Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένας σύλλογος που λεγόταν Πανελλήνιος και κατέγραφε διακρίσεις σε δεκάδες αθλήματα (στίβος, ξιφασκία, τζούντο, πάλη, άρση βαρών, βόλεϊ, χάντμπολ κ.ά.).
Μαζί με τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό αποτελούν την πρώτη τριάδα των ελληνικών σωματείων στις κατακτήσεις τίτλων, σε συνδυασμό με την πολυεπίπεδη παρουσία.
Διαχρονικά ο «γίγας της Κυψέλης» δεν έχει και το… πρώτο μπόι στα ομαδικά σπορ, τουναντίον κάνει τη διαφορά στον κλασικό αθλητισμό, με τριψήφιο αριθμό κάθε λογής τροπαίων.
Μιας και αναφέρθηκε η λέξη «μπόι», όμως, οι «Ολυμπιονίκες» καμαρώνουν για το τμήμα μπάσκετ και κυρίως για τη φουρνιά της δεκαετίας του 1950.
Τότε που η «χρυσή» πεντάδα των Θέμη Χολέβα, Παναγιώτη Μανιά, Κώστα Παπαδήμα, Μίμη Στεφανίδη και Αριστείδη Ρουμπάνη, σε συνάρτηση με μερικούς ακόμη αξιόλογους παίκτες που είτε βρίσκονταν ήδη στην ομάδα είτε εντάχθηκαν αργότερα, άνοιξε δρόμους στο άθλημα.
Με προπονητή τον αδικοχαμένο Νίκο Νησιώτη, ο οποίος μεταξύ άλλων δίδαξε στους νεαρούς άσους πώς θα βγαίνουν με ταχύτητα στον αιφνιδιασμό, ο Πανελλήνιος πέρασε τα στενά όρια της χώρας σε μία εποχή που δεν υπήρχαν καν επίσημες διοργανώσεις σε διασυλλογικό επίπεδο.
Πέραν των τριών πρωταθλημάτων (1953, 1955, 1957) που συνδυάστηκαν με εμφατικές νίκες και πλούσιο θέαμα, ο σύλλογος της Κυψέλης συμμετείχε σε διεθνή τουρνουά και σε μερικές περιπτώσεις πρώτευε.
Αντιμέτωπος με τη Ρεάλ
Εκείνη την εποχή, ελλείψει επίσημων διοργανώσεων, χορηγών, διαφημίσεων κ.τ.λ., τέτοια γεγονότα αναδείκνυαν τις πιο ξεχωριστές ομάδες και τους πιο λαμπερούς αστέρες του μπάσκετ.
Επομένως, τα Χριστούγεννα του 1953 γράφτηκαν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Πανελληνίου, αφού συν τοις άλλοις καταγράφηκε νίκη επί του μετέπειτα πιο επιτυχημένου ευρωπαϊκού κλαμπ, δηλαδή της Ρεάλ Μαδρίτης των 10 κατακτήσεων EuroLeague.
Ο Πανελλήνιος είχε ταξιδέψει στο Σανρέμο (ή Σαν Ρέμο) της γειτονικής Ιταλίας, προκειμένου να διασταυρώσει τα ξίφη του με την ισπανική ομάδα, την Μπορλέτι Μιλάνο (σημερινή Ολίμπια), την Παρί (εν συντομία PUC εκ του Paris Université Club) και την αιγυπτιακή Σεντ Μαρκ.
Σε αυτήν την τέταρτη version του τουρνουά, ο νικητής κάθε αγώνα λάμβανε 2 βαθμούς και ο ηττημένος κανέναν, ενώ ο σχεδιασμός προέβλεπε να παίξουν όλοι με όλους.
Στις 30 Δεκεμβρίου, υπό το βλέμμα περίπου 2.000 θεατών, ανάμεσά τους και αρκετοί Έλληνες φοιτητές, ο Πανελλήνιος κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία είχε κατακτήσει 2 Κύπελλα Ισπανίας (1951, 1952), αλλά κανένα πρωτάθλημα, διότι πολύ απλά η Liga Española θα έριχνε θεμέλιο λίθο το 1957.
Πάντως, η εκπρόσωπος της Ισπανίας στο Σανρέμο είχε ήδη καπαρώσει 8 τοπικά πρωταθλήματα και μέχρι το 1957 θα πανηγύριζε άλλα 3, επομένως κάθε άλλο παρά αμελητέα δύναμη ήταν εντός των τειχών.
