To καλοκαίρι του 2004 ένας Γερμανός προπονητής με το επιτελείο του και 23 ποδοσφαιριστές υποχρέωσαν ουκ ολίγες φορές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να ξεχυθούν στους δρόμους της χώρας για να πανηγυρίσουν και να γιορτάσουν.
Κατά γενική ομολογία, η κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Πορτογαλίας αποτελεί την κορυφαία διάκριση του εγχώριου αθλητισμού και θα μνημονεύεται εις τους αιώνας των αιώνων.
Ένας από τους εκλεκτούς του Ότο Ρεχάγκελ για την τελική φάση της διοργάνωσης που άρχισε στις 12 Ιουνίου και ολοκληρώθηκε στις 4 Ιουλίου, ο Φάνης Κατεργιαννάκης, έχει γενέθλια στις 16 Φεβρουαρίου.
Με αφορμή τα 44 κεράκια της ζωής του βετεράνου τερματοφύλακα του Άρη, του Ολυμπιακού, της Κάλιαρι, του Ηρακλή και της Καβάλας, το Sport-Retro.gr επικοινώνησε μαζί του για να σχολιάσει μερικά «καρέ» της σπουδαίας καριέρας του.
Εκτός από το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2004, ο Φάνης Κατεργιαννάκης αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στα εφηβικά του χρόνια και την καριέρα του σε συλλογικό επίπεδο, ενώ δεν παρέλειψε να δώσει τα «φώτα» του στα νέα παιδιά.
***
-Σε ποια ηλικία αποφασίσατε ότι θέλετε να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο;
«Το καλό είναι ότι δεν το σκέφτηκα και ήρθε από μόνο του. Γενικά, τα παιδιά αγχώνονται να γίνουν επαγγελματίες γρήγορα, αλλά νομίζω ότι πρέπει να αφεθούν και στην εφηβεία θα έρθει από μόνο του. Στην εφηβεία το αποφάσισα, χωρίς ωστόσο να πιεστώ ιδιαίτερα».
-Στο σχολείο όταν παίζατε μπάλα με τους συμμαθητές σας, αναλαμβάνατε τον ρόλο του τερματοφύλακα ή προτιμούσατε κάποια άλλη θέση;
«Όχι, έπαιζα μπροστά. Μου άρεσε να αγωνίζομαι μέσα, κυρίως ως σέντερ φορ. Όπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εγώ προτιμούσα να αγωνίζομαι σε θέσεις της επίθεσης».
-Ο παίκτης-ίνδαλμα των παιδικών σας χρόνων;
«Δεν θα έλεγα ότι είχα κάποιο συγκεκριμένο ίνδαλμα. Θαύμαζα τον παίκτη που ξεχώριζε σε κάθε Παγκόσμιο Κύπελλο ή άλλη μεγάλη διοργάνωση. Οι τερματοφύλακες που μου άρεσαν αρκετά ήταν ο Φαν ντερ Σαρ και ο Σμάιχελ. Ειδικά ο τελευταίος μου άρεσε γιατί χρησιμοποιούσε τα χέρια και τα πόδια του σαν να έπαιζε χάντμπολ. Πολλοί κατέκριναν τον συγκεκριμένο τρόπος παιξίματος, όμως, μέσω αυτού κατάφερε να καθιερωθεί και να κάνει καριέρα».
–O χώρος του ποδοσφαίρου είναι σκληρός και για να καταξιωθεί κάποιος απαιτούνται πολλές θυσίες και σκληρή δουλεία. Νιώσατε ποτέ ότι δεν αντέχετε και ότι θέλετε να τα παρατήσετε;
«Να τα παρατήσω εντελώς ποτέ δεν το σκέφτηκα, ωστόσο, μου πέρασε από το μυαλό να απέχω για λίγο. Υπάρχει ένα διάστημα όπου όλοι οι αθλητές νιώθουν ότι δεν αντέχουν. Βέβαια, μέσα από τις διάφορες δυσκολίες δυναμώνεις και στη συνέχεια ανταποκρίνεσαι καλύτερα. Το όλο ζήτημα είναι να έχεις την ψυχική δύναμη και να κρατηθείς στα δύσκολα. Λένε ότι το διαμάντι είναι ένα κομμάτι άνθρακα που περνάει από πολλά στάδια και αντέχει στις δύσκολες καταστάσεις. Κάπως έτσι θεωρώ ότι είμαστε και οι αθλητές».
