Γιάννης Τοπαλίδης: Το «alter ego» του Ότο Ρεχάγκελ, o μεταφραστής-μαέστρος στο θαύμα του 2004

«Δύο πράγματα μας χαρακτηρίζουν στη ζωή μας. Η υπομονή όταν βρισκόμαστε με άδεια χέρια και η συμπεριφορά μας όταν έχουμε τα πάντα», λέει ο θυμόσοφος λαός.

Ο Γιάννης Τοπαλίδης από μικρός είχε μάθει πως τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή και πως αν θες να τα καταφέρεις πρέπει να δουλέψεις σκληρά.

Ακόμα όμως και όταν έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στην Iστορία, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 2004 ως η «ήρεμη δύναμη» και το άλλο μισό του Ότο Ρεχάγκελ στον πάγκο της Εθνικής, ποτέ δεν άλλαξε τον χαρακτήρα του, την ηθική του και τα πιστεύω του.

Το Sport-Retro.gr, με αφορμή τα 55α γενέθλια του Έλληνα προπονητή, πραγματοποιεί μια αναδρομή στη ζωή, την καριέρα και τα επιτεύγματα ενός αληθινού δουλευταρά με όλη τη σημασία της έννοιας.

 

Το πάθος του έγινε όλη του η ζωή

Ήταν 24 Νοεμβρίου του 1962 στο χωριό Μαυροδένδρι της Κοζάνης, όταν γεννήθηκε ο Γιάννης Τοπαλίδης, με την καταγωγή του να κρατά βεβαίως από τον Πόντο.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ήρεμα και χαρούμενα, όμως κατά την εφηβεία εκείνος και η οικογένειά του έπρεπε να πάρουν μια μεγάλη απόφαση: να φύγουν από την πατρίδα.

Κατά συνέπεια μετανάστευσαν στη Γερμανία, γεγονός που ίσως εξαρχής να μην αποτελούσε και το ιδανικότερο σενάριο για ένα νεαρό παιδί, όμως στην πορεία αποδείχθηκε περίτρανα πως τα πάντα συμβαίνουν για κάποιο λόγο.

Στη Στουτγκάρδη ανακάλυψε τη μεγάλη του αγάπη για τη «στρογγυλή θεά», καθώς το 1971 εντάχθηκε στις ακαδημίες της Λούντβιγκσμπουργκ και 4 χρόνια αργότερα πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την πρώτη ομάδα.

Το 1977 πήρε μεταγραφή για τη Μπίρσταντ, όπου αγωνίστηκε για 7 ολόκληρα χρόνια, κατακτώντας μάλιστα και ένα τοπικό πρωτάθλημα το 1983.

Την επόμενη σεζόν έφυγε για τη Σταρκενμπούργκια Χέπενχαϊμ, στην οποία έκλεισε την καριέρα του το 1987.

Ως ποδοσφαιριστής χαρακτηριζόταν για την τεράστια αντοχή του και τη φοβερή ταχύτητά του, σε σημείο που τον αποκαλούσαν «το τρεχαντήρι».

Τα συγκεκριμένα προσόντα άλλωστε τα απαιτούσε και η θέση που αγωνιζόταν, αυτή του δημιουργικού χαφ.

 

Το τέλος ήταν μόνο η… αρχή

Κρεμώντας τα παπούτσια του, γνώριζε πως το πραγματικό τέλος στην ενασχόλησή του με τον χώρο δεν είχε ακόμα φτάσει, αλλά αντιθέτως είχε μόλις ξεκινήσει.

Ο Γιάννης είχε ήδη βάλει πλώρη για να γίνει προπονητής, φοιτώντας στις ιδιαίτερα αναγνωρισμένες και ποιοτικές σχολές του Μάιντς και της Κολωνίας, στις οποίες αρίστευσε και πήρε το πολυπόθητο πτυχίο UEFA Pro.

Από το 1992 μέχρι το 1998 εργάστηκε σκληρά και με υπομονή στην Άιντραχτ Έσλινγκεν, μετέπειτα στην Γκαϊσλίνγκεν και στην Μπάκνανγκ, μέχρι που ήρθε η ώρα για το μεγάλο βήμα.

Η Χέρτα Βερολίνου επιθυμούσε διακαώς μία συνεργασία μαζί του, του το εξέφρασε, ο Τοπαλίδης είπε «ja» και ανέλαβε έναν νέο ρόλο: αυτού του σκάουτερ στην τότε ομάδα του Γιούργκεν Ρέμπερ.

