Λίγοι παίκτες στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου έχουν να περηφανεύονται ότι αγαπήθηκαν από λαούς δύο παραδοσιακών δυνάμεων. Ο Κώστας Ορφανός ανήκει αναμφίβολα σε αυτό το κλειστό κλαμπ.
ΠΑΟΚ και Ολυμπιακός έχουν σημαδέψει την καριέρα του, ενώ αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας από τους οπαδούς και των δύο μεγάλων συλλόγων.
Με αφορμή το μεγάλο ντέρμπι της Κυριακής ο Ιωακείμ Αραμπατζής και ο Γιώργος Δογάνης συναντήθηκαν μαζί του στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης.
Ο Κώστας Ορφανός άνοιξε την καρδιά του στο Sport-Retro.gr και μίλησε ανοικτά για τις μέρες της καριέρας του, με τα μάτια του να λάμπουν από νοσταλγία για το παρελθόν.
Την Κυριακή διεξάγεται ένα σπουδαίο ντέρμπι κορυφής μεταξύ του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού. Τι μνήμες σας ξυπνάει αυτή η αναμέτρηση;
«Καταρχήν αυτό το ντέρμπι είναι κατά τεκμήριο το μεγαλύτερο στην παρούσα φάση. Αυτές οι δύο ομάδες πρωταγωνιστούν τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο και θα συνεχίσουν να πρωταγωνιστούν για πολλά χρόνια ακόμη. Αυτό θα συμβεί γιατί υπάρχει και στις δύο ομάδες διοικητική ηρεμία, στήριξη από τους μεγαλομετόχους των ομάδων και έχουν από πίσω πολύ κόσμο, ο οποίος συνεχώς αυξάνεται.
Οι δικές μου οι μνήμες είναι πολλές. Πάντα ήταν ένα μεγάλο παιχνίδι που περιμέναμε όλη την χρονιά, είτε διεξαγόταν στην Τούμπα είτε στο Φάληρο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα ματς στην Τούμπα όπου ήμουν παίκτης του ΠΑΟΚ.
Σε εκείνο το παιχνίδι νικήσαμε 2-0 τον Ολυμπιακό με δύο δικά μου γκολ. Μάλιστα, σε εκείνο το ντέρμπι στο πρώτο ημίχρονο δεν ήμουν καλός, αλλά στα τελευταία λεπτά πριν από την ανάπαυλα πέτυχα το πρώτο μου τέρμα κι έπειτα έδωσα ρεσιτάλ στο δεύτερο ημίχρονο γιατί ανέβηκε η ψυχολογία μου.
Από την άλλη μεριά, θυμάμαι ένα αντίστοιχο παιχνίδι πάλι στην Τούμπα, στο πρώτο ματς που επέστρεψα ως αντίπαλος του ΠΑΟΚ. Ήταν τότε που λύγισα γιατί ο κόσμος του ΠΑΟΚ σηκώθηκε και φώναζε: «Ποιος-ποιος-ποιος; Ο Κώστας Ορφανός».
Ήταν ένα σύνθημα που βγήκε όταν ήμουν παίκτης του ΠΑΟΚ. Είχαμε κερδίσει τον Ολυμπιακό στον Πειραιά με 2-1 στο Κύπελλο και το φώναζαν οι οπαδοί της ομάδας στην επιστροφή μας στο αεροδρόμιο. Νιώθεις πιο όμορφα όταν αγωνίζεσαι σε μια ομάδα κι ο κόσμος σε λατρεύει και σε κάνει σύνθημα.
Παρά το γεγονός ότι ήμουν μέλος του ΠΑΟΚ από τα 15 με αγάπησε όλη η Ελλάδα και φυσικά κι ο κόσμος του Ολυμπιακού. Αυτό είναι κάτι που δεν ακούγεται τόσο εύηχα γιατί δεν είναι τόσο συνηθισμένο, ενώ σε αγάπησε ο κόσμος του ΠΑΟΚ να συνεχίσει να σε λατρεύει κι εκείνος του Ολυμπιακού».
