Ο Παναθηναϊκός του «Γουέμπλεϊ», ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι, η ΑΕΚ του Μπάγεβιτς, ο Άρης των Γκάλη-Γιαννάκη, ο ΠΑΟΚ του Κούδα, ξανά ο Παναθηναϊκός, αλλά του Ομπράντοβιτς, και πάει λέγοντας…
Κορυφαίοι σύλλογοι που εμφανίστηκαν κατά διαστήματα στην Ελλάδα, έγραψαν Ιστορία, μνημονεύονται συχνά, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που «λησμονούνται», επειδή είχαν την… ατυχία να μην είναι ποδοσφαιρικοί ή μπασκετικοί.
Ο Ηρακλής της δεκαετίας του 2000 ήταν μία από τις πιο σπουδαίες ομάδες βόλεϊ της χώρας, που τότε διένυε τη «χρυσή» του εποχή.
Ο «γηραιός» κατέκτησε 5 πρωταθλήματα, 6 κύπελλα και 4 Super Cup, ενώ συμμετείχε σε πέντε Final 4 του CEV Champions League και σε τρία εξ αυτών βρέθηκε στον τελικό.
Ο τελικός που πλήγωσε περισσότερο τους φιλάθλους της ομάδας ήταν αυτός στις 27 Μαρτίου 2005, όταν η γαλλική Τουρ έκανε την έκπληξη και υπέταξε τον Ηρακλή στο κατάμεστο κλειστό της Πυλαίας.
Μία σεζόν που συνοδεύτηκε, όμως, από αήττητο νταμπλ για τους «κυανόλευκους», αφού νίκησαν στα 43 από τα 45 ματς που έδωσαν συνολικά.
Παίκτες όπως ο Στάνλεϊ Μπολ, ο Θεόδωρος Μπάεφ, ο Αντρέι Κράβαρικ ήταν οι κολώνες αυτής της φοβερής ομάδας, η οποία ανάμεσά της διέθετε και έναν πρώην αντίπαλο που για δύο χρόνια έζησε μεγάλες στιγμές, αγάπησε και αγαπήθηκε.
Ο Μάριος Γκιούρδας, σημερινός team manager της Εθνικής ομάδας, αποτέλεσε σημαντικό σημείο αναφοράς εκείνης της φουρνιάς αλλά και περιόδου γενικότερα.
Ο παλαίμαχος άσος με ένα τεράστιο παλμαρέ τίτλων και διακρίσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται η συμμετοχή σε έξι ευρωπαϊκούς τελικούς με Ηρακλή και Ολυμπιακό, μίλησε στο Sport-Retro.gr για εκείνα τα δύο «μαγικά» χρόνια που αγωνίστηκε στον «γηραιό»
***
Ανάμεσα στους τίτλους και τις μεγάλες στιγμές της καριέρας σου, είχες και τρεις τελικούς Champions League με δύο διαφορετικές ομάδες, αλλά δυστυχώς δεν κατέκτησες ποτέ το τρόπαιο. Σου έχει μείνει μία αίσθηση ανολοκλήρωτου λόγω αυτού του γεγονότος;
«Δεν νιώθω θλίψη, παρά μόνο για τον τελικό του 2002 με τον Ολυμπιακό απέναντι στη Ματσεράτα, όπου λόγω διαστρέμματος στον ημιτελικό δεν είχα καταφέρει να αγωνιστώ σε εκείνο το ματς. Φυσικά δεν μου άρεσε να χάνω, αλλά νιώθω τυχερός που έφτασα να παίξω τόσο μεγάλα παιχνίδια στην καριέρα μου.
Έχω επιλέξει να το βλέπω από αυτήν τη σκοπιά. Εξάλλου, οι ήττες δεν διαγράφουν ούτε την πορεία μέχρι τους τελικούς ούτε την προσπάθεια και τον αγώνα που χρειάστηκε να καταβάλλω εγώ και οι συμπαίκτες μου».
