστίδης, ένας από τους καλύτερους Έλληνες τερματοφύλακες όλων των εποχών, τίμησε με την παρουσία του τους δύο μεγάλους «κιτρινόμαυρους» του εγχώριου ποδοσφαίρου.
Μέσω του Ιωακείμ Αραμπατζή, ο βετεράνος άσος μίλησε στο Sport-Retro.gr για το παρελθόν του στις δύο ομάδες και αναφέρθηκε στα πάντα γύρω από την καριέρα του.
Η συνέντευξη πήρε σύντομα χαρακτήρα αφήγησης, με το ήθος που τον διέκρινε από τα χρόνια της καριέρας του και με αρκετή ειλικρίνεια.
***
Ο ΠΑΟΚ και η τρύπα στα παπούτσια
Κατά γενική ομολογία αποτελείτε μέχρι και σήμερα τον καλύτερο τερματοφύλακα που πέρασε από τις τάξεις του Άρη. Πότε γίνατε μέλος του συλλόγου;
«Στον Άρη εντάχθηκα σε ηλικία 12 ετών το καλοκαίρι του 1956. Μεγάλωσα στο Φάληρο, την περιοχή όπου τότε στεγάζονταν πολύ κοντά όλα τα τμήματα του Άρη. Επίσης, στην οικογένεια μου όλοι ήταν φίλοι της ομάδας. Φυσικά έτσι ακολούθησα κι εγώ.
Η ιστορία, ωστόσο, θα μπορούσε να γραφτεί αλλιώς. Το 1955 ήταν προπονητής στον ΠΑΟΚ ο ‘Βίλι’ (σ.σ. ο Βίλχελμ Σέφτσικ από την Αυστρία), ο οποίος ήταν πολύ γνωστός εκείνη την εποχή και ειδικευόταν στην ανάπτυξη του ταλέντου. Ο ‘Βίλι’ για εμάς τους πιτσιρικάδες ήταν θρύλος.
Είχα έναν δάσκαλο ΠΑΟΚτσή, ο οποίος έζησε στη Γερμανία και γνώριζε τη γλώσσα. Με πλησίασε κάποια στιγμή και μου πρότεινε να πάω στον ΠΑΟΚ. Στην αρχή είχα αρνηθεί, αλλά όταν έμαθα για το έντονο ενδιαφέρον του Αυστριακού προς το πρόσωπό μου ένιωσα δέος. Δεν μπορούσα να το αγνοήσω αυτό.
Πήγα την επόμενη ημέρα με τον πατέρα μου σε μια προπόνηση του ΠΑΟΚ. Ο ‘Βίλι’ με έβαλε στην εστία, μου έκανε επί 2 λεπτά συνεχόμενα σουτ και έμεινε εντυπωσιασμένος. Είχαν αποφασίσει, λοιπόν, από τον ΠΑΟΚ να μου εκδώσουν δελτίο για τα τσικό της ομάδας παρουσία του πατέρα μου, ωστόσο διάφοροι τυχαίοι λόγοι καθυστέρησαν την έκδοση του δελτίου.
Τότε έμαθα για το ενδιαφέρον του Κλεάνθη Βικελίδη, προκειμένου να ενταχθώ στον Άρη. Η απόφασή μου για να ενταχθώ στην ομάδα που υποστήριζα ήταν εύκολη για μένα. Όπως καταλαβαίνετε, αν και ήμουν φίλος του Άρη από μικρός, ήταν καθαρά θέμα συγκυριών ότι βρέθηκα εκεί.
Μάλιστα, κάποιοι παίκτες σύμβολα των μεγάλων ομάδων στην παιδική τους ηλικία ήταν οπαδοί συλλόγων που θεωρούνται «αιώνιοι αντίπαλοι».
Ο Άρης είχε μια ομάδα με παράδοση στους σπουδαίους τερματοφύλακες. Πριν από εσάς βρισκόταν στους Θεσσαλονικείς ο Βαγγέλης Πετράκης, με επίσης μεγάλη καριέρα στην ΑΕΚ, ενώ παλιότερα αγωνίστηκε στον Άρη ο μυθικός Κώστας Βελλιάδης. Πώς αποφασίσατε να γίνετε τερματοφύλακας και πόσο βαρύ ήταν το φορτίο που κουβαλούσατε;
«Για το πώς έγινα τερματοφύλακας θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω. Στο σχολείο είχαμε μία αυλή που στη μια πλευρά είχε δύο δέντρα. Αυτά αποτελούσαν τη μία εστία. Βάλαμε δύο πέτρες όπου αποτελούσαν τη δεύτερη εστία από την απέναντι πλευρά και συνηθίζαμε έτσι να παίζουμε ποδόσφαιρο.