Η πιο καυτή Τούμπα, η… άνεση στην Intracom. Ο Γιώργος Σκαρτάδος στο Sport-Retro.gr
Πώς είναι να παίζεις στην Τούμπα ως αντίπαλος του ΠΑΟΚ;
«Το είχα πει και όταν έπαιζα ακόμη ποδόσφαιρο. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού είναι… συγγενείς. Δηλαδή ως φίλαθλοι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά, είναι παθιασμένοι, είναι πολυπληθείς και θέλουν την ομάδα τους να βρίσκεται πάντα μπροστά.
Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ υπερηφανεύονταν ότι η αγαπημένη τους ομάδα ήταν η μοναδική που αγωνιζόταν με Έλληνες, ακόμη και όταν οι ξένοι ποδοσφαιριστές έκαναν την εμφάνισή τους.
Αντίστοιχα, οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού ήθελαν την ομάδα τους να είναι η πρώτη στα πρωταθλήματα και με διακρίσεις στην Ευρώπη. Γενικώς, οι φίλαθλοι των δύο ομάδων έχουν πολλές ομοιότητες.
Για αυτό και πάντα έλεγα ότι δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχει αυτή η αντιπαλότητα μεταξύ Ολυμπιακού και ΠΑΟΚ. Κατά τη δική μου κρίση, είναι τεχνητή και προέρχεται επειδή αυτές οι δύο ομάδες αντιπροσωπεύουν δύο πολυπληθείς λαούς».
Θα θέλατε να παίξετε σε ένα τέτοιο ντέρμπι σήμερα;
«Αυτό θα ήταν κάτι που θα άλλαζε τη φύση των πραγμάτων. Οι συνθήκες που παίζουν οι αθλητές σήμερα είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με την εποχή μου. Παίζαμε με λάσπες και σε κακές συνθήκες. Χαίρομαι που τα παιδιά σήμερα παίζουν σε αυτούς τους αγωνιστικούς χώρους και σε συνθήκες οι οποίες είναι εξαιρετικές».
ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός: Επεισόδια διάρκειας 90 λεπτών
Είναι και διαφορετικές οι συνθήκες με τους οπαδούς σήμερα. Θα ήταν πολύ διαφορετικό να αγωνιστεί κάποιος ως αντίπαλος σε μία ομάδα που έπαιζε για χρόνια.
«Είναι αλήθεια. Σήμερα καταρχήν δεν επιτρέπεται η μετακίνηση φιλάθλων. Στην εποχή που έπαιζα ποδόσφαιρο πάντα υπήρχε κόσμος και των δύο ομάδων, κάτι το οποίο είναι όμορφο. Από τότε που άρχισαν να υπάρχουν επεισόδια και η αστυνομία φοβόταν ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα, η πολιτεία αναγκάστηκε να πάρει δύσκολες αποφάσεις, όπως η απαγόρευση μετακινήσεων. Κάτι το οποίο δυστυχώς ήταν η μόνη λύση».
Αγωνιστήκατε για πρώτη φορά στον ΠΑΟΚ το 1975 και στην πρώτη σας χρονιά ευτυχήσατε να κατακτήσετε το πρωτάθλημα. Προπονητής και πρωτεργάτης της επιτυχίας ήταν ο Γκιούλα Λόραντ. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από εκείνον;
«Ο Λόραντ (σ.σ.: έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια ενός αγώνα ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός το 1981) είχε κάποιες ιδιορρυθμίες ως άνθρωπος. Παρ’ όλα αυτά ήταν ο καλύτερος προπονητής που είχα ποτέ στην καριέρα μου. Το 1980 ήταν ένας από τους λόγους που αποχώρησα από τον ΠΑΟΚ για τον Ολυμπιακό.
Σε κάθε περίπτωση έχω το θάρρος να πω ότι ήταν ο κορυφαίος προπονητής που συνεργάστηκα. Μάλιστα, εκείνη την εποχή επειδή προσπαθούσαμε να ισοσταθμίσουμε κάποια πράγματα σε σχέση με την Αθήνα, πάντα ο Παντελάκης και οι υπόλοιποι παράγοντες έφερναν μεγάλους προπονητές με εμπειρία».
Η κολασμένη βραδιά που ο Παναγιώτης Φασούλας δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη του
Καθοριστικής σημασίας για εκείνο το πρωτάθλημα ήταν μια νίκη του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού με 4-0 στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Τι θυμόσαστε από εκείνο τον θρίαμβο;
«Ο Λόραντ μας είχε συμβουλέψει να είμαστε ψύχραιμοι στα πρώτα λεπτά του αγώνα. Πράγματι ο Ολυμπιακός είχε μπει με μεγάλη φόρα, πίεσε από την πρώτη στιγμή, ωστόσο δεν μπόρεσε να πετύχει κάποιο γρήγορο γκολ. Μετά το 25λεπτο προηγηθήκαμε με τον Τερζανίδη και στα αποδυτήρια ο Λόραντ έδωσε εντολή στον Κούδα να παραμείνει στον κύκλο του κέντρου. Ο προπονητής είχε διαβάσει τον αγώνα και κερδίσαμε πολύ άνετα».
Τον Φεβρουάριο του 1980 ο ελλιπέστατος ΠΑΟΚ απέκλεισε τον Ολυμπιακό στο Κύπελλο. Μάλιστα, ήταν ένας αγώνας που είχατε σκοράρει. Τι θυμάστε πιο χαρακτηριστικά από εκείνη την πρόκριση;
«Ήταν ένας αγώνας που δεν έπαιξε ο Κούδας, ο Φουντουκίδης και ο Κερμανίδης. Κατά συνέπεια μας είχαν καταδικασμένους πριν από τον αγώνα. Σε εκείνο το ντέρμπι αγωνίστηκαν για πρώτη φορά ο Σίγγας, ο Βασιλάκος και ο Αλεξανδρής, οι οποίοι στην πορεία έκαναν μεγάλη καριέρα. Αποκλείσαμε τον Ολυμπιακό σε μονό παιχνίδι με 2-1 και ήταν η περίπτωση που βγήκε το προαναφερθέν σύνθημα».
Από τα χρόνια που περάσατε στον ΠΑΟΚ ποιον ή ποιους ποδοσφαιριστές θα ξεχωρίζατε;
«Θα πω κάτι το οποίο έχει τη δική του σημασία. Στην ομάδα του ΠΑΟΚ υπήρχαν πολλοί παίκτες, οι οποίοι ήταν πραγματικά μεγάλοι. Υπήρχε ο Κούδας που προφανώς θα τον αφήσουμε έξω, γιατί η ίδια η Ιστορία και το ίδιο το ποδόσφαιρο του έχουν δώσει τη θέση που του αρμόζει.
Θα πω για δύο παίκτες που θεωρώ ότι δεν βρίσκονται ακριβώς στη διάσταση που αξίζουν. Ο ένας είναι ο Χρήστος Τερζανίδης και ο άλλος είναι ο Σταύρος Σαράφης.
Ο Τερζανίδης έπαιζε το ποδόσφαιρο που παίζεται το 2020. Ήταν ένας σύγχρονος ποδοσφαιριστής και, μάλιστα, προερχόμενος από έναν σοβαρό τραυματισμό έκανε σπουδαία καριέρα και αργότερα πήρε μεταγραφή στον Παναθηναϊκό. Ήταν μια ποδοσφαιρική διάνοια.
Για τον Σταύρο Σαράφη είχε δημιουργηθεί η αίσθηση σε κάποιους ότι ήταν ένας παίκτης που δεν ήξερε μπάλα. Δεν θεωρώ σοβαρή αυτή την πεποίθηση. Ήταν ένας παίκτης που έπαιζε στο κέντρο και αποτελεί τον πρώτο σκόρερ της ομάδας με 136 γκολ! Αυτό από μόνο του αναδεικνύει την αξία του. Έχουμε θεοποιήσει ποδοσφαιριστές με ελάχιστα γκολ στον ΠΑΟΚ και, όμως, υπάρχουν κάποιοι που αμφισβητούν τον Σταύρο Σαράφη».
Έχοντας περάσει μεγάλες στιγμές με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, το 1980 πήρατε τη μεγάλη απόφαση να κατεβείτε στον Πειραιά και τον Ολυμπιακό. Τι ήταν αυτό που οδήγησε σε αυτή την μεταγραφή;
«Ένας από τους λόγους ήταν ο Λόραντ, ο οποίος είχε μία περίεργη συμπεριφορά. Όταν ήρθε στον ΠΑΟΚ σκεφτόταν κάποια πράγματα που όμως δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστούν στην Ελλάδα. Πίστευα πως είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για να γίνει η μετακίνηση. Ήμουν ήδη 5 χρόνια στην αντρική ομάδα και άλλα 5 στα τμήματα υποδομής, όπου είχα πάρει και εκεί κάποιους τίτλους.