Σαν σήμερα είχε διεξαχθεί ο τελικός του Final 4 της Θεσσαλονίκης με την Τουρ, όπου ο Ηρακλής αν και φαβορί ηττήθηκε. Τι θυμάσαι από εκείνο το ματς;
«Ήταν μία ήττα που δεν την περιμέναμε. Θεωρώ ότι ήμασταν και άτυχοι μέσα στα άλλα. Αν δεις όλα τα σετ τα χάσαμε στις λεπτομέρειες, αλλά δεν ήμασταν και πλήρως συγκεντρωμένοι ίσως. Την προηγούμενη μέρα είχαμε επικρατήσει της Λοκομοτίβ Μπέλγκοροντ, η οποία ήταν το φαβορί της διοργάνωσης και η μοναδική ομάδα που μας είχε κερδίσει νωρίτερα μέσα στη σεζόν.
Περιττό να σου πω ότι το βράδυ δεν κοιμηθήκαμε από την υπερένταση. Κάπου μέσα μας θεωρήσαμε ότι το ματς με την Τουρ ήταν διαφορετικό. Παίζαμε μπροστά στους φιλάθλους μας, πήραμε και το πρώτο σετ σε εκείνο τον τελικό και επαναπαυθήκαμε κάπως, οπότε έγινε η ζημιά».
Ο «νονός» του Ιβανώφειου και η αντιναζιστική δράση του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Ο Γεώργιος Κατσάνης υπηρέτησε τον Ηρακλή και την ελευθερία
Λίγες ημέρες μετά, όμως, βρήκατε τα ψυχικά αποθέματα να κατακτήσετε το Κύπελλο Ελλάδας, ενώ ολοκληρώσατε τη σεζόν με νταμπλ. Συνολικά 43 νίκες σε 45 ματς, εγχώριο νταμπλ και παραλίγο τρεμπλ. Ποιο ήταν το μυστικό σας;
«Έχω δηλώσει και στο παρελθόν ότι εκείνη η σεζόν ήταν «μαγική». Ήμασταν μία πληρέστατη ομάδα σε όλες τις γραμμές. Αν ήταν κακός ή μέτριος κάποιος μία μέρα, πάντα υπήρχε κάποιος άλλος για να καλύψει εκείνο το κενό. Συν τοις άλλοις βοήθησε πολύ και η διοίκηση, η οποία όχι μόνο είχε επενδύσει στην ομάδα αλλά βρισκόταν κοντά μας ανά πάσα στιγμή.
Πλην του οικονομικού, που δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ πρόβλημα, υπήρχαν πάντα άνθρωποι στις προπονήσεις και προλάβαιναν όποιο κακό πήγαινε να συμβεί, γιατί οι παίκτες ναι μεν ήμασταν πολύ κοντά μεταξύ μας, αλλά σε μία χρονιά με τόσες απαιτήσεις πάντα δημιουργούνται εντάσεις. Στον Ηρακλή υπήρχε πρόληψη για κάθε τέτοιο ενδεχόμενο».
Ο Ηρακλής που δεν έχανε, αλλά δεν πήρε ό,τι άξιζε
Καλά όλα αυτά, αλλά για να ηττηθείς σε έναν τελικό με τέτοιο τρόπο και να κατακτήσεις δύο τίτλους μετά, πρέπει να έχεις και μεγάλη πίστη στις δυνατότητές σου. Είχατε τη σιγουριά ότι είστε καλύτεροι από τους αντιπάλους σας;
«Σίγουρα είχαμε έναν αέρα και πίστη στις δυνατότητές μας. Αυτό φάνηκε και την επόμενη χρονιά που πιστεύω ότι ήμασταν ακόμα καλύτεροι, αλλά πέσαμε πάνω στη Σίσλεϊ Τρεβίζο στον τελικό του Champions League. Αφενός μεν έπαιζε στην έδρα της, αφετέρου δε εκείνο το βράδυ έκανε το τέλειο παιχνίδι. Παρ’ όλα αυτά, αμέσως μετά κατακτήσαμε το Κύπελλο με αντίπαλο τον Ολυμπιακό, αν και στους τελικούς της Α1 ηττηθήκαμε από τον Παναθηναϊκό».