Όλοι αλλάζαμε θέσεις κάθε φορά που παίζαμε και ένα απόγευμα που έτυχε να παίξω τερματοφύλακας έκανα κάποιες αποκρούσεις που εντυπωσίασαν τους πάντες.
Αμέσως όλοι δεν με ανακήρυξαν απλώς τερματοφύλακα της Ε’ Δημοτικού όπου πήγαινα τότε, αλλά τερματοφύλακα όλου του σχολείου. Σιγά-σιγά με τα τουρνουά που διοργανώναμε απέκτησα μία φήμη στην περιοχή.
Όταν πήγα στον Άρη συνάντησα τον Διονύση Καλτέκη, έναν εξαιρετικό άνθρωπο. Ο Καλτέκης μας έδινε τον ιματισμό των ομάδων των περασμένων ετών. Από τη φθορά τα παπούτσια μου είχαν μπροστά μία τρύπα, ενώ σε μέγεθος ήταν μεγαλύτερα από αυτά που φορούσα κανονικά.
Ωστόσο, το μόνο που με φόβιζε ήταν να μην μπει το δάχτυλό μου σε εκείνη την τρύπα και το σπάσω, καθώς αρχικά δεν προοριζόμουν για τερματοφύλακας.
Μια χρονιά ο Άρης δεν κέρδισε το δικαίωμα συμμετοχής στην τελική φάση του πρωταθλήματος (σ.σ. εξαιτίας του τρόπου διεξαγωγής των πρωταθλημάτων πριν από το 1959-60). Για να μην μείνει σε αδράνεια η ομάδα από τον Δεκέμβρη, έπαιζε φιλικά όπου συμμετείχαμε κυρίως οι πιτσιρικάδες.
Τότε ήταν που ο Κλεάνθης Βικελίδης, ο οποίος ήταν η ψυχή του Άρη και βρισκόταν πάντα κοντά στην ομάδα από οποιοδήποτε πόστο, αποφάσισε να με ορίσει τερματοφύλακα. Έτσι, λοιπόν, συνέχισα όλη μου την καριέρα.
Σε κάθε περίπτωση δεν ένιωσα κανένα βαρύ φορτίο. Κι αυτό διότι στον Άρη αφοσιώθηκα από την πρώτη στιγμή σε αυτό που αγαπούσα και δούλεψα πολύ σκληρά».
Το πούλμαν χάλασε, το ρολόι όχι…
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 ο Άρης αντιμετώπισε μερικές από τις σπουδαιότερες ομάδες της Ευρώπης στο πλαίσιο του τότε Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας;
«Στο Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων έπαιζε πάντα η ομάδα της Θεσσαλονίκης που τερμάτιζε υψηλότερα στην βαθμολογία. Την αρχή έκανε ο Ηρακλής με δύο παρουσίες (σ.σ. 1961-62, 1963-64) και τη σκυτάλη πήραμε εμείς το 1964-65.
Για όλους εμάς τους ποδοσφαιριστές ήταν σαν όνειρο να συμμετέχουμε σε διεθνείς αγώνες. Ο Άρης είχε τη δυνατότητα να επιλέξει την ομάδα που θα αντιμετώπιζε. Επειδή τότε το γήπεδο Χαριλάου ήταν αρκετά μικρότερο σε σχέση με σήμερα, οι αγώνες διεξάγονταν στο Καυτανζόγλειο, το οποίο χωρούσε πάνω από 40.000 θεατές.
Επιλέγαμε να αγωνιστούμε με ομάδες από προηγμένα ποδοσφαιρικά κράτη, προκειμένου να έχουμε σεβαστή προσέλευση κόσμου, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό να γίνει αν αγωνιζόμασταν με συλλόγους από μικρότερες ποδοσφαιρικά χώρες.
Η Ιταλία είχε τις καλύτερες ομάδες. Την πρώτη χρονιά καταφέραμε και φέραμε τη Ρόμα. Οι παράγοντες του Άρη κατόρθωναν να διοργανώνουν πάντα τον πρώτο αγώνα στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να μην υπάρξει η παγωμάρα μιας ενδεχόμενης βαριάς ήττας και, κατ’ επέκταση, το μικρό ενδιαφέρον για τον επαναληπτικό, σε περίπτωση που ο πρώτος αγώνας διεξαγόταν στο εξωτερικό.