Παίκτης-προπονητής ο Φρέντι Μπόρας, ένας έξυπνος Πορτορικανός ύψους 1.90μ. που έφτασε μέχρι τη Μαδρίτη για να σπουδάσει, εν τέλει όμως έμελλε να ξεχωρίσει για το γεγονός ότι, φέρεται να, είναι εκείνος που δίδαξε το τζαμπ σουτ στη χώρα της Ιβηρικής.
Νίκησαν τη μετέπειτα κορυφαία ομάδα της Ευρώπης
Στο ματς με τον Πανελλήνιο, πάντως, η Ρεάλ δεν κατάφερνε να σταματήσει τους αιφνιδιασμούς των Μανιά, Στεφανίδη και Αρ. Ρουμπάνη, με αποτέλεσμα το τέλος του α’ ημιχρόνου να τη βρει στο -12 (40-28).
Ο Μπόρας τα βρήκε σκούρα εξαιτίας της πιεστικής άμυνας των «Ολυμπιονικών», οι οποίοι έπαιξαν μυαλωμένα και χωρίς άσκοπες επιθέσεις, έως ότου έφτασαν στο τελικό 68-58.
Στους 23 πόντους σταμάτησε ο Μανιάς (οι ηττημένοι τον χαρακτήρισαν «μαινόμενο ταύρο»), άλλους 22 προσέθεσε ο Στεφανίδης, 9 έβαλε ο Αρ. Ρουμπάνης, 8 ο Παπαδήμας και 6 ο Γ. Ρουμπάνης, τη στιγμή που ο Χολέβας δεν αγωνίστηκε λόγω τραυματισμού από το προηγούμενο ματς με την Μπορλέτι.
Με 5 φάουλ βγήκαν οι Παπαδήμας, Αρ. Ρουμπάνης (προς το τέλος) και τη θέση τους πήραν οι Ξένος, Μπουρνέλος, ενώ να σημειωθεί ότι η Ρεάλ πάλεψε κυρίως με τους Γκιγέρμο Γκαλίντες και Ιγκνάθιο Πινέδο.
Αν μη τι άλλο αποδείχθηκε ότι το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ ήταν ανώτερο του ισπανικού εκείνη την εποχή και αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στον πρωτοπόρο προπονητή Νίκο Νησιώτη.
Να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η νίκη χαρακτηρίστηκε άκρως φυσιολογική από τον απεσταλμένο της εφημερίδας «Αθλητική Ηχώ» στην Ιταλία.
Ποιος να το περίμενε τότε ότι ο Πανελλήνιος θα κατέληγε κάποια στιγμή στα τοπικά πρωταθλήματα και πως η Ρεάλ Μαδρίτης θα μετατρεπόταν στην πρώτη δύναμη της Ευρώπης.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μόλις 14 χρόνια αργότερα, η ισπανική ομάδα είχε ήδη πανηγυρίσει 4 κατακτήσεις Κυπέλλου Πρωταθλητριών!
Η ολική ανατροπή δεν επιτεύχθηκε
Νωρίτερα, ο Πανελλήνιος είχε κοντράρει στα ίσα και τη σπουδαία Μπορλέτι, η οποία συν τοις άλλοις έπαιρνε δύναμη από τους φιλάθλους στις εξέδρες.
Η ιταλική ομάδα προηγήθηκε 30-27 στο ημίχρονο και αργότερα ανέβασε τη διαφορά της, όμως οι «Ολυμπιονίκες» βελτιώθηκαν στην άμυνα, ψαλίδισαν την απόσταση, ώσπου στο τελευταίο λεπτό βρέθηκαν στο -1 και διεκδίκησαν τη νίκη.
Τότε, ο κορυφαίος της αναμέτρησης Σέρτζιο Στεφανίνι έκανε μία ωραία ασίστ στον νεοεισελθόντα Αλμπέρτο Ρέινα (είχε περάσει αντί του Ρενάτο Παντοβάν) κι εκείνος έγραψε το τελικό 59-56.
Οι Στεφανίδης, Αρ. Ρουμπάνης σημείωσαν από 13 πόντους, οι Παπαδήμας, Μανιάς από 10, ο Γ. Ρουμπάνης 6, ο Χολέβας 4 και οι Χρηστέας, Ξένος δε σκόραραν.
Ο Μανιάς δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα, ο Αρ. Ρουμπάνης δε βοήθησε πολύ στην επίθεση (μόλις 2-3 φόλοου πέτυχε η ομάδα), ο Χολέβας έπαιξε με χτύπημα στο πόδι, ο Παπαδήμας τα πήγε περίφημα, ο Στεφανίδης ταλαιπωρήθηκε από τη «ζώνη» των αντιπάλων, ο Γ. Ρουμπάνης στάθηκε στο ύψος του και συνολικά ο Πανελλήνιος αστόχησε σε 18 βολές!
