«Πάμε ρε, πάμε, είναι ευκαιρία να το πάρουμε». Ο Νίκος Σαργκάνης στο Sport-Retro.gr για το Κύπελλο της Καστοριάς
Πιστό στο ραντεβού του με τις μεγάλες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού, το Sport-Retro.gr δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει σε αυτές την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από την Καστοριά.
Πριν από ακριβώς 37 χρόνια, στις 25 Μαΐου 1980, οι «γουναράδες» του Σάββα Βασιλειάδη επιβλήθηκαν 5-2 του Ηρακλή στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας και κατέπληξαν τους φιλάθλους της χώρας.
Η Καστοριά έγινε η πρώτη επαρχιακή ομάδα που κατέκτησε το Κύπελλο και σε συνδυασμό με τη γιγάντωση της ΑΕΛ και του ΟΦΗ, το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε πια περισσότερες δυνάμεις.
Δυστυχώς, οι «γουναράδες» δεν κατέγραψαν ανάλογη συνέχεια, ωστόσο η βραδιά της 25ης Μαΐου 1980 δεν θα διαγραφεί ποτέ από τη μνήμη των φιλάθλων και πάντα θα μνημονεύεται από τις νεότερες γενιές.
Το Sport-Retro.gr έχει την τιμή να φιλοξενεί έναν εκ των κορυφαίων, αν όχι τον κορυφαίο, Έλληνα τερματοφύλακα, τον Νίκο Σαργκάνη, σε μία απολαυστική συνέντευξη.
Το «Φάντομ» διατηρεί Αθλητικό Κέντρο με τον Ηλία Μπέριο στο καταπράσινο πάρκο του Γουδή και φιλοδοξεί να παράγει συνεχώς νέους τερματοφύλακες.
Αν ισχύει το ρητό «με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις», τότε το ελληνικό ποδόσφαιρο μπορεί απλώς να περιμένει τους καρπούς των δύο βετεράνων άσων.
«Διδάσκουμε πια τη σχολή Νόιερ. Παλιότερα ήταν ο Κασίγιας, τώρα είναι ο Νόιερ. Προσπαθούμε να μαθαίνουμε στα παιδιά την πιο εξελιγμένη μορφή τερματοφυλάκων», μας ενημέρωσε όσο γινόταν η προετοιμασία της συνέντευξης.
Λίγο αργότερα, ο Νόιερ αποτέλεσε… παρελθόν, αφού η συζήτηση άρχισε να περιστρέφεται στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τότε που η Καστοριά έβαζε τις βάσεις για τη μεγαλύτερη, ίσως, έκπληξη του θεσμού.
Ο Νίκος Σαργκάνης έδωσε αρκετές απαντήσεις με χιούμορ, απέδειξε ότι στο μυαλό διαθέτει… σκληρό δίσκο που θυμάται πάρα πολλά περιστατικά και προς το τέλος προέβη σε μία αποκάλυψη καλά φυλαγμένη επί 37 χρόνια.
Φώτα (είχε μπόλικο ήλιο) και πάμε…
Το όνειρό μου ήταν να παίξω σε χόρτο. Κι απ’ τη στιγμή που άκουσα ότι η Καστοριά ανέβηκε στην Α’ Εθνική, υπέθεσα ότι το γήπεδο έχει χόρτο. Και πάω στην Καστοριά και είχε γύρω-γύρω χόρτο, παντού πράσινο, εκτός από το γήπεδο!
-Το 1977 από τον Ηλυσιακό πήρατε μεταγραφή στην Καστοριά. Τι σας ώθησε σε αυτήν την απόφαση;
«Με είχε πλησιάσει ο Εθνικός. Υπήρχε ενδιαφέρον από τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, την Παναχαϊκή… Δεν σου κρύβω ότι οι Καστοριανοί έδωσαν τα περισσότερα χρήματα στον Ηλυσιακό. Κατέβηκαν και είπαν «εμείς ήρθαμε να τον αγοράσουμε». Έτσι ψυχρά. Και έδωσαν τότε γύρω στα 4.500.000 δραχμές, που ήταν ρεκόρ μεταγραφής. Ήταν πολλά χρήματα το 1977.
Εμένα με ενδιέφερε οπωσδήποτε να φύγω από τον Ηλυσιακό γιατί δεν ήμουν και πιτσιρικάς πια. Ήμουν 23 ετών και έπρεπε να κοιτάξω πώς θα σταδιοδρομήσω. Αν θα μπορούσα, τέλος πάντων, να παίξω στην Α’ Εθνική».