Κατόπιν ήρθε η Κολωνία απέναντι στην οποία πετύχαμε και την πρώτη μας διεθνή νίκη. Θυμάμαι πολύ έντονα τη ρεβάνς με τους Γερμανούς. Ο επαναληπτικός ήταν προγραμματισμένος να διεξαχθεί ημέρα Τετάρτη. Ξεκίνησε η ομάδα του Άρη την προηγούμενη Πέμπτη στις 07:30 με πούλμαν. Είχαμε ζητήσει από το πρακτορείο να είναι οδηγός ο Κώστας, ένας φίλος μας.
Το πούλμαν, όμως, χάλασε και χρειάστηκε να πάρουμε το τρένο. Φτάσαμε στη Γερμανία την Τρίτη στις 08:00! Δεν κάναμε καμία προπόνηση πριν από τον αγώνα. Πάντως ήταν τόσο ευχάριστη η εκδρομή στο πλάι του Κλεάνθη Βικελίδη, που δεν νιώσαμε καταπονημένοι.
Ήταν αρκετά εντυπωσιακό το γεγονός πως οι παράγοντες της Κολωνίας δεν μας αντιμετώπισαν υποτιμητικά. Αντίθετα μόλις φτάσαμε στη Γερμανία μας υποδέχθηκαν αρκετοί δημοσιογράφοι και την επόμενη ημέρα οι τοπικές εφημερίδες διαφήμισαν τον αγώνα με λεζάντα «αξίζει να έρθετε αύριο για να παρακολουθήσετε αυτούς που ταλαιπωρήθηκαν να έρθουν μέχρι εδώ».
Αργότερα ήρθαν κατά σειρά η Γιουβέντους, η Χιμπέρνιαν από τη Μάλτα και η Ουίπεστ, η οποία ήταν και η καλύτερη ομάδα που αντιμετωπίσαμε εκείνα τα χρόνια. Σε αντίθεση με ότι γινόταν στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία το ποδόσφαιρο κινείτο ήδη σε επαγγελματικό πλαίσιο.
Στη Θεσσαλονίκη χάσαμε 2-1 από την Ουίπεστ στα τελευταία λεπτά και ταξιδέψαμε στη Βουδαπέστη για τον επαναληπτικό. Προπονητής στον Άρη και παράλληλα δημοσιογράφος ήταν ο Σεβεριάνο Κορέια, ο οποίος συμμετείχε στα πριμ.
Στη δεξίωση την ημέρα του αγώνα ο Νίκος Καμπάνης (σ.σ. τότε ήταν κυβερνητικός επίτροπος) ανέφερε στα μέλη της ομάδας: ‘Έχω μια εντολή από τον ΓΓΑ, τον Ασλανίδη, πως αν προκριθείτε θα πάρετε από 30.000 δραχμές ο καθένας’. Ο Κορέια τρελάθηκε!
Φτάσαμε στο γήπεδο 25 λεπτά πριν από την έναρξη του αγώνα. Την ώρα που εμείς μπαίναμε στον διάδρομο του γηπέδου βλέπαμε κάποιους ιδρωμένους να πηγαίνουν στα αποδυτήρια. Σκεφτήκαμε πως θα ήταν οι έφηβοι της Ουίπεστ. Κάναμε λάθος. Ήταν η ανδρική ομάδα της Ουίπεστ, η οποία τελείωνε το ζέσταμα την ώρα που εμείς μόλις φτάναμε στο γήπεδο. Παρ’ όλα αυτά ο Κορέια πίστευε ακόμη στην πρόκριση!
Ο αγώνας ήταν πολύ κακός για εμάς. Μόλις στο 18ο δευτερόλεπτο δεχθήκαμε γκολ. Στα επόμενα λεπτά έκανα 2 εξόδους, ενώ είχαν κι ένα δοκάρι. Γυρίζει ο Σπυρίδων να δει το ρολόι και έβλεπε «3-0» στο 8ο μόλις λεπτό. Αμέσως μας φώναξε ‘χαλασμένο είναι;’ και μας έπιασαν τα γέλια. ‘Δεν είναι αυτό χαλασμένο, εμείς είμαστε’ του απάντησα με δόση αυτοσαρκασμού.
