Στα 50 του, ο Ντιντιέ Ντεσάμπ μπορεί να υπερηφανεύεται ότι έχει κατακτήσει τα πάντα. Στην τροπαιοθήκη του υπάρχουν πρωταθλήματα, κύπελλα, Champions League, Παγκόσμια Κύπελλα. Τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως προπονητής.
Μάλιστα, πλέον έχει περάσει περισσότερο χρόνο με τη δεύτερη ιδιότητα, αφού το ποδόσφαιρο το άρχισε το 1985 και το σταμάτησε το 2001, ενώ το ίδιο έτος ανέλαβε τη Μονακό και μέχρι και σήμερα βρίσκεται στους πάγκους με σημαντικές διακρίσεις.
Η ενασχόλησή του με την προπονητική, όμως, θα μπορούσε να πάρει διαφορετική τροπή, αν τότε, στην εκκίνηση, δεν είχε μία συνάντηση με έναν πρώην αντίπαλό του στα γήπεδα και εχθρό του στην πρώτη ομάδα του, τη Μονακό. Ο Μάρκο Σιμόνε είναι αυτός που τον έβαλε στο παιχνίδι των πάγκων και ο Ντεσάμπ του το ξεπλήρωσε με… τσακωμούς.
Ανήμερα των 50ών γενεθλίων του προπονητή των πρωταθλητών κόσμου Γάλλων, το Sport-Retro.gr θυμάται την κόντρα των δύο αντρών.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για τη Γαλλία
Παγκόσμιος πρωταθλητής και προπονητής
Ήταν καλοκαίρι του 2001 όταν ο Ντεσάμπ, μετά από μία 16ετή καριέρα ως ποδοσφαιριστής παγκόσμιας κλάσης, αποφάσισε να κρεμάσει τα «παπούτσια» του. Σχετικά νωρίς, αφού ήταν μόλις 33 ετών, ωστόσο όλα στην πορεία του μέχρι τότε τα έκανε νωρίς.
Στα 12 του είχε φτάσει ήδη στο ύψος όπου θα έμενε στο υπόλοιπο της ζωής του, στα 14 είχε απορρίψει ήδη Μπορντό και Οσέρ για να ενταχθεί στα τμήματα υποδομής της Ναντ, στα 16 του είχε κάνει ήδη ντεμπούτο με τα «καναρίνια», στην ίδια ηλικία είχε μεταφέρει ήδη τα δυσάρεστα μαντάτα στον Μαρσέλ Ντεσαγί για τον θάνατο του ετεροθαλή αδερφού του.
Έπειτα, στα 20 του έχασε ο ίδιος τον αδερφό του και τρεις ημέρες μετά από αυτόν τον θάνατο, τον πατέρα της τότε συντρόφου του και μέχρι σήμερα συζύγου του, στα 24 του έγινε ο νεαρότερος αρχηγός που κατέκτησε Champions League και στα 29 του κατέκτησε Παγκόσμιο Κύπελλο.
Το ποδόσφαιρο, ως παίκτης, δεν είχε να του προσφέρει παραπάνω συγκινήσεις και οι δύο κακές για τα δεδομένα του σεζόν με Τσέλσι και Βαλένθια τον έκαναν να το κατανοήσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν σταμάτησε την μπάλα, αποφάσισε να ασχοληθεί με την τηλεόραση, παρουσιάζοντας μία ημίωρη εκπομπή συνεντεύξεων.
Δεν μπορούσε να μείνει μακριά από το άθλημα, όμως, με συνέπεια το καλοκαίρι του 2001 να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Μονακό από τον Κλοντ Πιελ.
