Η «εκδίκηση» του Σαραβάκου, η ευκαιρία του Τσιάρτα κι η «πρώτη» της ΑΕΚ στο Champions League

Η ΑΕΚ υποδέχεται την Αούστρια Βιέννης στο Ολυμπιακό Στάδιο και όπως κάθε φορά που συναντά αυστριακή ομάδα στον διάβα της, οι θύμησες τρέχουν σε εκείνη την ιστορική βραδιά της 14ης Σεπτεμβρίου, όταν έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που αγωνίστηκε στο Champions League, έχοντας απέναντί της στην Καζινό Ζάλτσμπουργκ.

Από εκείνο το 0-0 στο “Ερνστ Χάπελ” της αυστριακής πρωτεύουσας έχουν αλλάξει πολλά, τόσο για την Ένωση όσο και για την Ζάλτσμπουργκ, ωστόσο 23 χρόνια μετά, αμφότεροι οι σύλλογοι έχουν να υπερηφανεύονται για εκείνη την παρουσία τους στον 4ο όμιλο της νεοσύστατης διοργάνωσης, αφού και για τους δύο ήταν η πρώτη φορά τους.

Το Sport-Retro.gr κάνει μία αναδρομή σε εκείνη την περίοδο που έμελλε να γραφτεί στην Ιστορία της ΑΕΚ και του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Η φυγή του Αλεξανδρή και ο Σλίσκοβιτς που ήθελε να μείνει

Η ΑΕΚ προερχόταν από την τρίτη σερί κατάκτηση του πρωταθλήματος Ελλάδας, κάτι που πέτυχε για πρώτη φορά. Η δεύτερη ένδοξη περίοδος της ιστορίας της, μετά από τα χρόνια του Λουκά Μπάρλου, είχε κοινό παρονομαστή τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. Τότε ως παίκτης, τώρα ως προπονητής, ο Σέρβος φρόντιζε να ξεχωρίζει και να διακρίνεται από κάθε πόστο του.

Στα διοικητικά, ο Δημήτρης Μελισσανίδης, μετά από δύο χρόνια ως πρόεδρος, παρέδωσε τον τίτλο στον συνεργάτη του και μέχρι τότε διευθύνοντα σύμβουλο, Γιάννη Καρρά.

Οι δυο τους ήταν συνιδιοκτήτες της ομάδας αλλά και της εταιρίας “Πετρέλαια Αιγαίου”, όμως από τη σεζόν 1993-1994 είχαν διαφανεί κάποια “σύννεφα” στις σχέσεις τους.

Παρ’ όλα αυτά, η ελπίδα της παρουσίας στο Champions League και φυσικά η διεκδίκηση τέταρτου σερί πρωταθλήματος Ελλάδας, έκρυψε τα όποια προβλήματα “κάτω από το χαλί”.

Έχοντας κατακτήσει το πρωτάθλημα του 1993-1994 με επτά βαθμούς διαφορά από τον Παναθηναϊκό (αν και έχασε το κύπελλο από το “τριφύλλι” στα πέναλτι), η ανάγκη για μεταγραφική ενίσχυση το καλοκαίρι του 1994 έμοιαζε πενιχρή. Οι “κιτρινόμαυροι” έπρεπε απλώς να καλύψουν την όποια αποδυνάμωση παρουσιαζόταν και αυτό ακριβώς συνέβη.

Ο Αλέξης Αλεξανδρής, μετά από τρεις σεζόν και ισάριθμα πρωταθλήματα στη Νέα Φιλαδέλφεια, ενέδωσε στο “φλερτ” του Σωκράτη Κόκκαλη, που δύο καλοκαίρια νωρίτερα είχε αποκτήσει και τον Ντανιέλ Μπατίστα από την ΑΕΚ, ενώ τα επόμενα καλοκαίρια θα ακολουθούσαν οι Ρέφικ Σαμπανάτζοβιτς και Μπάγεβιτς.

Ο Ζόραν Σλίσκοβιτς, από την πλευρά του, μετά από δύο χρόνια ως σημαντική κάλυψη στη γραμμή κρούσης, δέχθηκε πρόταση από τη διοίκηση να αποχωρήσει ως δανεικός σε κάποια ομάδα της Α’ Εθνικής, διότι είχε συμφωνηθεί η απόκτηση ενός ξένου και με βάση τους ισχύοντες κανονισμούς, η ΑΕΚ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει πάνω από τρεις σε έναν αγώνα.

Οι Τόνι Σαβέβσκι και Σαμπανάτζοβιτς ήταν αμετακίνητοι κι έτσι ο “κλήρος” έπεσε στον Βόσνιο επιθετικό, ο οποίος αρνήθηκε να φύγει δανεικός και να επιστρέψει τη μεθεπόμενη χρονιά, όταν θα άλλαζαν οι κανονισμοί και θα επέτρεπαν και 4ο ξένο.

Ως εκ τούτου, έφυγε ως ελεύθερος και εντάχθηκε στην “υπερομάδα” του “νεοφώτιστου” Πανηλειακού, που είχε στις τάξεις του μεταξύ άλλων τους Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, Στέλιο Γιαννακόπουλο και Νίκο Κυζερίδη.

