Την 5η Δεκεμβρίου του 1993 η καρδιά του Παναγιώτη Φασούλα ξεριζώθηκε. Το Sport-Retro.gr ταξίδεψε στο χρόνο, ανέσυρε γεγονότα αλήστου μνήμης και κατέγραψε μέσα από δημοσιεύματα και αναφορές των πρωταγωνιστών ό,τι προηγήθηκε, μεσολάβησε ή ακολούθησε της βραδιάς που ο 30χρονος τότε σέντερ ένιωσε τη μανία της εκδίκησης.
***
Η αθλητική πορεία του Παναγιώτη Φασούλα χωρίζεται σε δύο ογκώδεις περιόδους. Του ΠΑΟΚ των 13 χρόνων και του Ολυμπιακού των επόμενων 6 ετών. Δύο εφαπτόμενοι εξωτερικά κύκλοι που τέμνονται και έχουν ως απόλυτο σημείο επαφής ό,τι διαδραματίστηκε (σαν σήμερα) την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου του 1993 στο «Παλέ» της Θεσσαλονίκης. Ήταν το απόγευμα που ο 30χρονος τότε σέντερ, η «αράχνη» του ελληνικού μπάσκετ, γύριζε ως ξένος στο ίδιο του το σπίτι.
Μέχρι τότε η πιο δύσκολη βραδιά και η πιο σκληρή εμπειρία της καριέρας του ήταν το μοιραίο λάθος, η πάσα προς τον Ρίκι Μπράουν, στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου με αντίπαλο τη Ρεάλ Μαδρίτης, στη Ναντ 1,5 χρόνο νωρίτερα (Μάρτης του 1992). Πολύ αργότερα ομολόγησε πως δεν είχε βιώσει κάτι πιο αδυσώπητο συναισθηματικά από την «κόλαση» της επιστροφής του στο Αλεξάνδρειο.
Η προσφυγή και τα 900.000.000
Είχε προηγηθεί ένα πολύ επίπονο καλοκαίρι για τον «Πάνι». Η απόφασή ν’ αφήσει τον ΠΑΟΚ για τον Ολυμπιακό ήταν μια απόφαση ζωής που τον σημάδεψε εσαεί.
Σκεπτόμενος και λειτουργώντας επαγγελματικά ο Φασούλας έκρινε ότι αυτή ήταν η στιγμή να πάρει την πιο επικίνδυνη στροφή. Του χρωστούσαν χρήματα, έχει πει ότι δεν πληρώθηκε ποτέ για την τελευταία σεζόν του στον «δικέφαλο», αλλά ενδόμυχα δεν ήταν το οικονομικό που έπαιξε κομβικό ρόλο.
Ήταν η μόνιμη ευθύνη που έφερε για τις αποτυχίες της ομάδας, λέγοντας παλιότερα στο Oneman πως: «Παίζω ήδη 3-4 χρόνια στον ΠΑΟΚ και για κάποιο λόγο, για ό,τι αρνητικό συμβαίνει, φταίω πάντα εγώ. Ποτέ δεν το κατάλαβα. Χάνουμε από το Σπόρτιγκ και απ’ όλους που έπαιζαν στην ομάδα, ο μόνος που τιμωρήθηκε -για να ευχαριστηθεί ο κόσμος- ήμουν εγώ».
Ήταν η κόντρα του με τον Ντούσαν Ίβκοβιτς, ήταν προφανέστατα το γεγονός πως η Θεσσαλονίκη δεν τον χωρούσε πλέον, αν και ΠΑΟΚτσής από μικρός. Η προσφυγή που κατάθεσε τον Μάιο στην αρμόδια επιτροπή ήταν η μοναδική διέξοδος.
Ο Ιωαννίδης τον ήθελε πολύ στον Πειραιά και ο Φασούλας, που στο μεσοδιάστημα κέρδισε εύκολα την ελευθερία του, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά, μαζεύοντας τα πράγματά του για το ΣΕΦ. Στα τέλη Αυγούστου υπέγραψε το συμβόλαιό του, διάρκειας τριών ετών (2+1) έναντι 900.000.000 δραχμών στο σύνολό του.
Ο προδότης και το οργανωμένο σχέδιο
Βγάζοντας από πάνω τ’ ασπρόμαυρα για να φορέσει τα ερυθρόλευκα έγινε αυτομάτως το… κόκκινο πανί. Persona non grata για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ, ορκισμένους εχθρούς του πλέον, έχοντας εξελιχθεί σε σύμβολο της «εσχάτης προδοσίας». Είχε διαλέξει τον νέο (με παλιότερες ρίζες) εχθρό και ήταν ασυγχώρητο.
