Γιώργος Σιδέρης: Ο πιο θρυλικός σκόρερ του Ολυμπιακού

Από τις 26 Αυγούστου 1959 και το φιλικό ματς με τον Ατρόμητο Πειραιά μέχρι το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στις 20 Φεβρουαρίου 1972, ο Γιώργος Σιδέρης πρόλαβε να γίνει ο πρώτος.

Λιγότερο από 12 χρόνια χρειάστηκε ο «Φώτακας» ή «Φόντακας», όπως έμεινε πιο γνωστός, προκειμένου να σημειώσει 224 (κατ’ άλλους 226) γκολ σε 285 ματς Α’ Εθνικής και να παραμείνει μέχρι σήμερα ο κορυφαίος σκόρερ στην Ιστορία του Ολυμπιακού.

Με αφορμή τα 79α του γενέθλια, το Sport-Retro.gr καταγράφει τη ζωή και την καριέρα ενός εκ των πιο σπουδαίων γκολτζήδων του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Το γενεαλογικό του δέντρο, οι προπονήσεις με τον Παναθηναϊκό, λεπτομέρειες της καριέρας του στον Ολυμπιακό, η θητεία του στο Βέλγιο και οι περιπέτειες του είναι μερικά από τα κεφάλαια που θα παρατεθούν στο αφιέρωμα.

 

Απόγονος ενός… Μπέη

Ύστερα από την αποτυχημένη εξέγερση του 1770, τα περίφημα Ορλωφικά, αρκετοί άνθρωποι φέρεται να προσέφυγαν από την Πελοπόννησο στην Κόρωνο της Νάξου.

Ορισμένοι εξ αυτών είτε έφεραν το επίθετο «Σιδερής» είτε το απέκτησαν με την εγκατάστασή τους στο όμορφο κυκλαδίτικο νησί.

Ο Ιωάννης Σιδερής ή Μπέης γεννήθηκε το 1809 και απέκτησε πέντε παιδιά: τον Μανώλη, τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο, τον Φώτιο και τη Λεμονιά.

Ο Φώτιος ή Μπεοφώτης, μάλιστα, έγραψε την οικογενειακή βιογραφία το 1920 υπό τον τίτλο: «Το δέντρο των Μπέηδων».

Γεννηθείς το 1853, ο Μπεοφώτης απέκτησε 9 παιδιά, ένα από τα οποία ήταν ο Νικόλας Σιδερής, ο οποίος γεννήθηκε το 1887 και αργότερα μετοίκησε στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη της Νομαρχίας του Πειραιά.

Ο Νικόλας, σε ηλικία 51 ετών σύμφωνα με τον ιστότοπο diadromesgr, και η Μαρία Κάγκανη από τον Δαμαριώνα Νάξου έφεραν στον κόσμο τον Γιώργο στις 5 Απριλίου 1938.

 

Άλλος ήταν ο «Φώτακας»

Ο Γιώργος Σιδέρης ήταν το μικρότερο από τα 8 παιδιά του Νικόλα και της Μαρίας, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός του είχε πάρει το όνομα του παππού Φώτη.

Λόγω της μεγάλης ηλικιακής διαφοράς, ο μετέπειτα θρύλος του Ολυμπιακού και του ελληνικού ποδοσφαίρου αποκαλείτο «Φωτάκι» ή «Φωτακάκι», όντας το μικρό αδερφάκι του προαναφερθέντος.

Με τον αδερφό του Φώτη στα γραφεία της εφημερίδας «Αθλητική Ηχώ»

Ο πρωτότοκος γιος, μάλιστα, ο οποίος έκανε παρέα με πολλούς άσους των «ερυθρολεύκων» είχε την κακή συνήθεια να δέρνει διαιτητές όταν δεν έμενε ικανοποιημένος από τις αποφάσεις τους.

Η ουσία είναι ότι άλλος είχε το όνομα και άλλος τη χάρη, αφού το «Φώτακας» ή «Φόντακας» συνδέθηκε με τον Γιώργο και όχι με τον Φώτη.

Πιθανότατα, το παρατσούκλι να έμεινε την εξαετία 1953-1959, όταν αγωνιζόταν στον Ατρόμητο Πειραιά και να έγινε ευρέως γνωστό μετά στον Ολυμπιακό.

