Πολλές οικογένειες έχουν προσφέρει στον ελληνικό αθλητισμό. Από πατέρα σε γιο, από μεγαλύτερο αδερφό σε μικρότερο και πάει λέγοντας. Καλαφάτηδες, Ανδριανόπουλοι, Νικολαΐδηδες, Γιαννακόπουλοι, Βαρδινογιάννηδες είναι μερικές εξ αυτών.
Άλλοι μέσα στις αλάνες της εποχής και τους στίβους, άλλοι σε διοικητικό επίπεδο, κάποιοι και στους δύο τομείς. Με τα καλά τους και με τα στραβά τους, άπαντες συνέβαλαν είτε ριζικά είτε εξελικτικά.
Αν απομονωθεί το αγωνιστικό σκέλος, πάντως, σε περίοπτη θέση της λίστας, πιθανώς και στην κορυφή, βρίσκεται η οικογένεια Ρουμπάνη, η οποία δυστυχώς δε χαίρει της δημοφιλίας που της αρμόζει στις νεότερες γενιές.
Με πληροφορίες από αφιέρωμα που είχε ετοιμάσει ο εμβληματικός δημοσιογράφος Δημήτρης Λιμπερόπουλος για λογαριασμό της εφημερίδας «Εμπρός» στις 16 Ιανουαρίου 1954, το Sport-Retro.gr παραθέτει ένα σεβαστό μέρος της αθλητικής πορείας των μελών της οικογενείας.
Τα… άγνωστα αδέρφια
Ο Σάββας Ρουμπάνης, με καταγωγή από την Αρκαδία, ήταν λάτρης του κλασικού αθλητισμού, δεδομένου ότι στα νιάτα του υπήρξε δισκοβόλος.
Στον δρόμο της ζωής συνάντησε την Άννα, μία κοπέλα από την Αθήνα, με την οποία έμελλε να συμπορευθεί και να κάνει μία υπέροχη οικογένεια.
Το 1929 ήρθε στον κόσμο ο Γιώργος και το 1932 ο Αριστείδης, τον οποίον η μητέρα του φώναζε εν συντομία Άρη και για χάρη του αγάπησε το μπάσκετ-μπωλ, όπως αποκαλείτο τότε.
Οι γονείς είχαν διαφορετικά γούστα στα σπορ, ωστόσο δεν έχαναν αγώνα των παιδιών τους, είτε επρόκειτο για μπάσκετ είτε για στίβο, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που κατοικούσαν ένα στενό πάνω από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και λίγο αργότερα κοντά στη στάση Αγγελοπούλου της οδού Πατησίων.
Μάλιστα, σε πολύ μικρή ηλικία ο Αριστείδης είχε πηδήξει τη μάντρα στο γηπεδάκι της οδού 3ης Σεπτεμβρίου, προκειμένου να παρακολουθήσει δωρεάν έναν αγώνα μεταξύ του Τρίτωνα και του Παναθηναϊκού.
Αυτό που δε θεωρείται ευρέως γνωστό στο φίλαθλο κοινό του «σήμερα» είναι η ύπαρξη άλλων δύο «καρπών» του Σάββα και της Άννας με θητεία στον αθλητισμό.
Ο λόγος για τον Βασίλη και τον Νίκο, αμφότεροι γεννηθέντες στα τέλη της δεκαετίας του 1920, κατά πάσα πιθανότητα το 1927 και το 1928 αντίστοιχα.
Υπηρέτησαν από τρία χρόνια στο Ναυτικό και την Αεροπορία, προτού ρίξουν το βάρος στις επιστήμες (ο μεγαλύτερος στη Γεωλογία, ο δεύτερος γιος στη Χημεία, σπουδάζοντας μάλιστα στο Γκέτινγκεν της Γερμανίας).
Ο Βασίλης συμμετείχε μια φορά στους Πανναυτικούς Αγώνες στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και, μάλιστα, κατέλαβε την 1η θέση στο αγώνισμα που έλαβε μέρος.
Ο Νίκος διακρίθηκε ως άλτης στην εφηβική ομάδα του Πανελληνίου, ενώ αμφότεροι έπαιρναν καλό βαθμό και στο μπάσκετ, όπως αναφέρει ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος.