Τάφος του Ινδού: «Ένα σπουδαίο μουσείο, χωρίς υλικά εκθέματα»
Υπήρχε κάποιος μέσα στην ομάδα που να είχε σημαίνοντα ρόλο στο μεταξύ σας κλίμα. Εσύ, ας πούμε, είχες επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από μία διετία στο πολύ δυνατό ιταλικό πρωτάθλημα.
«Είχα αγωνιστεί για ένα χρόνο στην Πάρμα. Το ιταλικό πρωτάθλημα το θεωρώ το καλύτερο στον κόσμο. Από εκεί αποκόμισα εμπειρίες και στο αγωνιστικό κομμάτι. Οι προπονήσεις ήταν πολύ πιο σκληρές σε σχέση με την Ελλάδα και δεν υπάρχει ποτέ ‘εύκολο’ ματς. Επίσης αποκόμισα εμπειρίες, αναφορικά με το πώς να χειρίζομαι τις καταστάσεις.
Στα αποδυτήρια του Ηρακλή, όμως, υπήρχαν μεγάλες προσωπικότητες και δεν ήταν μόνο ένας που να κάνει κάτι για όλους. Όλοι μαζί φτιάχναμε το κλίμα, όλοι μαζί βελτιωνόμασταν και σε αντίθεση με το εξωτερικό, όποιος συμπαίκτης μας είχε πρόβλημα, Έλληνας ή ξένος, τον βοηθούσαμε να το λύσει στον βαθμό που μπορούσαμε.
Στην Ιταλία, ας πούμε, αυτό δεν ίσχυε. Έπρεπε να βρεις την άκρη μόνος σου αν σου συνέβαινε κάτι. Δεν σου κρύβω, πάντως, ότι μου άρεσε εκεί. Αν δεν είχε προκύψει ακόμα η οικογένεια και τα παιδιά, θα συνέχιζα εκεί».
Γύρισες, όμως, στην Ελλάδα και στον Ηρακλή, όπου έζησες μία φοβερή διετία. Τι σημαίνουν αυτά τα δύο χρόνια για εσένα και πόσο δύσκολη ήταν η προσαρμογή, με δεδομένο ότι υπήρξες επί σειρά ετών παίκτης του Ολυμπιακού, ο οποίος ήταν ο μεγάλος αντίπαλος του Ηρακλή;
«Αυτή ήταν μία ιδιαιτερότητα που τη σκεφτόμουν. Είχα αγωνιστεί στον Ολυμπιακό σχεδόν 10 χρόνια, ενώ είμαι και υποστηρικτής του. Όπως έκανα, όμως, την επιλογή να παίξω στον Ολυμπιακό αντί της Ορεστιάδας το 1994, έτσι επέλεξα να επιστρέψω και για λογαριασμό του Ηρακλή. Κριτήριο αποτέλεσε το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες την αντίστοιχη χρονική στιγμή είχαν υψηλούς στόχους διάκρισης σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Το πρώτο Ευρωπαϊκό του εορτάζοντος Ολυμπιακού. Ο Γιάννης Λάιος στο Sport-Retro.gr
Θέλω επίσης να σταθώ στον τρόπο που με προσέγγισαν τότε οι άνθρωποι του Ηρακλή και μου έδειξαν ότι με θέλουν στην ομάδα. Εγώ από την πλευρά μου έδωσα όλο μου τον εαυτό για τον Ηρακλή και νομίζω κατάφερα να κερδίσω τους φιλάθλους της ομάδας, οι οποίοι βέβαια δεν ήταν επ’ ουδενί προκατειλημμένοι απέναντί μου.