Οι υπόλοιπες αποχωρήσεις από το ρόστερ της σεζόν 1993-1994 είχαν επίσης επιθετική χροιά. Τα “πειράματα” με Φρανκ Κλόπα και Τάσο Μητρόπουλο δεν στέφθηκαν με επιτυχία και ο μεν πήρε την άγουσα για τον γειτονικό Απόλλωνα Αθηνών, ο δε “Ράμπο” έκανε τη μεγάλη έκπληξη, υπογράφοντας στον Παναθηναϊκό, με συνέπεια να γίνει ο μοναδικός ποδοσφαιριστής στην ιστορία που αγωνίζεται και με τις τρεις ομάδες του ΠΟΚ.

Αποχώρησε, δε, για τον πρώτο δανεισμό του από την ΑΕΚ (ακολούθησε η διετία 1996-1998 στον Απόλλωνα Αθηνών), ο Παντελής Κωνσταντινίδης, με προορισμό την Καβάλα.

Η “απάντηση” Σαραβάκου και η “αρπαγή” Κωστή από Ολυμπιακό

Τα κενά που δημιουργήθηκαν στην εμπροσθοφυλακή καλύφθηκαν όχι απλά επάξια, αλλά το επίπεδο έμοιαζε να ανεβαίνει. Ο Δημήτρης Σαραβάκος, μετά από μία δεκαετία όπου αγαπήθηκε όσο λίγοι στον Παναθηναϊκό, άφηνε τη φανέλα με το “τριφύλλι” για να φορέσει εκείνη με τον “δικέφαλο” στο στήθος.

Μία επιλογή που σόκαρε την κοινή γνώμη εκείνη την εποχή, αφού ήταν φανερό πως έγινε ως “απάντηση” στον Γιώργο Βαρδινογιάννη.

Η μετέπειτα πορεία του “μικρού” στη σεζόν, τον δικαίωσε απόλυτα, σημειώνοντας 21 γκολ σε 30 αγώνες στην Α’ Εθνική (2ος σκόρερ, πίσω από τα 29 γκολ του Κριστόφ Βαζέχα και πάνω από τα 17 γκολ του Ντέμη Νικολαΐδη του Απόλλωνα).

Την τριάδα των ξένων συμπλήρωσε ένας Γεωργιανός που έκανε καταπληκτικά πράγματα, παίζοντας ως μεσοεπιθετικός στην κυπριακή Ανόρθωση, ο Τεμούρι Κετσμπάια ή Τιμούρ Κετσπάγια, όπως “βαφτίστηκε” στη χώρα.

Ο Κετσπάγια πήρε ουσιαστικά τη θέση του Σλίσκοβιτς στους ξένους και παρότι στάθηκε άτυχος στην αρχή της σεζόν λόγω σοβαρού τραυματισμού, δικαίωσε τις προσδοκίες του Μπάγεβιτς.

Με το κέντρο άμυνας της ομάδας να αρχίζει να γερνάει, η Ένωση “ψώνισε” από μία ομάδα που συγκέντρωνε πολλούς και καλούς νεαρούς ποδοσφαιριστές, την Ξάνθη.

Ο Νίκος Κωστένογλου κατηφόρισε για Αθήνα, όπως έπραξε και ένας από τους πιο φερέλπιδες ποδοσφαιριστές του Βορρά, που είχε εξελιχθεί σε σημείο αναφοράς στην επίθεση του Ηρακλή και μετά από πέντε σεζόν στην πρώτη ομάδα, στα 22 του, επέλεξε να πάρει μεταγραφή.

Ο Χρήστος Κωστής επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο για να υπογράψει στον Ολυμπιακό, ωστόσο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού βρήκε τους παράγοντες της ΑΕΚ να τον περιμένουν, αφού κατά τη διάρκεια της πτήσης, οι “κιτρινόμαυροι” είχαν καταθέσει καλύτερη προσφορά στον “γηραιό” και ουσιαστικά “άρπαξαν” τον παίκτη.

Στις προσθήκες του ρόστερ συγκαταλέγεται ακόμα ένα “στοίχημα” που δεν βγήκε, με συνέπεια να φύγει τον Ιανουάριο της σεζόν 1994-1995 ως ελεύθερος για τον Ηρακλή, ο Νίκος Μιρτσέκης του Πανιωνίου, ενώ προωθήθηκε από τη δεύτερη ομάδα ο τερματοφύλακας Διονύσης Χιώτης.

Ο “μικρός” διέλυσε τη μεγάλη Ρέιντζερς

Το καλεντάρι έριξε την ΑΕΚ κατευθείαν στα βαθιά. Στον πρώτο επίσημο αγώνα της σεζόν έπρεπε να ξεπεράσει τον σκόπελο στον οποίο “προσάραξε” τις προηγούμενες δύο χρονιές, ούσα πρωταθλήτρια.