Έγινε μια συζήτηση και ο Λόραντ είπε πως δεν είχε κανένα πρόβλημα για να γίνει αυτή η μετακίνηση. Αφού, λοιπόν, συναίνεσε ο προπονητής, σκέφτηκα ότι πιθανότατα να μην με χρειάζεται άλλο. Αυτό διευκόλυνε τα πράγματα, αφού δεν υπήρχε τότε η περίπτωση να μετακινηθεί κάποιος ποδοσφαιριστής με ελεύθερη μεταγραφή. Δεν υπήρχε καν αντικείμενο συζήτησης αν δεν ήθελε η ομάδα.
Είχα τελειώσει τότε το Πολυτεχνείο, ορκίστηκα σαν μηχανικός και πίστευα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κάνω ένα μεγαλύτερο βήμα στην καριέρα μου. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν ένα μικρό βήμα άλλωστε να φύγω από έναν μόνιμα πρωταγωνιστή ΠΑΟΚ σε μια εξίσου μεγάλη ομάδα».
Ως ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού το 1982 πανηγυρίσατε το πρωτάθλημα με ένα επικό come-back. Παρά το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός βρέθηκε μπροστά με 6 βαθμούς, στο τέλος ισοβαθμήσατε στην κορυφή και νικήσατε στο μπαράζ-τίτλου στον Βόλο. Τι ήταν αυτό που οδήγησε σε εκείνη την ανατροπή;
«Στον Ολυμπιακό ποτέ δεν πιστεύει κάποιος ποδοσφαιριστής ότι έχουν εξαντληθεί οι ελπίδες πριν να τελειώσουν πραγματικά όλα. Είναι κάτι περισσότερο που κέρδισα κι εγώ στην καρδιά και στη ζωή μου στα χρόνια που πέρασα στον Ολυμπιακό. Γι’ αυτό και κατέκτησα 4 τίτλους.
Είναι μια ομάδα που παλεύει από την αρχή μέχρι το τέλος κι αυτό βοήθησε να επιστρέψουμε. Είχαμε και τον Αλκέτα Παναγούλια, ο οποίος δεν τα παρατούσε με τίποτα. Αυτοί οι δύο ήταν οι βασικοί λόγοι που έκαναν την ομάδα να επιστρέψει και να κατακτήσει το πρωτάθλημα».
Στον Ολυμπιακό αγωνιστήκατε κάτω από τις οδηγίες τόσο του Αλκέτα Παναγούλια όσο και του Καζίμιερζ Γκόρσκι. Τι ήταν αυτό που διέκρινε τους δύο άντρες;
«Ήταν δύο προπονητές που ταίριαζαν στο εξής: Δεν ασχολούνταν πολύ με συστήματα, ούτε με τακτικές κινήσεις στον αγωνιστικό χώρο. Ήταν άνθρωποι που ξεκινούσαν επιλέγοντας μια συγκεκριμένη ενδεκάδα και αν έκαναν αλλαγή έβαζαν κάποιον με τα ίδια χαρακτηριστικά.
Το έκαναν γιατί σκεφτείτε πως τα χρόνια που ήμουν στον Ολυμπιακό υπήρχαν 5 επιθετικοί που διεκδικούσαν κάθε Κυριακή θέση βασικού. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Ολυμπιακός είχε τη δύναμη να αντικαθιστά οποιονδήποτε παίκτη και να παίρνει οποιονδήποτε ισάξιο αντικαταστάτη του ήθελε, είτε το καλοκαίρι είτε τον Γενάρη. Αυτή η ανανέωση ήταν που δημιουργούσε στον κόσμο την επιθυμία να έρθει και να βλέπει την ομάδα».
