«ΠΑΣ-ΠΑΣ Γιάννινα, Άγιαξ της Ηπείρου
Μην σας τρομάζει τίποτα, απόγονοι του Πύρρου
ΠΑΣ-ΠΑΣ-ΠΑΣ και σίγουρα θα πας
Στην Α’ Εθνική, ομάδα θρυλική».
***
Όταν το «Αηδόνι της Ηπείρου», ο δωρικός Αλέκος Κιτσάκης, δημιουργούσε τον ύμνο του ΠΑΣ Γιάννινα δεν θα μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη και τις μετέπειτα επιτυχίες.
Ο σύλλογος με τον ταύρο για έμβλημα όχι μόνο πήγε στην Α’ Εθνική, αλλά εγκαταστάθηκε σε αυτή έπειτα από δεκαετίες με σκαμπανεβάσματα, «ασανσέρ» και μπαράζ.
Ανήμερα των 51ων γενεθλίων του ΠΑΣ Γιάννινα, το Sport-Retro.gr καταγράφει την πορεία, τις χαρές, τις λύπες, τους πρωταγωνιστές και όλα όσα θα πρέπει να θυμηθούν ή να μάθουν οι Έλληνες φίλαθλοι.
Με την πολύτιμη βοήθεια του εξαίρετου δημοσιογράφου Αλέξανδρου Καρύτσα, η ιστοσελίδα παραθέτει το ιστορικό της ίδρυσης στις 8 Ιουλίου 1966, τη θρυλική ομάδα των Αργεντινών, τα χρόνια της αστάθειας και τη δυναμική της τελευταίας δεκαετίας.
Παράλληλα, δύο σημαντικότατες προσωπικότητες του ΠΑΣ Γιάννινα, ο αρχισκόρερ Εδουάρδος Κοντογεωργάκης και ο ρέκορντμαν συμμετοχών Γιώργος Ντάσιος, παραχώρησαν συνέντευξη στο Sport-Retro.gr.
***
Το γιαννιώτικο ποδόσφαιρο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο
Η πρώτη ομάδα που εμφανίστηκε στα Ιωάννινα ήταν ο Ηρακλής, ο οποίος ιδρύθηκε το 1918 και εκτός από το ποδόσφαιρο διέθετε μουσικά τμήματα.
Ο Αρίστιππος Χαντέλης θεωρείται εκ των πρωτεργατών του εγχώριου αθλητισμού, ενώ ο γιος του Βέλγου πρόξενου Εμανουέλ Ντεμπουσόν βρισκόταν ανάμεσα στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου.
Ο Ηρακλής έδωσε ορισμένους αγώνες σε ένα χωράφι στη θέση «Κίσλα», στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο «Χαράλαμπος Κατσιμήτρος».
Το 1925 οι ποδοσφαιριστές αποσπάστηκαν και ίδρυσαν τον Πύρρο, ο οποίος διέθετε και τμήμα στίβου, ενώ τα χρώματά του ήταν το μαύρο και το άσπρο.
Η δράση του κράτησε μέχρι το 1932 και μέχρι τότε η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στη γειτονική Αλβανία, χάρη στις φιλότιμες προσπάθειες του προέδρου Σπύρου Αποστολίδη.
To 1927 ο Γεώργιος Πουτέτσης και ο Ελευθέριος Δημητριάδης, δημιούργησαν την πρώτη αμιγώς ποδοσφαιρική ομάδα, ονόματι Ολυμπιακός Ιωαννίνων, ο οποίος φορούσε κόκκινο και άσπρο χρώμα.
Το 1928 ιδρύθηκε ο Ατρόμητος (πράσινο και λευκό), το 1932 ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων συλλόγων (συγχώνευση), το 1936 επανεμφανίστηκε ως Ατρόμητος 4ης Αυγούστου και μετά την Απελευθέρωση πορεύθηκε με το πρώτο του όνομα.
Πύρρος, Ολυμπιακός Ιωαννίνων, Ατρόμητος και μία ακόμη ομάδα, η Νίκη, ένωσαν τις δυνάμεις τους το 1932 δημιουργώντας τον ΠΑΣ Αβέρωφ, προς τιμήν του εθνικού ευεργέτη από το Μέτσοβο.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από το χωράφι στη θέση «Κίσλα», παλιότερα οι ντόπιοι γυμνάζονταν στο «Ατ Παζάρ» που μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ανακηρύχθηκε σε «Γυμναστήριον Στρατού & Δήμου».
Παράλληλα, μεταξύ της περιόδου 1925-1930 κατασκευάστηκε το γήπεδο Πλατείας Ομονοίας, στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το πάρκο Λιθαρίτσια, ενώ τότε στον χώρο υπήρχαν στρατώνες και ερείπια παλιών παλατιών.
Προπολεμικά δεν υπήρχαν θεσμοθετημένα πρωταθλήματα, με αποτέλεσμα οι αγώνες να διοργανώνονται από τις διοικήσεις των ομάδων, κατά κύριο λόγο την περίοδο των Χριστουγέννων ή του Πάσχα.
Ο Γεράσιμος Καραμπουίκης από τα Ιωάννινα, ο Θόδωρος Μαρκής από την Πρέβεζα και ο Βίκτωρ Σακκάς από την Άρτα ήταν μερικοί από εκείνους που έκλειναν τα ποδοσφαιρικά ραντεβού της Ηπείρου.
Αρκετές φορές, βέβαια, τα προβλήματα μεταφοράς, διαμονής και σίτισης των παικτών ωθούσαν τις ομάδες σε διεξαγωγή αναμετρήσεων εναντίον στρατιωτών, προσκόπων, δασκάλων κ.τ.λ.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) ιδρύθηκε η Εθνική Οργάνωση Νέων, η οποία χρηματοδοτούσε τον αθλητισμό και βοηθούσε σε πολλούς τομείς, γεγονός που ελάφρυνε τους συλλόγους.
Οι δαπάνες για τη μεταφορά, τη σίτιση και τη διανυκτέρευση των παικτών καλύπτονταν, πλέον, από την πολιτεία κι αυτό ήταν ένα πρώτο βήμα για την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου και στην επαρχία.
Αναφορικά με τα Ιωάννινα, η γενική εποπτεία των αθλητικών διοργανώσεων είχε ανατεθεί στον γυμναστή-καθηγητή Βασίλειο Δερδεράκη, ο οποίος υπήρξε άσος του Απόλλωνα Αθηνών και ο πρώτος προπονητής του ΠΑΣ Αβέρωφ και του Ατρομήτου.
Καταγόταν από την Αθήνα, αποφοίτησε από τη Γυμναστική Ακαδημία, διορίστηκε πρώτα στην Άρτα, έπειτα μετατέθηκε στη Ζωσιμαία Σχολή και παρέμεινε στα Ιωάννινα μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Ο Δερδεράκης, μάλιστα, εφάρμοσε την υπόδειξη ενός ανωτέρου αξιωματικού του αγγλικού στρατού και διοργάνωσε το «six at site», δηλαδή τους αγώνες 6Χ6 που διαρκούσαν μισή ώρα και ο πρωταθλητής αναδεικνυόταν την ίδια ημέρα.
Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος
Η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940 διέκοψε κάθε αθλητική δράση, αφού η συντριπτική πλειοψηφία των νέων της χώρας επιστρατεύθηκε και οδηγήθηκε σε μία περιοχή όχι πολύ μακριά από τα Ιωάννινα για να καταγράψει ιστορικές στιγμές, πράξεις αυτοθυσίας και απαράμιλλου ηρωισμού.
Όταν οι Άγγλοι και λοιποί σύμμαχοι (Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Σκοτσέζοι και Ινδοί) αφίχθησαν στην πόλη για να ενισχύσουν την ελληνική άμυνα, οι ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις αναβίωσαν στο «χωράφι του Χότζα», πληροφορίες για το οποίο θα διαβάσετε λίγο παρακάτω.
Όσοι Γιαννιώτες δεν βρίσκονταν στο Μέτωπο έδιναν μία άλλη μάχη, ειρηνική, με μία μπάλα της κακιάς ώρας, δοκάρια από σιδηροσωλήνες και ανύπαρκτα δίχτυα, όπως έχει περιγράψει ο Κώστας Κόκκας, η εμβληματική αυτή φυσιογνωμία του αθλητισμού των Ιωαννίνων με το εκπληκτικό αρχειακό υλικό.
Αργότερα, όταν η γερμανική (και βουλγαρική σε Μακεδονία-Θράκη) Κατοχή εξουθένωσε ποικιλοτρόπως την πλειοψηφία των κατοίκων της χώρας, στην πρωτεύουσα της Ηπείρου σχηματίστηκε μία άτυπη συμμαχία.
Μία μικτή ομάδα Ελλήνων και Ιταλών αντιμετώπιζε… αυθεντικούς «πάντσερ», δηλαδή Γερμανούς στρατιώτες, και το θετικό για τους Γιαννιώτες ήταν ότι μετά τα ματς μετέβαιναν στο παλιό ρουμανικό σχολείο, έκαναν ένα ζεστό μπάνιο και απολάμβαναν το γεύμα τους.
Όταν πια οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τη χώρα, οι Έλληνες άρχισαν να τρώγονται για τα καλά μεταξύ τους και, δυστυχώς, η φρίκη του Εμφυλίου δεν θα σταματούσε γρήγορα.
Τον Νοέμβριο του 1944, πάντως, αποφασίστηκε από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές ότι καλό θα ήταν να πραγματοποιηθούν μερικές ποδοσφαιρικές αναμετρήσεις σε ένδειξη καλής θελήσεως.
Έναν μήνα νωρίτερα, ο Κώστας Κόκκας και ο Χρήστος Παπαντωνίου (μετέπειτα ανάπηρος του Εμφυλίου) είχαν μπουκάρει στο γήπεδο του Ακραίου και είχαν ξηλώσει τα δίχτυα παραλλαγής που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για να καλύπτουν τα κανόνια τους. Τώρα πια οι ντόπιοι είχαν διχτάκια για τις εστίες…
Η ομάδα του ΕΔΕΣ, αποτελούμενη κατά βάση από Ηπειρώτες, κατηφόρισε μετά κόπων και βασάνων στην Αθήνα για τους αγώνες καλής θελήσεως και, πράγματι, αντιμετώπισε μια χούφτα άσους του Παναθηναϊκού, μερικούς επιλέκτους του Ψυχικού, ακόμη και τους Άγγλους.
Ο αγώνας, όμως, με την ομάδα του ΕΛΑΣ δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και μόλις 3 ημέρες πριν από την έναρξη των Δεκεμβριανών, οι άνδρες του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου αποχώρησαν από την πρωτεύουσα με το αντιτορπιλικό «Κριεζής».
Το συγκεκριμένο κομμάτι του αφιερώματος κλείνει με την αναφορά στους Γιαννιώτες αθλητές που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν την πολυτάραχη περίοδο 1940-1949.
Αρχικά, ο λοχίας Κωνσταντίνος Κούρτιος, παίκτης του Αβέρωφ, έχασε τη ζωή του την 21η Φεβρουαρίου 1941, κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου.
Έπειτα, στον Εμφύλιο, σκοτώθηκαν οι Δημήτριος Αναγνωστόπουλος, Ιωάννης Δανάκας, Τιμολέων Ζουρνάς, Πέτρος Καππάς, Στέφανος Μακρής και Ευάγγελος Οικονόμου ή Παπατσίκας.
Αγνοούμενοι (και λογιζόμενοι ως νεκροί) χαρακτηρίστηκαν οι Αθανάσιος (ή Παύλος) Δερέκας και Γεώργιος Μητροκώστας, ενώ τραυματίες ή ανάπηροι οι Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος, Σωτήριος Γκάτζαρος, Γεώργιος Λύκας, Χρήστος Παπαντωνίου, Ιωάννης Ρωμανέλης και Ιωάννης Τσαπάρας.
Τέλος, ο Χρυσόστομος Νικολαΐδης, αθλητής στίβου του Αβέρωφ, πέρασε 8 χρόνια της ζωής του στις φυλακές της περιοχής “Χότζα”.
Το γήπεδο των «Ζωσιμάδων»
Οι ποδοσφαιρικοί αγώνες και γενικότερα οι αθλητικές εκδηλώσεις διεξάγονταν στο γήπεδο της Πλατείας Ομονοίας μέχρι το 1936, κι ενώ ήδη είχε αρχίσει να αποκτά φήμη το «χωράφι του Χότζα».
Η συγκεκριμένη θέση είχε προταθεί από τον χειρουργό Περικλή Γιαννή για τη μεταφορά των αθλητικών εγκαταστάσεων της πόλης, αλλά ο χώρος ήταν μικρός.
Τότε, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων επισκέφθηκε αυτοπροσώπως την περιοχή, η οποία περιστοιχιζόταν από φτωχά σπιτάκια που διέθεταν μικρούς κήπους και χωραφάκια.
Ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών & πάσης Ελλάδος τάχθηκε υπέρ της πρότασης του Γιαννή κι έπεισε τους κατοίκους να παραχωρήσουν ένα μέρος των ιδιοκτησιών τους, προκειμένου να αυξηθεί η έκταση και να δημιουργηθεί πραγματικό γήπεδο.
Τα έργα διαμόρφωσης άρχισαν το 1934 και στις 18 Οκτωβρίου 1936 έγιναν τα επίσημα εγκαίνια του, ενώ ο χώρος αποκτήθηκε τμηματικά σε βάθος 20ετίας από τη Μητρόπολη.
Βέβαια, το όλο σκηνικό της εποχής ήταν σουρεάλ, καθώς ελλείψει αποδυτηρίων οι ποδοσφαιριστές χρησιμοποίησαν για αποδυτήρια την… αυλή της κυρα Κώσταινας!
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1945, το γήπεδο άρχισε να αποτάσσει τον χαρακτηρισμό «χωράφι του Χότζα», καθώς πήρε το όνομα των εμπόρων κι εθνικών ευεργετών Ζωσιμά, οι οποίοι κατάγονταν από το χωριό Γραμμένο.
Η απόφαση περί «Ζωσιμάδων» υπογράφηκε από την πρώτη διοίκηση: τον πρόεδρο Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, τον αντιπρόεδρο Περικλή Κέλμο, τον γραμματέα Αριστομένη Λεύκοβιτς, τον έφορο Βασίλειο Λάππα και τον ταμία Γεώργιο Κραψίτη.
Ένα ενδιαφέρον απόσπασμα από την επίσημη ιστοσελίδα της Ζωσιμαίας Σχολής ενημερώνει το διαδικτυακό κοινό για την πώληση του σταδίου στη ΓΓΑ: «Στην αρχή η Μητρόπολη (ή μάλλον για να είμαστε πιο ακριβείς, τα Αγαθοεργά Καταστήματα Ιωαννίνων και ιδιαίτερα η Μορφωτική Επιτροπή που διαχειρίζονταν τους πόρους υπέρ της Ζωσιμαίας Σχολής – Άρθρο Ε’ της διαθήκης Νικολάου Ζωσιμά) διέθεσε αρκετά χρήματα για την περίφραξη του νέου σταδίου χτίζοντας ένα τεράστιο πέτρινο τοίχο ολόγυρα.
Λίγο αργότερα, περί το 1960 με απόφαση του Μητροπολίτη Ιωαννίνων και με κονδύλια που εκταμιεύτηκαν – κατά πάσα πιθανότητα – από το ταμείο της Μορφωτικής Επιτροπής του Κληροδοτήματος Νικολάου Ζωσιμά χτίστηκε στη βόρεια μεγάλη πλευρά του σταδίου μια κερκίδα χωρητικότητας περίπου πεντακοσίων θεατών.
Επειδή μέχρι τότε δεν υπήρχαν επίσημοι τίτλοι ιδιοκτησίας του γηπέδου ούτε επίσημα συμβόλαια παραχώρησης γης, η πράξη αυτή της Μητροπόλεως ερμηνεύτηκε ως πράξη που απέβλεπε στην de facto κατοχύρωση της ιδιοκτησίας του σταδίου.
Αυτό το ερμαφρόδιτο ιδιοκτησιακό καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967 – 1974). Περί το 1970 επισκέφθηκε τα Γιάννινα ο τότε Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού Κωνσταντίνος Ασλανίδης, ο οποίος εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον τεράστιο αυτό χώρο στη μέση της πόλης και ζήτησε να γίνει αμέσως μία μελέτη κατασκευής ενός σταδίου αντάξιου της ιστορικής πόλης των Ιωαννίνων.
Όπως ήταν φυσικό τέθηκε θέμα ιδιοκτησίας του γηπέδου, διότι δεν ήταν δυνατόν να εκταμιεύονται, από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, χρήματα για την κατασκευή του σταδίου που ιδιοκτησιακά θα ανήκε σε άλλο νομικό πρόσωπο (Αγαθοεργά Καταστήματα Ιωαννίνων).
Τελικά ο Γ.Γ. Κωνσταντίνος Ασλανίδης αποφάσισε να αγοραστεί όλη η έκταση από το κράτος και έτσι το θέμα έληξε οριστικά».
Η γέννηση του ΠΑΣ Γιάννινα
Η ολοκλήρωση (και) του Εμφυλίου βρίσκει τους Έλληνες να πενθούν τους νεκρούς, να κουράρουν τους τραυματίες, να μεγαλώνουν ορφανά παιδιά, να ξαναχτίζουν από την αρχή…
Το ποδόσφαιρο αποτέλεσε και πάλι μέσο διαφυγής για τους νέους της εποχής, ασχέτως αν δεν υπήρχε τίποτα όρθιο.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφορά στον τοπικό Ολυμπιακό, ο οποίος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940 χρησιμοποιούσε για αποδυτήρια τα σπίτια των παικτών Μιχάλη Πασχαλάκη, Γιώργου Νικολαΐδη, Αναστασίου Νότσικα και Μιχάλη Τζουβάρα ή Χαλά.
Ο πρόεδρος της ομάδας Γεώργιος Πουτέτσης τύγχανε και διευθυντής Πρόνοιας στην ευρύτερη περιοχή, οπότε παραχώρησε στις ποδοσφαιρικές ομάδες μερικές παράγκες από ξύλο και πισσόχαρτο για να αλλάζουν οι αθλητές!
Να σημειωθεί ότι το 1953 ο θρυλικός Θανάσης Μπέμπης του Ολυμπιακού Πειραιώς φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού Ιωαννίνων για μία αναμέτρηση.
Έναν χρόνο νωρίτερα είχε ιδρυθεί η Ένωση Ποδοσφαιρικών Σωματείων Ηπείρου, μέσω της οποίας εκδίδονταν πλέον δελτία ποδοσφαιριστών και θεσπίστηκαν κανόνες για τις μεταγραφές.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1962, ο Ατρόμητος και ο Ολυμπιακός Ιωαννίνων συγχωνεύθηκαν επισήμως και από το «πάντρεμα» δημιουργήθηκε ο Αθλητικός Όμιλος Ιωαννίνων.
Από τη σεζόν 1961-62 μέχρι τη 1965-66, ο ΠΑΣ Αβέρωφ συμμετείχε ανελλιπώς στον Α’ Όμιλο της Β’ Εθνικής, ενώ την περίοδο 1961-62 τον συνόδευε ο Ατρόμητος και το 1965-66 ο ΑΟ Ιωαννίνων.
Η κορυφαία, επί σειρά ετών, επιτυχία του γιαννιώτικου ποδοσφαίρου στον θεσμό του Κυπέλλου ήταν η πορεία του ΠΑΣ Αβέρωφ μέχρι την ημιτελική φάση της διοργάνωσης της σεζόν 1962-63.
Αρχικά, απέκλεισε τον Απόλλωνα Αθηνών με 3-2 (εντός έδρας), εν συνεχεία στους «16» τον Ολυμπιακό Κοζάνης με 4-1 (εντός έδρας) και τέλος έκανε την τεράστια έκπληξη με την πρόκριση επί του ΠΑΟΚ (2-0) στους κατάμεστους «Ζωσιμάδες».
Το όνειρο της συμμετοχής σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδας (σ.σ. ο άλλος φιναλίστ ήταν ο Ολυμπιακός) έσβησε στην Κατερίνη, αφού ο ισχυρός Πιερικός της εποχής τον νίκησε με 4-0.
Άλλες 2 φορές κατέγραψε συμπαθητικές πορείες μέχρι τη φάση των «16» του θεσμού, όπου αποκλείστηκε από την ΑΕΚ στον επαναληπτικό της Νέας Φιλαδέλφειας (1955-56) και τον Παναθηναϊκό (1961-62).