Στον Ηρακλή πέρασα δύο υπέροχα χρόνια, τα οποία θα είναι πάντα στην καρδιά μου και νιώθω πολύ όμορφα που υπήρξα κομμάτι της ιστορίας και μέλος της οικογένειας του συλλόγου. Εξάλλου μία από τις πιο έντονα συγκινησιακές στιγμές που είχα στην καριέρα μου είναι εκείνη η τελευταία συνάντηση με τους συμπαίκτες μου και τον κόσμο, όταν λόγω οικονομικών προβλημάτων πιστοποιήθηκε ότι η ομάδα δεν θα συνεχίσει να υφίσταται ως είχε».
Αναφέρθηκες στους φιλάθλους του Ηρακλή, οι οποίοι ήταν πάντα κοντά στην ομάδα. Στην Ελλάδα συνηθίζουμε να μιλάμε για ομάδες με «μπασκετικό» κοινό και, φυσικά, υπάρχει το ποδόσφαιρο που είναι το πιο δημοφιλές άθλημα. Θεωρείς πως ο Ηρακλής κατάφερε να οικοδομήσει κοινό ή ότι ήταν κάτι πρόσκαιρο που οφειλόταν στις επιτυχίες;
«Οι φίλαθλοι του Ηρακλή αγαπούσαν το τμήμα βόλεϊ εξαρχής, ενώ υπήρξαν και αρκετοί άνθρωποι που λόγω επιτυχιών ήρθαν κοντά και κατάλαβαν περισσότερο το άθλημα. Σε κάθε περίπτωση το βόλεϊ έχει φέρει τόσες χαρές στον Ηρακλή, που είναι λογικό ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι δεν ασχολούνταν τότε, να ασχοληθούν στη συνέχεια.
Στο Final 4 της Πυλαίας το 2005 είχε γεμίσει όλο το κλειστό, ενώ είχαν έρθει σχεδόν 7.000 άνθρωποι για να μας υποστηρίξουν στη Ρώμη την επόμενη χρονιά. Θεωρώ ότι πλην όσων υπήρχαν εξαρχής, αρκετοί που ασχολήθηκαν τότε παρέμειναν. Εξάλλου ο Ηρακλής διαθέτει μέχρι σήμερα κοινό που παρακολουθεί βόλεϊ και ακολουθεί την ομάδα. Εύχομαι ό,τι καλύτερο στη νέα αρχή που έχει γίνει στο τμήμα και να ζήσει ξανά μεγάλες στιγμές».
Στιβ Μπαρτ: Ο «ασύλληπτος» σκόρερ μιας χρήσης (κοκαΐνης)
H αποθέωση του Χατζηπαναγή από 17.000 Ολυμπιακούς και το «όχι» στον Κοσκωτά
Αργότερα, πάντως, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να απορρίπτουν οι ελληνικές ομάδες τη συμμετοχή τους στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση της Ευρώπης και να μετέχουν σε πιο βατές ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Τι πιστεύεις ότι φταίει και πως το κρίνεις αυτό;
«Είχαμε φτάσει να έχουμε μέχρι και δύο ελληνικές ομάδες στο Final 4 του Champions League το 2002, αλλά παρουσιάστηκαν πολλά οικονομικά προβλήματα μετά το 2006. Παράλληλα, άνοιξε και η αγορά, με πρωταθλήματα όπως αυτά της Τουρκίας, της Πολωνίας ή και της Νότιας Κορέας να μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο.
Οι ελληνικοί σύλλογοι δεν μπορούσαν να προσφέρουν τα συμβόλαια που προσέφεραν στους ξένους εκείνοι του εξωτερικού. Επίσης, οι ταλαντούχοι Έλληνες παίκτες, οι οποίοι είναι και λιγότεροι σε σχέση με παλιότερα, έβρισκαν καλύτερο συμβόλαιο και έφευγαν. Έτσι διαμορφώθηκε η σημερινή κατάσταση, με το ελληνικό πρωτάθλημα να είναι σαφώς κατώτερο ποιοτικά απ’ ότι παλαιότερα.