 

Μπάλα και… ζαρζαβατικά

Ο Γιώργος Σιδέρης άρχισε την πορεία του ως χαφ και το πρώτο του δελτίο ήταν στον Απόλλωνα Ρέντη, ο οποίος ήθελε να τον πουλήσει στον Ολυμπιακό.

Πολύ γρήγορος, τσαμπουκάς, με «δεμένο» σώμα και μπουκαδόρος ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του νεαρού, ενώ το ποδοσφαιρικό θράσος δεν του έλειπε.

Προτού ακόμα μπει στην εφηβεία μετέφερε λαχανικά και φρούτα με ένα καρότσι στη λαχαναγορά του Κεραμεικού και την Ομόνοια, προκειμένου να βοηθήσει έναν αδερφό του που διέθετε μανάβικο στην οδό Σωκράτους.

Ο νεαρός άσος, ο οποίος γρήγορα προωθήθηκε στην επίθεση, δεν επιθυμούσε αρχικά να μετακινηθεί στον Ολυμπιακό, καθώς δεν αισθανόταν έτοιμος.

Κατά συνέπεια, ο Σιδέρης κατέληξε στον Ατρόμητο Πειραιά, όπου αγωνίστηκε πρώτα στη δεύτερη ομάδα και έπειτα από έναν χρόνο στην πρώτη.

 

Διεθνής ετών 20

To ταλέντο του ήταν τόσο μεγάλο που ο νεοφερμένος στην τεχνική ηγεσία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος Αντώνης Μηγιάκης τον κάλεσε στην Εθνική Ανδρών για το ματς με τη Γαλλία στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης 1960.

Στις 3 Δεκεμβρίου 1958, ημερομηνία διεξαγωγής του αγώνα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, ο Σιδέρης ήταν 20 ετών και αγωνιζόταν ακόμα στον Ατρόμητο Πειραιά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε πραγματοποίησε το ντεμπούτο του και ένας άλλος σπουδαίος άσος του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Ανδρέας Παπαεμμανουήλ.

Ο Σιδέρης αγωνίστηκε με πρόβλημα τραυματισμού, ως δεξί εξτρέμ, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δημιουργήσει μπελάδες στον αείμνηστο Ροζέρ Μαρς, άσο της ισχυρής τότε Ρασίνγκ και αρχηγό της εθνικής Γαλλίας, ο οποίος μάλιστα έβαλε και το αυτογκόλ του τελικού σκορ 1-1.

Από εκείνο το ματς του 1958 μέχρι τις 16 Νοεμβρίου 1969, ο τρανός γκολτζής κατέγραψε 28 διεθνείς συμμετοχές και 14 γκολ (ποσοστό 50% !), όντας αρχηγός μιας εξαιρετικής φουρνιάς που έχασε στις λεπτομέρειες την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970.

Στο παρακάτω video μπορείτε να δείτε το μοναδικό χατ-τρικ του με τη φανέλα της Εθνικής, στην επικράτηση (4-1) επί της Αυστρίας, στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης 1968.

Το γκολ του στο ιστορικό 4-2 επί της Πορτογαλίας το 1968

Ο Γιώργος Σιδέρης αγωνίστηκε μόνο μέχρι τα 31 του στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα (σ.σ. τελευταίο ματς το 1-1 με τη Ρουμανία για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970), ωστόσο φιγουράρει ακόμα στο Top10 των σκόρερ και συγκεκριμένα στην 9η θέση.

 

Στον Ολυμπιακό μέσω… Λεωφόρου

Ο νεαρός επιθετικός του Ατρομήτου Πειραιά δεν είχε περάσει απαρατήρητος από τους διοικούντες τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό.

Ο ίδιος, πάντως, είχε εκφράσει ανοικτά την προτίμησή του να πάρει μεταγραφή στους «πρασίνους», αφού στις 27 Ιουλίου 1959 μετέβη στα γραφεία της εφημερίδας «Αθλητική Ηχώ» μαζί με τον αδερφό του Φώτη και υπέγραψε υπεύθυνη δήλωση!

«Δεν πηγαίνω σε κανέναν Ελληνικό σύλλογο, πλην του Παναθηναϊκού. Και γι’ αυτό παρακαλώ το συμβούλιο του Ατρομήτου, όπως και τους φιλάθλους να με βοηθήσουν για την μετεγγραφή μου εις τον Παναθηναϊκόν.

Η ποδοσφαιρική μου ζωή είναι συνδεδεμένη με τον Παναθηναϊκόν και μόνον γι’ αυτόν θα υπογράψω δελτίον. Αλλιώς θα σταματήσω την μπάλλα», ανέφερε ο Σιδέρης.

Με τον θρυλικό Εουσέμπιο

Ο Φώτης Σιδέρης, από την πλευρά του, είχε δηλώσει: «Ο Γιώργος θα μείνει πιστός εις τον Παναθηναϊκόν. Σε άλλο σωματείο δεν πρόκειται να πάει. Η οικογένειά μας τηρεί πάντα τον λόγον που δίνει και σέβεται τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει».

Τελικά, οι πιέσεις των δύο αδερφών δεν έφεραν αποτέλεσμα, ασχέτως αν ο μικρός είχε ήδη αρχίσει τις προπονήσεις στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας παρέα με τον φίλο του Ανδρέα Παπαεμμανουήλ.

Ο Ατρόμητος Πειραιά ενέδωσε στα ανταλλάγματα (σεβαστό ποσό για την εποχή και πέντε παίκτες), ανάβοντας το «πράσινο φως» για τη μετακίνηση του Σιδέρη στον Ολυμπιακό.

Μάλιστα, ο πρόεδρος της ομάδας των Καμινίων και της Παλαιάς Κοκκινιάς, ο Σκορδίλης, είχε κουμπάρο τον Γιώργο Ανδριανόπουλο, γεγονός που έπαιξε ρόλο στην υπόθεση.

 

ΓΚΟΛυμπιακός!

Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, όπως λέει και το ρητό που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του Γιώργου Σιδέρη.

Στο ντεμπούτο του με τη φανέλα του Ολυμπιακού, στις 26 Αυγούστου 1959, σε φιλική αναμέτρηση με τον Ατρόμητο Πειραιά, ο «Φόντακας» πέτυχε χατ-τρικ και φανέρωσε με το καλημέρα τι θα επακολουθήσει.

Αρχικά, δημιούργησε μια ισχυρή γραμμή κρούσης με τους Θανάση Μπέμπη, Αριστείδη Παπάζογλου και Ηλία Υφαντή, ωστόσο είχε την ατυχία να πέσει πάνω στον τρομερό Παναθηναϊκό της εποχής που κατακτούσε τα πρωταθλήματα.

Ο ίδιος, πάντως, καθιερώθηκε αμέσως στο αρχικό σχήμα με προπονητή τον Μπρούνο Βάλε, ενώ στην πρώτη του σεζόν κατέγραψε 30 συμμετοχές στην Α’ Εθνική και σημείωσε 8 γκολ.

Το πρώτο του επίσημο γκολ επιτεύχθηκε στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης στις 13 Δεκεμβρίου 1959, επί του Πανιωνίου, και μάλιστα ήταν νικητήριο (1-0 με σουτ στο 60’).

Αξίζει να σημειωθεί ότι στις 27 Απριλίου 1960 πέτυχε «καρέ» στο εντός έδρας 6-0 επί της Α.Ε. Κομοτηνής για τον 2ο γύρο του Κυπέλλου Ελλάδας και πως στον δεύτερο τελικό του ίδιου θεσμού με τον Παναθηναϊκό διαμόρφωσε το τελικό 3-0 στο Στάδιο Καραϊσκάκη (σ.σ. το πρώτο του γκολ επί του «αιωνίου» αντιπάλου και, παράλληλα, ο πρώτος του «ερυθρόλευκος» τίτλος).

Έναν χρόνο αργότερα, στις Ιουλίου 1961, ο Σιδέρης συνέβαλε τα μέγιστα για την κατάκτηση ενός ακόμη Κυπέλλου με τα δύο γκολ του στο 3-0 του τελικού επί του Πανιωνίου, ενώ στις 22 Νοεμβρίου 1961 έβαλε τα πρώτα του ευρωπαϊκά γκολ στο 2-3 από τη Ζίλινα (2ος γύρος Κυπέλλου Κυπελλούχων).