Ο προκριματικός γύρος του Champions League ξυπνούσε “εφιάλτες” στην Ένωση, αφού εκεί είχε διακοπεί το όνειρο το 1993 απέναντι στη Μονακό του Αρσέν Βενγκέρ, εκεί διεκόπη και το 1994 απέναντι στην Αϊντχόφεν του Ρομάριο.

Η κληρωτίδα έφερε ξανά δύσκολο αντίπαλο στους “κιτρινόμαυρους”, αφού καλούνταν να αντιμετωπίσουν την απόλυτη κυρίαρχο του σκοτσέζικου πρωταθλήματος, Ρέιντζερς.

Παίκτες όπως ο Μπρίαν Λάουντρουπ, ο Μαρκ Χέιτλι, ο Στούαρτ Μακόλ, ο Άλι Μακόιστ, ο Νιλ Μάρεί και ο Άντι Γκόραμ στο τέρμα, μαζί με τον άλλοτε βοηθό του Άλεξ Φέργκιουσον στην εθνική Σκοτίας Γουόλτερ Σμιθ στον πάγκο, είχαν οδηγήσει τους “Διαμαρτυρομένους” σε έξι διαδοχικά πρωταθλήματα μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο και το σερί θα έφτανε στα εννέα.

Ήταν το βράδυ της 10ης Αυγούστου 1994, όταν άρχισε το ταξίδι στο όνειρο για την ΑΕΚ. Μπροστά σε σχεδόν 30.000 φιλάθλους (δηλωθέντα 21.994 εισιτήρια) που γέμισαν το “Νίκος Γκούμας” παρά την υψηλή θερμοκρασία, ο Μπάγεβιτς και τα υπόλοιπα “αστέρια” εκείνης της ομάδας φρόντισαν να ζεστάνουν ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα.

Ο νεαρός Βασίλης Τσιάρτας δημιουργούσε και ο πολύπειρος Σαραβάκος “εκτελούσε”. Η αρχή έγινε στο 44ο λεπτό, όταν ο “μικρός” πήρε πάσα από τον Ναουσαίο μέσο και με αντίστροφη φορά σώματος, κατάφερε να νικήσει τον Γκόραμ και να κάνει το 1-0. Το 2-0 ήρθε με διπλή προσπάθεια του Σαραβάκου στο 65′, αφού ο διεθνής Σκοτσέζος τερματοφύλακας είχε αποκρούσει το πρώτο σουτ στην αντεπίθεση.

Η ΑΕΚ έχασε αρκετές ευκαιρίες και γι’ αυτό ο Στέλιος Μανωλάς δήλωνε μετά από τον αγώνα πως η ομάδα ήταν “άτυχη”. Σημείωνε, πάντως, ότι οι Ρέιντζερς ήταν καλύτερη ομάδα από αυτό που έδειξαν στη Νέα Φιλαδέλφεια. Ο Σαραβάκος υποστήριζε ότι “η πρόκριση είναι στα χέρια” της Ένωσης και τόνιζε ότι “δεν παίζω για να αποδείξω κάτι”.

Από αυτήν τη μαγική βραδιά, πάντως, δεν έλειψε κι ένα μελανό σημείο. Ο Κετσπάγια έσπασε το χέρι του μόλις στο 10ο λεπτό της συνάντησης και όχι μόνο ανάγκασε τον Μπάγεβιτς να αναπροσαρμόσει από νωρίς τα πλάνα του για τον αγώνα, στέρησε για μήνες από τη νέα ομάδα του τις υπηρεσίες του, οι οποίες αργότερα ίσως να άλλαζαν τον ρουν της ιστορίας.

Η προσγείωση ήρθε απότομα, εντός των συνόρων. Τέσσερις ημέρες αργότερα, η πρωταθλήτρια ΑΕΚ κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον κυπελλούχο Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ για το Σούπερ Καπ που είχε επιστρέψει στην πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου (έκτοτε έγιναν ακόμα δύο αγώνες, το 1996 με νικήτρια την ΑΕΚ και το 2007 με νικητή τον Ολυμπιακό).

Μετά από ένα άνοστο 1ο ημίχρονο δίχως γκολ, οι “πράσινοι” του Χουάν Ραμόν Ρότσα βρήκαν ρυθμό στο 2ο μέρος και με τέρματα των Μαρίνου Ουζουνίδη, Στράτου Αποστολάκη και Δημήτρη Μάρκου έφτασαν στη νίκη με 3-0. Συνάμα, ήταν και μία από τις πιο βαριές ήττες των “κιτρινόμαυρων” σε ντέρμπι εκείνη την περίοδο.

2/2 στην Ευρώπη, 0/2 στην Ελλάδα

Η ρεβάνς απέναντι στους Ρέιντζερς ήταν προγραμματισμένη για την 24η Αυγούστου. Η ΑΕΚ είχε νικήσει εκτός έδρας τον Εθνικό Αστέρα με 2-0 για την πρεμιέρα των ομίλων του Κυπέλλου Ελλάδας και ταξίδεψε στη Γλασκόβη με μοναδικό στόχο να μην την “πατήσει” όπως το 1992-1993, όταν το 1-0 του 1ου αγώνα απέναντι στην Αϊντχόφεν είχε ισοφαριστεί μόλις στο 5′ του 2ου αγώνα από τον Ρομάριο.