Ο Κώστας Χριστοφιδέλης γιορτάζει τα 40ά του γενέθλια στο φιλέ και στο… Sport-Retro.gr
Αυτό επηρεάζει και τη συμμετοχή στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αφού οι ομάδες θεωρούν πως δεν έχουν το ανάλογο μπάτζετ να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και επιλέγουν κάτι πιο βατό που δίνει πιθανότητες να φτάσουν και πιο μακριά. Δεν το κατακρίνω, αλλά η προσωπική μου άποψη είναι πως όταν έχεις την ευκαιρία να αγωνιστείς στο κορυφαίο επίπεδο, το κάνεις και συλλέγεις τις ανάλογες εμπειρίες και όφελος».
Εσένα αυτό πώς επηρέασε την καριέρα σου μετά το 2006 μιας και δεν έφυγες ξανά στο εξωτερικό?
«Είχα την τύχη να αγωνίζομαι σε ομάδες που είχαν τα προβλήματά τους λυμένα όσον αφορά διοικητικά και οικονομικά θέματα, οπότε μπορώ να πω μου στέρησε τη διάθεση να πάω σε έναν σύλλογο με υψηλούς στόχους, αφού δεν ήθελα να έχω στο μυαλό μου κάτι πέρα από την προπόνηση και τα ματς.
Γι’ αυτό και πήγα στον Μίλωνα, μαζί με τον αείμνηστο Νίκο Σαμαρά και άλλα παιδιά που είχαν εμπειρία και κάναμε επί της ουσίας αυτό που μας άρεσε: παίζαμε βόλεϊ. Λίγες προπονήσεις, ένα ματς κάθε Σάββατο, παρέα μεταξύ μας και περνούσαμε πολύ καλά.
Μετά από κάποιον καιρό, μάλιστα, κερδίσαμε την άνοδο για την Α1 και τότε αποφάσισα να σταματήσω, αφού η διοίκηση ήθελε να το παλέψει και εγώ δεν είχα τη διάθεση πια να μπω σε μία διαδικασία κανονικού προγράμματος προπονήσεων και αγώνων. Ήθελα απλά να παίζω βόλεϊ».
Γαλανόλευκα καρφιά: 30 χρόνια από την «άνοιξη της Γάνδης»
Πλέον είσαι team manager της Εθνικής ομάδας, τη φανέλα της οποίας τίμησες και με το παραπάνω ως παίκτης. Πού πιστεύεις ότι οφειλόταν η ραγδαία πτώση των προηγούμενων ετών και ποιο είναι το μέλλον της ομάδας;
«Η Εθνική είχε πάρει άσχημο δρόμο τα προηγούμενα χρόνια. Υπήρχε στους παίκτες μία λογική του ‘έρχομαι, κάνω τη δουλειά μου και φεύγω, κι αν δεν σας αρέσω φεύγω κι εντελώς’, πράγμα απαράδεκτο όταν μιλάμε για μία συνθήκη, κατά την οποία εκπροσωπείς την πατρίδα σου. Υπήρξε αλλοίωση των χαρακτηριστικών που υπήρχαν κάποτε και η αγωνιστική πτώση ήρθε φυσιολογικά, αφού φτάσαμε να χάνουμε από ομάδες όπως το Κατάρ, που δεν υπήρχαν στον χάρτη.
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει μία μεγάλη προσπάθεια από όλους όσοι ασχολούμαστε με την Εθνική για να αλλάξει αυτό και η πρόσφατη πρόκριση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα είναι ένα δείγμα αυτής της δουλειάς. Αν θέλουμε, όμως, να γυρίσουμε στις εποχές που κοντράραμε ομάδες όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας».