Για τους σινεφίλ, το όνομα Ρόκι συνδέεται άμεσα με τις ομώνυμες ταινίες του Σιλβέστερ Σταλόνε. Οι φίλοι των σπορ, πόσο μάλλον εκείνοι που δηλώνουν «σκληροπυρηνικοί» φαν των μαχητικών αθλημάτων, στο άκουσμα αυτού του ονόματος, φέρνουν αυτομάτως στο μυαλό τους τον θρυλικό πυγμάχο των 40s’ και των 50s’ Ρόκι Μαρτσιάνο.
Πρόκειται για τον πρώτο μποξέρ στην ιστορία του αθλήματος, που κατάφερε να τερματίσει αήττητος την καριέρα του, σημειώνοντας 49 νικηφόρους αγώνες, στους 43 εκ των οποίων επικράτησε με νοκ-άουτ.
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Σεπτεμβρίου 1952, όταν ο Μαρτσιάνο στέφθηκε για πρώτη φορά παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών, βγάζοντας νοκ-άουτ στον 13ο γύρο του αγώνα τον πολύ έμπειρο κάτοχο του τίτλου, Τζέρσι Τζο Γουόλκοτ.
Με τη νίκη του αυτή, ο Μαρτσιάνο, ως λευκός που ήταν, κατάφερε να θέσει ένα τέλος στην κυριαρχία των μαύρων πυγμάχων, που μονοπωλούσαν στη διοργάνωση από το 1937.
Η γέννηση ενός θρύλου
Αιώνιο παραμένει το δίλημμα για το ποιος μπορεί να είναι ο καλύτερος μποξέρ όλων των εποχών. Οι περισσότεροι τάσσονται υπέρ του Μοχάμεντ Άλι, του Μάικ Τάισον ή του Φλόιντ Μεϊγουέδερ. Αξιόλογοι όλοι, με πολλές διακρίσεις έκαστος. Σε καμία περίπτωση όμως, δεν θα πρέπει να λησμονείται ο προγενέστερος Ρόκι Μαρτσιάνο.
Ο Ρόκο Φράνσις Μαρκετζιάνο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στη Μασαχουσέτη την 1η Σεπτεμβρίου του 1923.
Ο πατέρας του Πιερίνο ήταν μετανάστης από την Ιταλία και δούλευε σε εργοστάσιο παραγωγής υποδημάτων.
Οι αντίξοες οικονομικά συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε η οικογένειά του,έκαναν τον μικρό Ρόκι να επιθυμεί να ασχοληθεί μεγαλώνοντας, είτε με το μπέισμπολ, είτε με το αμερικανικό ποδόσφαιρο.
Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν, θα έβγαζε αρκετά χρήματα και θα ήταν σε θέση να ζήσει την πλουσιοπάροχη και γεμάτη ανέσεις ζωή που ονειρευόταν.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε και ο έφηβος πλέον Ρόκι κατετάγη στο στρατό. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, προτίμησε να ασχοληθεί με τη γυμναστική, προκειμένου να αποφύγει τα… πιάτα και τις… κατσαρόλες της κουζίνας.
Μετά το τέλος του πολέμου, ξεκίνησε την προσπάθεια υλοποίησης του παιδικού του ονείρου. Η ενασχόληση με το μπέιζμπολ έγινε καθημερινή συνήθεια, ωστόσο, η έλλειψη ταλέντου ήταν που δεν του επέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το συγκεκριμένο άθλημα.
Κάπως έτσι είπε να δοκιμάσει την τύχη του στο μποξ. Το πηγαίο ταλέντο του ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή και από το 1948, τα πυγμαχικά γάντια δεν έπαυσαν να αποτελούν… προέκταση των χεριών του.
Η αμφισβήτηση και ο δρόμος προς την καταξίωση
Κατά τα πρώτα βήματα της επαγγελματικής του πορείας ο Ρόκι αμφισβητήθηκε έντονα, κυρίως λόγω της σωματικής του διάπλασης. Τα 95 κιλά που ζύγιζε θεωρούνταν λίγα για την κατηγορία βαρέων βαρών, ενώ το υπερβολικά μικροκαμωμένο ανάστημά του κρίθηκε επίσης ως μη κατάλληλο.
Πέραν του σώματος του, η ηλικία των 25 ετών δεν μπορούμε να πούμε πως ήταν και η ιδανικότερη για έναρξη καριέρας στο μποξ.
Παρά τα αρνητικά σχόλια, ο Αμερικανοϊταλός πυγμάχος δεν έδειξε να πτοείται, διαψεύδοντας, σύντομα, τις κακές… γλώσσες. Στις 16 πρώτες αναμετρήσεις που έδωσε, κατάφερε να σημειώσει ισάριθμες νίκες, βγάζοντας σε όλες τον αντίπαλο νοκ-άουτ!
Το κοινό ξεκίνησε να τον αποδέχεται, με τους φανατικούς υποστηρικτές του ολοένα να αυξάνονται. Την περίοδο εκείνη καθιερώθηκε και το παρατσούκλι «ο Βράχος του Μπρόκτον», με το οποίο έμεινε στην Ιστορία.