Ο ηγέτης της επίθεσης στη Μονακό
Στο Πριγκιπάτο βρήκε μία ομάδα η οποία έναν χρόνο νωρίτερα πανηγύριζε το πρωτάθλημα, που έμελλε να είναι το τελευταίο μέχρι εκείνο του 2016-2017 με τον Λεονάρντο Ζαρντίμ και τον Κιλιάν Εμπαπέ στον σύλλογο. Πρωταγωνιστής σε εκείνη την πορεία μέχρι τον τίτλο ήταν ο Σιμόνε, ο Ιταλός επιθετικός που έκανε το όνομά του στη μεγάλη Μίλαν στις αρχές του ’90, έστω κι αν ποτέ δεν λογιζόταν ως βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος από τους Αρίγκο Σάκι και Φάμπιο Καπέλο.
Το καλοκαίρι του 1997 είχε την πρώτη επαφή με το γαλλικό ποδόσφαιρο, όταν πήρε μεταγραφή στην Παρί Σεν Ζερμέν και στο τέλος της σεζόν είχε κατακτήσει το Coupe de France και το Coupe de la Ligue, σημειώνοντας συνολικά 22 γκολ σε 43 αγώνες. Την επόμενη χρονιά οι αριθμοί του έπεσαν, όμως η Μονακό τον εμπιστεύτηκε κι εκείνος της το ξεπλήρωσε.
Το 1999-2000 σκόραρε 21 φορές στο πρωτάθλημα, μία λιγότερη από τον παρτενέρ του στην επίθεση, Νταβίντ Τρεζεγκέ, και οδήγησε τους Μονεγάσκους στην κατάκτηση του τίτλου για 7η φορά στην ιστορία τους. Παράλληλα, κατέκτησε τον τίτλο του Καλύτερου Ξένου στο πρωτάθλημα για δεύτερη φορά στην καριέρα του, μετά από την πρώτη σεζόν του στη Ligue 1.
Ο Σιμόνε είπε το «ναι» για Ντεσάμπ
Ο Σιμόνε έμοιαζε κι εκείνος με… πρίγκιπα στο Μόντε Κάρλο μετά από την εκπληκτική πρώτη χρονιά του, έστω κι αν στη συνέχεια δεν είχε τις ίδιες επιδόσεις, με τη Μονακό να τερματίζει στην 11η θέση της Ligue 1.
Ο Πιελ, μετά από 17 χρόνια ως παίκτης και δύο ως προπονητής, για πρώτη φορά στην πορεία του στο ποδόσφαιρο έπρεπε να αποχωριστεί τη Μονακό και ο ιστορικός πρόεδρος της ομάδας από το 1975, Ζαν Λουί Καμπορά, αναζητούσε τον αντικαταστάτη του στον πάγκο.
Κάποια στιγμή ζήτησε τη γνώμη του Σιμόνε για ένα όνομα που βρισκόταν στο προσκήνιο και ο Ιταλός απάντησε «καλή ιδέα». Το όνομα ήταν του Ντεσάμπ, ο οποίος αναζητούσε σύλλογο για να ανοίξει τα προπονητικά «φτερά» του και χρόνια αργότερα ο Σιμόνε επεσήμανε: «Αν έλεγα όχι, με την επιρροή και τη δύναμη που ασκούσα στον Καμπορά, ο Ντεσάμπ ίσως να μην ήταν προπονητής σήμερα».
Ο «νεροκουβαλητής» (όπως τον αποκαλούσε υποτιμητικά ο Ερίκ Καντονά) προσελήφθη και τίποτα δεν έδειχνε αυτό που θα επακολουθούσε μεταξύ των δύο αντρών.
Αποτυχημένη η πρώτη σεζόν
Ο Ντεσάμπ πήγε στο Μονακό με την ιδιότητα του προπονητή και του τεχνικού διευθυντή και σύμφωνα με τον τότε αθλητικό διευθυντή του συλλόγου, Ανρί Μπιανσερί, ο Ντεσάμπ «δεν ήξερε πλέον το γαλλικό ποδόσφαιρο και ίσως το υποτίμησε. Όμως, ως έξυπνος άνθρωπος, γρήγορα διόρθωσε την κατάσταση».
