«Η ζωή μου ήταν πολύ ταραχώδης. Πάντα ήμουν ένας περίεργος, προσεκτικός, ακούραστος άνθρωπος. Βασικά, ταξίδευα στον κόσμο και έκανα χίλιες δουλειές πριν να γίνω ηθοποιός. Η Νάπολη βρίσκεται πάντα στην καρδιά μου, ακόμη κι αν πάντα επιστρέφω στη Ρώμη, τη δεύτερη πόλη μου».
Η παραπάνω φράση ανήκει στον Μπαντ Σπένσερ, ο οποίος στις 19 Σεπτεμβρίου 1950 είχε γίνει ο πρώτος Ιταλός που κολύμπησε τα 100μ. ελεύθερο σε λιγότερο από ένα λεπτό.
Ο Κάρλο Πεντερσόλι, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1929 στη Σάντα Λούτσια, μία ιστορική περιοχή της Νάπολης.
Ο πατέρας Αλεσάντρο Πεντερσόλι και η μητέρα Ρόζα Φακέτι τον κράτησαν για πρώτη φορά στην αγκαλιά τους στο ίδιο κτίριο που είδε το φως της ζωής ο συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης Λουτσιάνο ντε Κρεσέντσο.
Ο μικρός Κάρλο άρχισε το σχολείο το 1935 και, παράλληλα, επέδειξε κλίση σε διάφορα αθλήματα, με δημοφιλέστερο εκείνο της κολύμβησης.
«Τις βόμβες. Ξέρετε, υπήρχε ο Πόλεμος. Μεγάλωνα και τις θυμάμαι καλά», ήταν η απάντηση που έδωσε όταν ρωτήθηκε ποιες ήταν οι πιο έντονες αναμνήσεις που είχε από τη Νάπολη.
Επιπλέον, το εργοστάσιο επίπλων που διατηρούσαν οι Πεντερσόλι είχε καταστραφεί από αεροπορικές επιθέσεις των Συμμαχικών Δυνάμεων.
Το 1940 μετακόμισαν οικογενειακώς στη Ρώμη (σ.σ. εκεί βρισκόταν από το 1934 και η αδερφή του Βέρα) εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του, με αποτέλεσμα να βγάλει εκεί το Γυμνάσιο και να εγγραφεί σε κολυμβητικό όμιλο.
«Στην αρχή είχα κάποιες δυσκολίες με την προσαρμογή. Και νομίζω ότι είναι φυσιολογικό για κάθε παιδί που αλλάζει περιβάλλον. Η Ρώμη ήταν μια όμορφη πόλη, αλλά η τρομερή περίοδος του Πολέμου, ασφαλώς δεν ήταν ευχάριστη. Μέναμε στο Παριόλι και πήγαινα στο σχολείο του Σαν Γκαμπριέλε.
Στην αρχή, επαναλαμβάνω, αισθανόμουν τη δεδομένη διαφορά στον τρόπο ζωής και σκέψης των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι είναι ωραίοι, ίσως οι καλύτεροι, αλλά μου πήρε χρόνο να προσαρμοστώ, διότι μετά από μερικά χρόνια μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Νότια Αμερική», αφηγείτο ο Κάρλο Πεντερσόλι.
Προτού, όμως, περάσουν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τον Ιανουάριο του 1947, ο νεαρός Κάρλο τελείωσε με άριστα το σχολείο και άρχισε να σπουδάζει Χημεία στο Πανεπιστήμιο Σαπιέντσα της Ρώμης.
Τελικά άφησε τις σπουδές στη μέση για να ακολουθήσει την οικογένειά του στη Βραζιλία, όπου από το 1947 μέχρι το 1949 εργάστηκε στο ιταλικό προξενείο του Ρεσίφε και, συν τοις άλλοις, έμαθε άπταιστα πορτογαλικά.
Κάποτε ρωτήθηκε για τη σύντομη φοιτητική του ζωή και απάντησε: «Δεν πήγε καθόλου καλά. Ήμουν ένας από τους νεότερους σπουδαστές της Ιταλίας, μιας και δεν είχα κλείσει ούτε τα 17 μου. Έδωσα τρεις εξετάσεις, αλλά στο μεταξύ μου τηλεφώνησαν για να πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι.