 

Έκανε τη διαφορά

Η σεζόν 1961-62 ήταν η πρώτη που ο Σιδέρης ξεχώρισε με διαφορά έναντι των συμπαικτών του, αρχής γενομένης από τα προαναφερθέντα γκολ επί της Ζίλινα.

Στο πρωτάθλημα σημείωσε 26 γκολ, δηλαδή 18 περισσότερα από τους Κώστα Παπάζογλου, Στέλιο Ψύχο, στο Κύπελλο άλλα 10 σε 6 ματς (σ.σ. ο τελικός με τον Παναθηναϊκό δεν ολοκληρώθηκε λόγω… σκότους).

Επιπλέον, ο «Φόντακας» ήταν ο σκόρερ του νικητήριου γκολ (1-0) της ιστορικής φιλικής αναμέτρησης με την Μπαρτσελόνα στις 22 Μαΐου 1962.

H στιγμή του γκολ επί της Μπαρτσελόνα

Γενικώς, συνήθιζε να βρίσκει δίχτυα στα σπουδαία ματς, δεδομένου ότι αποτελεί τον πρώτο «ερυθρόλευκο» σκόρερ στα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ (σ.σ. δεν υπολογίζονται οι αγώνες για το Κύπελλο Χριστουγέννων, του Πάσχα κ.τ.λ.).

Ένας άλλος τομέας που ο Γιώργος Σιδέρης έκανε τη διαφορά ήταν το Κύπελλο Ελλάδας, καθώς είναι το μεγαλύτερο «κανόνι» του με 73 γκολ, εκ των οποίων τα 60 με τη φανέλα του Ολυμπιακού.

Επίσης, είναι ο μοναδικός παίκτης που έχει αναδειχθεί πέντε φορές πρώτος σκόρερ της σεζόν: το 1962 με 9 γκολ, το 1963 με 7, το 1965 με 7, το 1968 με 7 και το 1969 με 9, ενώ είναι και ο πρώτος σκόρερ σε τελικούς με 6 γκολ.

Τέλος, ο Σιδέρης δεν ηττήθηκε σε κανέναν από τους 8 τελικούς που αγωνίστηκε (!) ωστόσο το 1962 το ματς με τον Παναθηναϊκό διακόπηκε λόγω σκότους και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ενώ το 1969 οι «πράσινοι» πήραν το Κύπελλο στο στρίψιμο του νομίσματος.

 

Η κρίση του 1962

Η τρίτη διαδοχική απώλεια του πρωταθλήματος δημιούργησε ένταση στο στρατόπεδο του Ολυμπιακού, απόρροια της οποίας υπήρξαν και μερικά «γαλλικά» με αποδέκτη τον Γιώργο Σιδέρη.

Τότε, ο «Φόντακας» αποφάσισε με τη στήριξη του προπονητή Βάλε να ταξιδέψει στην Ιταλία και να φορέσει τη φανέλα της επίσης «ερυθρόλευκης» Λανερόσι Βιτσέντζα, η οποία εκείνη την εποχή αγωνιζόταν στη Serie A.

Πράγματι, έλαβε μέρος σε μερικές φιλικές αναμετρήσεις, όμως ο Ολυμπιακός δεν έδινε τη συγκατάθεσή του για να ολοκληρωθεί η μεταγραφή και προκειμένου να αποφευχθεί ο διετής αποκλεισμός, όπως προέβλεπε τότε ο κανονισμός, ο Σιδέρης παρέμεινε στον Πειραιά.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες της εποχής αλλά και δικά του λεγόμενα, ομάδες όπως η Μίλαν, η Ίντερ, η Φιορεντίνα, η Ατλέτικο Μαδρίτης και Ρασίνγκ Βρυξελλών εξέταζαν σοβαρά το ενδεχόμενο απόκτησής του.

Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός ότι δεν γνώριζε την ιταλική γλώσσα και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες έπαιξαν τον ρόλο τους, προκειμένου ο Σιδέρης να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Ωστόσο, το φινάλε της σεζόν 1962-63 είχε θετικό πρόσημο για τον ίδιο και τον Ολυμπιακό, καθώς έβαλε δύο γκολ στο 5-3 επί του Παναθηναϊκού και, κατά την προσφιλή του τακτική, άλλο ένα σε τελικό Κυπέλλου (σ.σ. 3-0 τον Πιερικό στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας).

 

«Κανόνι» και στο πρωτάθλημα

«Όταν έμπαινε ο Σιδέρης έκλαιγαν μανούλες», έχει γράψει ο θρυλικός Λεωνίδας Ανδριανόπουλος και δεν έχει άδικο.

Το 1965, το 1967 και το 1969 αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Α’ Εθνικής με 29, 22 και 35 γκολ αντίστοιχα, ενώ είναι ο 4ος στην Ιστορία της με 224 (κατ’ άλλους 226) γκολ σε 285 ματς, πίσω μόνο από τους Θωμά Μαύρο, Κριστόφ Βαζέχα και Μίμη Παπαϊωάννου, οι οποίοι όμως χρειάστηκαν πολύ περισσότερους αγώνες για να τα πετύχουν.

Η κορυφαία σεζόν του (1968-69) δεν συνδυάστηκε με τίτλο, αλλά με το «Αργυρό Παπούτσι», αφού μόνο ο Πέταρ Ζέκοφ της ΤΣΣΚΑ Σόφιας είχε σημειώσει περισσότερα γκολ (36).

Θα ήταν παράλειψη αν δεν γινόταν αναφορά στο χατ-τρικ επί του Παναθηναϊκού (26/2/1967), όταν η ομάδα του επιβλήθηκε 4-0 στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

«Σούρπης και Μητρόπουλος πήγαιναν χέρι-χέρι, για να ξεχάσουν βρε παιδιά τα τρία του Σιδέρη», ανέφερε το σχετικό τραγουδάκι στις εξέδρες .

Ήταν η χρονιά που ο «Φόντακας» κατέκτησε το δεύτερο διαδοχικό (και τελευταίο) πρωτάθλημα της καριέρας του σε ηλικία 29 ετών.

Άλλα ντέρμπι που έλαμψε ο Σιδέρης ήταν το 6-0 επί του ΠΑΟΚ (4 γκολ) στις 3 Ιουνίου 1962, το χατ-τρικ επί της ΑΕΚ στην προημιτελική φάση του Κυπέλλου Ελλάδας (2 Ιουλίου 1965) και το 0-4 επί του ΠΑΟΚ στις 27 Ιανουαρίου 1965, με τη συνδρομή του περίφημου Νίκου Γιούτσου.

Οδεύοντας προς το φινάλε της καταγραφής της «ερυθρόλευκης» καριέρας του θα πρέπει να τονιστεί ότι συνολικά σημείωσε 522 επίσημα και ανεπίσημα γκολ με τη φανέλα του Ολυμπιακού, επίδοση ασύλληπτη, που μόνο ο προπολεμικός -κατά βάση- Γιάννης Βάζος θα ζήλευε.

Η κοφτή ντρίμπλα, το σπριντ σε μικρές αποστάσεις, το αψεγάδιαστο κοντρόλ και, βέβαια, η επαφή με τα δίχτυα οδήγησαν τους Ελβετούς να τον κινηματογραφήσουν, όταν η Εθνική ταξίδεψε το 1968 στη Βασιλεία στο ματς για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1970.

 

Η κατηγορία της αποπλάνησης και το φιλί του Σταυρίδη

Το φθινόπωρο του 1963 ο Γιώργος Σιδέρης, ο Μίμης Στεφανάκος και ο Θανάσης Λουκανίδης κατηγορήθηκαν για αποπλάνηση ανήλικης.

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών τους είχε απαλλάξει αρχικά, αλλά βάσει βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών παραπέμφθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Οι τρεις «ερυθρόλευκοι» κρατήθηκαν στις φυλακές Αβέρωφ και, μάλιστα, ύστερα από τη λήξη του αγώνα της 9ης Νοεμβρίου με το Αιγάλεω στο γήπεδο του Παναθηναϊκού έγινε μεγαλειώδης διαδήλωση φιλάθλων του Ολυμπιακού υπέρ της αποφυλάκισής τους.