-Ποιες ήταν οι συνθήκες που συναντήσατε στην Καστοριά;
«Τι να σου πω τώρα; Το όνειρό μου ήταν να παίξω σε χόρτο. Κι απ’ τη στιγμή που άκουσα ότι η Καστοριά ανέβηκε στην Α’ Εθνική, υπέθεσα ότι το γήπεδο έχει χόρτο. Και πάω στην Καστοριά και είχε γύρω-γύρω χόρτο, παντού πράσινο, εκτός από το γήπεδο!
Στεναχωρήθηκα, αλλά τι να κάνουμε. Δεν ήμουν ο μοναδικός. Ήταν και τα παιδιά, τα υπόλοιπα, που αγωνίζονταν σε αυτό το «ξερό» γήπεδο. Δεν ήταν καλές οι συνθήκες εργασίας, αλλά υπήρχε κάτι πάρα πολύ θετικό εκεί: η αγάπη του κόσμου.
Πολύ γραφικό το μέρος. Εγώ είχα και τα χόμπι, το κυνήγι και το ψάρεμα, που τα είχα μπροστά μου. Άρα, δηλαδή, δουλειά και τα χόμπι μες στα πόδια μου ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ.
Από εκεί και πέρα, ο κόσμος με είχε «αγκαλιάσει». Και γέμιζε το γήπεδο. Όσο χώραγε τέλος πάντων. Χώραγε 3.000-4.000; Ε, το γέμιζε».
-Προπονητής σου τότε ήταν ο Σάββας Βασιλειάδης. Πώς ήταν στη δουλειά του και ως άνθρωπος;
«Ήταν πολύ ρεαλιστής στη δουλειά του. Δεν έκανε τα φοβερά συστήματα. Δεν έκανε πράγματα έξω από αυτά που πίστευε. Μας τα ‘λεγε με απλές κουβέντες. Και πραγματικά, με τη χημεία που είχαμε όλοι οι ποδοσφαιριστές, πήραμε τα αποτελέσματα και φτάσαμε μέχρι τον τελικό. Ήταν ένας ικανός άνθρωπος για εκείνη την εποχή».
-Σε εκείνη την πορεία είχατε αγωνιστεί και οι 3 τερματοφύλακες: Ο Σάκης Ερμείδης, ο Στάθης Παρουσιάδης και εσύ. Αν και νεότερος εσύ αγωνίστηκες στους ημιτελικούς με τον Μακεδονικό και τον τελικό με τον Ηρακλή.
«Ο τελικός έγινε σχεδόν στο τέλος του πρωταθλήματος και εγώ βρισκόμουν ήδη στον τρίτο χρόνο. Ούτως ή άλλως έπαιζα βασικός στο πρωτάθλημα. Από εκεί και πέρα, η επιλογή του προπονητή ήταν να παίξω εγώ στους ημιτελικούς και τον τελικό. Ήταν θέμα προπονητών, δεν ήταν ότι εμείς ρίχναμε τα ζάρια ποιος θα παίξει. Πιστεύω ότι κι εγώ βοήθησα για να πάρουμε αυτό το Κύπελλο, το ιστορικό».
-Πώς κύλησαν οι τελευταίες ημέρες πριν από τον τελικό;
«Θυμάμαι ότι μέναμε στην Κηφισιά. Ξενοδοχείο στην Κηφισιά η Καστοριά! Ήμασταν μες στην τρελή χαρά. Το είχαμε πάρει σαν γιορτή. Δεν είχε ξανασυμβεί σε κανέναν και καταλαβαίνεις ότι ήταν μία μεγάλη επιτυχία μόνο που θα παίζαμε στον τελικό. Από εκεί και πέρα, άρχιζε ο ένας να πειράζει τον άλλον. «Πώς θα σηκώσεις το Κύπελλο; «πω πω τι θα κάνεις;» «άντε και Κυπελλούχος». Τέτοια πράγματα.
Όλες αυτές τις ημέρες, που κάναμε προπονήσεις εκεί γύρω, η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική. Είχαμε κατέβει 4-5 ημέρες πριν από τον τελικό. Είχαμε κάνει προπόνηση και στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας.
Θυμάμαι ερχόντουσαν παράγοντες. Είχε ανέβει στο ξενοδοχείο και ο Γιώργος Βαρδινογιάννης για να μας δει. Ήμασταν χωρίς άγχος, χωρίς τίποτα, ήταν γιορτή…
Από εκεί και πέρα, ήταν και μια πολύ μεγάλη ευκαιρία να δείξουν όλοι την αξία τους σε έναν τελικό Κυπέλλου που θα τον έβλεπε όλη η Ελλάδα και να συνεχίσουν την καριέρα τους κάπου αλλού. Όπως κι έγινε».