«Μόνο ο Γουόρμερνταμ!»
«Ο Γιώργος και ο Αριστείδης Ρουμπάνης μπορούν να συγκριθούν με τους μεγάλους Αμερικανούς άσους των σπορ. Η σωματική τους διάπλαση είναι τέλεια και τα προσόντα τους απεριόριστα», υποστηρίζει ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος.
Έχουν ενδιαφέρον οι μαρτυρίες του αείμνηστου δημοσιογράφου, αφού μέσω αυτών αναδεικνύονται τα σπουδαία αθλητικά χαρίσματα των δύο αδερφών.
Για τον άλτη του επί κοντώ, τον Γιώργο, αναφέρει ότι έπιανε το κοντάρι από πολύ μεγαλύτερο ύψος εν συγκρίσει με αρκετούς πρωταθλητές του αγωνίσματος.
Στους Πανσυμμαχικούς Αγώνες που διοργάνωσε το ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες το 1953, υποχρέωσε τον εκλέκτορα της αμερικανικής ομάδας να προβεί σε άστοχη πρόβλεψη.
Αντικρίζοντας τον Γιώργο Ρουμπάνη να κρατά το κοντάρι στα 4.10μ., ο προπονητής είπε σε συναθλητή του: «Δε θα μπορέσει να σηκώσει το πανύψηλο σώμα του πάνω από τα 4 μέτρα».
Έπεσε έξω. Ο Έλληνας άλτης πέρασε με ευκολία τα 4.20μ. και ο Αμερικανός έσπευσε να τον συγχαρεί με τη φράση: «Μόνο ο μεγαλύτερος επικοντιστής, ο Κορνίλιους Γουόρμερνταμ (σ.σ. κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ με 4.77μ. από το 1942 μέχρι το 1957), κρατούσε με αυτόν τον τρόπο το κοντάρι του.
Η μυϊκή δύναμη του Γιώργου ήταν εκπληκτική, ομοίως και του Αριστείδη, ο οποίος κατά τον Δημήτρη Λιμπερόπουλο «έχει πλαστικό σώμα με λεπτή ευκίνητη μέση κι αν βελτιώσει τον παλμό του, θα αναδειχθεί σε ακοντιστή παγκοσμίου κλάσεως».
Βέβαια, το πιο κοινό χαρακτηριστικό των δύο αδερφών ήταν το ασυνήθιστο μπόι για τα δεδομένα της εποχής, καθώς αμφότεροι… αγνάντευαν τον κόσμο από τα +190 εκατοστά.
Εκείνο το διάστημα (Ιανουάριος 1954), ο πατέρας τους διατελούσε διευθυντής του Πανεπιστημιακού Γυμναστηρίου των Αθηνών, ο Γιώργος είχε μόλις εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία και σπούδαζε στην Πάντειο, ενώ ο Αριστείδης ήταν τελειόφοιτος της Γεωλογίας.
Τα πρώτα βήματα, οι «κατακτήσεις» και ο Ολυμπιακός
Ήδη έχετε διαπιστώσει ότι επρόκειτο για μία οικογένεια άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αθλητισμό και, μάλιστα, με ποικιλία (μπάσκετ, κλασικός αθλητισμός, κολύμβηση).
Ακόμα και η μάνα της ιστορίας, η Άννα, η οποία παρεμπιπτόντως δεν ήταν πολύ ψηλή (1.60μ.), υπήρξε φοιτήτρια της Γυμναστικής Ακαδημίας!
Τα πρώτα δύο «βλαστάρια» της, ο Βασίλης και ο Νίκος, έφτασαν μέχρι το 1.89μ., ενώ τα δύο επόμενα, ο Γιώργος και ο Αριστείδης, σταμάτησαν στο 1.92μ., βαδίζοντας δηλαδή στα χνάρια του μπαμπά Σάββα.
«Η γειτονιά και ιδίως τα κοριτσόπουλα, υποψήφιες νύφες βλέπετε, ξεσηκώνεται στο πόδι, όταν βγαίνουν από το σπίτι οι Ρουμπάνηδες», αποκαλύπτει ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος.