Η Μονακό που ανέλαβε δεν θύμιζε την πρωταθλήτρια του 2000. Οι Φαμπιάν Μπαρτέζ, Πάμπλο Κοντρέρας (μετέπειτα του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού), Γουιλί Σανιόλ, Φιλίπ Κριστανβάλ, Σαμπρί Λαμουσί, Κοστίνια και Σαλίφ Ντιαό είχαν φύγει, όπως και ο Τρεζεγκέ.
Στο ρόστερ, πάντως, υπήρχαν κάποια σημαντικά ονόματα με παρελθόν ή μέλλον, όπως οι Φλάβιο Ρόμα, Τόνι Σίλβα, Ερίκ Αμπιντάλ (μετέπειτα και του Ολυμπιακού), Σιρίλ Ντομορό, Γκαέλ Ζιβέ, Ραφαέλ Μάρκες (ηγέτης της άμυνας στη σεζόν του τίτλου), Ζιλιέν Ροντριγκέζ, Πόντους Φάρνερουντ, Μαρσέλο Γκαγιάρδο (βασικός οργανωτής στη σεζόν του τίτλου), Βλάντιμιρ Γιούγκοβιτς, Γιάροσλαβ Πλάσιλ, Ζερόμ Ροτέν, Όλιβερ Μπίρχοφ, Λουντοβίκ Ζιουλί, Σαμπανί Νοντά, Νταντό Πρσο και Φλόριν Ραντουτσιόιου.
Αυτή η ομάδα όφειλε να κάνει περισσότερα πράγματα από την κατάληψη της 14ης θέσης, μόλις τρεις βαθμούς πάνω από τη διακεκαυμένη ζώνη, ωστόσο τα εσωτερικά προβλήματα ήταν πολλά, όπως διαπίστωσαν και οι Ζαν Πετί και Ζαν Λικ Ετορί, που αργότερα έγιναν βοηθοί του Ντεσάμπ. «Η πρώτη σεζόν του ήταν καταστροφική. Από τους παίκτες μέχρι τους διοικούντες, όλοι ήταν εναντίον του», σημείωνε ο Πετί.
«Ο Ντεσάμπ πρέπει να απολυθεί»
Τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν ο Ντεσάμπ δεν ξεφορτωνόταν τον Σιμόνε τον Σεπτέμβριο του 2001. Ο Γάλλος τεχνικός έκρινε ότι ο μέχρι πρότινος βασικός φορ της ομάδας δεν βρισκόταν σε καλή φυσική κατάσταση και μετά από πέντε αγώνες στο πρωτάθλημα, τον έστειλε δανεικό στη Μίλαν.
Στην πρωτεύουσα της Λομβαρδίας ο άλλοτε διεθνής επιθετικός δεν είχε καλύτερη τύχη, αφού ολοκλήρωσε τη σεζόν με μόλις 15 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις και ένα γκολ, ωστόσο «πυροβολούσε» με άλλους τρόπους, με τη γλώσσα του.
Τον Δεκέμβριο του 2001 παραχώρησε συνέντευξη στο «France Football» και εξαπέλυσε πυρ εναντίον του Ντεσάμπ. «Υπάρχει μόνο ένα άτομο υπεύθυνο για την κακή εκκίνηση της Μονακό, ο Ντιντιέ Ντεσάμπ. Η διαχείριση της ομάδας είναι καταστροφική. Συμπεριφέρεται ως παίκτης και δεν έχει την κατάλληλη αντικειμενικότητα για να αναλύσει τα πράγματα. Δεν έχει ιδέα για να προπονήσει μία τέτοια ομάδα. Πιστεύει ότι είναι ισχυρότερος από όλους τους άλλους, επειδή είναι πρωταθλητής κόσμου».
«Δεν έχει την αίσθηση ευθύνης ενός προπονητή. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Στην αρχή της σεζόν και μετά από τα παιχνίδια, πήγαινε να παίξει τένις με μέλη του τεχνικού επιτελείου. Δεν είναι τρόπος αυτός να συμπεριφέρεσαι όταν προπονείς μία ομάδα όπως η Μονακό».