Ο Συρόπουλος σε κάποια στιγμή πιάνει στον ύπνο τον Ούγγρο τερματοφύλακα. Σκοράρει, μειώνει σε 4-1 και πανηγυρίζει έξαλλα. ‘Τι πανηγυρίζεις; Άσε τους λίγο να ηρεμήσουν’ του φωνάξαμε.
Στο τέλος επικράτησαν με 9-1, η οποία παραμένει η βαρύτερη ήττα του Άρη. Γενικώς μείναμε έκπληκτοι από το τότε επίπεδο του ουγγρικού ποδοσφαίρου.
Την επόμενη χρονιά ακολούθησε η Κάλιαρι και στο τέλος ολοκληρώθηκε ο κύκλος εκείνης της γενιάς με τον αγώνα κόντρα στην Τσέλσι για το Κύπελλο Κυπελλούχων.
Με την Τσέλσι δείξαμε ένα απίστευτο πάθος στον πρώτο αγώνα της Θεσσαλονίκης και χάσαμε τη νίκη στα τελευταία λεπτά του αγώνα. Μάλιστα είχα αποκρούσει και πέναλτι του Πίτερ Όσγουντ στο α’ ημίχρονο.
Στον επαναληπτικό στο Λονδίνο η ατμόσφαιρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς. Οι 45.000 οπαδοί της Τσέλσι χειροκροτούσαν σε κάθε καλή προσπάθεια και σε κάθε γκολ της ομάδας τους.
Στο 90’ μείωσε ο Αλεξιάδης σε 5-1. Και παρά το γεγονός ότι δεν τους άρεσε, το χειροκρότησαν. Είχαν αθλητική παιδεία οι Άγγλοι, δεν έβρισκες εύκολα γήπεδα σαν τα βρετανικά».
Κάτι παραπάνω από μία νίκη επί του ΠΑΟΚ
Το Κύπελλο Ελλάδας του 1970 παραμένει έως σήμερα ο τελευταίος τίτλος του Άρη στο ποδόσφαιρο. Μάλιστα εκείνη την εποχή ήταν πολύ πιο δύσκολο σε σχέση με σήμερα να κατακτήσει ένα τρόπαιο μια ομάδα εκτός ΠΟΚ. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που οδήγησαν σε εκείνη την επιτυχία;
«Το χτίσιμο της μεγάλης ομάδας του Άρη άρχισε σε δύσκολα χρόνια για την ομάδα. Το 1963 αναγκαστήκαμε να παίξουμε αγώνες διαβάθμισης για την παραμονή στην Α’ Εθνική. Τότε ήταν που πήραν ευκαιρίες αρκετοί παίκτες από τα τσικό του Άρη. Από αυτούς οι 6 έπαιξαν στον τελικό του 1970: ο Πάλλας, ο Σπυρίδων, ο Κωνσταντινίδης, ο Αλεξιάδης, ο Ψηφίδης κι εγώ.
Πίσω στο 1963 ο Άρης δημιουργεί μια επιτροπή σωτηρίας. Φέρνει ο Καμπάνης τον Κεμαλίδη και τον Χατζηκώστα από τις ΗΠΑ, προκειμένου να βοηθήσουν αγωνιστικά την ομάδα. Καταφέραμε εν τέλει μέσα από μια σειρά αγώνων με την Προοδευτική, τον Απόλλωνα Καλαμαριάς και τον Παναιγιάλειο να παραμείνουμε στην πρώτη κατηγορία. Αυτή η διαδικασία των μπαράζ έδωσε την ευκαιρία σε νεαρούς ποδοσφαιριστές του Άρη να παίξουν.
Τις επόμενες τρεις σεζόν ο Άρης πορεύθηκε με έναν προπονητή, τον Μπέλα Πάλφι, ο οποίος αν και συντηρητικός, ήταν απόλυτα σωστός στη δουλειά του. Έκανε κάποιες πετυχημένες μεταγραφές όπως ο Κεραμιδάς, ο Συρόπουλος και ο Δεμίρης, ο οποίος ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή.
Φτάνουμε στη σεζόν 1968-69. Μέχρι τότε οι στόχοι και η δυναμική της διοίκησης περιορίζονταν στο να νικήσουμε απλά τον ΠΑΟΚ, όμως είδαμε ότι ήμασταν ομάδα με δυνατότητες και προσπαθήσαμε για κάτι παραπάνω.