Στην ομάδα της πρωτεύουσας παρέμεινε για 3 χρόνια και είχε το δικό του μερίδιο επιτυχίας στην καταπληκτική πορεία της εποχής, όπως μαρτυρούν η 3η, η 6η και η 5η θέση αντίστοιχα, με την εξασφάλιση της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.

 

Η μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του

Το καλοκαίρι του 2001 έμελλε να αλλάξουν τα πάντα στη ζωή του Γιάννη Τοπαλίδη, αφού στη Χέρτα ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος, όμως μετά τη γνωριμία του με τον Ότο Ρεχάγκελ και την πρόταση-προοπτική που είχε στα χέρια του από την ΕΠΟ, η θετική απάντηση αποτελούσε μονόδρομο για τον ίδιο.

Προερχόμενος τότε από φανταστικές χρονιές στον πάγκο της Καϊζερσλάουτερν, όπου μάλιστα το 1998 την οδήγησε στην κατάκτηση του πρωταθλήματος (σ.σ. τη σεζόν που μόλις είχε προβιβαστεί στην πρώτη κατηγορία), ο «Ρεχάκλες» ήθελε έναν βοηθό ικανό και με την προϋπόθεση ότι θα μιλάει άπταιστα τη γερμανική γλώσσα.

«Κύριε Τοπαλίδη, άκουσα, εδώ Ότο Ρεχάγκελ. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι είναι εκείνος, νόμιζα ότι κάποιος μου έκανε πλάκα και πάλι καλά δεν τον έβρισα.

Όταν συνειδητοποίησα ότι είναι πραγματικά εκείνος και αρχίσαμε να μιλάμε, μου ζήτησε να συναντηθούμε σε δύο ημέρες στο Βερολίνο.

Η συζήτηση ήταν πολύ καλή και μου είπε ότι θα με ενημερώσει το συντομότερο. Μετά από 5 ημέρες με κάλεσε και συμφωνήσαμε ότι ξεκινάει η συνεργασία μας. Όλα πήγαν όπως έπρεπε».

Οι δύο τους, από τα πρώτα μίτινγκ και τις πρώτες προπονήσεις, ταίριαξαν απόλυτα στη φιλοσοφία και αποτέλεσαν ένα δίδυμο που λίγα χρόνια αργότερα θα πετύχαινε το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου.

 

Το άλλο μισό του Χερ Ότο

Ο Τοπαλίδης ήταν υπερήφανος και ενθουσιασμένος για την πρωταγωνιστική θέση που είχε στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ελλάδας, όμως ούτε ο ίδιος πίστευε το μεγαλειώδες αντίκτυπο που θα είχε το συγκεκριμένο γεγονός στην καριέρα του και τον χώρο γενικότερα.

Το 2004 η Εθνική Ελλάδας των 2 μόλις συμμετοχών σε κορυφαίες διοργανώσεις, κατάφερε να εξασφαλίσει συμμετοχή σε τελική φάση Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, έπειτα από 24 ολόκληρα χρόνια.

Στα πορτογαλικά γήπεδα η «γαλανόλευκη» έκανε τη διαφορά με την πρόκριση στα προημιτελικά, προερχόμενη από μάχες με δύσκολους αντιπάλους όπως η οικοδέσποινα, η Ισπανία και η Ρωσία.

Η ποδοσφαιρική επιτυχία για τη χώρα ήταν ήδη τεράστια και σε αυτό δεν είχε μερίδιο μόνον ο Ότο Ρεχάγκελ.

Σε κάθε προπόνηση πίσω από εκείνον βρισκόταν ένας άνθρωπος-κλειδί που με πάθος και πειθαρχία μετέφραζε στους παίκτες την κάθε οδηγία και μετέδιδε, παράλληλα, χρησιμοποιώντας τη λεγόμενη γλώσσα του σώματος, τη φιλοσοφία του Γερμανού τεχνικού.

«Ο Γιάννης είναι ο σημαντικότερος μου συνεργάτης. Τα παιδιά μου λένε συνέχεια για το πώς εκείνος μιλάει ακριβώς το ίδιο με μένα, μόνο που το κάνει στα ελληνικά.

Έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει διδάσκω στους παίκτες μας έναν προς έναν, διότι μιλάμε την ίδια ποδοσφαιρική γλώσσα.