Η πρωτοφανής αυτή σωματοδομή για την εποχή δεν περνά απαρατήρητη, όμως όπως εξηγούσε τότε ο πρωτότοκος Βασίλης: «Ο πατέρας μας πιστεύει στον αθλητισμό σαν μια δεύτερη θρησκεία. Από μικρούς μας είχε στρώσει στη γυμναστική, τον αθλητισμό και την κολύμβηση».
Τα τέσσερα αδέρφια ξεκίνησαν το σπορ ταξίδι ύστερα από την Απελευθέρωση ως κολυμβητές του Α.Ο. Παλαιού Φαλήρου, με τον «βενιαμίν» Αριστείδη να διακρίνεται κατευθείαν στο ελεύθερο.
Παράλληλα, παρακολουθούσαν ποδοσφαιρικούς αγώνες και πήγαιναν συχνά στο γήπεδο, κατά βάση για χάρη του Ολυμπιακού, χωρίς ωστόσο να υπηρετήσουν το άθλημα ως παίκτες (σ.σ. ο Αριστείδης υποστήριζε ως δεύτερη ομάδα τους «ερυθρόλευκους» και μάλιστα ένθερμα, με πρώτη αγάπη φυσικά τον Πανελλήνιο).
Συνεπώς, εκτός από πολυσύνθετοι αθλητές, οι αδερφοί Ρουμπάνη υπήρξαν και φίλαθλοι του «βασιλιά των σπορ» – άλλο ένα στοιχείο που πολλοί νεότεροι δε γνωρίζουν.
Η πέτρα μπήκε… καλάθι
Ο τέταρτος γιος Αριστείδης Ρουμπάνης είχε αρχίσει την κολύμβηση το 1945 και στον στίβο πρωτοεμφανίστηκε την περίοδο 1949-50, όταν κατέλαβε την 1η θέση στη λιθοβολία, στο πλαίσιο σχολικών αγώνων που διεξήχθησαν στο Ζηρίνειο.
Η γερή κράση και οι άρτιες σωματικές αναλογίες τον ώθησαν να ασχοληθεί με πολλά αγωνίσματα, ώσπου σε μία προπόνηση έριξε μια πέτρα από τη μία άκρη του γυμναστηρίου του Πανελληνίου στην άλλη.
Ο πατέρας του παρατήρησε με πόσο μεγάλη ευκολία έγινε η συγκεκριμένη ρίψη, εξ ου και η άμεση προτροπή να επικεντρωθεί στον ακοντισμό.
Επί μόλις μία εβδομάδα προπονήθηκε στο εν λόγω αγώνισμα και παρά τον πρωτόγονο ριπτικό παλμό, ο Αριστείδης Ρουμπάνης πρώτευσε σε αγώνες προς τιμήν του Αλβανικού Έπους με βολή κάτω των 50μ.
Παράλληλα, πέραν της σφαιροβολίας, εισήχθη και στον κόσμο του μπάσκετ από τον Μίμη Στεφανίδη, συμπαίκτη του στον θρυλικό Πανελλήνιο της δεκαετίας του 1950, καθώς και στην Εθνική ομάδα.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρατεθεί ένα μέρος της μαρτυρίας του δημοσιογράφου Σωτήρη Θεολογίδη: «Όταν ο Νίκος Νησιώτης εφάρμοσε στη νεανική ομάδα του, το “φαστ μπρέικ”, δηλαδή τον αιφνιδιασμό, είχε βρει στο πρόσωπο του Αριστείδη, την αρχή της αστραπιαίας επίθεσης.
Ο Αριστείδης, απόλυτος κυρίαρχος, με τη δύναμη, το ύψος και τον όγκο που διέθετε, κάτω από το καλάθι, “καθάριζε” όλα τα ριμπάουντ και έστελνε τη μπάλα, με την ακρίβεια και την ταχύτητα που έριχνε το ακόντιο, στον Μίμη Στεφανίδη και στον Παναγιώτη Μανιά, στην άλλη άκρη του γηπέδου.
Όσο σπουδαίοι και να ήταν οι συμπαίκτες του, μία προσεκτική παρακολούθηση και ανάγνωση των αγώνων του Πανελληνίου και της Εθνικής, μου επέτρεψε να βγάλω το συμπέρασμα, ότι ο ρόλος του ήταν καθοριστικός. Όποτε απουσίαζε, ο Πανελλήνιος έμοιαζε με καράβι που έχανε το κεντρικό του ιστίο, σε περίοδο θαλασσοταραχής.