Και ποια νομίζετε ότι ήταν η επιλογή μου; Φυσικά, ο αθλητισμός. Και όταν επέστρεψα στη Ρώμη, αποφάσισα να αφήσω τη Χημεία και να επιλέξω τη Νομική. Έδωσα κι εκεί μερικές εξετάσεις, όμως μετά με τις προπονήσεις, τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αυστραλίας κ.τ.λ., δεν αποφοίτησα ποτέ.
Έζησα τρία χρόνια στη Βραζιλία και έναν χρόνο στην Αργεντινή, προτού επιστρέψω στην Ιταλία, προκειμένου να προπονηθώ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι, όπου έλαβα μέρος στα 100μ. ελεύθερο. Επίσης, το 1956 συμμετείχα στη διοργάνωση της Μελβούρνης και το 1960 σε εκείνη της Ρώμης (σ.σ. οι πηγές αναφέρουν ότι δεν συμμετείχε στη Ρώμη)».
Όταν ο 20χρονος πια Κάρλο Πεντερσόλι επέστρεψε στην Ιταλία και εγγράφηκε στον σύλλογο Società Sportiva Lazio Nuoto, ουσιαστικά δηλαδή την ομάδα πόλο της Λάτσιο.
Όπως αναφέρεται στην προσωπική του ιστοσελίδα, ο Πεντερσόλι κατέκτησε επτά φορές το ιταλικό πρωτάθλημα (άλλες τρεις ως τζούνιορ) και πήρε άλλους τέσσερις εθνικούς τίτλους σε ομαδικές κατηγορίες.
«Ήταν ωραία που γύρισα στη Ρώμη, αν και μου έλειπε η Νάπολη, η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Ο πατέρας μου ήταν Ναπολιτάνος από πάππου προς πάππον, η μητέρα μου γεννήθηκε κοντά στην Μπρέσια, αλλά μίλαγε καλά τα ναπολιτάνικα. Και, φυσικά, ένιωθα νοσταλγία για τη Ρώμη, τη δεύτερη αγάπη μου», έλεγε ο ίδιος.
Ένα από τα πιο σημαντικά του επιτεύγματα ήταν το γεγονός ότι στις 19 Σεπτεμβρίου 1950 (στο Σαλσοματζόρε) έγινε ο πρώτος Ιταλός που έσπασε το φράγμα του ενός λεπτού στα 100μ. ελεύθερο, καθώς διένυσε την απόσταση σε 59.50.
Την ίδια χρονιά κατέλαβε την 5η θέση στα 100μ. και την 4η στα 4×200μ. στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βιέννης, ενώ το 1951 κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στα 100μ. ελεύθερο των Μεσογειακών Αγώνων της Αλεξάνδρειας με χρόνο 59.7 (σ.σ. πρώτος ο Αλέξ Ζανί).
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι έφτασε μέχρι τα ημιτελικά των 100μ. ελεύθερο (5ος στο γκρουπ του με 58.9, ομοίως έπραξε και το 1956 στη Μελβούρνη, με τη διαφορά ότι τερμάτισε 8ος στο γκρουπ του με 59.0.
Ως παίκτης του πόλο κατέκτησε το ιταλικό πρωτάθλημα το 1954 με τη Λάτσιο και το χρυσό μετάλλιο των Μεσογειακών Αγώνων του 1955 στη Βαρκελώνη με την εθνική Ιταλίας.
«Υπέροχες αναμνήσεις. Η συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες είναι το όνειρο κάθε αθλητή. Έπειτα αγάπησα τόσο πολύ τα σπορ που ασχολήθηκα σχεδόν με όλα: ράγκμπι, πόλο, ιστιοπλοΐα στη Βενεζουέλα όταν έζησα για τέσσερα χρόνια, αγωνιστική οδήγηση με «Alfa Romeo» την περίοδο που βρέθηκα στις ΗΠΑ…».
Γιατί, όμως, αποφάσισε μετά τη διοργάνωση της Μελβούρνης να μετακομίσει στη Βενεζουέλα; «Διότι ήμουν κουρασμένος με τη ζωή στο Παριόλι, όλα μου φαίνονταν μονότονα. Χρειαζόμουν νέα ερεθίσματα. Είχα πολλή ενέργεια και περιέργεια. Έπειτα, ήρθε ο γάμος, τα παιδιά και η ζωή μου άλλαξε. Προς το καλύτερο».