Το πρώτο ματς με την Ένωση στα Ιωάννινα έληξε 1-1 αλλά ο ΠΑΣ λύγισε στη ρεβάνς με 4-1, ενώ όσον αφορά αυτό κόντρα στο «τριφύλλι» αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά μια ποδοσφαιρική ομάδα της Ηπείρου μετακινήθηκε με αεροπλάνο, για την ακρίβεια με μία στρατιωτική ντακότα που παραχώρησε ο Ευάγγελος Αβέρωφ.
Στις 20 Απριλίου 1966, η Γενική Συνέλευση των μελών του ΠΑΣ Αβέρωφ αποφάσισε τη συγχώνευση, ενώ το ίδιο έκαναν στη συνέχεια και εκείνα του ΑΟΙ.
Οι δύο ομάδες αγωνίζονταν στη Β’ Εθνική και προκειμένου να μην χρειαστεί να υποβιβαστούν στη Γ’ Εθνική για να ξεκινήσουν από την αρχή την προσπάθεια ανόδου, ο ΑΟΙ μετονομάστηκε σε ΠΑΣ Γιάννινα.
Ο ΠΑΣ Αβέρωφ, αντίθετα, μετατράπηκε σε ΠΑΣ Μπιζάνι, με σκοπό να λειτουργεί ως φυτώριο του μετέπειτα «Άγιαξ της Ηπείρου» και μάλιστα τον συνόδευσε στο πρωτάθλημα της Β’ Εθνικής για τη σεζόν 1966-67, αλλά υποβιβάστηκε και αργότερα διαλύθηκε.
Η ονομασία ΠΑΣ (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) Γιάννινα δόθηκε αφότου είχαν απορριφθεί διάφορες άλλες, μεταξύ των οποίων και το όνομα Δωδώνη.
Στις 30 Ιουνίου 1966, ο δικηγόρος Πύρρος Ναθαναήλ, ως πληρεξούσιος δικηγόρος του ΑΟΙ, κατέθεσε στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων την υπ’ αριθμό καταθέσεως 307/66 αίτηση για την έγκριση του τροποποιημένου καταστατικού και ζήτησε να εκδοθεί αμέσως απόφαση, προκειμένου να μπει η νέα ομάδα στην κλήρωση του πρωταθλήματος Β’ Εθνικής.
Η συζήτηση της αίτησης έγινε στις 6 Ιουλίου 1966 και στις 8 Ιουλίου 1966 εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 366/8-7-1966 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων που ενέκρινε την τροποποίηση του καταστατικού και τη μετονομασία του ΑΟΙ σε ΠΑΣ Γιάννινα.
Η απόφαση αυτή καταχωρήθηκε στο βιβλίο σωματείων του Πρωτοδικείου στις 2 Αυγούστου 1966 με αριθμό μητρώου 929/2-8-1966 και το σωματείο έφερε την ονομασία «Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος ΠΑΣ Γιάννινα».
***
Έπειτα από αυτήν την απαραίτητη αναφορά στην Ιστορία του εγχώριου ποδοσφαίρου, το Sport-Retro.gr έδωσε τον λόγο στον εξαίρετο δημοσιογράφο Αλέξανδρο Καρύτσα, ο οποίος -χωρίς υπερβολή- αποτελεί κινητή εγκυκλοπαίδεια του ΠΑΣ Γιάννινα.
Με την πολύτιμη βοήθειά του, η ιστοσελίδα παραθέτει στους αναγνώστες της πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες και περιστατικά ενός εκ των κορυφαίων επαρχιακών συλλόγων της χώρας.
-Η αρχή έγινε με τη συγχώνευση του 1966.
«Η διοίκηση του Αβέρωφ είχε συνδεθεί με τη Δεξιά κι εκείνη του ΑΟΙ με την Αριστερά. Δεν γνωρίζω αν ίσχυε και σε πόσο μεγάλο βαθμό. Όπως και να είχε, πάντως, αμφότεροι αποφάσισαν να παραβλέψουν τις όποιες διαφορές τους για το κοινό καλό».
-Η πρώτη… Επανάσταση, λοιπόν, έγινε το 1966 και η δεύτερη το 1972;
«Όταν είχε έρθει ο Ντε Φαρία, ο ΠΑΣ είχε καταγράψει 7 ισοπαλίες σε 7 αγώνες! Δεν έχανε, αλλά δεν νικούσε κιόλας. Ζήτησε, λοιπόν, από τον Αθανάσιο Τσουκανέλη, να του φέρει τον Νταντέλη της Βέροιας. Οι δυο τους είχαν άριστες σχέσεις και ο πρόεδρος δεν του το αρνήθηκε. Η Βέροια, όμως, ζητούσε 1.000.000 δραχμές και ο Ντε Φαρία τα έχασε.
‘Με αυτά τα χρήματα θα μπορούσα να φέρω… 10 Αργεντινούς’, είπε ο Ντε Φαρία στον Τσουκανέλη κι εκείνος του άναψε το πράσινο φως. Πράγματι, πήγε στην Αργεντινή ο Ντε Φαρία για να βρει παίκτες. Τελικά, δεν έφερε 10 αλλά 6 παίκτες, οι οποίοι όμως κόστισαν όλοι μαζί 700.000 δραχμές!
Μάλιστα υποστήριζε: ‘Ο Έλληνας έχει φιλότιμο, δεν του αρέσει να χάνει, γι’ αυτό και οι αμυντικοί δεν πρέπει να κατάγονται από άλλη χώρα. Μπροστά, όμως, θέλει ο καθένας από μια μπάλα. Οπότε καλύτερα να υπάρχουν Λατιοναμερικάνοι από τα χαφ και μπροστά’.
Με τη μεσολάβηση του Αβέρωφ, ο οποίος τότε ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης, ήρθαν το 1972 οι Αργεντινοί στον ΠΑΣ Γιάννινα της Β’ Εθνικής και πήραν την ελληνική υπηκοότητα. Παρουσιάστηκαν και στον Στρατό, όπου τους κούρεψαν! Στα χαρτιά τους έγραφε ότι έγιναν Έλληνες για λόγους ‘εθνικής ανάγκης’!
Πρώτα ήρθε ο Γκλασμάνης και ο Παστερνάκης, οι οποίοι ήταν και οι μόνοι που έπαιζαν σε πρωτάθλημα Α’ κατηγορίας, σε αυτό της Βενεζουέλας, ενώ αμέσως μετά ο Κοντογεωργάκης που τότε ήταν παίκτης Γ’ Αργεντινής. Έπειτα ήρθαν ο Μόντες, ο Αλβαρέζ και ο Λίσα. Τους μοίρασαν στα δύο, δηλαδή πρώτα έφεραν τρεις και μετά τους άλλους τρεις, για να μην προκαλέσουν περισσότερο».
-Σας διακόπτω προκειμένου να πείτε δυο λόγια για τον Όσκαρ Αλβαρέζ, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός από τους 6 που πήρε μεταγραφή από τον ΠΑΣ Γιάννινα σε μία πιο επιτυχημένη ομάδα (σ.σ. Παναθηναϊκός).
