Ένα τάνγκο για τον Μπρούνο Πεζάολα

«Είσαι το ποδόσφαιρο που μου έχουν αφηγηθεί, αυτό που μου εξιστορούσε ο πατέρας μου και άκουγα μαγεμένος. Μου έλεγε για άντρες, φανέλες και επικές μάχες. Θα σε συναντώ κάθε πρωί στα όνειρά μου σαν να είμαι παιδί. Αντίο «Πετίσο».

Φράση που σχηματίστηκε στην Curva B του «Σαν Πάολο» της Νάπολι, όταν κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Μπρούνο Πεζάολα.

Πριν από 2 χρόνια, δηλαδή στις 29 Μαΐου 2015, ο σπουδαίος φιλόσοφος του ποδοσφαίρου «έφυγε» από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών και το Sport-Retro.gr αποτίει φόρο τιμής.

***

Αναζητώντας έναν αριστεροπόδαρο

Ο Μπρούνο Πεζάολα είδε το πρώτο φως της ζωής στις 28 Ιουλίου 1925 στην Αβελανέδα του Μπουένος Άιρες.

Ο πατέρας του ήταν ένας Ιταλός τσαγκάρης από το Μοντελουπόνε της Ματσεράτα, ο οποίος είχε μεταναστεύσει στην Αργεντινή μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και συγκεκριμένα στις αρχές της δεκαετίας του 1920.

Ο Γκαετάνο Πεζάολα παντρεύτηκε στη χώρα της Νοτίου Αμερικής την Ινοσένσια Λίμα, ισπανικής καταγωγής από τη Λα Κορούνια της Γαλικίας.

Ο Μπρούνο είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό κατά 7 χρόνια, ο οποίος μάλιστα εθεωρείτο σπουδαίο ποδοσφαιρικό ταλέντο.

Δυστυχώς, ο Τζιορντάνο Πεζάολα εγκατέλειψε τα όνειρά του σε ηλικία μόλις 20 ετών, καθώς κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στην Κόρδοβα, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από αναπήδηση κανονιού.

Η προσφορά του στο ποδόσφαιρο, όμως, έγινε έστω και… διά της πλαγίας οδού, αφού συνήθιζε να παίρνει μαζί του στις παιδικές χαρές τον μικρό Μπρούνο και να του διδάσκει τους βασικούς κανόνες του αθλήματος.

Σε ηλικία 14 ετών, ο «Πετίσο» (σημαίνει «Μικροσκοπικός») εντάχθηκε στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ, τα στελέχη της οποίας αναζητούσαν έναν αριστεροπόδαρο.

O Μπρούνο είχε μάθει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο πόδι, έπειτα από παραινέσεις του μεγαλύτερου αδερφού του, και κατά συνέπεια… προσελήφθη εύκολα.

Συμπαίκτης του στις ακαδημίες της Ρίβερ Πλέιτ υπήρξε για λίγους μήνες ο Αλφρέδο ντι Στέφανο, ο οποίος γεννήθηκε έναν χρόνο αργότερα και απεβίωσε έναν χρόνο νωρίτερα από τον Πεζάολα.

Προπονητής του υπήρξε ο Ρενάτο Τσεζαρίνι, μία σπουδαία προσωπικότητα, ποδοσφαιράνθρωπος, αλλά και πυγμάχος στους δρόμους (όταν ήταν παιδί), ακροβάτης σε τσίρκο και εξαίρετος χορευτής τάνγκο.

Καταγόταν από την πόλη Σενιγκάλια της Ανκόνα, όπως και ο Γκαετάνο Πεζάολα, ο οποίος «έφυγε» από τη ζωή όταν ο Μπρούνο ήταν νεαρός.

Επιστροφή στις ρίζες

Εκτός από τις πρώτες εμπειρίες ως στέλεχος ομάδας, ο Μπρούνο έλαβε στη Ρίβερ Πλέιτ το παρατσούκλι «Πετίσο», απόρροια των μόλις 165 εκατοστών του κορμιού του.

Κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης της στρατιωτικής του θητείας, όντας 19 ετών, δόθηκε δανεικός στη Σπορτίβο Ντοκ Σουντ της Αβελανέδα, καθώς οι «εκατομμυριούχοι» προωθούσαν περισσότερο τον Φέλιξ Λουστάου στην ανδρική ομάδα.

Το όνομα του ορφανού Μπρούνο, όμως, είχε ήδη αρχίσει να ξεπερνά τα όρια της Αργεντινής και αυτό αποδείχθηκε από την πρόταση που του κατέθεσε η Ρόμα το 1947.

Ένας συγγενής είχε συμβάλλει στην υλοποίηση της μεταγραφής, με την προοπτική να παραμείνει για μερικά χρόνια στην Ιταλία.

Έπειτα από δύο μαθηματικούς υπολογισμούς που… έβγαζαν άθροισμα 120.000 λιρέτες τον μήνα, ο 22χρονος πείστηκε να μπει στο αεροπλάνο με προορισμό τη Ρώμη.