Ο ίδιος υποστήριζε πως δεν είχε τάσεις ρεβανσισμού, ιδίως από τη στιγμή που «η διοίκηση του συλλόγου έδειξε με τη στάση της ότι δεν ενδιαφερόταν πραγματικά να συζητήσει μαζί μου», μολονότι ο ίδιος επεδίωξε να κάνει μια κουβέντα. Κατέληξε να γίνει «αντικείμενο χλευασμού και διασκέδασης», όπως είχε αναφέρει την ημέρα της ολοκλήρωσης της συμφωνίας.
Από εκείνη την ημέρα και έως την 5η του Δεκέμβρη στη Θεσσαλονίκη οργανωνόταν το σχέδιο της εκδίκησης από την κερκίδα. Τι και πώς θα τον φέρει στην πιο άβολη θέση όταν τύχει να πατήσει το πόδι του στο παρκέ του Παλέ. Όσο μάλιστα πλησίαζε η ημέρα της κρίσης τόσο το κλίμα δυναμιτιζόταν.
Παραμονές του αγώνα για την 11η αγωνιστική του πρωταθλήματος ο «Φίλαθλος» της εποχής ανέφερε πως «για την υποδοχή χρειάστηκαν μήνες προετοιμασίας, πολλές συζητήσεις σε καφετέριες της λεωφόρου Νίκης και άφθονες συσκέψεις των συνδέσμων φιλάθλων».
«Τώρα θα με βρίζουν ελεύθερα»
Ο τότε πρόεδρος Λάκης Οικονομίδης ζητούσε σύνεση και αβρότητα, υποστηρίζοντας ότι «κάνουμε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψουμε επεισόδια», από την άλλη πλευρά ωστόσο ο επίσημος ΠΑΟΚ αφενός προέτρεπε τους φιλάθλους «να ενισχύσουν την ομάδα με όποιον τρόπο νομίζουν αυτοί σωστό» αφετέρου τούς καλούσε «να μην πέσουν στην παγίδα του αντιπάλου».
Οι Πειραιώτες είχαν επίσης εκδώσει ανακοίνωση επί του ζητήματος κατηγορώντας τους Θεσσαλονικείς πως ενίσχυαν την τρομοκρατία αποπροσανατολίζοντας τον κόσμο τους, όταν ο Παναγιώτης Φασούλας, συνειδητοποιημένος για το τι θα τον βρει με πρόσφατο παράδειγμα την υποδοχή των οπαδών του Άρη στον Γιαννάκη λίγες ημέρες πριν, έλεγε πως «τώρα θα βρουν την ευκαιρία ορισμένοι που μ’ έβριζαν στα κρυφά όταν έπαιζα στον ΠΑΟΚ να με βρίσουν ελεύθερα».
Τα χιλιάρικα και ο Μεγαλέξανδρος
Χιλιάδες χαρτονομίσματα, κυρίως χιλιάρικα γιατί με τέτοια είχε βοηθήσει οικονομικά ο Φασούλας κάποιους οπαδούς που ήθελαν να του τα επιστρέψουν, είχαν ήδη τυπωθεί για την περίσταση, ενώ ένα πανό που απεικόνιζε τον Μεγαλέξανδρο να αποκαλεί προδότη τον «ψηλό» που κρατούσε ένα πουγγί με δολάρια, σαν εκείνο του Ιούδα με τα 30 αργύρια, κρεμάστηκε στην κερκίδα.
Μια κερκίδα που δεν είχε μονάχα οπαδούς του ΠΑΟΚ, αλλά και του Ολυμπιακού. Τα περισσότερα από 800 εισιτήρια που είχαν προς διάθεση οι Πειραιώτες εξαφανίστηκαν μεμιάς και η Αστυνομία προετοιμάστηκε για μάχη, εντός κι εκτός γηπέδου, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια ή μετά το τέλος του αγώνα.