«Ο Αλβαρέζ ήταν ένα πολύ φτωχό, αλλά και πολύ περήφανο παιδί. Στην Αργεντινή φόρτωνε και ξεφόρτωνε φορτηγά για να ζήσει. Ήταν φοβερός γκολτζής. Όταν είχε ακουστεί το όνομά του για τον Παναθηναϊκό, ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος δεν ήθελε να τον δώσει. Μετά προσπάθησε να βγάλει περισσότερα χρήματα. Τέλος πάντων, ο Αλβαρέζ ήταν αμετάπειστος, ήθελε πάση θυσία να πάει στον Παναθηναϊκό αλλιώς προτιμούσε ακόμα και να σταματήσει το ποδόσφαιρο. Η αλήθεια είναι ότι για την αξία του παίκτη ο ΠΑΣ δεν έβγαλε πολλά χρήματα. Είχε τρέλα με τα αυτοκίνητα κι ευτυχώς που όταν ολοκλήρωσε την καριέρα του ο Βαρδινογιάννης τον έβαλε στη Motor Oil γιατί ίσως να αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες».
-Να επανέλθουμε στους Αργεντινούς;
«Όταν ήρθαν οι Αργεντινοί και είδαν το «ξερό» γήπεδο έπαθαν σοκ. Σε συνδυασμό με τη διαφορετική γλώσσα και τις συνήθειες, η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη, αλλά ο Ντε Φαρία τους καθησύχασε και τους βοηθούσε να εγκλιματιστούν. Κι ο ίδιος τα είχε χάσει όταν είχε έρθει, αλλά όταν είδε 13-14.000 φιλάθλους στο πρώτο ματς αποφάσισε να συνεργαστεί με τον ΠΑΣ.
Ο μοναδικός που είχε ελληνική ρίζα, ο Κοντογεωργάκης, ήταν και αυτός με τη δυσκολότερη προσαρμογή. Ήταν τεχνίτης και γρήγορος, αλλά στο «ξερό» δεν απέδιδε πολύ καλά στο ξεκίνημα. Έλεγαν τότε στον Ντε Φαρία ‘πού το βρήκες αυτόν;’ και τέτοια. Την επόμενη χρονιά, όμως, ξύπνησε και έγραψε ιστορία.
Με τον Τσουκανέλη αρωγό και τον Ντε Φαρία πάντα κοντά τους, τα παιδιά πείστηκαν να παραμείνουν και, βέβαια, τους αγάπησε πολύ κι ο κόσμος. Τα τακουνάκια που έκανε ο Μόντες ή τα “1-2” στο κέντρο δεν τα είχαν ξαναδεί. Την ίδια εποχή και η Καλαμάτα είχε φέρει πολλούς Αργεντινούς όπως τον Μάνα, τον Εσπινόζα και τον Βάλιαν, αλλά με Γιουγκοσλάβο προπονητή και τόσους Έλληνες δεν έβγαζαν άκρη.
Αν οι 6 Αργεντινοί δεν έπαιζαν στον ΠΑΣ, αλλά σε ομάδα της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, θα έπαιρναν τίτλους. Ο Αβέρωφ είχε μεσολαβήσει για την «ελληνοποίηση» και όλα τα έκανε ο αείμνηστος δικηγόρος Πύρρος Γιαννάκος. Αυτός είχε βγάλει διαβατήριο σε όλους. Βέβαια, το γεγονός ότι ο ΠΑΣ βοηθήθηκε δεν σήμαινε ότι έπαιρνε αυτομάτως και δύναμη στο παρασκήνιο. Χαρακτηριστικό είναι το ματς του 1976 στο Άργος με την πρωτοπόρο ΑΕΚ, όπου η διαιτησία τον είχε «σφάξει», επειδή αν νικούσε θα την πλησίαζε στο -2. Η διαιτησία εμπόδισε πολύ τον ΠΑΣ να κοντράρει τον Απόλλωνα στη μάχη της ανόδου του 1973.
Όλοι οι Αργεντινοί έπαιρναν 120.000 δραχμές με το διαμέρισμα πληρωμένο. Οι Έλληνες δεν ξέρω πόσα έπαιρναν, αλλά το θέμα είναι ότι δεν είδαν με λοξό μάτι ότι η ομάδα βασίζεται στους Αργεντινούς. Αναγνώρισαν την αξία τους. Ακόμη κι ο Οικονομίδης που ήταν παιχταράς έλεγε ‘δεν έχουμε πρόβλημα, καθόμαστε και στον πάγκο’. Υπήρξε χημεία εξ ου και η δημιουργία της ομάδας που μέχρι πρότινος, τόσο φαντεζί τουλάχιστον, δεν είχε εμφανιστεί στα ελληνικά γήπεδα.
Ο μοναδικός που έφυγε γρήγορα ήταν ο Παστερνάκης. Ίσως να ήταν κι ο κορυφαίος όλων. Στην Αργεντινή δεν ήταν κανένας τυχαίος, αντίθετα ήταν γνωστό όνομα. Όταν έφυγε ο Ντε Φαρία το 1973 ήθελε να φύγει κι αυτός. Το ίδιο ήθελαν και οι υπόλοιποι, αλλά τους κράτησε ο Ντε Φαρία».
-Πώς βγήκε το παρατσούκλι «Άγιαξ της Ηπείρου»;
«Ήταν η εποχή που μεγαλουργούσε στην Ευρώπη ο Άγιαξ. Αντιστοίχως, στην Ελλάδα μεγαλουργούσε ο ΠΑΣ. Τότε είχε δημιουργηθεί και ο ύμνος της ομάδας από τον Κιτσάκη που λέει «Άγιαξ της Ηπείρου». Έπαιζε στα μεγάφωνα του γηπέδου και έμεινε στους φιλάθλους ο χαρακτηρισμός. Όλοι έφερναν λάτιν παίκτες. Ο Ολυμπιακός τον Πολέτι και τον Άλτσιμπαρ, ο Παναθηναϊκός τον Γκραμάχο… Ο ΠΑΣ, όμως, έφερε πολλούς μαζεμένους, ήταν όλοι αξιόλογοι και, μάλιστα, νεαρής ηλικίας. Πραγματικά, ήταν επανάσταση τότε για το ελληνικό ποδόσφαιρο».
-Θα μας θυμήσετε τι είχε γίνει σε εκείνο το επεισοδιακό φιλικό ματς της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με τον Παναθηναϊκό;
«Ο Παναθηναϊκός είχε φτάσει στον τελικό του «Γουέμπλεϊ» την προηγούμενη χρονιά. Τίγκα το γήπεδο. Αρχίζει, λοιπόν, το φιλικό και ο ΠΑΣ Γιάννινα κάνει «πράματα και θάματα». Προς το ξεκίνημα του β’ ημιχρόνου τσακώνονται ο Μόντες με τον Ντεμέλο και γίνεται χαμός. Πέφτει το ξύλο της… αρκούδας. Είχαν τσαντιστεί κιόλας οι παίκτες του Παναθηναϊκού επειδή δεν μπορούσαν να επιβληθούν σε μια ομάδα Β’ Εθνικής. Εκείνο το μεσημέρι είχε έρθει ο Λίσα και από το αεροδρόμιο πήγε απευθείας στο γήπεδο. Πάνω στον χαμό του ορμάει ο Κωνσταντίνου, ο Λίσα χτυπάει το χέρι του στα κάγκελα και αυτό σπάει! Ο καημένος στο πρώτο του ματς βρέθηκε με σπασμένο χέρι.
Κάποια στιγμή, ο Μαντζεβελάκης, ο παράγοντας του Παναθηναϊκού, είχε πει στον Ντε Φαρία ότι αν αυτοί οι παίκτες φορούσαν την πράσινη φανέλα με το τριφύλλι, θα έπαιρναν κάθε χρόνο το πρωτάθλημα. Και αυτή ήταν η αλήθεια. Ουσιαστικά, από τις σχέσεις που είχε ο Ντε Φαρία με τον Παναθηναϊκό έγινε και η μεταγραφή του Αλβαρέζ. Μάλιστα, ήθελαν και τον Κοντογεωργάκη, αλλά τους μπλόκαρε ο Ντε Φαρία. ‘Πάρτε έναν, μην μας διαλύσετε κιόλας’, έλεγε στον Μαντζεβελάκη κι ας μην ήταν τότε προπονητής του ΠΑΣ».
-Όταν έκλεισε ο κύκλος αυτής της θρυλικής ομάδας, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη.
«Ο ΠΑΣ διέθετε έτοιμη ομάδα για μια 10ετία, όμως δεν υπήρχαν υποδομές. Ο κύκλος έκλεισε στο περίφημο χαμένο μπαράζ του 1984 με τον Πανιώνιο στο Αλκαζάρ. Νωρίτερα, βέβαια, ο ΠΑΣ είχε φέρει στην Ελλάδα τον Γκμοχ, κάτι που αποτέλεσε τεράστια επιτυχία. Μιλάμε για τον βοηθό του Γκόρσκι στο Μουντιάλ του 1974 και τον προπονητή της Πολωνίας το 1978.
Τότε, ο Τσιριμώκος έβαλε 16 γκολ, ο Σεϊταρίδης 14, άλλα 8 ο Κοντογεωργάκης. Η πρώτη χρονιά του Γκμοχ, η σεζόν 1979-80, ήταν καλή. Μετά πουλήθηκε ο Τσιριμώκος στον Άρη, έφυγε ο Σεϊταρίδης για τον Εθνικό… Ήρθε ο Ανανιάδης από τον Άρη, αλλά ήταν μέτριος σε σχέση -ας πούμε- με τον Τσιριμώκο. Αρχίζει, λοιπόν, η πτώση της ομάδας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και με το μπαράζ της Λάρισας μπαίνει η ταφόπλακα του «Άγιαξ της Ηπείρου».
-Ακολουθούν δύσκολα χρόνια αφού από το 1987 μέχρι το 2000, η ομάδα αγωνίστηκε μόλις μία φορά στην Α’ Εθνική (σ.σ. 1990-91).
«Το 1984 ήρθε ο Χρήστος Αρχοντίδης, ο οποίος πριν ήταν ομοσπονδιακός τεχνικός και, μάλιστα, είχε αποσπάσει 0-0 από την Αγγλία στο «Γουέμπλεϊ», αλλά δεν δημιουργήθηκε κάτι σταθερό.
Ένα πρόσωπο που συνδέθηκε με τα «πέτρινα χρόνια» του ΠΑΣ ήταν ο Ζντένκο Μουφ. Ήταν τσαμπουκάς γκολτζής, μπαλαδόφατσα… Και ο Βλάνταν Μιλόγεβιτς είχε έρθει τότε, αλλά ο Μουφ έγινε σύνθημα και σημάδεψε μια γενιά οπαδών, σε μία εποχή που ο ΠΑΣ δεν ήταν καν στην Α’ Εθνική.
Από εκεί και πέρα για να καταλάβεις τι επικρατούσε τότε, το 1991-92, το 1993-94 και το 1994-95 κάθισαν 4 διαφορετικοί προπονητές στον πάγκο. Το 1994, πάντως, είχε παίξει στον τελικό του Βαλκανικού Κυπέλλου (σ.σ. ήττα και στα δύο ματς από την τουρκική Σαμσούνσπορ)».
-Και φτάνουμε στο σήμερα…
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ανέλαβε ο Μάνθος Κολέμπας και η ομάδα ανέβηκε με τα περίφημα μπαράζ της Νέας Φιλαδέλφειας, αλλά ξανάπεσε και διαλύθηκε. Έπειτα, ο Αλέξης Κούγιας ανακάλυψε το ΤΑΠ, πήρε καλούς παίκτες και, ουσιαστικά, προετοίμασε το έδαφος της εποχής Χριστοβασίλη. Ήρθε, όμως, σε αντιπαράθεση με πολύ κόσμο, έγιναν μηνύσεις, αγωγές και εξώδικα…
Ο Χριστοβασίλης δέχθηκε να παραλάβει την ομάδα, δίνοντας ένα σεβαστό ποσό για ομάδα Β’ Εθνικής. Με τον Όγιος ο ΠΑΣ έπαιξε εξαιρετικό ποδόσφαιρο, έγιναν μεταγραφές αεροδρομίου και από εκεί άρχισαν τα χρέη. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε με εκείνη την ομάδα, έκανε ρεκόρ διαρκείας, αλλά υποβιβάστηκε ξανά. Ευτυχώς ο Χριστοβασίλης δεν έφυγε, κράτησε τον κορμό, έκανε 1-2 προσθήκες και φτάσαμε στο σήμερα, όπου η ομάδα βρίσκεται συνεχώς στην πρώτη οκτάδα και βάσει κατάταξης βιώνει τις καλύτερες ημέρες της».
-Τέλος, ένα σχόλιο για τους φιλάθλους του ΠΑΣ;
«Καταρχήν να σου πω ότι το μεγάλο ντέρμπι είναι με την Αναγέννηση Άρτας. Όταν παίζουν αυτές οι δύο ομάδες είναι σαν να παίζει η… Μπαρτσελόνα. Γεμάτα γήπεδα, αλλά δυστυχώς αρκετά ματς σημαδεύονται από επεισόδια. Επίσης η εξέδρα είχε πάντα και τρομπετίστα.
Στην ιστορία έχει μείνει η παρουσία περίπου 25.000 φιλάθλων στο ντέρμπι κορυφής του 1974 με τον Ηλυσιακό στη Λεωφόρο, αλλά πολλοί δεν θυμούνται τους χιλιάδες που είχαν πάει στο Καραϊσκάκη στο ματς Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό το 1973. Ήταν πάρα πολλοί κι αυτοί που έμειναν απ’ έξω. Ξέρεις, ο κόσμος του ΠΑΣ έφτιαξε όνομα κυρίως από τους Γιαννιώτες που ζούσαν στην Αθήνα. Ήταν και είναι ακόμη πάρα πολλοί οι Γιαννιώτες της Αθήνας.