Φτάνοντας στον κολοφώνα της δόξας
Μέσα σε δύο χρόνια, το όνομα Ρόκι Μαρτσιάνο έγινε συνώνυμο της επιτυχίας σε ό,τι αφορά τον πυγμαχικό χώρο. Οι αντίπαλοι που βρέθηκαν στο διάβα του, υποκλίθηκαν στη δύναμή του, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έπεσαν αναίσθητοι στο ρινγκ!
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της καριέρας του ήρθε το 1951. Τότε, κλήθηκε να αντιμετωπίσει το ίνδαλμα του Τζο Λούις, παγκόσμιο πρωταθλητή βαρέων βαρών από το 1937 έως και το 1949.
Ο «Καφέ Βομβιστής», όπως τον αποκαλούσαν, δεν ήταν ένας απλός πυγμάχος. Επρόκειτο για έναν θρύλο του μποξ, που κατάφερε να αγαπηθεί και να γίνει αποδεκτός μια περίοδο όπου οι μαύροι αθλητές αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά.
Με εκπαιδευτή τον περίφημο Τσάρλι Γκόλτμαν, ο Μαρτσιάνο προπονήθηκε κατάλληλα και τελικά κατάφερε να επιβληθεί του Λούις με νοκ-άουτ στον 8ο γύρο. Αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα φήμες θέλουν τον Ρόκι να ξεσπά σε κλάματα, όχι λόγω συγκίνησης, άλλα λόγω του γεγονότος ότι αντίκρισε το είδωλο του καθηλωμένο στο πάτωμα.
Στα αποδυτήρια, ο «Βράχος» παρακάλεσε τον αντίπαλό του να τον συγχωρέσει. Εκείνος του αποκρίθηκε ότι επικράτησε ο καλύτερος, συνεπώς δεν υπάρχει κανένας λόγος να κλαίει και να ζητά συγγνώμη.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η επιτυχία αυτή «άνοιξε» τον δρόμο για τη διεκδίκηση του τίτλου του παγκόσμιου πρωταθλητή. Το 1952, λοιπόν, ο Ρόκι αντιμετώπισε τον κάτοχο του τίτλου Τζέρσι Τζο Γουόλκοτ, ο οποίος χαρακτηριζόταν τόσο για τη δύναμή του, όσο και για την άρτια τεχνική του κατάρτιση.
Στη μάχη που δόθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου στη Φιλαδέλφεια, ο Γουόλκοτ ξεκίνησε δυναμικά από τον πρώτο γύρο, βάζοντας τον Ρόκι σε μπελάδες.
Κατά τους επόμενους γύρους, η ποιότητα του χτυπήματος του Γουόλκοτ ήταν εμφανώς ανώτερη και έτσι οι περισσότεροι πίστεψαν πως θα κατακτούσε μια εύκολη νίκη στα σημεία (ως σημείο ή ως βαθμός ορίζεται το κάθε καθαρό χτύπημα είτε στον κορμό του αντιπάλου, είτε στο πλάγιο, είτε στο μπροστινό μέρος της κεφαλής). Ωστόσο, στον 13ο γύρο του αγώνα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν.
Ο Μαρτσιάνο, με ένα απίστευτο δεξί κροσέ, γνωστό και ως «Σούζι Κιου», ισοπέδωσε τον αντίπαλό του, σημειώνοντας το διασημότερο νοκ-άουτ της καριέρας του! Μάλιστα, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν την εν λόγω αναμέτρηση ως την πιο αξιομνημόνευτη στην ιστορία της πυγμαχίας!
Επιστρέφοντας στη Μασαχουσέτη 100.000 συμπατριώτες του τον υποδέχτηκαν «μετά βαΐων και κλάδων». Αρκετοί ήταν εκείνοι που ζητούσαν να τους υπογράψει μια φωτογραφία, ενώ όλοι τον προσφωνούσαν πρωταθλητή, μια λέξη που όπως δήλωνε και ο ίδιος δεν κουράστηκε ποτέ να ακούει.
Τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή διατήρησε έως και το 1956. Στην τελευταία μάχη εναντίον του Άρτσι Μουρ κινδύνευσε να χάσει, καθώς ο αντίπαλός του τον έριξε κάτω από τον πρώτο κιόλας γύρο.
Παρ’ όλα αυτά, χάρη στο πάθος του βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί και τελικά να πάρει τη νίκη με νοκ άουτ. Κάπως έτσι, έβαλε τίτλους τέλους σε μια ονειρεμένη καριέρα 49 νικών και καμίας ήττας!
Το άσχημο παιχνίδι της μοίρας
Την 31η Αυγούστου του 1969, μια ημέρα πριν τα 46α γενέθλια του, ο αείμνηστος πυγμάχος αντίκρισε για τελευταία φορά το φως του ήλιου.
Το βράδυ της ίδιας μέρας, το μονοκινητήριο αεροπλάνο στο οποίο επιβιβάστηκε, προκειμένου να μεταβεί για μια ομιλία στην Αϊόβα, συνετρίβη λίγο πριν φθάσει στον προορισμό του.
Ο «Βράχος» βρήκε τραγικό θάνατο, βυθίζοντας στη θλίψη χιλιάδες θαυμαστές του ανά τον κόσμο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η σύζυγός του «έφυγε» από τη ζωή πέντε χρόνια μετά, σε ηλικία επίσης 46 ετών.