Ο Αριστείδης ήταν η αρχή της επίθεσης αλλά και ο κυματοθραύστης στην άμυνα. Το απόρθητο τείχος του Πανελληνίου, πάνω στο οποίο προσέκρουαν όλοι οι αντίπαλοι σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο. Μέχρις ότου αγωνιζόταν, η Εθνική μας κέρδιζε πάντα τους Γιουγκοσλάβους και ήταν μέσα στη διεκδίκηση των μεταλλίων σε κάθε διοργάνωση.
Ο κεντρικός ΣΕΓΑΣ ποτέ δεν τον διευκόλυνε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το 1955, παραμονές Ολυμπιάδας, που υποχρεώθηκε να συμμετάσχει σε αγώνες στίβου Ενόπλων Δυνάμεων στο Βερολίνο. Την επομένη της νίκης του, τον επιβίβασαν σε “ντακότα” και τον μετέφεραν, μέσω Αθηνών, στο Κάιρο, για να ενισχύσει την Εθνική ομάδα μπάσκετ που έπαιρνε μέρος σε ένα απλό τουρνουά».
Παναμερικανικό μήνυμα
Το 1951 βίωσε μία μοναδική εμπειρία, καθώς η ΕΟΑ τον έκρινε ως τον αθλητή με την πλέον άρτια σωματική διάπλαση και τον έστειλε για εκπρόσωπο στο μακρινό Μπουένος Άιρες.
Λίγες ημέρες προτού κλείσει τα 19, συγκεκριμένα στις 25 Φεβρουαρίου, ο νεαρός υπεραθλητής «πέταξε» με ειδική πτήση των Αργεντινών Αερογραμμών (Aerolíneas Argentinas) ως το Διεθνές Αεροδρόμιο Εσέισα.
Παρουσία περίπου 120.000 θεατών στο «Σιλίντρο ντε Αβελανέδα» της Ράσινγκ Κλουμπ, ο Αριστείδης Ρουμπάνης έτεινε τη δεξιά χείρα και με το άναμμα του βωμού κήρυξε την έναρξη των παρθενικών Παναμερικανικών Αγώνων της Ιστορίας.
Την ίδια χρονιά απέκτησε την πλακέτα του ρέκορντμαν του Πανελληνίου στον ακοντισμό με βολή 55.85μ., ενώ το 1952 κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στο γυμναστήριο των «Ολυμπιονικών» με το εντυπωσιακό 65.98μ. και πέτυχε το σπάνιο: να λάβει μέρος σε δύο διαφορετικά αθλήματα στους Ολυμπιακούς Αγώνες (στίβος, μπάσκετ).
Στο Ελσίνκι της Φινλανδίας ο Αριστείδης Ρουμπάνης έστειλε την πρώτη βολή του προκριματικού πάνω από τα 60μ., όμως υπέστη θλάση στο δεξί χέρι και αποσύρθηκε.
Ένας θρυλικός αντίπαλός του με 10 διαδοχικά παγκόσμια ρεκόρ, ο Μάτι Γιάρβινεν, περιεργάστηκε το χέρι του και του είπε με θαυμασμό: «Είσαι ο ακοντιστής των 80 μέτρων».
«Πορτοκαλί» διακρίσεις και ξενιτιά
Το κακό για τον Έλληνα υπεραθλητή ήταν ότι έπρεπε να μείνει εκτός αγωνίσματος για δύο χρόνια, γεγονός που τον ώθησε περισσότερο προς το μπάσκετ.
Αγωνιζόμενος ως φόργουορντ και σέντερ, δημιουργώντας υπέροχες συνεργασίες με τον Παναγιώτη Μανιά στους αιφνιδιασμούς, διακρίθηκε με τη φανέλα του τρανού Πανελληνίου των 50s και της Εθνικής ομάδας τόσο εντός των τειχών όσο και σε πόλεις όπως το Παρίσι, το Κάιρο, η Αλεξάνδρεια, το Μιλάνο, το Βελιγράδι, η Κωνσταντινούπολη ή το Σαν Ρέμο.