Συνέβη, μάλιστα, και ένα ξεχωριστό περιστατικό εκείνη τη σεζόν. Παίζαμε με τον ΟΦΗ στο Ηράκλειο. Ο Άρης θα κατέβαινε με 5 ερασιτέχνες στον αγώνα. Μας τηλεφώνησαν οι παράγοντες του ΟΦΗ και μας είπαν πως θα μας φιλοξενούσαν, αρκεί να μην ερχόταν ο Συρόπουλος.
Αιτία ήταν ο αγώνας του πρώτου γύρου επειδή ο Συρόπουλος ήρθε σε αντιπαράθεση με αυτούς. Εμείς αρνηθήκαμε να κατέβουμε χωρίς αυτόν, επειδή ήταν η ψυχή της ομάδας και μας έσπρωχνε στα δύσκολα. Όταν μαθεύτηκε πως ο Συρόπουλος ήταν στην αποστολή, οι οπαδοί του ΟΦΗ ήρθαν στο ξενοδοχείο που διαμέναμε και έκαναν φασαρία όλη τη νύχτα.
Λίγο πριν αρχίσει ο αγώνας ο Συρόπουλος, ο οποίος ποτέ του δεν έκανε ζέσταμα, βγήκε για προθέρμανση, προκειμένου να τον δουν οι γηπεδούχοι. Όλοι οι παίκτες της κρητικής ομάδας κατά τη διάρκεια του αγώνα έπεφταν δυναμικά πάνω του, με αποτέλεσμα όλοι οι υπόλοιποι να μένουμε ελεύθεροι.
Καταφέραμε να νικήσουμε 2-1 στο τέλος και ο κόσμος του ΟΦΗ, από εκεί που έδειχνε το «μίσος» του για τον Συρόπουλο, άρχισε να τον χειροκροτεί. Ο λόγος; Επειδή δεν φοβήθηκε και δεν λύγισε. Ο λαός της Κρήτης το εκτίμησε αυτό.
Στο τέλος της σεζόν ο Άρης κατάφερε για πρώτη φορά από το 1946 να ξεπεράσει μια ομάδα του ΠΟΚ στη βαθμολογία – συγκεκριμένα την ΑΕΚ. Ο τελευταίος αγώνας της σεζόν με τη Βέροια (σ.σ. νίκη με 4-2) εξελίχθηκε σε φιέστα, με τον κόσμο να αποθεώνει πρώτα εμάς και μετά τους Καμπάνη, Κορέια.
Πλέον, η ομάδα της σεζόν 1969-70 ήταν μπαρουτοκαπνισμένη. Έπειτα από μια καλή πορεία στο πρωτάθλημα, επικεντρωθήκαμε στο Κύπελλο. Αρχικά, νικήσαμε στην Πάτρα τον τοπικό ΑΠΣ, ύστερα αποκλείσαμε τον Παναθηναϊκό ανήμερα του Πάσχα στο γήπεδο Χαριλάου και μετά την Καλλιθέα. Στο τέλος μείναμε εμείς, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ και το Αιγάλεω.
Μπαίνοντας στο πούλμαν της επιστροφής για τη Θεσσαλονίκη, ο Καμπάνης μας είπε: ‘Θα κανονίσω μια ευνοϊκή κλήρωση για τον ημιτελικό και σίγουρα θα αγωνιστούμε στο Χαριλάου’. Στο τέλος μας έτυχε το χειρότερο δυνατό σενάριο: να αγωνιστούμε με τον Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Ο Ολυμπιακός είχε μείνει μακριά από το πρωτάθλημα και έψαχνε τη διάκριση στο Κύπελλο. Στον ημιτελικό καταφέραμε να προηγηθούμε στο 8’ με τον Παπαϊωάννου.
Για τα επόμενα 83’ ο Ολυμπιακός άσκησε ασφυκτική πίεση στην περιοχή μας, όμως δεν απειληθήκαμε πραγματικά διότι ήμασταν σωστά τοποθετημένοι στην άμυνα.
Σε εκείνο τον αγώνα έλαμψε το άστρο του Τάκη Λουκανίδη, ο οποίος καθάριζε κάθε φάση των γηπεδούχων. Ειδικά στο τελευταίο 20λεπτο δεν ακούμπησα την μπάλα πάνω από τρεις φορές.