Από πλευράς Μπορλέτι, ο Στεφανίνι σταμάτησε στους 19 πόντους, ο Ρομανούτι στους 16, ο Γκάμπα στους 9, ο Ρουμπίνι στους 7, οι Ρέινα, Παγκάνι στους 4, ενώ οι Παντοβάν, Σφόρτσα, Γκαλέτι και Ριγκάντι έμειναν στο «μηδέν».
Το ματς χάθηκε στις λεπτομέρειες (οι κακές γλώσσες έκαναν λόγο και για μεροληπτική διαιτησία του Ελ-Σάγεντ), αλλά στη συνέχεια o Πανελλήνιος ξέσπασε στη Σεντ Μαρκ με 77-50 και στην Παρί με 65-46.
Να σημειωθεί ότι οι πόντοι της ελληνικής ομάδας στον αγώνα κόντρα στην αιγυπτιακή είχαν ως εξής: Μανιάς 26, Στεφανίδης 19, Αρ. Ρουμπάνης 13, Γ. Ρουμπάνης 10, Χολέβας 5 και Παπαδήμας 4.
Μέτρησε το μεταξύ τους ματς
Η εφημερίδα «Αθλητική Ηχώ» ανέφερε ότι στο περίφημο ματς με την Μπορλέτι οι Ιταλοί θεατές επευφημούσαν περισσότερο τους άσους του Πανελληνίου από τους συμπατριώτες τους.
Υπερβολή; Πιθανόν, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτυπώνεται η σπουδαία παρουσία των «Ολυμπιονικών» στο διεθνές τουρνουά του Σανρέμο, το οποίο βάσει αποτελεσμάτων άξιζε να κατακτηθεί από εκείνους.
Οι κανονισμοί της εποχής προέβλεπαν ότι σε περίπτωση ισοβαθμίας μεταξύ δύο ομάδων θα έπρεπε να διεξαχθεί νέος αγώνας και αν αυτό δεν ήταν εφικτό, υπερτερούσε εκείνη που είχε καλύτερο συντελεστή πόντων.
Ο Πανελλήνιος είχε καταγράψει +53 έναντι μόλις +7 της Μπορλέτι, ωστόσο οι διοργανωτές απένειμαν το τρόπαιο σε εκείνη, με το σκεπτικό ότι είχε επικρατήσει στη μεταξύ τους μονομαχία.
Αντιστοίχως, η Παρί κατέλαβε την τελευταία θέση παρά το γεγονός ότι για ένα καλάθι έστω, κατέγραψε καλύτερο συντελεστή από τη Ρεάλ, διότι είχε ηττηθεί στο μεταξύ τους ματς με 62-55.
Πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης αναδείχθηκε ο Στεφανίνι με 91 πόντους, ακολούθησε ο Γκαλίντες με 90, τρίτος ο Μανιάς με 82, τέταρτος ο Στεφανίδης με 75 και όγδοος ο Αρ. Ρουμπάνης με 52.
Οι «Ολυμπιονίκες» μετέβησαν στο Μπρίντιζι, όμως προτού πάρουν το πλοίο της επιστροφής έδωσαν έναν αγώνα επίδειξης ενώπιον 2.000 θεατών.
Παράλληλα, δέχθηκαν προτάσεις από τη Ρεάλ Μαδρίτης, τη Σεντ Μαρκ, την Παρί αλλά και τη βελγική Ράσινγκ για να συμμετάσχουν σε τουρνουά το καλοκαίρι του 1954, ενώ με τους Ιταλούς έγιναν διαπραγματεύσεις, προκειμένου να μεταβεί ο Πανελλήνιος στο Ρίμινι και αντίστοιχα να έρθει η Μπορλέτι στην Αθήνα για έναν αγώνα.
Ο ΣΕΓΑΣ ήταν απών
Η αποστολή του Πανελληνίου άφησε το πολυτελέστατο ξενοδοχείο «Fiori» κι επέστρεψε στην Ελλάδα ανήμερα των Θεοφανίων του 1954 με το ολοκαίνουργιο «Ε/Γ Μιαούλης» που τότε έκανε τη γραμμή Πειραιάς-Πάτρα-Μπρίντιζι.
Ένα λεωφορείο γεμάτο με συγγενείς και φίλους των αθλητών που κατέφθασε στο λιμάνι για την υποδοχή, είχε εμπλουτιστεί με αφίσες που έγραφαν «Πανελλήνιος, ο θριαμβευτής του Σανρέμο».