Η ΑΕΚ όχι μόνο δεν έπεσε σε κάποια “παγίδα”, αλλά έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της ιστορίας της. Ο Σαμπανάτζοβιτς ήταν ηγέτης στο κέντρο, ο Μανωλάς “βράχος” στην άμυνα και ο Τσιάρτας για ακόμα μία φορά δημιουργός.

Στο 43ο λεπτό πέρασε πάσα για τον Σαβέβσκι, ο οποίος αν και με μικροπρόβλημα τραυματισμού, δεν είχε πρόβλημα να τρέξει για την μπάλα, να αψηφίσει το σκληρό τάκλιν από πίσω και να βάλει το πόδι του για να κάνει το 1-0 για τους φιλοξενούμενους.

Οι Σκοτσέζοι χρειάζονταν τέσσερα γκολ για να κάνουν την ανατροπή, αλλά ο άψογος χειρισμός του αγώνα από παίκτες και Μπάγεβιτς μετά από το 1-0, δεν τους επέτρεψε να βάλουν ούτε ένα γκολ. Η δεύτερη νίκη επί των Ρέιντζερς ήταν γεγονός και η ΑΕΚ γινόταν η πρώτη ελληνική ομάδα που συμμετείχε στο Champions League.

Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις και όπως έδειξε και το 1ο ματς κόντρα στους Ρέιντζερς, η “μεθυσμένη πολιτεία” τιμωρείται γρήγορα.

Η πρεμιέρα της ΑΕΚ στο πρωτάθλημα στο “Νίκος Γκούμας”, με αντίπαλο τον Αθηναϊκό του Γιάτσεκ Γκμοχ, φάνταζε ιδανική για το πάρτι της πρόκρισης στους ομίλους της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης, αλλά μόνο τέτοια δεν ήταν.

Ο Μπάγεβιτς χρησιμοποίησε σχεδόν όλα τα αστέρια της ομάδας, αλλά δεν κατάφερε να “ξεκολλήσει” από το 0-0. Τα παιχνίδια κάθε τρεις μέρες συνεχίστηκαν, αυτήν τη φορά, όμως, η ΑΕΚ νίκησε, έστω και δύσκολα με 1-0 τον Παναργειακό εντός έδρας.

Οι εγχώριες διοργανώσεις διακόπηκαν λόγω εθνικών ομάδων, με την Ελλάδα, στον 1ο αγώνα της μετά από την πανωλεθρία στο Παγκόσμιο Κύπελλο 1994, να ταξιδεύει στα Νησιά Φαρόε για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1996. Η νίκη με 5-1 έμοιαζε φυσιολογική τότε, με τους Σαραβάκο, Κωστή (για 78 λεπτά) και Τσιάρτα να αγωνίζονται από την ΑΕΚ, ενώ τον πρώτο να ανοίγει και το σκορ στον αγώνα.

Τελευταία αγωνιστική υποχρέωση μέχρι τη μεγάλη στιγμή, στην Καβάλα με την τοπική ομάδα του Άγγελου Αναστασιάδη, όπου ούτε εκεί η ΑΕΚ κατάφερε να κάνει σεφτέ στις νίκες ή στα γκολ. Η δεύτερη σερί “λευκή” ισοπαλία την άφηνε πίσω στο πρωτάθλημα, ωστόσο ουδείς το σκεφτόταν αυτό, αφού τέσσερις ημέρες αργότερα θα ερχόταν η “ιερή” στιγμή.

Δύο βαθμοί η νίκη, άλλη ώρα, άλλες κληρώσεις

Η διοργάνωση του Champions League εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, σχεδόν κάθε σεζόν άλλαζε και το σύστημα διεξαγωγής. Για παράδειγμα, ο προκριματικός γύρος στον οποίο έλαβε μέρος η ΑΕΚ περιελάμβανε φάση ομίλων. Η Ένωση με την Ζάλτσμπουργκ ήταν τοποθετημένες στον 4ο προκριματικό όμιλο, μαζί με Ρέιντζερς και Μακάμπι Χάιφα.

Οι δύο νικητές των “ζευγαριών” που προέκυψαν, “κούμπωναν” με το αντίστοιχο γκρουπ όπου είχαν τοποθετηθεί δύο ομάδες που είχαν περάσει απευθείας στη φάση ομίλων του θεσμού.

Έτσι, ΑΕΚ και Ζάλτσμπουργκ γνώριζαν ήδη ότι εάν προκριθούν θα βρεθούν στον 4ο όμιλο του Champions League, όπου περίμεναν Μίλαν και Άγιαξ.

Μία ακόμα διαφοροποίηση ήταν η βαθμολόγηση των ομάδων, αφού για τελευταία φορά στην ιστορία, η νίκη μοίρασε μόλις δύο βαθμούς, αντί για τρεις.