Στον τελικό κόντρα στον ΠΑΟΚ αγωνιστήκαμε χωρίς τον Λουκανίδη επειδή είχε διαπληκτιστεί με έναν παίκτη του Ολυμπιακού στο τέλος του ημιτελικού και τιμωρήθηκε, αλλά εμείς είχαμε πάρει φόρα και δεν μπορούσαμε να χάσουμε το Κύπελλο.
Νικήσαμε στον τελικό με 1-0. Ο Αλεξιάδης έβαλε άλλα δύο γκολ, τα οποία με βάση τους τότε κανονισμούς ακυρώθηκαν μάλλον κανονικά».
Η ηθική ικανοποίηση και η ΑΕΚ
Παραμένετε μέχρι και σήμερα ένας από τους παίκτες σύμβολα του Άρη και του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ωστόσο, υπήρχε ένα περιστατικό το 1973 σε ματς με τον Ολυμπιακό, όπου κατηγορηθήκατε για περιορισμένη απόδοση, υπόθεση για την οποία δικαιωθήκατε αργότερα στα δικαστήρια.
«Αυτή η ιστορία για μένα δεν έκλεισε ποτέ. Η απόφαση εκείνη ήταν μια καθαρή συκοφαντική πράξη της τότε διοίκησης του Άρη. Ο σύλλογος δεν ταλαιπωρήθηκε μόνο από τη διοίκηση του Καμπάνη αλλά και από τις επόμενες δύο, οι οποίες είχαν εντολή να μην με υπολογίζουν πραγματικά.
Θυμάμαι έναν αγώνα το 1975, όταν ο Αλκέτας Παναγούλιας αποφάσισε να με περάσει ως αλλαγή στο β’ ημίχρονο. Μόλις πάτησα στον αγωνιστικό χώρο, περίπου 20.000 οπαδοί άρχισαν να με αποθεώνουν.
Σε εκείνο το χρονικό σημείο οι 11 της διοίκησης Καμπάνη αποχώρησαν από τις κερκίδες του γηπέδου. Για μένα ήταν μια τεράστια ηθική ικανοποίηση».
https://www.youtube.com/watch?v=2IU6LvN65Z4
Το 1976 μετακομίσατε στην ΑΕΚ. Αποτελείτε ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας της με την καθοριστική συμβολή στην πρόκριση επί της πανίσχυρης τότε ΚΠΡ, που έφερε την ομάδα στα ημιτελικά του Κυπέλλου UEFA.
«Όταν πήγα, η ομάδα είχε να πάρει νταμπλ από το 1939. Τη σεζόν 1977-78 άρχισε ως βασικός τερματοφύλακας ο Λάκης Στεργιούδας, όμως στην πορεία της χρονιάς τον αντικατέστησα και παρέμεινα έως το τέλος της χρονιάς. Αγωνίστηκα σε 19 αγώνες A’ Eθνικής, κατακτήσαμε το νταμπλ και ξαναπήραμε το πρωτάθλημα την επόμενη σεζόν.
Στους πρώτους μήνες της χρονιάς μία διάσειση μού κόστισε τη θέση βασικού στην ΑΕΚ και την Εθνική ομάδα. Προς μεγάλη μου έκπληξη ήμουν βασική επιλογή για το μπαράζ πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό το 1979, ωστόσο αυτό δεν διεξήχθη.
Αν και δεν είχα αγωνιστεί για 6 μήνες, η ήττα από τον Πανιώνιο στον τελικό Κυπέλλου λίγες ημέρες νωρίτερα, με έχρισε ξανά βασικό τερματοφύλακα. Είμαι ευτυχισμένος που έχω συνδέσει το όνομά μου με τις τεράστιες επιτυχίες της ΑΕΚ και αποτέλεσα ένα κομμάτι εκείνης της γενιάς».
«Μεγαλείο ο Μπάρλος»
Αναφορικά με το μπαράζ πρωταθλήματος του 1979 που δεν διεξήχθη ποτέ, ποια ήταν τα γεγονότα που δεν επέτρεψαν τη διεξαγωγή του;
«Η ΑΕΚ ήταν προγραμματισμένο να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό στο μπαράζ πρωταθλήματος στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Εμείς είχαμε βγει στον αγωνιστικό χώρο και κάναμε την προετοιμασία. Επισήμως ο Ολυμπιακός δεν αγωνίστηκε, διότι διαμαρτυρόταν για τη διαιτησία.