Κατέκτησε πρωταθλήματα Ελλάδας και διεθνή τουρνουά με τους «Ολυμπιονίκες», αγωνίστηκε στην Ιταλία με τις Ρέγερ Βενέτσια και Μότο Μορίνι, ενώ σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της ΕΟΚ, από το 1951 ως το 1957 κατέγραψε 25 συμμετοχές με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα (11 πόντοι μ.ό. ανά ματς).
Ο Αριστείδης Ρουμπάνης πανηγύρισε το χάλκινο μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες του 1955, με αποκορύφωμα το ματς κόντρα στον Λίβανο όπου σημείωσε τους 23 από τους 59 «γαλανόλευκους» πόντους.
Παράλληλα, αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Εθνικής στο Eurobasket 1951 με 61 πόντους, ενώ συμμετείχε και σε 2 ματς των Ολυμπιακών Αγώνων του Ελσίνκι (1952).
O «μπουλντόζας», όπως ήταν το παρατσούκλι του, αποσύρθηκε σε πολύ μικρή ηλικία από τα σπορ, ασχέτως αν είχε την ευκαιρία να αγωνίζεται ως επαγγελματίας επί ιταλικού εδάφους.
Προτίμησε να επαναπατριστεί και κατόπιν να ολοκληρώσει τις σπουδές του ως γεωλόγος στις ΗΠΑ, χώρα όπου επέλεξε να εγκατασταθεί μόνιμα.
Πάντως, όποτε του δινόταν η ευκαιρία επιχειρούσε το μακρινό ταξίδι προς την Ελλάδα και επισκεπτόταν τους φίλους του στον Πανελλήνιο, ενώ για την προσφορά του στις επιστήμες και τον πολιτισμό, μέσω του αθλητισμού, τιμήθηκε από δύο Προέδρους της Δημοκρατίας.
Στις 13 Ιανουαρίου 2018, λίγο πριν κλείσει τα 86 του, ο εμβληματικός Αριστείδης Ρουμπάνης «πήρε» τις σπορ αναμνήσεις του, με αποκορύφωμα το άναμμα του βωμού στο Μπουένος Άιρες και «αναπαύθηκε» στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια.
Άκουσε τη γυναικεία συμβουλή
Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με τον Γιώργο Ρουμπάνη, τον τρίτο στη σειρά γιο της οικογενείας, ο οποίος μεταξύ άλλων κατέκτησε χάλκινο μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Έπειτα από τη σύντομη θητεία ως κολυμβητής του Α.Ο. Παλαιού Φαλήρου, ο γιγαντόσωμος νέος αποφάσισε να ασχοληθεί με την πυγμαχία, χωρίς ωστόσο να μακροημερεύσει.
Ο, τότε, 17χρονος Γιώργος έδωσε μόλις τρεις αγώνες, εκ των οποίων οι δύο τελευταίοι νικητήριοι, ώσπου μία όμορφη κοπέλα του έδωσε την εξής συμβουλή: «Καμιά μέρα θα σου χαλάσουν το ωραίο σου το πρόσωπο».
Το σκέφτηκε καλύτερα ο Ρουμπάνης, αποφάσισε να αφήσει τα γάντια και εγγράφηκε στο δυναμικό του Παναθηναϊκού, αλλά σύντομα ζήτησε μεταγραφή στον Πανελλήνιο.
Οι διοικούντες το «τριφύλλι» του έδωσαν αρνητική απάντηση, με αποτέλεσμα ο νεαρός να πεισμώσει και να λάβει την απόφαση να μη γίνει ποτέ αθλητής.
Ο Πανελλήνιος, όμως, επέμεινε και με τα πολλά κατόρθωσε να εντάξει τον Ρουμπάνη στους κόλπους του, χαράσσοντας μια νέα εποχή για τον σύλλογο και, κατ’ επέκταση, τον ελληνικό αθλητισμό.
Άρχισε να συχνάζει στο γυμναστήριο των «Ολυμπιονικών», ώσπου μια μέρα είδε τον πρωταθλητή Θεοδόση Μπαλάφα να γυμνάζεται στο άλμα επί κοντώ και του ζήτησε το κοντάρι (ο Δημήτρης Λιμπερόπουλος υποστηρίζει ότι έβαλαν δύο μπακλαβάδες για στοίχημα).