«Σιδέρης-Σιδέρης», φώναξαν ουκ ολίγες φορές οι θερμοί υποστηρικτές των «ερυθρολεύκων», δείγμα της αγάπης που του είχαν από τότε.

Οι παίκτες αθωώθηκαν, αλλά τους επιβλήθηκε απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, με συνέπεια να χάσουν το πρώτο ματς του 2ου γύρου του Κυπέλλου Κυπελλούχων κόντρα στη Λιόν και ο Ολυμπιακός να ηττηθεί με 4-1.

Να σημειωθεί ότι ο Σιδέρης έβαλε τρία γκολ στους αγώνες του 1ου γύρου με τη Ζαγκλέμπιε και άλλο ένα στη ρεβάνς της Νέας Φιλαδέλφειας με τη γαλλική ομάδα.

Στο ενδιάμεσο, όταν ο Ολυμπιακός φιλοξενήθηκε από τον Απόλλωνα στη Ριζούπολη στις 17 Νοεμβρίου, ο «Φόντακας» σκόραρε στο πρώτο ματς μετά την επιστροφή του από την περιπέτεια και χάρισε τη νίκη στην ομάδα του με 1-0 στο 85’.

Τότε, ο σπουδαίος κωμικός Νίκος Σταυρίδης, ο οποίος βρισκόταν στο γήπεδο για τις ανάγκες της ταινίας «Ο Διαιτητής», εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο για να τον ασπαστεί!

 

Περί χαρακτήρος…

Με αφορμή τη δικαστική περιπέτεια του 1963, θα πρέπει να επισημανθεί ότι πολλές φορές είχε μπλέξει σε καβγάδες και εντάσεις εξαιτίας του ιδιόρρυθμου, όπως έχει παραδεχθεί ο ίδιος, χαρακτήρα του.

Το περιοδικό «Φούτμπωλ» ανέφερε για τον «Φόντακα» τον Μάιο του 1964: «Ο κυνηγός αυτός εφέτος επέδειξε ανεπάρκεια και απερισκεψία. Του δόθηκαν οι ευκαιρίες να προσφέρει και στον εαυτό του και στην ομάδα του έναν τίτλο: του πρώτου σκόρερ. Όμως, εξαιτίας της επιπολαιότητάς του τον χάνει τον τίτλο.

Έχασε εφέτος 4 αγώνες. Δικαστήρια και αποκλεισμός υπό κ. Ντόλγκος (σ.σ. προπονητής) σε 2 αγώνες με ΑΕΚ και Καλαμαριά. Και να σκεφτεί κανείς ότι σ’ ολόκληρο το πρωτάθλημα, όλος ο Ολυμπιακός δούλευε στην επίθεση για λογαριασμό του Σιδέρη. Του Γιώργου του εγωιστή».

Η αλήθεια είναι ότι διέθετε δύστροπο χαρακτήρα και μερικές φορές έπαιζε σκληρά, ωστόσο ποτέ δεν είχε στο μυαλό του να τραυματίσει αντίπαλο και ποτέ δεν είχε δεχθεί αποβολή.

Ο Γιώργος Σιδέρης ήταν πάντα άνθρωπος χαμηλών τόνων, ενώ μετά την απόσυρσή του σπανίως εμφανιζόταν σε εκδηλώσεις που αφορούσαν στο ποδόσφαιρο.

Και μία λεπτομέρεια. Ο Κώστας Νεστορίδης είχε πει στο Sport-Retro.gr: «Ο μοναδικός άνθρωπος που με βοήθησε και με στήριξε οικονομικά όταν χρειάστηκε ήταν ο Γιώργος Σιδέρης».

 

Αποχώρηση, Βέλγιο, επιστροφή, φινάλε

Ο Στέφαν Μπόμπεκ ή, αν προτιμάτε, η όχι και τόσο μεγάλη… διάθεση του Σιδέρη για προπόνηση είχε ως αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί την επόμενη σεζόν από εκείνη που κατέκτησε το «Αργυρό Παπούτσι».