Η πραγματικότητα όπως την ξέρω είναι αλλιώς. Ο πολιτικός προϊστάμενος Αχιλλέας Καραμανλής είχε ένα ντουλάπι με φακέλους επιβαρυντικούς για τον Ολυμπιακό. Εμείς (σ.σ. ο ΠΣΑΠ) καλέσαμε τις ομάδες σε δημόσια εκδήλωση και μιλούσαμε με λεπτομέρειες για τα πεπραγμένα τους. Αυτά θα έφερναν τον Ολυμπιακό αντιμέτωπο με βαριές ποινές και επέλεξαν τελικά να μην αγωνιστούν».
Ο Λουκάς Μπάρλος θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων παραγόντων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Τι θυμάστε από τη συνύπαρξή σας;
«Ο Λουκάς Μπάρλος, ο οποίος στα νιάτα του υπήρξε φίλος του Άρη, όπως τον έζησα δεν ήταν απλά κύριος. Ήταν μεγαλείο. Ό,τι συμφωνήσαμε, το κράτησε στο ακέραιο. Όταν πήγα στην ΑΕΚ υπέγραψα συμβόλαιο οκταετίας. Στο τέλος της σεζόν 1981-82 ήμουν στα 36 μου χρόνια, αλλά δεν δίστασε να μου προσφέρει ένα συμβόλαιο με τα διπλάσια χρήματα απ’ όσα έπαιρνα!
Θυμάμαι είχε έρθει στα αποδυτήρια και είπε σε όλους μας: «Αν κανένας από εσάς έχει κάποιο πρόβλημα να έρθει να μου το πει και εγώ θα το τακτοποιήσω». Όταν απεβίωσε σήκωσα το φέρετρό του εγώ, μαζί με τον Τάκη Νικολούδη, τον Ντούσαν Μπάγεβιτς και τον Θωμά Μαύρο. Ήταν ο πρόεδρος των προέδρων».
«Ο ΠΣΑΠ έχει χάσει τη δυναμική του»
Μια ξεχωριστή προσφορά σας στο ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν η συμμετοχή σας στη δημιουργία του ΠΣΑΠ το 1976. Ο επαγγελματισμός στο πρωτάθλημα απείχε ακόμη τέσσερα χρόνια. Ποια ήταν τα γεγονότα που οδήγησαν σταδιακά στην ίδρυσή του και ποιος ο ρόλος που είχε αρχικά;
«Μέχρι την εποχή εκείνη το καθεστώς των ομάδων ήταν αποικιοκρατικού τύπου. Για παράδειγμα, είχαν τη δυνατότητα έως τότε οι πρόεδροι να απειλούν με φράσεις όπως ‘θα σου κρεμάσω τα γάντια ή τα παπούτσια, δεν θα πας πουθενά’. Εμείς ως ποδοσφαιριστές επειδή βλέπαμε ότι το ποδόσφαιρο όδευε προς τον επαγγελματισμό, θέλαμε να προλάβουμε τις εξελίξεις.
Βέβαια, για να πάρει σάρκα και οστά το εγχείρημα κάναμε πολύ αγώνα. Κουραστήκαμε πολύ, αλλά το πετύχαμε. Εμείς θέλαμε ο ποδοσφαιριστής να επιλέγει τα καθήκοντά του και να έχει περισσότερες ελευθερίες.
Είναι χαρακτηριστικό πως ο ΠΣΑΠ παλιά δεν περιοριζόταν στο ποδοσφαιρικό πλαίσιο και επηρέαζε την κοινωνία. Πηγαίναμε σε διάφορα συνοικιακά συμβούλια εγώ, ο Καμάρας, ο Μάλλιαρης και μιλούσαμε στον κόσμο για το έργο μας.
Ο ΠΣΑΠ έχει χάσει τη δυναμική που είχε όταν άρχισε, αναφορικά με τα θέματα και τις ευθύνες του. Δεν μπορεί πλέον να βοηθήσει όπως παλιά. Το μόνο που θα κάνει πλέον είναι να πάει στη FIFA, καθώς αποτελεί μέλος της FIFpro και εκεί να μεταφέρει τις όποιες αποφάσεις. Η δράση του μειώθηκε με το πέρασμα των ετών εξαιτίας του κανονισμού Μποσμάν, ο οποίος επιτρέπει στους ποδοσφαιριστές να απελευθερωθούν πλήρως».