Ο ρόλος του είναι τόσο σπουδαίος για ακόμα έναν πολύ σημαντικό λόγο και αυτός είναι πως μόνο ο Χαριστέας και ο Γεωργάτος ήξεραν γερμανικά», ήταν μερικά από τα κολακευτικά λόγια που είχε πει κατά καιρούς ο «Όθωνας» για τον Τοπαλίδη.

Στους «8» η Ελλάδα θα έβρισκε στον δρόμο της τη Γαλλία του Ζινεντίν Ζιντάν και όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος αρκετά χρόνια αργότερα στον «ΣΠΟΡ FM 94,6»: «Ο Ρεχάγκελ είχε και έχει ένα συνήθειο να παρακολουθεί τους ανθρώπους και έτυχε να συναντήσουμε στο αεροδρόμιο τον προπονητή της Γαλλίας.

Τότε γύρισε και μου είπε πως ‘’αν κληθούμε να αντιμετωπίσουμε την ομάδα του, από αυτόν δεν χάνουμε’’. Εκείνη την εποχή αρκετοί περίμεναν να ξεφτιλιστούμε και μας ανέφεραν την ομάδα του 1994, όμως εκείνος μου έλεγε ‘’ας τους να λένε, δεν ξέρουν ότι έχουμε καλή ομάδα’’.

 

Το «θαύμα των θαυμάτων»

Με το γκολ του Χαριστέα, μετά τη σέντρα για σεμινάριο του αρχηγού Θοδωρή Ζαγοράκη, οι κάτοχοι του τροπαίου «τρικολόρ» παρέδωσαν τα σκήπτρα τους και η Εθνική τσέκαρε το εισιτήριο για τον ημιτελικό κόντρα στη φορμαρισμένη Τσεχία του Κόλερ, του Μπάρος, του Νέντβεντ…

«Ξεκαθάρισα στους παίκτες πως δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε και ότι θα δώσουμε στους Τσέχους τη μεγαλύτερη μάχη της ζωής μας. Σε αυτό το μήνυμα, στη νοοτροπία αυτή του νικητή με βοήθησε σε τεράστιο βαθμό ο βοηθός μου Γιάννης», δήλωνε πριν από τον ημιτελικό ο Ρεχάγκελ εξυμνώντας (ξανά) τον καθοριστικό ρόλο του Τοπαλίδη στην ομάδα.

«Βλέποντας τον αγώνα της Τσεχίας με τη Δανία, ο οποίος είχε λήξει 3-0, μαζί με τον κ.Γκαγκάτση, διαπιστώσαμε ότι οι Τσέχοι έχουν καλή ομάδα, αλλά εμείς πιστεύαμε ότι μπορούμε να πετύχουμε το ακατόρθωτο.

Μετά τη Γαλλία, όταν κανείς δεν μας έδινε κανείς ελπίδες, όλοι πιστέψαμε ότι μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τον τελικό και από εκεί και πέρα όταν όντως φτάσαμε ξέραμε πως είχαμε πιθανότητες να το κατακτήσουμε».

Ο Τραϊανός Δέλλας με μια κεφαλιά-οβίδα έβαλε το χρυσό γκολ στην παράταση και έστειλε τους πολυμήχανους Έλληνες στον τελικό της Λισαβόνας.

Απέναντι στην οικοδέσποινα Πορτογαλία στο στάδιο «Λουζ», η αρμάδα του Ρεχάγκελ και του Τοπαλίδη, υπέγραψε τη μεγαλύτερη έκπληξη στην Ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου.

Έπειτα από το κόρνερ του Βασίλη Τσιάρτα, ο Άγγελος Χαριστέας όπως και με τους Γάλλους έστειλε με φαρμακερή κεφαλιά την μπάλα στα δίχτυα του Ρικάρντο, ρίχνοντας στο καναβάτσο το σύνολο από αστέρια των Κριστιάνο Ρονάλντο, Ντέκο, Φίγκο, Νούνο Γκόμεζ και Καρβάλιο του Φελίπε Σκολάρι.

Ο Μάρκους Μερκ σφύριξε τη λήξη και ο Τοπαλίδης μαζί με τον Ρεχάγκελ πέτυχαν το θαύμα των θαυμάτων, υποχρεώνοντας ολόκληρο τον ποδοσφαιρικό κόσμο να παραμιλά!