Αυστηρός και πειθαρχημένος καθώς ήταν ο Γιουγκοσλάβος προπονητής, δεν άργησε να παραγκωνίσει τον σούπερ σταρ του Ολυμπιακού, ο οποίος την περίοδο 1969-70 κατέγραψε μόλις 9 συμμετοχές (7 στο πρωτάθλημα, 2 στο Κύπελλο Κυπελλούχων) και 5 γκολ (4 στο πρωτάθλημα, 1 στο Κύπελλο Κυπελούχων).

Χαρακτηριστικό είναι ότι για πρώτη φορά ο Νίκος Σιδέρης, ανιψιός του Γιώργου, ξεπέρασε σε συμμετοχές τον θείο του από τη σεζόν 1963-64 που εντάχθηκε στον σύλλογο του Πειραιά.

Κατά συνέπεια, και αφού δεν καρποφόρησαν οι επαφές με τον Δημήτρη Καρέλλα για να μετακινηθεί στον Εθνικό, ο «Φόντακας» απάντησε καταφατικά στην πρόταση της βελγικής Αντβέρπ τον Μάιο του 1970.

Με ένα άκρως δελεαστικό διετές συμβόλαιο, το οποίο περιλάμβανε ένα ποσό ακόμα και για τις προπονήσεις, ο Σιδέρης πήρε την απόφαση να ξενιτευτεί.

Στην Αμβέρσα έμεινε ενάμιση χρόνο, κατέγραψε 25 συμμετοχές, έβαλε 7 γκολ και είχε συμβολή στην οριακή παραμονή της Αντβέρπ στη μεγάλη κατηγορία.

Τον Ιανουάριο του 1972 ο 34χρονος Σιδέρης επέστρεψε στον Ολυμπιακό, αλλά δεν κατάφερε να εδραιωθεί στο αρχικό σχήμα της ομάδας, με αποτέλεσμα στις 14 Απριλίου να ανακοινωθεί το φινάλε της ποδοσφαιρικής του καριέρας.

Ο «Φόντακας» έπαιξε σε φιλική αναμέτρηση με την αυστριακή Αντμίρα στις 26 Ιανουαρίου και περισσότεροι από 10.000 θεατές έσπευσαν στο Στάδιο Καραϊσκάκης για να τον υποδεχθούν, προτού βάλει δύο γκολ στο 3-2 επί της Παναχαϊκής (6 Φεβρουαρίου) και αποχαιρετήσει στο ντέρμπι της 20ής Φεβρουαρίου (0-0) με τον Παναθηναϊκό.

Ιδού τα τελευταία γκολ της αστραφτερής καριέρας του Σιδέρη:

Ο πρώτος σκόρερ στην Ιστορία του Ολυμπιακού δεν ασχολήθηκε με την προπονητική ούτε εμφανίστηκε πολλές φορές στις εξέδρες του Σταδίου Καραϊσκάκη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά.

Ωστόσο, σε δύο περιπτώσεις επιχείρησε να ασχοληθεί με τα κοινά της ομάδας, χωρίς να υπάρξει αποτέλεσμα ή διάρκεια, τόσο το 1985 με την αποχώρηση του Σταύρου Νταϊφά από την προεδρία όσο και το 1995 ως μέλος του Δ.Σ. και υπεύθυνος του ποδοσφαιρικού τμήματος αντίστοιχα.

Ο Γιώργος Σιδέρης ενεπλάκη στον επιχειρηματικό κόσμο από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με δραστηριότητες σε διάφορους τομείς. Η Ιστορία, πάντως, θα γράψει ότι η σημαντικότερη δραστηριότητά του ήταν το… γκολ.

Το αφιέρωμα αξίζει να κλείσει με μία δήλωση του επί σειρά ετών προσωπικού του αντίπαλου στα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, του Φραγκίσκου Σούρπη, εν έτει 1988: “Οι μεγαλύτεροι επιθετικοί που παρουσιάστηκαν στην Ευρώπη μέχρι σήμερα και τους οποίους είχα την τιμή να αντιμετωπίσω ήταν οι Γκερντ Μίλερ και Γιώργος Σιδέρης”.

 

*Κάντε like στο Facebook και follow στο Twitter και το Instagram για να μαθαίνετε άμεσα τις ιστορίες της πιο… ρετρό ιστοσελίδας της χώρας

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!