Mε τη φανέλα της Ρόμα

Συνταξιδιώτης του ήταν ένας ακόμη Ιταλοαργεντινός, ο Οσβάλδο Περέτι, o οποίος επίσης δεν μακροημέρευσε στη Ρόμα, όχι όμως λόγω τραυματισμού αλλά χαμηλής ποιότητας.

«Διασχίσαμε μία περιοχή με αρχαιολογικά ερείπια. Γεμάτη καταστροφές από τον πόλεμο. Κοιταχτήκαμε σαστισμένοι, αναρωτώμενοι που πηγαίνουμε», είχε δηλώσει σχετικά ο Μπρούνο Πεζάολα.

Ο «Πετίσο» πήρε θέση στο αριστερό άκρο της Ρόμα και σε δύο σεζόν κατέγραψε 73 συμμετοχές, οι οποίες συνδυάστηκαν με 19 γκολ.

«Είχα το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω το δεξί πόδι μόνο όταν ήμουν απελπισμένος», όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Είχε τη μοίρα του αδερφού του

Ο νεαρός και βραχύσωμος Μπρούνο περνά ζωή χαρισάμενη στη Ρώμη, σε αντιδιαστολή με τα χρόνια της φτώχειας στα προάστια του Μπουένος Άιρες.

Κατοικεί στο Τραστέβερε, απολαμβάνει το δείπνο του στα πιο κομψά εστιατόρια της Βία Βένετο και πιάνει φιλίες με τον γιο του Αργεντινού πρέσβη, ο οποίος τον μετατρέπει σε θαμώνα της όπερας «Βάλε».

Σε ποδοσφαιρικό “χαρτάκι” της εποχής με τον Μάριο Τοντοντονάτι

Γνωρίζει ηθοποιούς και τραγουδιστές, όπως ο Ατσίλε Τολιάνι, ο Ρενάτο Ράσελ, ο Ούγκο Τονιάτσι, ο Τάτα Τζιαγκομπέτι, o Τζίνο Λατίλα και η Λαουρέτα Μασιέρο.

Αντιθέτως, η κατάσταση στο στρατόπεδο της Ρόμα δεν είναι ρόδινη, αφού πλέει ακυβέρνητη και αποφεύγει τον υποβιβασμό ως εκ θαύματος (και με φιλική διαιτησία).

Οι εντός έδρας αγώνες στο Τεστάτσο δεν αποτελούν ευχάριστη υπόθεση, αφού οι φίλαθλοι «βράζουν» με τις διαδοχικές αποτυχίες της ομάδας τους.

Σε ένα ματς με την Παλέρμο, τον Φεβρουάριο του 1950, ο Αρέντιο Τζιμόνα υποπίπτει σε ένα δολοφονικό τάκλιν, μετατρέποντας σε θρύψαλα την κνήμη και την περόνη του Πεζάολα.

Ο Ιταλός μέσος τιμωρείται με ισόβιο αποκλεισμό, προτού η ποινή του μειωθεί στους 11 μήνες, ενώ ο «Πετίσο» θορυβείται από τον νέο, πιο σοβαρό αυτή τη φορά, τραυματισμό.

Ήταν γραφτό στο… γράμμα

Το καλοκαίρι του 1950, ο απογοητευμένος Πεζάολα σχεδιάζει να γυρίσει στην Αργεντινή, αφού όλο και κάποια ομάδα του Μπουένος Άιρες θα εκφράσει ενδιαφέρον για την περίπτωσή του.

Η βαλίτσα της επιστροφής είναι έτοιμη πάνω σε ένα κρεβάτι, όταν εμφανίζεται ένα τηλεγράφημα από τον διεθνή Σίλβιο Πιόλα, επί σειρά ετών άσο της Λάτσιο, πρώην στέλεχος της Γιουβέντους και παίκτη της Νοβάρα για τα τελευταία… ένσημα.

Σαστισμένος ο Πεζάολα διαβάζει τα εξής: «Πετίσο», έλα στη Νοβάρα. Προσπάθησε να αγωνιστείς με τη φανέλα μας. Σε πιστεύω. Σε έχω δει να παίζεις και θα μου άρεσε να έρθεις. Αντίο, Σίλβιο».

Με την Ορνέλα

Πράγματι, ο κοντούλης μεσοεπιθετικός πείθεται να παραμείνει στην Ιταλία και χάρη στον Πιόλα η καριέρα του σώζεται την τελευταία στιγμή.

Την πρώτη σεζόν του σκοράρει κόντρα στη Γιουβέντους και συμβάλλει στην πρώτη νίκη της Νοβάρα επί του φημισμένου αυτού αντιπάλου έπειτα από 11 ολόκληρα χρόνια.

Τη δεύτερη χρονιά του με τη φανέλα των «μπιανκοατζούρι» (1951-52), ο Πεζάολα σημειώνει 8 γκολ και η ομάδα του καταλαμβάνει την υψηλότερη θέση της Ιστορίας της (8η).

Παράλληλα, κατά τη διάρκεια ενός χορού στη Βιτόρια, ο Μπρούνο γνωρίζει την Ορνέλα Ολιβιέρι, η οποία έμελλε να γίνει σύζυγός του και να του χαρίσει έναν γιο, τον Ρομπέρτο.

Η λυγερή μελαχρινή έχει ήδη αναδειχθεί τρεις διαδοχικές φορές «Μις Νοβάρα» στα τοπικά καλλιστεία και τον πιέζει να μετακομίσουν στη Νάπολη.

Η πόλη του Πιεμόντε είναι υπερβολικά ήσυχη σε σημείο βαρεμάρας και η κυρία Πεζάολα επιθυμεί έναν πιο… ζωντανό προορισμό, στον οποίον συν τοις άλλοις εργάζεται ο αδερφός του Μπρούνο.

Με την όμορφη γυναίκα του απέκτησε έναν γιο, τον Ρομπέρτο, ο οποίος εξελίχθηκε σε συγγραφέα, σκηνοθέτη και ηθοποιό, χρησιμοποιώντας το καλλιτεχνικό όνομα Ζαπ Μανγκούστα.

Δυστυχώς, ο κοινός βίος του Μπρούνο και της Ορνέλα διακόπηκε βίαια, το 1986, αφού εκείνη «έφυγε» χτυπημένη από τον καρκίνο.

Ρίζωσε στη Νάπολι

Ο Μπρούνο Πεζάολα σώζει την καριέρα του με τη διετία στη Νοβάρα, αφού στα προαναφερθέντα επιτεύγματα θα πρέπει να προστεθούν και οι ασίστ στον 39χρονο Πιόλα, ο οποίος βάζει 21 γκολ και επιστρέφει στην εθνική ομάδα.

Σπουδαίες ομάδες γλυκοκοιτάζουν τον φτασμένο πια εξτρέμ, με μία εξ αυτών να είναι η Νάπολι των Αμαντέι, Καζάρι, Κομάστσι, Γκραμάλια, Βινιέι, Σκοπίνο και προπονητή τον Εράλντο Μοντσέλιο.

Το ζεύγος πραγματοποιεί τον μήνα του μέλιτος στην ειδυλλιακή Ακτή Αμάλφι και κατόπιν ο Μπρούνο στρώνεται στη δουλειά για να καθιερωθεί στην κορυφαία ομάδα του ιταλικού νότου.

O αριστεροπόδαρος εξτρέμ έχει δηλώσει για την παρουσία του στη Νάπολι ως παίκτης: «Ο Ατσίλε Λάουρο (σ.σ. πρόεδρος) έπαιζε χαρτιά μαζί μας. Xιλιάδες λιρέτες την παρτίδα. Εγώ και ο Κομάστσι τον βοηθούσαμε να κερδίζει και ήταν χαρούμενος.

Μια φορά του ζήτησα δάνειο για να ανοίξω μία επιχείρηση στο Σαν Ρέμο, όπου υπήρχαν συγγενείς της συζύγου μου. Μου είπε: «Θα το δούμε». Πίστεψα ότι ήθελε να περάσει ο καιρός και να μην μου δώσει τίποτα. Τελικά ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί ότι είχα κάνει τη σωστή επιλογή και μετά μου έδωσε τα χρήματα».

Ο Μπρούνο Πεζάολα ριζώνει στη Νάπολι, ασχέτως αν έχει τον άχαρο ρόλο του ακούραστου τρεχαλατζή και σε καμία περίπτωση του επιθετικογενούς άσου.

Highlight της οκταετούς θητείας του στον σύλλογο του ιταλικού νότου αποτελεί το 3-5 του 1956 στο «Σαν Σίρο» επί της μετέπειτα πρωταθλήτριας Μίλαν, με τον ίδιο να σημειώνει 2 γκολ επί του Λορέντσο Μπουφόν (σ.σ. παππούς του Τζιανλουίτζι) και το ημίχρονο να λήγει 0-5.

Ο βραχύσωμος άσος έχει αποκαλύψει το εξής γι’ αυτό το ντέρμπι: «Κάποια στιγμή ο Μπελτράντι έκανε «ποδιά» στον Πέπε Σκιαφίνο. Με εκνεύρισε πολύ αυτό. Έτρεξα προς το μέρος του και του έδωσα ένα χαστούκι. «Μάθε να σέβεσαι τους πρωταθλητές», του είπα. Άλλα χρόνια».

Από το 1952 μέχρι το 1960, ο Μπρούνο Πεζάολα καταγράφει 240 συμμετοχές με τη φανέλα της Νάπολι, εκ των οποίων οι 231 στο «Βόμερο» και οι 9 στο νεότευκτο «Σαν Πάολο».

Στα 7 από τα 8  χρόνια ήταν ο αρχηγός των «παρτενοπέι», ενώ οι προαναφερθείσες εμφανίσεις συνδυάστηκαν με 27 γκολ.

Ο ίδιος έχει πει σχετικά για τις έδρες της ομάδας: «Η μετακίνηση στη Φουοριγκρότα (σ.σ. το προάστιο που βρίσκεται το στάδιο) μας προκάλεσε σοκ. Το «Βόμερο» ήταν μικρό και οικείο στάδιο. Ξέραμε σχεδόν όλους τους φιλάθλους.

Το «Σαν Πάολο» ήταν τεράστιο και έπρεπε να το εγκαινιάσουμε κόντρα στη Γιουβέντους του Σίβορι, του Τσαρλς και του Μπονιπέρτι. Αγωνιστήκαμε γενναία και νικήσαμε 2-1 με γκολ των Βιτάλι και Βινίσιο.

Σε αυτό το στάδιο δεν σκόραρα ποτέ (σ.σ. συνολικά ως παίκτης της Νάπολι έβαλε 27 γκολ), ενώ αντίθετα κόντεψα να χάσω το ένα μου μάτι. Σε μία αναμέτρηση με την Μπάρι δέχθηκα μια κλωτσιά στο πρόσωπο και παρέμεινα τυφλός για 48 ώρες στο νοσοκομείο Μεντιτερανέα.

Mε τον Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι

Επίσης θυμάμαι ότι σε έναν αγώνα με την Αλεσάντρια είδαμε για πρώτη φορά τον Τζιάνι Ριβέρα. Ήταν 17 ετών και μας έβαλε γκολ».

Να σημειωθεί ότι ο Πεζάολα κατέγραψε 6 διεθνείς συμμετοχές: 5 σε ματς για το Μεσογειακό Κύπελλο και 1 σε αγώνα για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 1958.

Στις 22 Απριλίου 1956, μάλιστα, ήταν βασικός στο 7-1 των «ατζούρι» επί της Εθνικής Ελλάδας, σε αναμέτρηση που διεξήχθη στη Νάπολη στο πλαίσιο του Μεσογειακού Κυπέλλου.

«Ακολούθησε την καρδιά σου»

Με την ολοκλήρωση της σεζόν 1959-60, ο τεχνικός της ομάδας Αμεντέο Αμαντέι ζητά την αποχώρηση του Μπρούνο Πεζάολα και, πράγματι, οι δρόμοι μεταξύ των δύο πλευρών χωρίζουν έπειτα από 8 ολόκληρα χρόνια.

Ο «Πετίσο» μεταπηδά στην Τζένοα, με τη φανέλα της οποίας αγωνίζεται σε 20 ματς, προτού σπάσει το πόδι του και πάρει την απόφαση να αποσυρθεί σε ηλικία 35 ετών.

Το 1961-62 κοουτσάρει τη Σκαφατέζε, ομάδα δ’ κατηγορίας, ώσπου τον Φεβρουάριο του 1962 ο Ατσίλε Λάουρο του υποβάλλει πρόταση για να διαδεχθεί τον Φιοραβάντε Μπάλντι στον πάγκο της Νάπολι.

Οι 17oι και υποβιβασμένοι «παρτενοπέι» του 1961 βρίσκονται στις χαμηλές θέσεις της Serie B και το καμπανάκι του κινδύνου έχει αρχίσει να χτυπά.

Ο κ. Ρομάνο, πρόεδρος της Σκαφατέζε, επιτρέπει τον Μπρούνο να πράξει όπως νομίζει με τη σύσταση: «Ακολούθησε την καρδιά σου!» Εκείνος την ακολούθησε και δεν έχασε…

Ούτε η Νάπολι έχασε, αφού όχι μόνο επανήλθε στη Serie A με ένα εκπληκτικό ντεμαράζ μέχρι τη 2η θέση, αλλά έγινε η πρώτη (και τελευταία μέχρι σήμερα) ομάδα της Serie B που κατέκτησε το Coppa Italia!

Αυτός, μάλιστα, ήταν ο πρώτος τίτλος στην Ιστορία των «παρτενοπέι», που με τον Πεζάολα στον πάγκο τους πανηγύρισαν και το Coppa delle Alpi του 1966.

Το Κύπελλο Άλπεων, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά, διεξαγόταν από το 1960 μέχρι το 1987 με κατά κύριο λόγο τη συμμετοχή ιταλικών, γαλλικών και ελβετικών ομάδων.

Πριν από την τελευταία αγωνιστική της διοργάνωσης του 1966, η Νάπολι ισοβαθμεί στην κορυφή με τη Γιουβέντους και αντιμετωπίζει τη Σερβέτ, τη στιγμή που ο μεγάλος της αντίπαλος διασταυρώνει τα ξίφη του με τη Μικτή Λοζάνης-Ζυρίχης.

Το ματς δεν εξελίσσεται καλά για τους «παρτενοπέι» αφού στο ημίχρονο χάνουν 1-0. Τότε ο «Πετίσο» ανακοινώνει από τα μεγάφωνα ότι η «Γιούβε» προηγείται στον άλλο αγώνα και, παράλληλα, πειράζει τον πρώην «μπιανκονέρο» Ομάρ Σίβορι: «Μπράβο, άσε τον εχθρό σου τον Εριμπέρτο (σ.σ. εννοούσε τον Ερέρα, τον προπονητή της Γιουβέντους) να νικήσει».

Ο Σίβορι «σκυλιάζει» και πραγματοποιεί μία τρομερή εμφάνιση στο β’ μέρος, ενώ οι Κανέ, Γκαστόνε Μπεάν και Βιντσέντσο Μοντεφούσκο βάζουν τα γκολ της ανατροπής.

Η Νάπολι επικρατεί 3-1 και κατακτά τον πρώτο -ανεπίσημο- διεθνή τίτλο της, από τη στιγμή που το άλλο ματς διακόπτεται εις βάρος της Γιουβέντους στο 68ο λεπτό κι ενώ το σκορ ήταν 2-2.

Ποιο ήταν το σήμα κατατεθέν του Πεζάολα όλα αυτά τα χρόνια; Μα, το πάθος του για το κάπνισμα, αφού κάποιες φορές «κατάπινε» περισσότερα από 20 τσιγάρα ανά ματς.

Πρωταθλητής με τη Φιορεντίνα!

Ο Πεζάολα κοουτσάρισε τη Νάπολι από το 1962 μέχρι το 1968, με εξαίρεση τη σεζόν 1963-64, όπου για ένα τετράμηνο θήτευσε στη Σαβόια.

Η πιο επιτυχημένη χρονιά του στο πρωτάθλημα ήταν η τελευταία, αφού για πρώτη φορά στην Ιστορία τους οι «παρτενοπέι» κατέλαβαν τη 2η θέση.

Με τον Ομάρ Σίβορι

Το μυστικό της διάκρισης ήταν το γεγονός ότι ο Πεζάολα κατάφερε να «κολλήσει» τους δύο θρυλικούς άσους της ομάδας Ζοζέ Αλταφίνι και Ομάρ Σίβορι.

Ώρες ολόκληρες αφιέρωσε προκειμένου να δημιουργήσει φιλία μεταξύ των πρώην άσων της Μίλαν και της Γιουβέντους αντίστοιχα.

Τα διαδοχικά γεύματα και δείπνα των τριών τους έφεραν αποτέλεσμα, ενώ αργότερα ο Πεζάολα μίλησε με λεπτομέρειες για το ζήτημα.

«Το γεγονός ότι μπόρεσα να τους κάνω να συνυπάρξουν ήταν το αριστούργημά μου. Τους προσκαλούσα συχνά σε δείπνο, τους αγκάλιαζα. Την πρώτη νύχτα στο σπίτι μου βγήκαμε στη βεράντα και χαζεύαμε το γκολφ.

Τους είπα: «Παιδιά, αυτή είναι μία τούρτα, υπάρχει ένα κομμάτι για όλους και είναι αρκετό για να μην χαθεί το μέτρο. Ή αν προτιμάτε μία αγελάδα με τρία μαστάρια, εγώ θα πάρω το μικρότερο, αρκεί να μην τσακωνόμαστε».

Ο Πεζάολα υπέμεινε πολλά εκείνη τη χρονιά, με το κυριότερο όλων τις απειλές για τη σωματική ακεραιότητα της συζύγου και του παιδιού τους, αλλά όταν ο στόχος της 2ης θέσης επετεύχθη, η οικογένεια αναχώρησε για τη Φλωρεντία.

Ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι προσπάθησε να τον πείσει να αναλάβει τη Γιουβέντους, όμως η προσφορά (60.000.000 λιρέτες) ήταν η μισή από εκείνη της Φιορεντίνα.

Ο πρώτος αθλητικός διευθυντής του ιταλικού ποδοσφαίρου, ο Κάρλο Μοντανάρι, εξήγησε στον Πεζάολα ότι θα πρέπει να απογειώσει το νεανικό σύνολο, το οποίο την περυσινή σεζόν είχε καταλάβει την τιμητική 4η θέση.

Κάθε αρχή και δύσκολη, όπως λέει και το ρητό, αφού ο Αμαρίλντο, αντικαταστάτης του τραυματία Πελέ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1962, απειλούσε να μην επιστρέψει στην Τοσκάνη αν δεν γινόταν αναπροσαρμογή στο συμβόλαιό του.

«Ηρεμήστε παιδιά, αφήστε με να σας πω. Έχω φίλους στη Βραζιλία. Θα δείτε ότι θα γυρίσει σύντομα. Και θα παίξει όπως δεν έχει ξαναπαίξει ποτέ στην Ιταλία», είπε ή μάλλον μάντεψε ο Πεζάολα.

«Προφήτης» αποδείχθηκε και μετά από ένα φιλικό ματς προετοιμασίας κόντρα στην Γκρασχόπερ: «Κύριοι, καταλαβαίνω ένα πράγμα. Αν με αυτήν την ομάδα δεν κερδίσουμε το πρωτάθλημα, θα γίνω μοναχός. Και μάλιστα από εκείνους που κάνουν πιο πολλές μετάνοιες, ξέρετε ποιους εννοώ».

Mε τους Αμαρίλντο, Μέρλο, Ντε Σίστι και Ρίτσο

Και όχι, o Μπρούνο Πεζάολα δεν είχε σκοπό να κλειστεί σε μοναστήρι… Απλώς γνώριζε καλύτερα από τον καθένα ότι διαθέτει ένα εξαιρετικό σύνολο.

Η άμυνα αποδείχθηκε το πιο ισχυρό όπλο, o Φράνκο Σουπέρτσι ιδιαίτερα ευέλικτος τερματοφύλακας, μπροστά του «σκούπιζε» ο αείμνηστος Ούγκο Φεράντε, με την πολύτιμη συνδρομή του Τζιουζέπε Μπρίτζι, ενώ δεξιά και αριστερά «πετούσαν φλόγες» οι Μπερνάρντο Ρογκόρα και ο μακαρίτης Εράλντο Μαντσίν αντίστοιχα.

Στη μεσαία γραμμή το «έμβολο» Σαλβατόρε Εσπόζιτο υποστήριζε τον αρχηγό Τζιανκάρλο ντε Σίστι, ενώ η τριάδα συμπληρωνόταν είτε με τον Λουτσιάνο Κιαρoύτζι είτε με τον Φραντσέσκο Ρίτσο.

Η επίθεση, τέλος, εκπροσωπείτο από τον ιδιοφυή Κλαούντιο Μέρλο, τον δυναμικό Μάριο Μαράσκι και τον εκρηκτικό Αμαρίλντο με τις ιδιαίτερες εμπνεύσεις του.

To 2o και τελευταίο μέχρι σήμερα πρωτάθλημα της Φιορεντίνα ήταν γεγονός, αφού προηγήθηκε μία πολύ μεγάλη μάχη με τη Μίλαν του Tζιάνι Ριβέρα και την Κάλιαρι του Tζίτζι Ρίβα.

Highlight της χρονιάς το 2-0 επί της Γιουβέντους στο Τορίνο, σε αναμέτρηση για την προτελευταία αγωνιστική της Serie A.

Δυστυχώς, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, αφού η Φιορεντίνα κατέλαβε την 5η θέση το 1970 και βρισκόταν στην «ουρά» στις 13 Ιανουαρίου 1971, όταν ο Πεζάολα κλήθηκε να βρει νέα επαγγελματική στέγη.

Κυπελλούχος με την Μπολόνια

Με εξαίρεση τη σεζόν 1976-77, η επόμενη επταετία (1972-1979) κύλησε στον πάγκο της Μπολόνια, η οποία διέθετε ένα σαφώς πιο αξιοζήλευτο παλμαρέ από τη Νάπολι και τη Φιορεντίνα (7 πρωταθλήματα, 1 Κύπελλο, 3 Κύπελλα Mitropa).

O Moντανάρι ήταν ο άνθρωπος που λειτούργησε ξανά ως συνδετικός κρίκος, ενώ ο πρόεδρος Λουτσιάνο Κόντι ήταν ένας διάσημος εκδότης και πρώην οδηγός αγώνων ράλι, ο οποίος λάτρευε το πόκερ και το ουίσκι.

Ο Πεζάολα δεν κατάφερε να κάνει θαύματα, όμως πανηγύρισε το 2ο Coppa Italia της καριέρας του (σ.σ. 2ο και για την Μπολόνια) τη σεζόν 1973-74, σε έναν τελικό που κρίθηκε στη διαδικασία των πέναλτι.

Η αλήθεια είναι ότι το γκολ της ισοφάρισης των «ροσομπλού» στο 90ό λεπτό (1-1) σημειώθηκε με ανύπαρκτο πέναλτι που εκτέλεσε εύστοχα ο Τζιουζέπε Σαβόλντι.

Αναφορικά με τη σεζόν 1976-77 που τον βρήκε στον γνώριμο πάγκο της Νάπολι, ο Μπρούνο Πεζάολα δεν κατάφερε να την οδηγήσει πιο πάνω από την 7η θέση με μόλις 28 βαθμούς, αλλά την έφτασε μέχρι την ημιτελική φάση του Κυπέλλου Κυπελλούχων.

Οι «παρτενοπέι» απέκλεισαν με τη σειρά τις Μπούντε/Γκλιμτ, ΑΠΟΕΛ, Σλασκ Βρότσγουαφ, ενώ στον πρώτο αγώνα για τους «4» επικράτησαν 1-0 της Άντερλεχτ με γκολ του Τζιουζέπε Μπρουσκολότι.

Ύστερα από το Κύπελλο Πρωταθλητριών της Μίλαν το 1969, το ιταλικό ποδόσφαιρο δεν είχε γνωρίσει ευρωπαϊκές διακρίσεις, με συνέπεια τόσο η πορεία της Νάπολι όσο εκείνη της Γιουβέντους (σ.σ. κατέκτησε το Κύπελλο UEFA) να συγκεντρώνουν τεράστιο ενδιαφέρον.

Πάντα με ένα τσιγάρο στο στόμα και καμηλό παλτό για γούρι

Το RAI αποφάσισε να μεταδώσει «ζωντανά» τη ρεβάνς των Βρυξελλών, γεγονός ασυνήθιστο για την εποχή, και ο διαιτητής Μπομπ Μάθιουσον ετοιμάστηκε να σφυρίξει την έναρξη.