Επίσης, πολύς κόσμος είχε πάει στη Λάρισα το 1984, στη Νέα Φιλαδέλφεια για τα μπαράζ με το Αιγάλεω και τον Πανσερραϊκό το 2000, στη Ρόδο για το μπαράζ με τον ΟΦΗ το 2001… Ακόμα στη Λιβαδειά, στο Μενίδι, στην Άρτα, την Κέρκυρα…».
***
Ο Εδουάρδος Κοντογεωργάκης στο Sport-Retro.gr
Επίλεκτο μέλος της θρυλικής “ομάδας των Αργεντινών”, ο Εδουάρδος Κοντογεωργάκης μετέφερε στο Sport-Retro.gr τις αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.
Ο Εδουάρδο Ρικάνι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήρθε στα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1972 και μέχρι το 1985 τίμησε τη φανέλα του ΠΑΣ, με ένα μικρό διάλειμμα (1983-84) στην Κέρκυρα.
Ο επί σειρά ετών ρέκορντμαν συμμετοχών με 317 (σ.σ. τον ξεπέρασε ο Γιώργος Ντάσιος) και αρχισκόρερ (91 γκολ) στην Ιστορία του συλλόγου αποτέλεσε έναν εκ των κορυφαίων ξενόφερτων, με Ελληνίδα μητέρα παρ’ όλα αυτά, δεξιών εξτρέμ που αγωνίστηκαν στα εγχώρια γήπεδα.
-Πώς φτιάχτηκε η περίφημη ομάδα με τους 6 παίκτες από την Αργεντινή;
«Μπορώ να πω, κατά τύχη. Ο τότε προπονητής, ο Γκόμεζ ντε Φαρία, δεν μας γνώριζε προσωπικά. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μάνατζερ, οπότε από φίλους και γνωστούς του άρχισε να μαθαίνει στοιχεία για εμάς. Εμένα με είχε προτείνει ένας άνθρωπος που λεγόταν Βαλδιβιέσο.
Είχαμε την τύχη να βρεθούμε μερικοί καλοί παίκτες στην ίδια ομάδα. Εμείς φέραμε αυτό το φαντεζί και μαζί με τους Έλληνες δημιουργήσαμε μία ομάδα γρήγορη και με φαντασία.
-Θα θυμίσετε στους νεότερους σε ποιες θέσεις παίζατε εσείς οι Αργεντινοί;
«Ο Λίσα ήταν ο τερματοφύλακας, ο Μόντες έπαιζε αμυντικό χαφ, αριστερά ήταν ο Γκλασμάνης, δεξιά εγώ και μπροστά ο Αλβαρέζ. Για 1,5-2 χρόνια ήταν συμπαίκτης μας και ο Παστερνάκης, ο οποίος μετά πήγε στην Ισπανία».
-Πώς κύλησαν τα πρώτα χρόνια στα Ιωάννινα;
«Ήταν πολύ ωραία. Τα Ιωάννινα ήταν μία μικρή πόλη, αλλά υπήρχε πολύ αγάπη από τον κόσμο. Να σκεφτείς ότι κάναμε προπόνηση κι έρχονταν 300-400 άτομα για να μας δουν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι οι μαθητές ενός κοντινού σχολείου έρχονταν μόλις σχόλαγαν.
Εκτός από καλή ομάδα, είχαμε την τύχη να δουλέψουμε με προπονητές όπως ο Ντε Φαρία, ο Γεωργιάδης, ο Γκμοχ… Όλοι κάτι μας έμαθαν και όλοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον ΠΑΣ.
Όταν ήρθαμε, άλλαξαν όλα τα δεδομένα γιατί κάναμε πολλές ντρίμπλες, βάλαμε πιο ωραία γκολ και γενικότερα ήμασταν πιο επαγγελματίες – να το πω έτσι».
-Εκτός από εσάς και τον Όσκαρ Αλβαρέζ που μέχρι τον θάνατό του έζησε στην Αθήνα, υπήρξε κάποιος άλλος από τους 6 που παρέμεινε στην Ελλάδα;
«Μόνο ο Γκλασμάνης. Ο Παστερνάκης, ο Λίσα και ο Μόντες γύρισαν στην Αργεντινή. Ο Παστερνάκης είχε παίξει και σε άλλες ελληνικές ομάδες (σ.σ. Άρης, Καβάλα)».
-Αν σας έλεγα να διαλέξετε έναν αγώνα που έχει μείνει χαραγμένος στο μυαλό, ποιος θα ήταν αυτός;
«Αυτός στη Λεωφόρο με τον Παναθηναϊκό το 1978. Χάναμε 2-0, αλλά το γυρίσαμε σε 3-2. Ήμασταν φανταστικοί εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι είχαν αλλάξει 3 αριστερούς μπακ για να με σταματήσουν. Λίγο αργότερα με είχαν καλέσει και στην Εθνική ομάδα για τα ματς με την Αυστραλία».
-Όσκαρ Αλβαρέζ.
«Εγώ τον είχα φέρει στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου που ήταν προπονητής (σ.σ. τη σεζόν 1973-74 θήτευσε για ένα «φεγγάρι» στον ΠΑΣ) με είχε πάρει τηλέφωνο και μου είχε πει ότι είχε βρει έναν σέντερ φορ υψηλού επιπέδου. Τότε, είχαμε έρθει μόνο ο Γκλασμάνης, ο Παστερνάκης κι εγώ. Για τον Όσκαρ είχε πει καλά λόγια και ο Μενότι, ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής της Αργεντινής.
Ήταν ένας αθώος γίγαντας. Αθώος ποδοσφαιρικά, αλλά και θηρίο. Εάν είχε μείνει στα Γιάννινα, θα είχε πετύχει πολύ περισσότερα. Και στον Παναθηναϊκό που πήγε, πάντως, απέδειξε πόσο μεγάλος παίκτης ήταν».
-Γιατί δεν ανέβαινε συχνά στα Ιωάννινα;
«Αυτό είναι και δική μας απορία. Μία μόνο φορά είχε έρθει για ένα φιλικό. Είχαμε κόψει 3.400 εισιτήρια. Αυτή ήταν και η μοναδική φορά που ξαναπαίξαμε όλοι μαζί».
-Ένα σχόλιο για τον ΠΑΣ Γιάννινα της μεταγενέστερης εποχής;
«Τώρα είναι σε καλό δρόμο. Υπήρξαν 15-20 χρόνια που η ομάδα ήταν μέτρια, αφού μία ανέβαινε και μία κατέβαινε. Τα τελευταία 10, όμως, κύλησαν όπως έπρεπε. Επίσης, κατάφερε να βγει στην Ευρώπη, ενώ και πριν από 4 χρόνια το είχε πετύχει αλλά δεν είχε πάρει την αδειοδότηση. Ελπίζουμε ότι θα συνεχιστεί αυτή η ανοδική πορεία».