Στις 25 Φεβρουαρίου 1960 Κάρλο Πεντερσόλι παντρεύτηκε στη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη & Παύλου της Ρώμης την αγαπημένη του από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 Μαρία Αμάτο, κόρη του διάσημου Ιταλού σκηνοθέτη, σεναριογράφου και παραγωγού Τζουζέπε Αμάτο.
Ύστερα από 55 χρόνια έγγαμου βίου και τρία παιδιά, τον Τζουζέπε (1961), την Κριστιάνα (1962) και την Ντιαμάντε (1972), είπε: «Όταν μου ζητούν το μυστικό για το μεγάλο διάστημα που είμαστε μαζί τους λέω ‘ρωτήστε τη σύζυγό μου, είναι μια θαυμάσια γυναίκα’».
Έπειτα, γύρω στο 1965, το ζεύγος αποφάσισε να αγοράσει ένα σπίτι στην Κορτίνα Ντ’Αμπέτσο της βόρειας Ρώμης, επειδή η περιοχή είχε πολύ πράσινο και ήταν ήσυχη σε σημείο που ο τότε καπνιστής Κάρλο χρησιμοποιούσε ταξί για να βρει τσιγάρα!
Σταδιακά, βέβαια, το πράσινο έδωσε τη θέση του σε πολλά κτίρια, οι υπηρεσίες εκσυγχρονίστηκαν και η αγορά να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της.
Ο Κάρλο και η Μαρία, πάντως, δεν άφησαν ποτέ αυτή τη γειτονιά, ενώ κατά δήλωσή του, μόνο ένα από τα παιδιά τους είχε επιλέξει να ζήσει μακριά και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ.
Το 1967 μπήκαν οι βάσεις για να αποτελέσει αχτύπητο κινηματογραφικό ντουέτο με τον Τέρενς Χιλ (κατά κόσμον Μάριο Τζιρότι), ενώ την ίδια χρονιά άλλαξε το όνομά του σε Bud Spencer λόγω της αγαπημένης του μπύρας (Budweiser) και του λατρεμένου ηθοποιού Σπένσερ Τρέισι.
«Συνέβη κατά τύχη. Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός και δεν το είχα σπουδάσει ποτέ. Παντρεύτηκα την κόρη του μεγαλύτερου Ιταλού παραγωγού, του Τζουζέπε Αμάτο, αλλά μόνο όταν πέθανε ο πεθερός μου πέρασα οντισιόν με τον σκηνοθέτη Τζουζέπε Κολίτσι. Και εκεί συνάντησα τον Μάριο Τζιρότι, δηλαδή τον Τέρενς Χιλ», έχει πει.
Νωρίτερα, είχε εργαστεί σε μία αμερικανική εταιρεία που ήταν επιφορτισμένη με την κατασκευή του τεράστιου οδικού δικτύου μεταξύ Παναμά και Μπουένος Άιρες, καθώς και στην αντιπροσωπεία της «Alfa Romeo» στο Καράκας.
Μετά τον γάμο, τα πρώτα δύο παιδιά, το συμβόλαιο με τη RCA Records της Sony για να γράφει στίχους και soundtracks, καθώς και την παραγωγή ντοκιμαντέρ για τη RAI, ο Κάρλο Πεντερσόλι μετατράπηκε σε Μπαντ Σπένσερ.
Φυσικά, αν γινόταν εκτενής αναφορά στα πεπραγμένα του από το 1967 μέχρι το 2016 θα έπρεπε να ετοιμαστεί… άλλο ένα αφιέρωμα, γι’ αυτό και ο επίλογος θα έχει αθλητική απόχρωση.
Τον Απρίλιο του 1982 ο Μπαντ Σπένσερ είχε παραχωρήσει συνέντευξη στο περιοδικό «Eagles Supporters», καθότι ήταν υποστηρικτής της Λάτσιο.
-Bomber, Buldozer, Pari e dispari, Altrimenti ci arrabbiamo… Τίτλοι ταινιών που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορούν να συνδεθούν με την ιστορία της Λάτσιο.