«Tην 4η Ιουλίου λέμε όλοι μας Χρόνια Πολλά. Είναι σαν να έχουμε γενέθλια, γιορτή. Ήταν μία μέρα που θα την θυμόμαστε για πάντα, ήταν ένα μακρύ και όμορφο ταξίδι, ίσως και με άλλα λόγια ένα παραμύθι.

Έπαιξε σαφώς πολύ μεγάλο ρόλο πως είχαμε μια πολύ καλή ομάδα και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα ίσως θα είχαν άλλη τροπή αν έκανε πράξη την πρόθεση του να φύγει από την ομάδα ο Χερ Οτο όταν είχαμε χάσει τα δύο πρώτα ματς των προκριματικών με Ισπανία και Ουκρανία.

Κάναμε μεγάλη προσπάθεια να τον μεταπείσουμε και ευτυχώς τα καταφέραμε. Τελικά τον κράτησε ο Γκαγκάτσης και εμείς, με αποτέλεσμα να είμαστε μετά από 18 ματς αήττητοι.

Έτσι γράφεται η ιστορία. Όλη η χώρα βγήκε στους δρόμους να πανηγυρίσει. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε όλο τον κόσμο. Όπου υπήρχαν Έλληνες. Θέλαμε να τους ικανοποιήσουμε και το καταφέραμε, τους δώσαμε μεγάλη χαρά. Τώρα το συνειδητοποιούμε σιγά σιγά πόσο μεγάλο ήταν αυτό που κάναμε», είχε δηλώσει στον «ΣΠΟΡ FM 94,6».

Τα κατοπινά χρόνια

Ύστερα από το μεγαλειώδες επίτευγμα το 2004, ο Τοπαλίδης βρέθηκε με την Εθνική στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008 στα γήπεδα Ελβετίας και Αυστρίας, αλλά και στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Νοτίου Αφρικής το 2010.

Όταν ήρθε το τέλος της συγκεκριμένης διοργάνωσης, κι αφού μεσολάβησαν 9 μαγικά χρόνια, εκείνος και ο Χερ Ότο ανακοίνωσαν το τέλος από τον «γαλανόλευκο» πάγκο.

Έπειτα από δυο χρόνια απουσίας/αποφόρτισης από τον χώρο, ο Τοπαλίδης επέστρεψε στη δράση για χάρη της κυπριακής Πάφου, ενώ το 2013 είχε ένα σύντομο πέρασμα από τον Βύζαντα Μεγάρων και την Καβάλα.

Το 2014 ανέλαβε χρέη τεχνικού διευθυντή στον Άρη και έναν χρόνο αργότερα έγινε κάτοικος Ιράν για λογαριασμό της Ραχ Αχάν, ομάδα της Τεχεράνης, η οποία είχε υψηλές προσδοκίες.

Αρχικά, εργάστηκε ως τεχνικός διευθυντής και στη συνέχεια ως πρώτος προπονητής, προτού μείνει ελεύθερος το καλοκαίρι του 2016.

«Τον τελευταίο καιρό εργαζόμουν στη Ραχ Αχάν. Στην αρχή ως τεχνικός διευθυντής και στη συνέχεια ως προπονητής. Αυτό συνέβη διότι μου το ζήτησε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης της ομάδας, ο οποίος εκτίμησε τη δουλειά μου και αφού έμεναν εννέα αγώνες για να τελειώσει η χρονιά.

Από εκεί αποχώρησα διότι εμένα μπορεί να μου φέρθηκαν καλά, αλλά υπάρχουν αρκετά προβλήματα οικονομικής φύσεως, με τους παίκτες να μην πληρώνονται πάντα στην ώρα τους και τις συνθήκες διαβίωσης να μην είναι καλές.

Στόχος μου είναι να μείνω εδώ και να δουλέψω στην Ευρώπη. Στη Γερμανία, στην Ελλάδα, θέλω να εργασθώ ως προπονητής», είχε εκμυστηρευτεί σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Ο Γιάννης Τοπαλίδης αποτέλεσε το άλλο μισό του Ότο Ρεχάγκελ για σχεδόν μια δεκαετία στην Εθνική Ελλάδας και έναν πρωτεργάτη που βοήθησε στο μέγιστο, προκειμένου να ολοκληρωθεί η κορυφαία επιτυχία της Ιστορίας της.

Κυριάκος Δημητρόπουλος

Τελειόφοιτος Κέντρου Αθλητικού Ρεπορτάζ

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!