Ανήμερα του ντέρμπι η αποστολή του Ολυμπιακού δυσκολεύτηκε να προσεγγίσει το Παλέ, παρά την αστυνομική συνοδεία, ο Γιάννης Ιωαννίδης δέχθηκε κέρμα στο κεφάλι και εμφανίστηκε με αίματα στο πουκάμισο, ενώ οι δύο βασικοί συνεργάτες του, ο Γιάννης Γιαννάκης και ο Γιάννης Ιωαννίδης ο «Ολλανδός», καταγγέλθηκε ότι χτυπήθηκαν από αστυνομικούς μέσα στ’ αποδυτήρια, διότι δεν επετράπη η είσοδος στη φρουρά που θα προστάτευε την αποστολή!
Θρίαμβος, μαρμαροπόλεμος και κομπιναδόροι
Το παιχνίδι ήταν το «αλατοπίπερο» των όσων είχαν προηγηθεί και των όσων συνέβησαν μετά. Ο ΠΑΟΚ επιβλήθηκε 84-71, διότι στο δεύτερο μισό της μάχης κατάφερε να παίξει καλύτερη άμυνα και να μην επιτρέψει πολλές πρωτοβουλίες στον Ζάρκο Πάσπαλι.
Ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε ρίξει πάνω του τον Μαματζιόλα και τον Μπουντούρη διαδοχικά, με συνέπεια ο ηγέτης του Ολυμπιακού να μείνει χαμηλά (16 πόντοι) και ο Τάρπλεϊ να είναι ο μόνος που απειλούσε με διάρκεια.
Τουναντίον ο ΠΑΟΚ είχε τον Πρέλεβιτς με 23 πόντους (οι 16 στο δεύτερο μισό), τον Σάβιτς με 20, τον Μπέρι με 19 και τον Κόρφα με 14 να κάνουν τη διαφορά σ’ ένα αποτέλεσμα που έφερε τις δύο ομάδες ισόβαθμες στην κορυφή – παρέα με τον Πανιώνιο.
Εκείνη τη βραδιά ο Παναγιώτης Φασούλας σκόραρε 10 πόντους στο πρώτο ημίχρονο και 12 συνολικά. Ήταν παρόλα αυτά φανερά τρακαρισμένος.
Πήρε μόνο 3 ριμπάουντ και έχασε τις περισσότερες από τις μάχες που είχε δώσει τόσο με τον Σάβιτς, που ήταν πολύ έξυπνος και ξέφευγε με κινήσεις κάτω από τη στεφάνη, όσο και με τον Μπέρι που τον τραβούσε εκτός ρακέτας για να τον προσπεράσει ακολούθως στα πόδια. Αφήστε που δέχθηκε κι ένα κέρμα στο κεφάλι!
Στο φινάλε οι παίκτες του ΠΑΟΚ πανηγύριζαν μια τεράστια νίκη, ενώ οι παίκτες του Ολυμπιακού πάλευαν να φτάσουν σώοι ως τ’ αποδυτήρια. Ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν πρόφτασε και έφυγε κατευθείαν για τη συνέντευξη Τύπου, στη διάρκεια της οποίας εκνευρισμένος έλεγε τους αστυνομικούς κομπιναδόρους και πως «μπάσκετ επιστρέφει 100 χρόνια πίσω».
Προηγουμένως του είχε αποδοθεί η φράση «αν θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν», πολύ πριν ο Ολυμπιακός καταγγείλει επισήμως τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ ακόμη και για καθάρισμα του παρκέ με βρεγμένες πετσέτες προκειμένου οι παίκτες να μην κάνουν σωστή προθέρμανση φοβούμενοι το τραυματισμό από γλίστρημα ή για τις εντολές προς τους καμέραμεν της ΕΡΤ προκειμένου να μην δείχνουν τον ματωμένο Ιωαννίδη.
Ανάλογης βαρύτητας τα παράπονα εκδηλώθηκαν για τους διαιτητές Πιτσίλκα και Ράλλη, στους οποίους δόθηκαν ειρωνικά συγχαρητήρια διότι «αν σφύριζαν κανονικά και κερδίζαμε το παιχνίδι, μάλλον δεν θα γυρνούσαμε σπίτια μας».
Είχαν μεσολαβήσει η πυρκαγια σε κλιματιστικό του γηπέδου από κροτίδα (που είχαν πετάξει οπαδοί του Ολυμπιακού), ο μαρμαροπόλεμος, οι άγριες συμπλοκές και ο τραυματισμός 23 ατόμων απ’ όλες τις πλευρές συνολικά.
Η επιστροφή του Παναγιώτη Φασούλα ως αντίπαλος του ΠΑΟΚ μόνο αναίμακτη δεν ήταν!