Χωρίς κανέναν παλμό, ο Ρουμπάνης απλώς έβγαλε τα ρούχα και πέρασε τα 2.80μ., ενώ το 1950 έσπασε το φράγμα των 3.40μ. σε φοιτητικούς αγώνες και, παράλληλα, πρώτευσε στη δισκοβολία.
Το 1952, σε διάστημα τριών εβδομάδων, κατέγραψε επιδόσεις 3.80μ., 3.90μ. και 4.10μ., προαναγγέλλοντας κατά κάποιο τρόπο τι θα επακολουθούσε τέσσερα χρόνια αργότερα.
Τελειοποιήθηκε στις ΗΠΑ
Με ινδάλματα τους Αμερικανούς επικοντιστές Κορνίλιους Γουόρμερνταμ και Μπομπ Ρίτσαρντς, ο Γιώργος Ρουμπάνης έθεσε ψηλά τον πήχη (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Παράλληλα, με τη στρατιωτική θητεία και τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού, ο αθλητής του Πανελληνίου προπονείται ανελλιπώς στο άλμα επί κοντώ.
Διαβάσατε νωρίτερα μερικές μαρτυρίες από τους Πανσυμμαχικούς Αγώνες του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες εν έτει 1953 και απλά να προστεθεί ότι πέρασε με την πρώτη προσπάθεια όλα τα ύψη, προτού ρίξει τον πήχη στα 4.30μ.
Τον ίδιο χρόνο κατέρριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στο Παναθηναϊκό Στάδιο με επίδοση 4.23μ., υπερτερώντας σπουδαίων αθλητών όπως ο Μίλαν Μιλάκοφ, ο Γιούκα Πίρονεν και ο Ρήγας Ευσταθιάδης.
Όταν έγινε το αφιέρωμα στην εφημερίδα «Εμπρός», ο Γιώργος Ρουμπάνης έθετε ως στόχους για το 1954 να διακριθεί σε άλμα επί κοντώ, δισκοβολία, 110μ. εμπόδια και μπάσκετ.
Εκείνο τον Αύγουστο ταξίδεψε στη Βέρνη της Ελβετίας για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και με 4.25μ. συγκατοίκησε στην 6η θέση μαζί με άλλους τρεις αθλητές.
Ύστερα από την Πάντειο, ο Ρουμπάνης είχε αποφασίσει να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, γεγονός που του επέτρεψε να βελτιώσει αισθητά το στυλ αγωνίσματος του.
Ελληνικό μετάλλιο 36 χρόνια μετά
Δεν του άρεσε να χρησιμοποιεί κοντάρι από υαλοβάμβακα επειδή ήταν πιο βαρύ, δηλαδή προτιμούσε το μεταλλικό, όμως στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης το 1956 έκανε άλματα και με τα δύο.
Στην Αυστραλία πέρασε τα 4.50μ., κατέλαβε την 3η θέση και ύστερα από 36 ολόκληρα χρόνια χάρισε μετάλλιο στην Ελλάδα, η οποία στον στίβο είχε να ανέβει σε βάθρο από το 1912.
Το Sport-Retro.gr επιφυλάσσεται για αναλυτικότερο αφιέρωμα στο χάλκινο μετάλλιο του 1956 και μέχρι τότε αξίζει να παρατεθεί η μαρτυρία του Γιώργου Ρουμπάνη στον Δημήτρη Λιμπερόπουλο.
«Ο αγώνας ξεκίνησε με 130.000 θεατές στις 11 το πρωί και τελείωσε στις 10 το βράδυ. Πήγα στο στάδιο ανοργάνωτος, χωρίς νερό ή κάτι άλλο για να βάλω στο στόμα μου.
Όταν έμεινα στο χάλκινο, ένιωθα τρομερά απογοητευμένος και έβαλα τα κλάματα. Την επόμενη μέρα όμως, όταν είδα να φθάνουν δεκάδες συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από την Ελλάδα, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι κάτι σημαντικό είχα πετύχει.
Στο αεροδρόμιο της Αθήνας θυμάμαι ακόμα με συγκίνηση ότι με υποδέχθηκαν χιλιάδες φίλαθλοι κατά την επιστροφή της αποστολής».