-Από τον Εθνικό Πυλαίας κάνατε το μεγάλο άλμα στον Άρη της Α’ Εθνικής. Ποιος μεσολάβησε για να πραγματοποιηθεί η μεταγραφή;
«Αρχικά ήταν να πάω στον Ηρακλή. Έκανα κάποια δοκιμαστικά, όμως, χάλασε η ‘δουλειά’ και μετά από λίγο καιρό ο Απόστολος Τσουρέλας, ένας παλιός ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ, του Άρη και του Ηρακλή, μου είπε να δοκιμαστώ στον Άρη. Θυμάμαι ότι ήμασταν στη Δ’ Εθνική και παρά το γεγονός ότι είχα φέρει αντίρρηση και ότι δεν ήθελα να δοκιμαστώ, επέμεινε. Για τρεις μήνες λοιπόν αγωνιζόμουν με τον Εθνικό, τα βράδια ωστόσο έκανα προπονήσεις με τον Άρη. Κάπως έτσι λοιπόν καθιερώθηκα στον Άρη και την Α’ Εθνική».
-Τη διετία που αγωνιστήκατε στον Ολυμπιακό, ο Σωκράτης Κόκκαλης τι συνήθιζε να σας λέει πριν από τα ντέρμπι. Σας έταζε πριμ;
«Δεν συνήθιζε να μας λέει κάτι το συγκεκριμένο. Επεσήμαινε ότι είναι στο πλευρό μας. Δεν μας υποστήριζε μόνο πριν από τα ντέρμπι, αλλά και πριν από τα ευρωπαϊκά ή άλλα σημαντικά παιχνίδια. Κυρίως, μας μιλούσε πριν από τα ματς με τον Παναθηναϊκό. Όπως οι περισσότεροι πρόεδροι, έτσι και εκείνος μας έταζε και τα πριμ».
-Από όλες τις ομάδες που έχετε αγωνιστεί, με ποιο κεντρικό αμυντικό δίδυμο μπροστά σας νιώθατε πιο ασφαλής;
«Μία δύσκολη ερώτηση… Υπήρχαν αρκετοί αμυντικοί συμπαίκτες μου, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα ποιοτικοί, συνεπώς δεν θα ήθελα να αναφέρω κανέναν, μήπως και ξεχάσω κάποιον».
-Το ποσοστό σας στις αποκρούσεις πέναλτι ήταν αρκετά καλό. Ποιο από όλα τα πέναλτι που αποκρούσατε θυμάστε πολύ χαρακτηριστικά;
«Όλα τα ποσοστά τα είχε βγάλει ο στατιστικολόγος Σταύρος Πετρακόπουλος και τα χαμένα πέναλτι ήταν στο 47%, ενώ αυτά που είχα αποκρούσει στο 35%. Σε όλες τις ομάδες όπου αγωνίστηκα υπήρχαν πολύ σημαντικά πέναλτι που απέκρουσα. Στον Άρη έσωσα την εστία σε ένα παιχνίδι με τη Σερβέτ, ενώ όταν αγωνιζόμασταν στη Β’ Εθνική, σε ένα ματς είχαν δοθεί τρία και τα απέκρουσα όλα. Με τη φανέλα του Ολυμπιακού είχα αποκρούσει στην Τούμπα ένα δύσκολο πέναλτι εναντίον του ΠΑΟΚ. Για κάθε ομάδα που αγωνίστηκα θυμάμαι ότι υπήρχε και από ένα σημαντικό πέναλτι που έπιασα».
-Έχετε δηλώσει κατά το παρελθόν ότι η ομάδα της καρδιάς σας είναι ο ΠΑΟΚ. Το γεγονός ότι ολοκληρώσατε την καριέρα σας χωρίς να αγωνιστείτε με την ασπρόμαυρη φανέλα, σας στεναχωρεί;
«Μπορεί να έγινε και για καλό. Ήθελα να παίξω για τον ΠΑΟΚ, αλλά μπορεί να μην ήταν γραφτό (γέλια). Οι φίλαθλοι του Άρη γνώριζαν την ομάδα που υποστήριζα, το είχα δηλώσει και σε περιοδικά του Ολυμπιακού, όλοι τους όμως το σεβάστηκαν. Δεν αντιμετώπισα ποτέ πρόβλημα.
Μεγάλωσα στην Τούμπα, οπότε λογικό είναι να υποστηρίζω τον «δικέφαλο». Παρ’ όλα αυτά, δεν αντιμετώπισα ποτέ πρόβλημα με κανέναν, ούτε προσποιήθηκα ότι υποστήριζα από πάντα την ομάδα με τα χρώματα της οποίας αγωνιζόμουν την εκάστοτε στιγμή. Δεν είπα είμαι ‘Αρειανός’ ή ‘Ολυμπιακός’. Πραγματικά, είμαι πολύ χαρούμενος που όλοι το σεβάστηκαν».