Όλα καλά μέχρι εδώ; Όχι. Ο άρχων της αναμέτρησης ήταν εκπρόσωπος της «Bellevue» στην Αγγλία. Το πρόβλημα ήταν ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης μάρκας μπίρας ήταν ο πρόεδρος της Άντερλεχτ! Α ναι, το brand ήταν και χορηγός της βελγικής ομάδας.

Ο Βάλτερ Σπεγκιορίν βρήκε δίχτυα αλλά χωρίς κανένα λόγο ο διαιτητής δεν του επέτρεψε να χριστεί σκόρερ, o Σαλβατόρε Εσπόζιτο σημάδεψε δοκάρι και, γενικώς, τίποτα δεν κύλησε καλά για τους «παρτενοπέι» το βράδυ της 20ής Απριλίου 1977 στο «Άστριντ Παρκ».

Η Άντερλεχτ ανέτρεψε το 0-1 του πρώτου αγώνα και χάρη στα γκολ των Ζαν Τισέν και Φρανσουά βαν ντερ Ελστ προκρίθηκε στον τελικό με νίκη 2-0.

Άγγιξε τον τίτλο με τον Παναθηναϊκό

Η είσοδος στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο (σεζόν 1979-80) δεν έγινε με το δεξί για τον Παναθηναϊκό, αφού μετά το πέρας των πρώτων 10 αγωνιστικών κατοικούσε στην 5η θέση του βαθμολογικού πίνακα.

Ο Λάκης Πετρόπουλος απομακρύνθηκε από τη διοίκηση και ο νεόκοπος τότε πρόεδρος Γιώργος Βαρδινογιάννης προσέλαβε τον Μπρούνο Πεζάολα, ο οποίος υπέγραψε συμβόλαιο διάρκειας 6 μηνών τον Δεκέμβριο του 1979.

Το ντεμπούτο του κόντρα στην Παναχαϊκή ήταν θετικό (3-1), αλλά τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 30/12/1979, ο Παναθηναϊκός γνώρισε τη βαρύτερη ήττα της Ιστορίας του με «θύτη» τον Ηρακλή, τόπο «εγκλήματος» το Καυτανζόγλειο Στάδιο και σκορ… 6-0!

Δύο αγωνιστικές αργότερα, η ομάδα υπέστη νέα συντριβή (4-1 από τον ΠΑΣ στα Ιωάννινα), όμως ο Μπρούνο Πεζάολα «έστρωσε» τους «πράσινους», οι οποίοι 4 ημέρες μετά επικράτησαν 2-0 του Ολυμπιακού και δεν έχασαν επί 17 συνεχόμενες στροφές του πρωταθλήματος.

Λίγες εβδομάδες μετά την άφιξη του Αργεντινοϊταλού, η οικογένεια Βαρδινογιάννη είχε επαναφέρει τον Μίμη Δομάζο στη Λεωφόρο, προκειμένου να κλείσει την καριέρα του στον σύλλογο που δοξάστηκε όσο κανείς άλλος.

Mε τον Μίμη Δομάζο

Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης του είχε επισημάνει: «Αν ο προπονητής κρίνει ότι δεν πρέπει να παίξεις, τότε δεν θα παίξεις» και ο «Στρατηγός» του είχε απαντήσει με νόημα: «Ναι, αλλά με την προϋπόθεση ότι την εκτίμηση θα την κάνει ο προπονητής».

Η αλήθεια είναι ότι ο Πεζάολα δεν έδινε συχνά φανέλα βασικού στον 38χρονο Δομάζο, καθώς προτιμούσε τον Ερμή Κουρόπουλο και αυτό ήταν ένα από τα θέματα που απασχολούσε τον Τύπο της εποχής.

Άνθρωποι με προσωπική άποψη για τον σπουδαίο τεχνικό εξέφρασαν την άποψή τους στο Sport-Retro.gr, παραθέτοντας μόνο θετικά στοιχεία.

Μερικές από τις ατάκες: Ένας πανέξυπνος άνθρωπος, μία «αλεπού», είχε «μάτι», ένας προπονητής με εμπειρίες από μεγάλους αγώνες, συμμάζεψε με μιας τον Παναθηναϊκό, του έδωσε έναν καινούργιο αέρα, έπαιρνε το καλύτερο δυνατό από κάθε παίκτη, αν έπαιρνε το πρωτάθλημα δεν θα έφευγε…

Οι «πράσινοι» ηττήθηκαν στο ντέρμπι της προτελευταίας αγωνιστικής από τον Ολυμπιακό στο Στάδιο Καραϊσκάκη (1-0), χάνοντας παράλληλα την ευκαιρία να κατακτήσουν τον πρώτο επαγγελματικό τίτλο και, μάλιστα, με μία εκπληκτική αντεπίθεση στον δεύτερο γύρο.