Αυτό δεν συνέβαινε στην Ελλάδα, αφού η ΕΠΑΕ είχε υιοθετήσει το σύστημα 3-1-0 από τη σεζόν 1992-1993 και έτσι η ΑΕΚ έκανε διαφορετικούς υπολογισμούς στο πρωτάθλημα και διαφορετικούς στην Ευρώπη.

Σε σχέση με τη σεζόν 1993-1994, η φάση των ομίλων περιελάμβανε τέσσερα γκρουπ των τεσσάρων ομάδων και όχι δύο των τεσσάρων, με συνέπεια να προστεθεί ακόμα μία φάση νοκ άουτ, η προημιτελική.

Τέλος, μία ακόμα φαινομενικά μικρή, αλλά αρκετά σημαντική λεπτομέρεια, ήταν η ώρα έναρξης των αγώνων. Το κλασικό 21:45 στην Ελλάδα, το οποίο θα αλλάξει από του χρόνου (θα υπάρχει η ζώνη των 20:00 και η ζώνη των 22:00), εκείνη την εποχή και μέχρι και το 1996-1997 ήταν 21:30.

Οι υπερομάδες Μίλαν – Άγιαξ και η φιναλίστ του UEFA

Η ΑΕΚ δεν στάθηκε τυχερή στον καταρτισμό των ομίλων του Champions League, αφού διεκδικούσε δύο “εισιτήρια” για τα προημιτελικά μαζί με δύο μεγαθήρια του ποδοσφαίρου του ’90.

Από τη μία πλευρά υπήρχε η τρία χρόνια σερί πρωταθλήτρια Ιταλίας Μίλαν, η οποία λίγους μήνες νωρίτερα είχε βρεθεί στην Ελλάδα για τον τελικό του θεσμού, παραδίδοντας μαθήματα ποδοσφαίρου στην Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ.

Μπορεί οι Ζαν Πιερ Παπέν και Ζιοβάνε Έλμπερ να πωλήθηκαν στη Γερμανία, μπορεί ο Λάουντρουπ να έφυγε για τους Ρέιντζερς και να είχε πληγωθεί ήδη από την ΑΕΚ και ο Φλορίν Ραντουτσιόιου να αποτέλεσε κι αυτός παρελθόν, ωστόσο οι “ροσονέρι” αγόρασαν πίσω τον Ρουντ Γκούλιτ από τη Σαμπντόρια (τον… επέστρεψαν στους Γενοβέζους στις αρχές Νοεμβρίου), αγόρασαν τον Πάολο ντι Κάνιο από τη Γιουβέντους και κυρίως κράτησαν τον κορμό τους.

Αυτός περιλάμβανε τους Σεμπαστιάνο Ρόσι, Φράνκο Μπαρέζι, Πάολο Μαλντίνι, Αλεσάντρο Κοστακούρτα, Μαρσέλ Ντεσαγί, Κριστιάν Πανούτσι, Μάουρο Τασότι, Ντεμέτριο Αλμπερτίνι, Ρομπέρτο Ντοναντόνι, Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς, Τζιανλουίτζι Λεντίνι, Ντανιέλε Μασάρο, Μάρκο Σιμόνε και Μάρκο φαν Μπάστεν. Κάποιοι από αυτούς βοήθησαν στην πορεία, κάποιοι άλλοι όχι, ωστόσο οι Ιταλοί άρχιζαν ως φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου.

Ο Άγιαξ μόλις είχε σπάσει την κυριαρχία της Αϊντχόφεν και ετοιμαζόταν για σερί τεσσάρων πρωταθλημάτων Ολλανδίας και φυσικά για την κατάκτηση της Ευρώπης. Ο Λουίς φαν Χάαλ είχε βάλει σε μία τάξη την εκπληκτική “φουρνιά” που κληροδότησε από τις ακαδημίες του “Αίαντα”, με την οποία είχε κατακτήσει ήδη το Κύπελλο UEFA 1991-1992 απέναντι στην Τορίνο.

Η διοίκηση του Άγιαξ αποφάσισε να βοηθήσει ώστε να “δέσει” ακόμα περισσότερο εκείνη η φανταστική “γενιά”, αφού δεν πούλησε κανέναν πρωτοκλασάτο παίκτη. Αποχώρησε ο Μίχελ Κρέεκ (που αργότερα κατέληξε στην ΑΕΚ), ενώ ο Φρανκ Ράικαρντ, παρότι μόλις 31 ετών, κρέμασε τα “παπούτσια” του.

Στον τομέα της ενίσχυσης, αποκτήθηκε ο Γουίνστον Μποχάρντε, ο αναπληρωματικός τερματοφύλακας Φρεντ Χριμ και προωθήθηκαν στην πρώτη ομάδα δύο 16χρονοι, Κίκι Μουσάμπα και Νορντίν Βόουτερ (που στη συνέχεια έπαιξε στον Παναθηναϊκό), και ο 18χρονος Πάτρικ Κλάιφερτ, ενώ επέστρεψε από δανεισμό ο Μίχαελ Ράιζιχερ.