-Υπάρχει κάποια στιγμή της καριέρας σας που θα θέλατε να ξεχάσετε;
«Στον Ηρακλή. Τη θεωρώ μία πολύ συμπαθητική ομάδα, στην οποία είχα πολλούς φίλους, όμως, ήμουν 6 μήνες χωρίς δελτίο. Υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τις φορολογικές ενημερώσεις, κατά κάποιο τρόπο «κόλλησε» η μεταγραφή μου και κατ’ επέκταση δεν κατέγραψα πολλές συμμετοχές. Ήθελα πολύ να δώσω κάτι το παραπάνω, ωστόσο, δεν ευνοήθηκα από τις συγκυρίες. Εκείνη την περίοδο ο Ηρακλής είχε βγει στην Ευρώπη (σ.σ. 2005-06), οπότε το γεγονός ότι πήγαινε καλά η ομάδα, ακόμη κι αν εγώ δεν αγωνιζόμουν, με έκανε χαρούμενο. Ήθελα πάντως να προσφέρω στα δύο χρόνια που έμεινα στην ομάδα».
-Μέχρι το 2001 είχατε δώσει 6 ματς με τη φανέλα της Εθνικής και τρία χρόνια μετά ο κύριος Ρεχάγκελ σας συμπεριέλαβε στην αποστολή για το Euro του 2004. Η πρώτη σκέψη που σας πέρασε από το μυαλό όταν συνέβη αυτό;
«Ήμουν εν ενεργεία από το 1999 και μέχρι το 2004 είχα πολλές κλήσεις, αλλά όχι συμμετοχές. Το λέω και στα παιδιά ότι δεν παίζουν ρόλο οι συμμετοχές, αλλά το κατά πόσο πρόθυμος είσαι να βοηθήσεις.
Φυσικά κι ένιωσα χαρούμενος, καθώς υπήρξε μία περίοδος όπου ήμουν τραυματίας. Είχα σπάσει το δάχτυλο στον Ολυμπιακό και τότε άρχισα να επανέρχομαι. Αυτός ήταν ο λόγος που ενθουσιάστηκα. Κατά τα άλλα ήμουν σίγουρος».
-Παρά το γεγονός ότι είχατε δηλωθεί ως τρίτος τερματοφύλακας, πιστέψατε ότι θα υπερασπιζόσασταν την εστία έστω και για λίγα λεπτά;
«Πολλοί μου λένε ότι ήμουν τρίτος, κάτι όμως που δεν ισχύει. Το ποιος τερματοφύλακας θα έπαιζε εξαρτιόταν από το παιχνίδι. Αν χρειαζόταν να γίνει ψηλό παιχνίδι θα έπαιζε ο Χαλκιάς. Ο Ότο Ρεχάγκελ είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Αντώνη Νικοπολίδη. Εγώ από την πλευρά μου ήμουν ετοιμοπόλεμος.
Άλλωστε, αρκετά καλοί ποδοσφαιριστές όπως ο Ντέμης, ο Νταμπίζας, ο Γκούμας, ο Γεωργιάδης, ο Καφές, ο Τσιάρτας δεν ήταν βασικοί. Ο κύριος Ρεχάγκελ είχε ένα συγκεκριμένο πλάνο. Ένας λόγος που σηκώσαμε το τρόπαιο ήταν η καλή μας συνεργασία και το γεγονός ότι δεν ήμασταν εγωιστές. Ήμασταν όλοι έτοιμοι να δώσουμε το «παρών» ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Μία ομάδα πηγαίνει μπροστά όταν δεν υπάρχει γκρίνια στον πάγκο. Νιώθαμε όλοι σαν μια οικογένεια. Θεωρώ πως μόνος σου μπορεί να φτάσεις ψηλά, μετά από λίγο όμως σε ξεχνάνε. Ως ομάδα δεν θα σε ξεχάσουν ποτέ. Πήγαμε σαν παρέα και παρά το γεγονός ότι δεν ήμασταν φαβορί, το πήραμε».
-Μετά την κατάκτηση του τροπαίου, ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σας πήρε τηλέφωνο για να συγχαρεί;
«Οι γονείς μου. Η σύζυγός μου είχε ταξιδέψει μαζί μας».