***
O Γιώργος Ντάσιος στο Sport-Retro.gr
Λίγη ώρα μετά την επικοινωνία με τον αρχισκόρερ του ΠΑΣ Γιάννινα, το Sport-Retro.gr συνομίλησε και με τον ρέκορντμαν συμμετοχών (335 τον αριθμό).
Ο Γιώργος Ντάσιος τίμησε επί 14 συναπτά έτη σε επαγγελματικό επίπεδο τη φανέλα του κορυφαίου συλλόγου της Ηπείρου, αγωνιζόμενος κατά βάση ως δεξιός μπακ.
-Τι ρόλο είχε παίξει ο ΠΑΣ Γιάννινα στα παιδιά σου μάτια;
«Όταν ήμασταν παιδιά μπορεί να θαυμάζαμε και λίγο τις μεγάλες ομάδες της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Προσωπικά, όμως, από τη στιγμή που παρακολούθησα ένα ματς του ΠΑΣ Γιάννινα σε ηλικία 10-11 ετών, άρχισα να τον υποστηρίζω. Κάποιες φορές τότε δεχόμασταν πειράγματα από υποστηρικτές άλλων ομάδων, αλλά μεγαλώνοντας αντιλήφθηκα ότι ο ΠΑΣ δεν είχε τίποτα να ζηλέψει».
-Ποια ήταν τα ινδάλματά σου;
«Δεν θα έλεγα ότι είχα ινδάλματα. Όταν ήμουν μικρός υπήρχαν παίκτες του ΠΑΣ που ήταν συγγενείς μου και συγχωριανοί μου. Αυτούς υποστήριζα κι αυτούς ήθελα να βλέπω αρχικά. Έπειτα έγινα και οπαδός της ομάδας».
-Πώς αποφάσισες να γίνεις ποδοσφαιριστής και να γίνεις μέλος του ΠΑΣ Γιάννινα;
«Μέχρι τα 12 μου δεν έπαιζα ποδόσφαιρο. Αντιθέτως, έκανα ενόργανη γυμναστική για 7 χρόνια. Στην πορεία άρχισα να βλέπω αγώνες της ομάδας και αυτό το μικρόβιο μου το κόλλησε ο παππούς μου».
-Πώς αντιλήφθηκες εσύ και ολόκληρη η πόλη το στίγμα της περίφημης φουρνιάς με τους 6 Αργεντινούς της δεκαετίας του 1970;
«Σίγουρα αυτή η ομάδα είχε αφήσει εποχή. Οι Αργεντινοί έδωσαν το δικό τους στίγμα και ακόμα και σήμερα ακούς για εκείνους. Στα στέκια των φιλάθλων της πόλης, στα καφενεία, παντού… Έφεραν ένα διαφορετικό ποδόσφαιρο που με τη συνδρομή των Ελλήνων συμπαικτών τους εμφάνισαν κάτι όμορφο και δικαίως αυτή η ομάδα μνημονεύεται σαν θρύλος».
-Γιατί δεν υπήρξαν ανάλογες επιτυχίες μετά το κλείσιμο του κύκλου εκείνης της ομάδας;
«Υπήρχαν σκαμπανεβάσματα, δεν υπήρχε σταθερότητα… Έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι κάθε χρόνο παρέμεναν λίγοι παίκτες συγκριτικά με την προηγούμενη σεζόν. Από τη στιγμή που άλλαζε ο κορμός, η ομάδα ήταν δύσκολο να βρει τα πατήματά της. Επίσης, υπήρχε για χρόνια το πρόβλημα με το γηπεδικό. Ο ΠΑΣ δεν είχε το δικό του προπονητικό κέντρο. Τώρα το έχει και όλοι είναι ήρεμοι σ’ αυτόν τον τομέα τουλάχιστον.
Έπειτα από την εμφάνιση της κρίσης και στο ποδόσφαιρο, σε συνδυασμό με τη μη αδειοδότηση προηγούμενων σεζόν, ο ΠΑΣ στράφηκε σε Ελληνόπουλα. Θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια η ομάδα έχει έναν καλό κορμό και σίγουρα έχει πετύχει πολλά. Ήδη προετοιμάζεται για την 8η διαδοχική σεζόν στη Super League. Η ομάδα των Αργεντινών έκανε πολλά, αλλά κι εκείνη της δεκαετίας που διανύουμε έχει πετύχει σημαντικά πράγματα».
-Ποια θεωρείς την κορυφαία στιγμή στην Ιστορία του συλλόγου;
«Την περυσινή που βγήκε Ευρώπη. Εγώ ήμουν πια εκτός ομάδας, αλλά ο κόσμος πήρε μεγάλη χαρά. Αν μιλήσω για ένα μεμονωμένο ματς, τότε θα έλεγα τον αποκλεισμό του Ολυμπιακού στο Κύπελλο το 2007. Γενικότερα εκείνη η πορεία στο Κύπελλο ήταν εκπληκτική».
-Τι είναι τελικά για τον Γιώργο Ντάσιο και για την κοινωνία της πόλης ο ΠΑΣ Γιάννινα;
«Επί σειρά ετών ήταν καθημερινότητά μου. Συνέχεια είχα αυτήν την ομάδα στο μυαλό μου κι ακόμα και τώρα θέλω να πηγαίνει καλά. Όπως έχω ξαναπεί, ο ΠΑΣ ήταν το δεύτερο σπίτι μου. Εκεί πέρασα όσο χρόνο περνούσα και στο σπίτι μου. Όσον αφορά στους κατοίκους, ο ΠΑΣ είναι μέρος της ζωής τους, τον στηρίζουν με κάθε τρόπο και τον αγαπούν”.
-Και για τον κόσμο των Ιωαννίνων; Τα παιδιά της νέας γενιάς είναι μόνο ΠΑΣ ή μιμούνται πολλά από εκείνα της δικής σου;
«Όχι, όχι. Σαφώς τα τελευταία χρόνια ο ΠΑΣ Γιάννινα έχει κερδίσει πολύ περισσότερους νεαρούς φιλάθλους. Παιδιά που διαμορφώνουν τώρα τον χαρακτήρα τους βλέπουν ότι η ομάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα, την υποστηρίζουν και δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από κανέναν. Για τον κόσμο και γενικότερα την κοινωνία των Ιωαννίνων, ο ΠΑΣ σημαίνει πάρα πολλά. Είναι μεγάλη αγάπη».
***
Πιστό στη φιλοσοφία του να αφιερώνει ημέρες ολόκληρες για να αποτυπώνει την Ιστορία των ελληνικών ομάδων, το Sport-Retro.gr δεσμεύεται ότι θα το κάνει σταδιακά για όλες.
*Το κείμενο αφιερώνεται στον Κώστα Κόκκα
Διαβάστε ακόμη:
ΠΑΣ Γιάννινα, Παναθηναϊκός, 70s’ και Όσκαρ Αλβαρέζ
Χρόνια πολλά Παναιτωλικέ! Μεγάλο αφιέρωμα-συνέντευξη στο Sport-Retro.gr
Ο Αστέρας Τρίπολης πριν από την… Επανάστασή του