Όσο για το ρόστερ, οι Έντβιν φαν ντερ Σαρ, Ντάνι Μπλιντ, Φρανκ ντε Μπουρ, Έντγκαρ Ντάβιντς, Κλάρενς Ζέεντορφ, Γιάρι Λίτμανεν, Μαρκ Όφερμαρς, Ρόναλντ ντε Μπουρ, Φίνιντι Τζορτζ και Νουάνκουο Κανού εγγυόνταν μεγάλα πράγματα.

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα ονόματα, η Καζινό Ζάλτσμπουργκ (όπως ήταν γνωστή από το 1978) φάνταζε πολύ μικρή, όμως δεν ήταν. Αν και είχε ιδρυθεί το 1933, κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημά της τη σεζόν 1993-1994. Ήταν μία ονειρεμένη σεζόν, που τη βρήκε να σπάει όλα τα κοντέρ, φτάνοντας μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA.

Στην πορεία, έγινε η πρώτη αυστριακή ομάδα που αποκλείει γερμανική σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, πετώντας εκτός προημιτελικών την Άιντραχτ Φρανκφούρτης στα πέναλτι, με τον τερματοφύλακα Ότο Κόνραντ να αποκρούει δύο και να ευστοχεί στο 5ο και πιο κρίσιμο.

Ακολούθησε ο αποκλεισμός και της Καρλσρούης στα ημιτελικά, για να έρθουν οι δύο αγώνες απέναντι στην Ίντερ του Ντένις Μπέρχκαμπ (που πάλευε για την αποφυγή του υποβιβασμού στη Serie A) και οι δύο ήττες με 0-1 στον διπλό τελικό της διοργάνωσης.

Οι ντρίμπλες του Τσιάρτα, το δοκάρι της Ζάλτσμπουργκ

Η ομάδα που έχτισε ο Ότο Μπάριτς από το 1991 έφτασε στο αποκορύφωμα το 1994 και στη δική της πρεμιέρα στο Champions League, περίμενε στο “Πράτερ” της Βιέννης (ή “Ερνστ Χάπελ”, όπως είχε μετονομαστεί το 1992, λόγω του θανάτου του μεγάλου Αυστριακού παίκτη και προπονητή) την “πρωτάρα” από την Ελλάδα.

Ο αγώνας δεν μπορούσε να διεξαχθεί στη φυσική έδρα της αυστριακής ομάδας, αφού το “Στάντιον Λέεν” δεν πληρούσε τις προδιαγραφές της UEFA για το εμπορικό προϊόν της.

Ακόμα μία συνθήκη που -στη θεωρία- ευνοούσε την ελληνική ομάδα, ήταν η παρουσία περίπου 2.500 Ελλήνων φιλάθλων.

Βρέθηκαν στη Βιέννη είτε επειδή είναι μόνιμοι κάτοικοι είτε επειδή έκαναν ένα ταξίδι από τις γειτονικές πόλεις και χώρες για να παρακολουθήσουν αυτό το ιστορικό από κάθε άποψη παιχνίδι.

Οι παίκτες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο κάτω από τη βροχή που είχε καλύψει την πόλη από το μεσημέρι της 14η Σεπτεμβρίου.

Πρώτος βγήκε στον αγωνιστικό χώρο ο Μανωλάς και τελευταίος στη σειρά ο Σαβέβσκι. Ανάμεσά τους, υπήρχε ο Μιχάλης Κασάπης, ο οποίος μόλις 13 ημέρες νωρίτερα είχε υποβληθεί σε επέμβαση στον μηνίσκο από τον γιατρό της ΑΕΚ, Λάκη Νικολάου, αλλά επέστρεψε στη δράση σε χρόνο ρεκόρ.

Η σέντρα βρήκε τον Μπάγεβιτς να έχει παρατάξει την ΑΕΚ σε ρευστό σχηματισμό 5-4-1, που αρκετοί παίκτες άλλαζαν θέσεις.

Ο Ηλίας Ατματσίδης κάθισε κάτω από τα δοκάρια, ο Γιώργος Αγορογιάννης βρέθηκε δεξιά και ο Κασάπης αριστερά και λίγο πιο μπροστά.

Δεξί στόπερ ήταν ο Μιχάλης Βλάχος, λίμπερο ο Μανωλάς και αριστερό στόπερ ο Βάιος Καραγιάννης, ο οποίος, πάντως, είχε επωμιστεί το man-to-man του Κροάτη μεσοεπιθετικού Νίκολα Γιούρτσεβιτς.

Μπροστά από την άμυνα βρισκόταν ο Σαμπανάτζοβιτς, για να προστατεύει και να αρχίζει νέες επιθέσεις, ενώ ο Σαβέβσκι είχε έναν πιο ελεύθερο ρόλο μπροστά του. Αριστερά ως μέσος βρισκόταν ο Τσιάρτας, δεξιά αλλά πιο μπροστά ο Σαραβάκος και στην κορυφή περίμενε μπαλιές ο Κωστής.