Συριγμοί από πλοία και κωδωνοκρουσίες ακούγονταν όταν ο «Μιαούλης» έμπαινε στο στολισμένο (λόγω ημέρας) λιμάνι του Πειραιά λίγο μετά τις 11:00 και, παράλληλα, κωπηλάτες του Ολυμπιακού που έπλεαν με «γιολ ντε μερ» χαιρετούσαν τους παίκτες.
Στη συνέχεια οι μπασκετμπολίστες του Πανελληνίου «πνίγηκαν» στις αγκαλιές του πλήθους, ενώ ο ιστορικός παράγοντας Αθανάσιος Μαντέλλος τους ασπάστηκε έναν-έναν με τη σειρά.
Άπαντες παρατήρησαν ότι τα χείλη των μελών της αποστολής ήταν πρησμένα και «σκασμένα» λόγω του κλίματος, του νερού και της αλλαγής του περιβάλλοντος.
Αλγεινή εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι δεν παρέστη ούτε ένας εκπρόσωπος του ΣΕΓΑΣ, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν υπεύθυνος για τη διεξαγωγή των πρωταθλημάτων μπάσκετ (αντίθετα πολλά μέλη άλλων ομάδων έδωσαν το «παρών» για να τιμήσουν τους «Ολυμπιονίκες»).
«Αν δεν αξίζαμε κάτι, πάει κι έρχεται. Αλλά να είμαστε καλύτεροι απ’ όλους, έτσι τουλάχιστον είπαν κι έγραψαν όσοι μας είδαν, και να μας νικήσουν στα… χαρτιά! Αυτό δεν το περιμέναμε. Στο εξής δεν έχουμε παρά μια φιλοδοξία: Να ξαναπάμε στην Ιταλία και να νικήσουμε την Μπορλέτι, την οποία τόσο ζηλοτύπως προφυλάσσουν από την ήττα και με διάφορα μέσα οι Ιταλοί», έλεγαν οι παίκτες με παράπονο.
Μικρά – μικρά
Το τουρνουά είχε ολοκληρωθεί, όμως οι εφημερίδες της εποχής συνέχισαν να μεταφέρουν πληροφορίες από το Σανρέμο, δείγμα του «γκελ» που έκανε η συγκεκριμένη επιτυχία.
Όπως για παράδειγμα ότι μερικοί από τους αναπληρωματικούς του Πανελληνίου, ο Μπουρνέλος, ο Χρηστέας, ο Μαυρολέων, ο Σακκέλης και ο Αναγνωστόπουλος, συγκρότησαν μια πεντάδα που νίκησε εύκολα μια τοπική ομάδα.
Ή ότι οι παίκτες της Παρί κράτησαν διάφορα στατιστικά στοιχεία, μέσω των οποίων προέκυπτε ότι ο Αρ. Ρουμπάνης μάζευε τις 8 από τις 10 «διεκδικούμενες κάτω από τα καλάθια μπαλιές», εννοώντας προφανώς τα ριμπάουντ.
Και μιας και η… συζήτηση πήγε στον «μπουλντόζα», στον αγώνα επίδειξης του Μπρίντιζι προσποιήθηκε ότι θα σουτάρει, αντ’ αυτού όμως άφησε την μπάλα στα πόδια του και οι αντίπαλοι μπερδεύτηκαν προς στιγμήν.
Από ενέργειες όπως αυτή του Αρ. Ρουμπάνη, ο οποίος παρεμπιπτόντως κατετάγη εκείνη την εποχή στο Λιμενικό, οι φίλαθλοι της εν λόγω ιταλικής πόλης χαρακτήρισαν «Αθηναίους Χάρλεμ» τους «Ολυμπιονίκες».
Επίσης, δεν έμεινε ασχολίαστο το γεγονός ότι σε σχέση με τα προηγούμενα τρία τουρνουά στο Σανρέμο οι θεατές ήταν λιγότεροι, είτε λόγω ακριβών εισιτηρίων είτε επειδή τα ματς διεξήχθησαν σε εργάσιμες ώρες (μέχρι τις 16:30 έπρεπε να είχαν λήξει γιατί το γήπεδο δεν είχε φωτισμό).
Ένα άλλο ευτράπελο ήταν ότι η απονομή των επάθλων έγινε από τον διευθυντή του καζίνου της πόλης, καθώς ήταν ο μοναδικός… επίσημος που έδωσε το «παρών».
Ίσως επειδή, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, οι παίκτες του Πανελληνίου ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους στη ρουλέτα, χωρίς μάλιστα οι περισσότεροι να το μετανιώσουν. Πιο τυχεροί, βέβαια, ήταν εκείνοι που πρόλαβαν να τους καμαρώσουν στα υποτυπώδη γηπεδάκια της εποχής…