Τι είναι αυτό που σας έχει μείνει περισσότερο από τη θητεία σας στον Ολυμπιακό;
«Ήταν τιμή για μένα να φορέσω την φανέλα του Ολυμπιακού. Νιώθω πολύ καλά γιατί με βοήθησε πάρα πολύ στη ζωή μου. Είδα κάποια πράγματα που ήταν διαφορετικά στην Αθήνα απ’ ότι στη Θεσσαλονίκη. Δεν εννοώ μόνο ως ομάδες ΠΑΟΚ-Ολυμπιακός αλλά και ως πόλεις και ως φιλοσοφία. Αν γυρίζαμε πίσω και με ρωτούσες «σήμερα θα ήθελες να αγωνιστείς ξανά για τον Ολυμπιακό;» η απάντηση μου θα ήταν «ναι».
Όταν είχα κατέβει κάτω στον Πειραιά, δήλωσα πως ήρθα σε μία εξίσου μεγάλη ομάδα όπως είναι ο ΠΑΟΚ, με στόχους να κάνω καριέρα ακόμη παραπέρα. Μάλιστα, κάποια στιγμή με ρώτησαν ποια ομάδα θα ταίριαζε με τα δικά μου δεδομένα και είχα πει την Μπαρτσελόνα.
Κάποιοι το παρεξήγησαν γιατί πίστεψαν πως θεωρούσα τον εαυτό μου τόσο καλό. Το είχα αναφέρει με την έννοια ότι η Μπαρτσελόνα έπαιζε γρήγορο ποδόσφαιρο. Εγώ στα πρώτα μου βήματα ήμουν πάρα πολύ εκρηκτικός και μου ταίριαζε γενικά το ισπανικό ποδόσφαιρο και ειδικότερα της Μπαρτσελόνα».
Λίγα λόγια και για το παρόν των δύο ομάδων. Υπάρχει στο ντέρμπι της Κυριακής κάποιο φαβορί;
«Δεν θα τολμήσω να χρίσω τον ΠΑΟΚ φαβορί επειδή παίζει εντός έδρας. Και δεν θα το κάνω επειδή αν πάρει κανείς τα δεδομένα, θα διαπιστώσει ότι ο Ολυμπιακός είναι σε πάρα πολύ καλό μομέντουμ. Έχει καλή ψυχολογία και οι δύο επιθετικοί του σκοράρουν συνεχώς.
Οπότε ο Ολυμπιακός, εφόσον δεν συμβεί κάτι συνταρακτικό στο παιχνίδι με την Άρσεναλ (σ.σ. η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πριν από τον αγώνα της Πέμπτης), θα κατέβει με την ψυχολογία του νικητή.
Από την άλλη όλη αυτή την αρνητική περιρρέουσα ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί τελευταία μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τον ΠΑΟΚ. Να αποδείξει ότι δίκαια παίρνει τα ματς και ότι έχει καρδιά νικητή. Ο ΠΑΟΚ σίγουρα θα έχει ένα αβαντάζ, αλλά σε τέτοια ντέρμπι ποτέ δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι κάποιος είναι το φαβορί».
Τι είναι αυτό που μετράει περισσότερο σε τέτοια ντέρμπι;
«Σε αυτά τα παιχνίδια αν δεν έχεις πάθος, δεν έχεις δύναμη, δεν είσαι διατεθειμένος να μπεις σε μια μάχη, καλό είναι να μην αγωνιστείς. Όταν μπαίνεις, πρέπει να παίξεις ποδόσφαιρο για να τα κερδίσεις».
Εν κατακλείδι, τι σημαίνει για εσάς ΠΑΟΚ και τι Ολυμπιακός;
«Για μένα ο ΠΑΟΚ είναι η οικογένειά μου. Εδώ γεννήθηκα κι εδώ μεγάλωσα. Ο πατέρας μου πέρασε κάποια στιγμή από τον ΠΑΟΚ, αργότερα έπαιξε και ο γιος μου. Αλλά δεν ξεχνώ ότι με την παρουσία μου στον Ολυμπιακό, πήρα την ευκαιρία να διευρύνω τους ορίζοντές μου και να είμαι… open mind στο ποδόσφαιρο. Όποιος ποδοσφαιριστής έχει μείνει σε στενά πλαίσια, δεν είναι εύκολο να αποκτήσει διευρυμένους ορίζοντες».