«Είμαι στη Μίλαν μέχρι το τέλος της σεζόν, όμως έχω ακόμα συμβόλαιο για τα επόμενα δύο χρόνια με τη Μονακό. Σκοπεύω να γυρίσω εκεί και θα δω τι θα κάνουμε. Αν τα πράγματα πάνε καλά, θα μείνω. Ειδάλλως, θα φύγω και θα πάω κάπου αλλού».
«Ελπίζω ο Ντεσάμπ να απολυθεί σύντομα. Η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί και ελπίζω τα σχόλιά μου να έχουν αντίκτυπο. Αν ο πρόεδρος Καμπορά τον επέλεξε, ήταν επειδή χρειαζόταν κάποιον φιλικό προς τα ΜΜΕ για να αντικαταστήσει τον Πιελ. Όμως, δεδομένων των αποτελεσμάτων, δεν μπορεί να μείνει άλλο. Γνώρισα πολλούς προπονητές στην καριέρα μου, όμως ακόμα αναρωτιέμαι πώς ο Ντιντιέ Ντεσάμπ έγινε προπονητής της Μονακό».
Η σκληρή απάντηση του Ντεσάμπ
Η σφοδρή επίθεση δεν είχε προηγούμενο και μερικές μέρες μετά, ο Ντεσάμπ απάντησε στον πρώην αρχηγό της ομάδας.
«Η δήλωσή του είναι μία επαγγελματική γκάφα και δείχνει ποιος είναι στην πραγματικότητα από ανθρώπινη άποψη. Κορόιδεψε αρκετούς ανθρώπους όσο έπαιζε στην Παρί. Τώρα επιτίθεται σε μένα. Αλλά τον γνωρίζουμε. Αναρωτιέμαι για τις προθέσεις του, αφού το συμβόλαιο με τη Μονακό έχει ακόμα δύο χρόνια. Λέει ότι είναι χαρούμενος με τη Μίλαν, όμως γνωρίζοντας τη ματαιοδοξία του, αμφιβάλουμε ότι είναι ευχαριστημένος που κάθεται στον πάγκο».
Ο Γάλλος τεχνικός είχε διώξει ήδη από την ομάδα έναν Ιταλό διεθνή, τον Κριστιάν Πανούτσι, που είχε αποκτηθεί τον Ιανουάριο του 2001, ωστόσο ήρθε σε ρήξη με τον Ντεσάμπ το καλοκαίρι του 2001 και έφυγε για τη Ρόμα, όπου έκανε σπουδαία καριέρα.
Πλέον, είχε έρθει η ώρα του Σιμόνε, έστω κι αν η τοποθέτηση του Ρόμα σε θέση βασικού τερματοφύλακα, δείχνει ότι το πρόβλημα του Ντεσάμπ δεν είχε να κάνει με την εθνικότητα, αλλά με τη συμπεριφορά.
Φραστική επίθεση για την αλλαγή στο 4′
Το καλοκαίρι του 2002 ο δανεισμός του Σιμόνε στη Μίλαν ολοκληρώθηκε, όμως ο Ντεσάμπ είχε αντιληφθεί ότι έπρεπε να κάνει προσεκτικές κινήσεις για να παραμείνει στην ομάδα. Αντί να απαιτήσει την κεφαλήν του Ιταλού επί πίνακι, τον κράτησε στην ομάδα και προσπάθησε να συσφίξει τις σχέσεις του με τους διοικούντες, αποδεχόμενος τους Πετί και Ετορί στο πλευρό του.
Η… pax romana είχε ημερομηνία λήξης. Τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2002 ήρθε η κορύφωση της κόντρας. Η Μονακό υποδέχθηκε στο «Λουί Ντε» τη Χάβρη για το πρωτάθλημα. Η αναμέτρηση άρχισε με τον χειρότερο τρόπο για τους γηπεδούχους, αφού ο Ρόμα δέχθηκε κόκκινη κάρτα μόλις στο 4ο λεπτό.
Ο Ντεσάμπ έπρεπε να αντικαταστήσει κάποιον παίκτη για να βάλει τον Σίλβα στο τέρμα. Ο παίκτης που επέλεξε, δίχως κάποια έκπληξη, όταν ο Σιμόνε.