«Δεν το είχα ξανασκεφτεί ποτέ. Υπάρχουν κι άλλες. Για παράδειγμα, το «Chissà perché… capitano tutte a me». Καπετάνιος όλων είναι η Λάτσιο! Ή το «Piedone». Κάποτε έπαιζε ο Μανφρεντίνι, ο επιθετικός της Ρόμα που αποκαλείτο έτσι (σ.σ. είχε ανοίξει μπαρ με αυτό το όνομα). Τώρα είμαι κι εγώ «piedone», αλλά της Λάτσιο».
-Φυσικά με κάποιον σαν κι εσένα στην επίθεση, θα είχαμε λύσει το πρόβλημα στο γκολ, αλλά δεν ήσουν ποτέ ποδοσφαιριστής.
«Το σπορ μου ήταν η κολύμβηση. Άρχισα παιδί στη Romana και ο πρόεδρος της Λάτσιο με ανακάλυψε εκεί. O Ολίντο Μπιτέτι με έφερε στη Λάτσιο. Εκεί αναδείχθηκα και έδωσα τον καλύτερο εαυτό μου ως αθλητής. Κάτω από τις σημαίες και τα γαλάζια-άσπρα χρώματα, ήμουν πρωταθλητής στην Ιταλία για 12 χρόνια.
Εκείνη την εποχή, θυμάμαι, ήμασταν όλη μια μεγάλη οικογένεια. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν ήμουν κολυμβητής, έγινα φίλαθλος της ποδοσφαιρικής Λάτσιο, εξαιτίας αυτής της όμορφης ατμόσφαιρας της φιλίας και του αθλητικού πνεύματος. Ήταν κάτι φυσικό και το μότο ήταν «La Lazio su tutti» (μτφρ. «Η Λάτσιο πάνω απ’ όλα»).
-Οπότε φαντάζομαι την κατάστασή σου τώρα (σ.σ. τότε η Λάτσιο έπαιζε στη Serie B).
«Τα πράγματα είναι άσχημα. Οι φίλαθλοι θα πρέπει να διατηρήσουν την ηρεμία τους. Όσον αφορά εμένα, δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους αγώνες. Ξέρετε, κάνω γυρίσματα παγκοσμίως, αλλά είμαι πάντα φίλαθλος και λυπάμαι πολύ που επικρατεί αυτή η κατάσταση. Νομίζω ότι τα πάντα είναι θέμα διαχείρισης. Οι παίκτες τα ζουν έντονα όλα αυτά».
-Αλλά υπάρχει μια αλλαγή στα διοικητικά (σ.σ. μεταβίβαση από τον Άλντο Λεντσίνι στον Τζιαν Καζόνι).
«Το ξέρω, αλλά πάντα χρειάζεται χρόνος για μία νέα κατάσταση, μία αποτελεσματική δομή. Με λίγα λόγια, ένα πλαίσιο που να καλύπτει τους πάντες: την ομάδα και τους φιλάθλους.
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο ιταλικό ποδόσφαιρο
Κοιτάξτε, για μένα ο σπουδαιότερος πρόεδρος που είχε η Λάτσιο ήταν ο Ρέμο Τζενόμπι λόγω του ενθουσιασμού που είχε για τα σπορ. Δεν το έβλεπε σαν μπίζνα. Για εκείνον υπήρχε μόνο ο αθλητισμός και η Λάτσιο».
Εν συνεχεία, ο Μπαντ Σπένσερ κλήθηκε να σχολιάσει την έννοια «στοιχηματισμός», επειδή το 1980 είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο Totonero που, μεταξύ άλλων, επέφερε τον υποβιβασμό της ρωμαϊκής ομάδας.
«Αγαπώ τα ερασιτεχνικά αθλήματα, όπου δεν υπάρχει το χρήμα ανάμεσα. Τώρα βέβαια αυτό ίσως να είναι μια ουτοπία», είχε δηλώσει.
***
Στις 27 Ιουνίου 2016 ο 86χρονος Μπαντ Σπένσερ απεβίωσε στη Ρώμη και ο γιος του Τζουζέπε μετέφερε το πικρό μαντάτο: «Ο μπαμπάς πέταξε μακριά ειρηνικά στις 18:15. Δεν υπέφερε, είχε όλους εμάς δίπλα του και τα τελευταία του λόγια ήταν ‘ευχαριστώ’».