-Όπως είχε διαρρεύσει τότε από τα Μέσα, στο ημίχρονο του αγώνα με τη Γαλλία ο κύριος Ρεχάγκελ είχε μία έντονη διαφωνία με τον Μιχάλη Καψή. Μήπως θυμάστε τι είχε συμβεί;
«Πρώτη φορά το ακούω. Αν γνώριζα κάτι θα το έλεγα. Δεν έτυχε να είμαι στα αποδυτήρια εκείνη τη στιγμή. Βρισκόμουν στον αγωνιστικό χώρο και προθερμαινόμουν, συνεπώς δεν γνωρίζω. Η αλήθεια είναι ότι είχαν διαρρεύσει πολλά τέτοια περιστατικά, αλλά δεν πρέπει να είχε συμβεί κάτι το ιδιαίτερο. Πιστεύω θα το μάθαινα. Ο Καψής πάντως είναι από τα καλύτερα παιδία και για εμένα ο κορυφαίος του Euro. Πραγματικά, αν γνώριζα κάτι θα το έλεγα».
-Από την εμπειρία σας ως τερματοφύλακας και ως προπονητής τερματοφυλάκων της Εθνικής, τι θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί που κάνει τώρα τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα;
«Σε αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζω να επικαλούμαι τη ρήση του Σωκράτη: ‘Δεν μπορούμε να διδάξουμε σε κανέναν τίποτα’. Θεωρώ ότι ο κάθε αθλητής θα πρέπει να ανακαλύψει μόνος του τον εαυτό του. Ο καθένας έχει κάποια καλά χαρακτηριστικά, επομένως αν επικεντρωθεί σε αυτά και τα εξελίξει, θα έχει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα.
Γνωρίζω αρκετούς προπονητές συναδέλφους που προσπαθούν να αλλάξουν τα παιδιά και να τους υποδείξουν τον τρόπο που πρέπει να παίζουν. Διαφωνώ με αυτή την τακτική, καθώς κάπως έτσι χάνεται το ταλέντο του καθενός.
Ως προπονητής ζητώ να με ακούν, πάντα όμως τους λέω να βάζουν την προσωπική τους «σφραγίδα» στο παιχνίδι. Ο ψυχολογικός τομέας παίζει καθοριστικό ρόλο, να μην τα παρατάνε ποτέ».
***
Ο Φάνης Κατεργιαννάκης γεννήθηκε πριν από 44 χρόνια στη Θεσσαλονίκη, κατέγραψε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα στον Εθνικό Πυλαίας και το καλοκαίρι του 1994 μεταπήδησε στον Άρη.
Το ντεμπούτο του στην Α’ Εθνική πραγματοποιήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1994, όταν με την έναρξη του β’ ημιχρόνου αντικατέστησε τον Χρήστο Καρκαμάνη σε εκτός έδρας ντέρμπι κόντρα στον Ηρακλή (ήττα με 3-1, δέχθηκε το πρώτο του γκολ από τον Σωτήρη Κωνσταντινίδη στο 81′).
Από το “μαύρο” 1997 της Β’ Εθνικής μέχρι το 2002 ο Κατεργιαννάκης είχε κατά κύριο λόγο τα γάντια του βασικού, ώσπου εκείνο το καλοκαίρι πήρε μεταγραφή στον εξάκις πρωταθλητή Ολυμπιακό.
Έπειτα από 43 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις αγωνίστηκε στην Κάλιαρι για το πρώτο μισό της σεζόν 2004-05, προτού επιστρέψει στον Ηρακλή, την εστία του οποίου υπερασπίστηκε μόλις 3 φορές εξαιτίας (και) του γνωστού προβλήματος με το δελτίο.
Στα 34 του ακολούθησε μια γεμάτη σεζόν με την Καβάλα στη δεύτερη τη τάξει κατηγορία, ενώ τις επόμενες δύο (2009-10, 2010-11) οι συμμετοχές ήταν μετρημένες, δεδομένου ότι σιγά-σιγά πλησίαζε και την τέταρτη δεκαετία της ζωής του.
Συνολικά, κατέγραψε 165 εμφανίσεις στην Α’ Εθνική, άλλες 60 στη Β’, 45 στο Κύπελλο, 8 σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις και 12 με τη φανέλα της Κάλιαρι στην Ιταλία.
Σε διεθνές επίπεδο πραγματοποίησε το ντεμπούτο του με την Ανδρών στις 17 Νοεμβρίου 1999, σε μία φιλική αναμέτρηση κόντρα στη Βουλγαρία (νίκη με 1-0).
Ακολούθησαν άλλες 5 συμμετοχές, όλες σε φιλικό επίπεδο, μέχρι την 28η Φεβρουαρίου 2001 και το 3-3 με τη Ρωσία στο Ηράκλειο Κρήτης.
Τo 2004 ο Ότο Ρεχάγκελ τον κάλεσε στην Εθνική ομάδα για την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, γεγονός που αποτέλεσε το highlight της καριέρας του κι ας μην πήρε χρόνο κάτω από τα γκολπόστ λόγω της παρουσίας του Αντώνη Νικοπολίδη.