«Ναι, θα έπρεπε να είχα αποβληθεί. Ο διαιτητής μπορεί να μου χαρίστηκε, ίσως κατάλαβε ότι δεν ήταν κάτι εσκεμμένο. Με τη μόνη διαφορά ότι το πέναλτι δόθηκε, ο Ηρακλής προηγήθηκε και εγώ πήρα κίτρινη κάρτα».
-Είχες κάποιο γούρι;
«Όχι. Έκανα τον σταυρό μου να βγω υγιής από το γήπεδο, όχι για να κερδίσω».
-Αρχίζει ο τελικός. Στα πρώτα λεπτά κάνεις μία επικίνδυνη έξοδο και χτυπάς τον Ηλία Χατζηελευθερίου. Έπειτα από τόσα χρόνια, με μία πιο αντικειμενική ματιά, θεωρείς ότι θα έπρεπε να σε είχε αποβάλει ο διαιτητής;
«Ναι. Κανένας δεν είχε καταλάβει τι έχει γίνει. Εμείς είχαμε ευνοϊκό αέρα. Και κάνει ο Παπαϊωάννου μια μπροστινή μπαλιά μες στην περιοχή μου. Και βλέπω ότι η μπάλα έχει πορεία προς το τέρμα. Ξεκινάω εγώ να την πιάσω και μια στιγμή κόβεται η πορεία της και κατεβαίνει απότομα.
Εκεί τώρα εγώ ήμουν εκτεθειμένος. Προσπάθησα και σηκώθηκα πολύ ψηλά για να μην με «κρεμάσει» ο Χατζηελευθερίου, ο οποίος ήταν ένας εκπληκτικός παίκτης. Σηκώθηκα ψηλά, αλλά το άλμα ήταν άτσαλο και όπως κατέβαινα εγώ και έτρεχε εκείνος, τον χτύπησα στο χέρι.
Πράγματι, σήμερα είναι αποβολή. Ο διαιτητής μπορεί να μου χαρίστηκε, ίσως κατάλαβε ότι δεν ήταν κάτι εσκεμμένο. Με τη μόνη διαφορά ότι το πέναλτι δόθηκε, ο Ηρακλής προηγήθηκε και εγώ πήρα κίτρινη κάρτα».
-Ισοφαρίζετε και πάτε στο ημίχρονο με σκορ 1-1. Τι λέγατε στα αποδυτήρια εν όψει του δευτέρου ημιχρόνου;
«Ο Παράσχος δικαιολογημένα έγινε προπονητής. Είχε και λίγο μπάσα φωνή. Μας λέει: «Ρε σεις, πάμε ρε, πάμε, είναι ευκαιρία να το πάρουμε!». Υπήρχαν και παίκτες μέσα με προσωπικότητα. Βγήκαμε στο δεύτερο ημίχρονο πολύ πιο αποφασισμένοι να διεκδικήσουμε το Κύπελλο».
-Ο Τσιρώνης πετυχαίνει χατ-τρικ και, ουσιαστικά, χαρίζει το τρόπαιο στην Καστοριά. Αξίζει να αφιερώσουμε λίγο χρόνο για εκείνον.
«Θέλεις να σου πω κάτι που δεν το ξέρει ο κόσμος; Υπήρχε συμφωνία της τότε διοίκησης με τον ΠΑΟΚ για να πάω εκεί. Με παρουσίασαν στον κ. Παντελάκη και μου είπαν «πήγαινε διακοπές και γύρνα να υπογράψεις».
«Ο Τάκης ήταν από τις περιπτώσεις που λέμε «μεγάλο ταλέντο και δεν έπαιξε». Δεν έπαιξε την μπάλα που άξιζε να παίξει. Ήταν εκπληκτικός. Πάρα πολύ καλή ντρίμπλα, σουτ, σέντρα… Κάποια στιγμή νομίζω του είπε ο Ηρακλής να πάει, δεν ξέρω τι έγινε, και έμεινε στην Καστοριά».
-Η Καστοριά κατακτά το Κύπελλο… (σ.σ. ο Νίκος Σαργκάνης μας διακόπτει γιατί θέλει να θυμίσει κάτι).
«Και φοβερό το γκολ του Λάκη του Σημαιοφορίδη από αράουτ. Αυτό ήταν το 1-1, το γκολ της ισοφάρισης».
***
Μικρή… διακοπή για τις συνθέσεις και το video του τελικού.
ΗΡΑΚΛΗΣ (Κώστας Καραπατής): Παπαδόπουλος, Βούλγαρης, Μαυροδουλάκης (80′ Αλεξιάδης), Μιχαηλίδης, Βαβρόφσκι, Ξανθόπουλος, Καφκενάρης, Χατζηελευθερίου (70′ Τσιρίκας), Καλαμπάκας, Παπαϊωάννου, Χατζηπαναγής.