Το παιχνίδι είχε τον “κάτι ανάμεσα σε ράθυμο και ζωηρό” ρυθμό που χαρακτήριζε τη δεκαετία του ’90. Η ΑΕΚ ήθελε να παίξει passing game και με τους εξαιρετικής ποιότητας μέσους της να βρει την καίρια κάθετη πάσα, η Ζάλτσμπουργκ επιζητούσε πιο άμεσο παιχνίδι.

Ένα μακρινό σουτ του Τσιάρτα ήταν η πρώτη τελική προσπάθεια των φιλοξενουμένων, με τον 21χρονο διεθνή άσο να δημιουργεί και να τελειώνει τη μεγαλύτερη ευκαιρία της ομάδας του αργότερα στο 1ο ημίχρονο.

Ήταν το κόρνερ των γηπεδούχων στο 44′ που απομακρύνθηκε και η ΑΕΚ βγήκε στην αντεπίθεση.

Ο Σαραβάκος έδωσε στον Τσιάρτα, ο οποίος πρώτα πέρασε την μπάλα κάτω από τα πόδια ενός αντιπάλου.

Μετά απέφυγε ακόμα έναν παίκτη σταματώντας απότομα και στρίβοντας αριστερά (κι ενώ ήταν μέσα στην περιοχή και δεξιά), με συνέπεια η μπάλα να του στρωθεί στο αριστερό πόδι και από καλή γωνία.

Ο Τσιάρτας προσπάθησε να νικήσει τον Κόνραντ στην κλειστή γωνία του και δεν τα κατάφερε, αφού το συρτό σουτ του έφυγε δίπλα από το αριστερό δοκάρι του Αυστριακού τερματοφύλακα.

Το θέαμα δεν ήταν καλό, καμία από τις δύο ομάδες δεν κατάφερε να κυριαρχήσει και όλα έδειχναν ότι το παιχνίδι θα κριθεί στο γκολ. Μία κάθετη του Σαβέβσκι στον Κωστή την πρόλαβε έξω από τη μικρή περιοχή ο Κόνραντ, ενώ μία επέλαση του Βλάχου κι ένα σουτ εκτός περιοχής, κατέληξε στην αγκαλιά του τερματοφύλακα.

Οι γηπεδούχοι είχαν να αντιπαρατάξουν μια κεφαλιά του Μλάντεν Μλαντένοβιτς που μπλόκαρε δύσκολα ο Ατματσίδης και ένα σουτ του Γιούρτσεβιτς στην αντεπίθεση, όπου η μπάλα προσέκρουσε στη ρίζα του δεξιού δοκαριού και γύρισε στον τερματοφύλακα της ΑΕΚ.

Η κεφαλιά του Καραγιάννη στο 2ο δοκάρι μετά από κόρνερ από αριστερά ήταν η τελευταία καλή στιγμή για την ΑΕΚ στον αγώνα. Το 0-0 παρέμεινε μέχρι τέλους, σε ένα παιχνίδι που αγωνιστικά δεν είχε να προσφέρει πολλά, όμως το αποτέλεσμα, μια εκτός έδρας ισοπαλία, ήταν θετικό για την Ένωση.

Το Champions League… κατέστρεψε στην ΑΕΚ

Αυτό που ήταν αρνητικό, ήταν το αποτέλεσμα του έτερου αγώνα στον όμιλο. Ο Άγιαξ νίκησε “καθαρά” με 2-0 το φαβορί του γκρουπ και αφενός πήρε προβάδισμα πρόκρισης ως πρωτοπόρος (την ώρα που ΑΕΚ και Ζάλτσμπουργκ προσπαθούσαν να τον υποσκελίσουν για να ακολουθήσουν τους “ροσονέρι”), αφετέρου έδειξε τις δυνατότητές του.

Αυτό το κατάλαβε η ΑΕΚ δύο εβδομάδες αργότερα, όταν υποδέχθηκε τον “Αίαντα” στη Νέα Φιλαδέλφεια και γνώρισε την ήττα με 1-2, παρότι προηγήθηκε με τον Σαβέβσκι.

Την επόμενη αγωνιστική, οι “κιτρινόμαυροι” υποδέχθηκαν τη Μίλαν, που προερχόταν από τη νίκη 3-0 επί της Ζάλτσμπουργκ στο Σαν Σίρο, η οποία μετατράπηκε σε αφαίρεση δύο βαθμών λόγω του αντικειμένου που έπεσε από την κερκίδα και τραυμάτισε τον Κόνραντ. Το 0-0 στο “Νίκος Γκούμας” ίσως να αδικεί και λίγο την ελληνική ομάδα, που είχε λανθασμένα ακυρωθέν τέρμα με τον Σαραβάκο.

Στον 2ο γύρο, η επίσκεψη της ΑΕΚ στην Τεργέστη (το “Τζιουζέπε Μεάτσα” ήταν τιμωρημένο) άρχισε καλά, με γκολ του Σαβέβσκι στο 16′ και με ευκαιρίες για την ΑΕΚ. Μία επτάλεπτη ολιγωρία στο 2ο μέρος έφερε δύο γκολ του Πανούτσι με κεφαλιές και όλα θα κρίνονταν στη ρεβάνς του αγώνα με την Ζάλτσμπουργκ στην Αθήνα. Χρειάστηκαν μόλις 9 λεπτά αγώνα, ώστε ο Χάιμο Πφάιφενμπεργκερ να σημειώσει δύο γκολ.