Τα τελευταία… ένσημα

Ύστερα από τη μοναδική επαγγελματική ενασχόλησή του στο εξωτερικό από το 1947 μέχρι το 1985 (αυτό είναι ένα γεγονός που τιμά ιδιαίτερα τον Παναθηναϊκό), ο Πεζάολα επέστρεψε στην Ιταλία για λογαριασμό της Σιρακούσα.

Πολύ σύντομα, όμως, ο «Πετίσο» γύρισε στη Νάπολη για την τέταρτη και τελευταία θητεία με την ομάδα που συνδέθηκε περισσότερο και η οποία μετά από 11 αγωνιστικές της σεζόν 1982-83 βρισκόταν στην τελευταία θέση της Serie A.

O πρόεδρος Κοράντο Φερλαΐνο απομάκρυνε τον Μάσιμο Τζιακομίνι και ο παλιός γνώριμος Πεζάολα έδωσε ρητή εντολή για μαζική άμυνα, προκειμένου να επέλθει ισορροπία.

Ήταν η εποχή του Λουτσιάνο Καστελίνι κάτω από τα γκολπόστ, του Ρουντ Κρολ στον ηγετικό ρόλο της άμυνας και του Ραμόν Άνχελ Ντίας στη γραμμή κρούσης.

Η Νάπολι κατάφερε να σωθεί με μόλις μία νίκη μακριά από το «σπίτι» της και τα τέσσερα διαδοχικά υπέρ της 1-0 στο «Σαν Πάολο», κατά τις αντίστοιχες τέσσερις τελευταίες εντός έδρας αναμετρήσεις.

Η εικόνα του Πεζάολα να κλείνει τα μάτια και να αγκαλιάζει το κομπολόι του πριν από το –εύστοχο- χτύπημα πέναλτι του Μορένο Φεράριο κόντρα στην Κάλιαρι, έμεινε στην Ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Μερικές σκόρπιες σκέψεις του μετά την εγκατάλειψη των πάγκων: «H Nάπολη μου θυμίζει τη γειτονιά μου τη Λα Μπόκα στο Μπουένος Άιρες: οι άνθρωποι, ο θόρυβος, τα χρώματα, τα τραγούδια. Είμαι ένας Ιταλός γεννημένος στο εξωτερικό, γεννήθηκα στην Αργεντινή κατά λάθος.

Στα 58 μου είχα ήδη αποσυρθεί. Οι ικανότητές μου δεν μετρούσαν πια, γιατί πάντα έτρεχα μόνος μου. Αν με λυπεί κάτι; Μόνο ένα πράγμα. Αν είχα παίκτη τον Ντιέγκο Μαραντόνα, θα είχα κατακτήσει κι εγώ το πρωτάθλημα.

Απ’ όσα κέρδισα, δεν έμεινε σχεδόν τίποτα. Μια σειρά αποτυχημένων επενδύσεων, εν μέρει λόγω ραθυμίας, περισσότερο λόγω αφέλειας. Δύο μπαρ, ένα εργοστάσιο υποδημάτων, μία εταιρεία ανθοκομίας, μία βιομηχανία υαλουργίας…

Μία ονειρεμένη ομάδα μου θα αποτελείτο σίγουρα από τον Τζοφ κάτω από τα γκολπόστ, σε ρόλο μπακ τους Τζάλμα Σάντος και Νίλτον Σάντος. Τα δύο στόπερ θα μπορούσαν να ήταν οι Σιρέα και Ρόντζον με εναλλακτική επιλογή τον Μπαρέζι.

Στη μεσαία γραμμή, οι Μπρούνο Κόντι, Σκιαφίνο και Βαλεντίνο Ματσόλα, πιο μπροστά ο Ντι Στέφανο και στην κορυφή ο Πλατινί μπροστά από Πελέ και Μαραντόνα. Για προπονητή προτείνω εμένα.

Από συναδέλφους μου αναγνωρίζω την αξία του Τζιοβάνι Τραπατόνι και του Φάμπιο Καπέλο. Λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν το ποδόσφαιρο. Αν είχα την ίδια οξυδέρκεια, θα ήμουν εκατομμυριούχος».

Ο Μπρούνο Πεζάολα έκλεισε την προπονητική του καριέρα στην Καμπάνια τη σεζόν 1984-85, έκτοτε εγκαταστάθηκε στη γειτονιά Βόμερο της Νάπολης, όπου συχνά είχε ρόλο σχολιαστή σε τηλεοπτικά προγράμματα, ενώ στις 20 Νοεμβρίου 2009, ο τοπικός δήμος τον ανακήρυξε επίτιμο πολίτη.

Στις 29 Μαΐου 2015, ο «Mάστερ», όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο Μαραντόνα, ξεκίνησε το ταξίδι για το σμίξιμο με την Ορνέλα. Σχεδόν 30 χρόνια χωρίς τάνγκο, ήταν πολλά…

 

Διαβάστε ακόμη:

Τα διεθνή αφιερώματα του Sport-Retro.gr

 

*Κάντε like στο Facebook και follow στο Twitter και το Instagram για να μαθαίνετε άμεσα τις ιστορίες της πιο… ρετρό ιστοσελίδας της χώρας

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!