ΚΑΣΤΟΡΙΑ (Σάββας Βασιλειάδης): Σαργκάνης (88′ Ερμείδης), Αλεξιάδης, Σημαιοφορίδης, Παράσχος, Σιαπανίδης, Κόπανος, Γρ. Παπαβασιλείου, Αρ. Παπαβασιλείου, Δίντσικος (71′ Χουνουζίδης), Βοϊτσίδης, Τσιρώνης.
-Τι επακολούθησε;
«Αρχικά, θα σου πω κάτι. Είχα πει στη διοίκηση ότι είναι η τελευταία χρονιά που κάθομαι στην Καστοριά. Είχα χάσει ενδιάμεσα και τον πατέρα μου και ήμουν πολύ στεναχωρημένος. Είχα μαζέψει τα πράγματά μου, τα είχα φέρει στην Αθήνα και λέω «από τη στιγμή που θα παίξουμε το παιχνίδι, εγώ μένω κάτω, προσπαθήστε να με δώσετε κάπου γιατί δεν μπορώ να κάτσω άλλο στην Καστοριά”.
Εντάξει τα πανηγύρια που κάναμε μες στο γήπεδο, εγώ έμαθα ότι πάνω οι Καστοριανοί έριξαν και αυτοκίνητα στη λίμνη! Από εκεί και πέρα, υπήρχε μεγάλη χαρά στα αποδυτήρια και το ξενοδοχείο, είχαν έρθει δικοί μας άνθρωποι, συγγενείς… Το διασκεδάσαμε πραγματικά. Ήταν και ένας τίτλος που, κακά τα ψέματα, δεν τον περιμέναμε».
-Κράτησες επαφές με την Καστοριά;
«Θέλεις να σου πω κάτι που δεν το ξέρει ο κόσμος; Υπήρχε συμφωνία της τότε διοίκησης με τον ΠΑΟΚ για να πάω εκεί. Με παρουσίασαν στον κ. Παντελάκη και μου είπαν «πήγαινε διακοπές και γύρνα να υπογράψεις». Οκ; Οκ. Έφυγα διακοπές και μου λένε «σε ενδιαφέρει ο Ολυμπιακός;» «Όχι», τους λέω (γέλια). Ε, και πήγα κολυμπώντας στο λιμάνι».
-Στην πορεία αγωνιστήκατε σε πολλούς τελικούς Κυπέλλου, με τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό, ακόμα και τον Αθηναϊκό. Ποιος ήταν ο πιο ξεχωριστός; Αυτός με την Καστοριά ή, ας πούμε, ο αξέχαστος του 1988 που αποκρούσατε και τα πέναλτι;
«Αυτό που χάρηκα περισσότερο απ’ όλα ήταν της Καστοριάς. Ήταν ο πρώτος μου τίτλος, με μια επαρχιακή ομάδα, το αουτσάιντερ εκείνο τον καιρό. Αυτό που έχω να λέω και να φωνάζω συνέχεια είναι ότι το Κύπελλο αποτελεί ευκαιρία για όλους. Όχι μόνο για τους μεγάλους».
***
Η συνέντευξη ολοκληρώθηκε, η συζήτηση συνεχίστηκε, ώσπου “φορώντας” ένα ωραίο χαμόγελο μας έδειξε το ρολόι του. Είχε έρθει η ώρα της προπόνησης. Χάζεψε λίγο τους πιτσιρικάδες, ίσως να γύρισε τον χρόνο πίσω και να έφερε μπροστά στα μάτια του τον ίδιο στην ηλικία τους.
Έπειτα ενδεχομένως να θυμήθηκε φευγαλέα τις αποκρούσεις του. Την κεφαλιά του Βλαστού, το πέναλτι του μακαρίτη του Φούνες, τα δικά του πέναλτι, το “στοπ” στον Σίμονσεν τη βραδιά που βαφτίστηκε “Φάντομ”…
«Πάμε ρε, πάμε, είναι ευκαιρία να το πάρουμε». Η φράση που αφυπνίζει κι εμάς από τις σκέψεις του “ταξιδιού” στο 1980. Είναι η ώρα της αναχώρησης.
Αν οι σύγχρονοι νεαροί ποδοσφαιριστές επικεντρωθούν ΜΟΝΟ στο αγνό πάθος για το άθλημα και όχι σε Instagram, selfie, φράντζες κτλ. τότε θα έχουν κάνει ένα καλό βήμα προς την επιτυχία.
Συνέντευξη: Μάνος Ανδρουλάκης
Παραγωγή: Θοδωρής Κώτσικας
Διαβάστε ακόμη:
Οι συνεντεύξεις του Sport-Retro.gr
*Κάντε like στο Facebook και follow στο Twitter και το Instagram για να μαθαίνετε άμεσα τις ιστορίες της πιο… ρετρό ιστοσελίδας της χώρας