Η Ζάλτσμπουργκ νίκησε με 3-1 (το γκολ της ΑΕΚ ο Βλάχος, το 3ο γκολ των Αυστριακών ο νυν προπονητής της Λειψίας, Ραλφ Χάζενχουτλ) και ήταν εκείνη που διεκδίκησε την πρόκριση στα προημιτελικά απέναντι στη Μίλαν, η οποία ηττήθηκε κι “εντός έδρας” (Τεργέστη) από τον Άγιαξ με 0-2.

Οι Αυστριακοί τελικά ηττήθηκαν 0-1 στη Βιέννη από τη Μίλαν και οι Ιταλοι προκρίθηκαν παρά το -2. Η ΑΕΚ γνώρισε φυσιολογική ήττα στο Άμστερνταμ από τον Άγιαξ με 0-2 από τέρματα του Ταρίκ Ουλιντά, μετέπειτα συμπαίκτη του Τσιάρτα στη Σεβίλλη.

Η ΑΕΚ τερμάτισε στην τελευταία θέση του ομίλου με δύο βαθμούς από τις ισάριθμες “λευκές” ισοπαλίες με Ζάλτσμπουργκ στην πρεμιέρα και Μίλαν στην 3η αγωνιστική. Η απόδοση της ομάδας, όμως, κρίνεται θετική, αφού κοίταξε στα μάτια τους δύο φιναλίστ της διοργάνωσης, με τον Άγιαξ να παίρνει τη “σκυτάλη” από τη Μίλαν στον τελικό του… “Ερνστ Χάπελ”, χάρη στο γκολ του Κλάιφερτ στο 85′.

Τα δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη, όμως, στοίχησαν στην ΑΕΚ, αφού έμεινε πίσω στο πρωτάθλημα από την αρχή και δεν κατάφερε να καλύψει ποτέ τη διαφορά.

Η ομάδα “πλήρωσε” την αδυναμία της να κερδίσει παιχνίδια εκτός έδρας και τερμάτισε 21 βαθμούς πίσω από τον πρωταθλητή Παναθηναϊκό, πέντε πίσω από τον Ολυμπιακό, δύο πίσω από τον ΠΑΟΚ, έναν πίσω από τον Απόλλωνα Αθηνών που έκανε την έκπληξη της χρονιάς, ενώ ήταν ισόβαθμη στους 62 πόντους με Ηρακλή και Άρη.

Από το καλοκαίρι του 1995, τίποτα δεν θα ήταν ίδιο, αφού οι σχέσεις Μελισσανίδη – Καρρά είχαν φτάσει στο χειρότερο σημείο τους, κάτι που οδήγησε στην παραχώρηση των μετοχών στον Μιχάλη Τροχανά, κίνηση που “πυροδότησε” αλυσιδωτές αντιδράσεις και έφερε την κατάρρευση του συλλόγου.

Παρ’ όλα αυτά, δύο δεκαετίες αργότερα, η ΑΕΚ μπορεί να υπερηφανεύεται ακόμα πως εκείνο το βράδυ Τετάρτης στη Βιέννη έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που κούνησε σεντόνι…

Η ταυτότητα της αναμέτρησης

Ημερομηνία: 14 Σεπτεμβρίου 1994

Γήπεδο: “Ερνστ Χάπελ”, Βιέννη

Διαιτητής: Ρεμί Αρέλ (Γαλλία)

Γκολ: –

Κίτρινες κάρτες: 38′ Άρτνερ, 65′ Στάντλερ – 56′ Σαμπανάτζοβιτς

ZAΛΤΣΜΠΟΥΡΓΚ (Ότο Μπάριτς): Κόνραντ, Άιγκνερ, Φάιερζινγκερ, Λάιντερ, Άρτνερ (67′ Φράιζεγκερ), Βίνκλχοφερ, Χίτερ, Πφέιφενμπεργκερ, Μλαντένοβιτς, Χάζενχουτλ (46′ Στάντλερ), Γιούρτσεβιτς.

ΑΕΚ (Ντούσαν Μπάγεβιτς): Ατματσίδης, Αγορογιάννης, Βλάχος, Μανωλάς, Καραγιάννης, Κασάπης, Σαραβάκος (70′ Κοπιτσής), Σαμπανάτζοβιτς, Σαβέβσκι, Τσιάρτας, Κωστής.

Διαβάστε ακόμη:

Η πρώτη ευρωπαϊκή νίκη της ΑΕΚ έγινε επί κροατικής ομάδας

VIDEOS: Η «επτάρα» της ΑΕΚ στον τελικό Κυπέλλου με τον Απόλλωνα

To Staafincident στο Άγιαξ-Αούστρια του 1989

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!