Καθώς ο Ιταλός κατευθυνόταν προς τον πάγκο, ο Ντεσάμπ πήγε να δώσει το χέρι του στον Σιμόνε, ωστόσο γρήγορα το μετάνιωσε. «Μη μου δίνεις το χέρι πλέον. Δεν είσαι άντρας. Είσαι σκατά», είπε ο Σιμόνε προς τον προπονητή του.
Τα πάντα είχαν τελειώσει για εκείνον. Με τη φραστική επίθεση προς τον Ντεσάμπ, ουσιαστικά «σφράγισε» το ποδοσφαιρικό μέλλον του. Αυτήν τη φορά, ο Γάλλος δεν γινόταν να μείνει απροστάτευτος από τη διοίκηση. «Το μεγαλύτερο προπονητικό λάθος μου ήταν που άφησα το περιβραχιόνιο στον Ιταλό», δήλωσε ο Ντεσάμπ. Ο Καμπορά πήρε το μέρος του και η σεζόν του Σιμόνε ολοκληρώθηκε με μόλις 5 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις, οι 3 ως βασικός.
«Πόλεμος» δηλώσεων μέχρι σήμερα
Το καλοκαίρι του 2003, η Μονακό πανηγύριζε την κατάκτηση του Coupe de la Ligue, δίχως τη συμμετοχή του Σιμόνε. Ο άλλοτε ηγέτης του συλλόγου έμεινε δίχως συμβόλαιο και κατέληξε στη Νις, όπου μετά από 7 συμμετοχές το 2003-2004, σταμάτησε την καριέρα του (υπήρχαν και 11 αγώνες στη Λενιάνο της Serie C το 2005-2006).
Ο Ντεσάμπ όχι μόνο συνέχισε, αλλά το 2003-2004 οδήγησε τη Μονακό στον τελικό του Champions League. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο ένας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο με την εθνική Γαλλίας και ο άλλος, παρότι άρχισε την προπονητική σταδιοδρομία όπως και ο Ντεσάμπ δέκα χρόνια αργότερα, αναλαμβάνοντας τη Μονακό το 2011, πλέον είναι προπονητής στην Κλουμπ Αφρικέν της Τυνησίας.
Αν και οι δυο τους έχουν μιλήσει κι έχουν αφήσει πίσω τους τα άσχημα, δεν έχουν λείψει και οι εμπρηστικές δηλώσεις. «Τον θεωρώ καλό προπονητή, όμως δεν έχω σεβασμό απέναντί του, αφού κι ο ίδιος δεν είχε σεβασμό προς εμένα», δήλωσε ο Σιμόνε στην «Equipe» προ ετών.
«Η πρώτη σεζόν μου στη Μονακό ήταν πολύ άσχημη. Δεν ήμουν ιδιαίτερα προετοιμασμένος, είχα φύγει από τη Ligue 1 για επτά χρόνια και σχεδόν τελείωσα εκεί. Κάποιοι παίκτες είχαν τον εγωισμό τους, μεταξύ των οποίων κι ένας που είναι σύμβουλος σε ανταγωνιστικό κανάλι. Ένας Ιταλός, ονόματι Μάρκο. Μπορεί να μην θυμάται, όμως εγώ θυμάμαι», είχε πει ο Ντεσάμπ σε τηλεοπτική συνέντευξη.
«Τι έχει κερδίσει ο Ντεσάμπ στην καριέρα του; Ένα πρωτάθλημα με τη Μαρσέιγ και τη Serie B με τη Γιουβέντους. Για να λέμε την αλήθεια, είχε σπουδαίες ομάδες, σπουδαίους παίκτες, όμως δεν κέρδισε τόσα πολλά», έλεγε στη «Figaro» ο Σιμόνε, ως προπονητής της Τουρ το 2015-2016, τη χρονιά που βρήκε τον Ντεσάμπ στον τελικό του Euro 2016 ως τεχνικός της Γαλλίας.