Ο μύθος της εθνικής Ουγγαρίας δεν άρχισε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954. Κορυφώθηκε εκεί. Ούτε καν στο 6-3 επί της Αγγλίας μέσα στο “Γουέμπλεϊ” τον Νοέμβριο του 1953. Η “Aranycsapat” (“Χρυσή Ομάδα”) είχε αρχίσει να γράφει τις σελίδες της ποδοσφαιρικής ιστορίας της πολύ νωρίτερα.
Εξάλλου, το 1938, οι Ούγγροι τερμάτισαν στην 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, σύλλογοι όπως η Φερεντσβάρος και η ΜΤΚ διακρίνονταν σε διεθνείς διοργανώσεις, φιλικές και μη, ενώ οι προπονητές από τη χώρα θεωρούνταν οι κορυφαίοι του κόσμου και δίδασκαν ακόμα και στη “Μέκκα” της προπονητικής, την Ιταλία.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε βίαια την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στη χώρα. Η Ουγγαρία βρέθηκε στην πλευρά του ηττημένου Άξονα και το 1947 εντάχθηκε κι αυτή στις χώρες “δορυφόρους” της Σοβιετικής Ένωσης. Οι πολιτικές εξελίξεις ήταν πάντα πολύ σοβαρές για ένα κράτος που από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη είχε απολέσει το 71% των εδαφών και το 58% του πληθυσμού του.
Η μεταπολεμική ανασύνταξη
Τα ποδοσφαιρικά θεμέλια, όμως, ήταν τόσο στέρεα που η θεωρία της προπονητικής στη χώρα συνέχισε να εξελίσσεται. Η Δουνάβεια Σχολή, που είχαν θεσπίσει τη δεκαετία του ’20 Αυστριακοί, Τσέχοι, Ούγγροι και που κορυφώθηκε με την αυστριακή Wunderteam τη δεκαετία του ’30, πήρε μία διαφορετική μορφή στα χέρια των σύγχρονων Ούγγρων τεχνικών, αρχής γενομένης από τον Μάρτον Μπούκοβι, προπονητή της ΜΤΚ και μετέπειτα του Ολυμπιακού.
Το 2-3-5 (WM), με τον σέντερ φορ να παίζει σε πιο οπισθοχωρημένες θέσεις και τους ποδοσφαιριστές να προτιμούν χαμηλό παιχνίδι, με κοντινές μεταβιβάσεις, άρχισε να αποκτά ορισμένες διαφοροποιήσεις, τόσο στη διάταξη, όσο και στις κινήσεις των ποδοσφαιριστών, με συνέπεια να θυμίζει περισσότερο το “Total Football” της εθνικής Ολλανδίας και του Άγιαξ του ’70.
Το πρωτάθλημα Ουγγαρίας άρχισε ξανά το 1946 και δειλά δειλά η εθνική επανήλθε στα διεθνή ταξίδια για φιλικά παιχνίδια. Ο δυτικός κόσμος έβλεπε με καχυποψία την ομάδα, η οποία αρχικά στελεχώθηκε από Ούγγρους κομμουνιστές στρατιώτες.
Από το ρόστερ, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ένας κοντόσωμος και κάπως πιο βαρύς ποδοσφαιριστής, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο ακριβή μεταγραφή του βρετανικού ποδοσφαίρου το 1951 και μετέπειτα μέλος της εθνικής Αγγλίας που συνετρίβη από την Ουγγαρία, Τζάκι Σιούελ, έμοιαζε με “μονοπόδαρο ποδοσφαιριστή που μπορούσε να κάνει σχεδόν τα πάντα με το αριστερό”.
Παρόμοια άποψη είχαν για τον Φέρεντς Πούσκας και άνθρωποι της Γιουβέντους, που προσέφεραν 100.000 δολάρια για να τον αποκτήσουν, μετά από ένα παιχνίδι της Ουγγαρίας με την Ιταλία στο Τορίνο το 1947. Ο Πούσκας προτίμησε να παραμείνει στη χώρα του εκείνη την -κατά τα άλλα ταραγμένη- εποχή.
Η κρατικοποίηση των συλλόγων λόγω κομμουνισμού
Το 1948, η κομμουνιστική παράταξη κέρδισε τις εκλογές και το συνέδριο του κόμματος διαδέχθηκε η διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης των Συμβουλίων, συντακτικής συνέλευσης η οποία υιοθέτησε την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και ανακήρυξε την Ουγγαρία ως Σοσιαλιστικό Ομοσπονδιακό Κράτος.
Οι ριζικές αλλαγές στη χώρα επηρέασαν άμεσα και το ποδόσφαιρο. Ο Γκούσταβ Σέμπες από νεαρός ασπαζόταν τις αρχές του κομμουνισμού, έχοντας παίξει σημαντικό ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας. Ήταν πρόεδρος της Ένωσης Προπονητών από το 1946 και της Ολυμπιακής Επιτροπής της χώρας από το 1948.
Την ίδια χρονιά, μαζί με τους Μπέλα Μάντικ και Γκαμπόρ Κομπότι Κλέμπερ συνέθεσαν την τριμελή επιτροπή που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Ουγγαρίας, ωστόσο όταν στη συνέχεια ανέλαβε αναπληρωτής Υπουργός Αθλητισμού και έμεινε μόνος του στο “τιμόνι” της εθνικής ομάδας.
Έχοντας εμπνευστεί από τη Wunderteam και την εθνική Ιταλίας προπολεμικά, οι οποίες απαρτίζονταν από παίκτες μόνο από 2-3 συλλόγους, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο μίμησης αυτής της πρακτικής.
Οι δύο καλύτερες ομάδες της χώρας ήταν η Φερεντσβάρος και η ΜΤΚ, ωστόσο από τον Ιανουάριο του 1949, όταν η Ουγγαρία μετατράπηκε σε κομμουνιστικό κράτος και προκλήθηκε κρατικοποίηση του ποδοσφαίρου, οι θεσμοί της χώρας άρχισαν να παίρνουν υπό τη σκέπη τους διάφορους συλλόγους.
Η μυστική αστυνομία της χώρας (ÁVH) ανέλαβε τη ΜΤΚ, ωστόσο η Φερεντσβάρος υποστηριζόταν από φιλάθλους με δεξιές καταβολές και εθνικιστικές παραδόσεις. Ο Σέμπες στράφηκε στην Κίσπεστ, την οποία ανέλαβε το Υπουργείο Άμυνας και έτσι έγινε η ομάδα του στρατού, παίρνοντας και νέο όνομα: Χόνβεντ.
Προπονητής της Κίσπεστ ήταν ένας τρίτος κορυφαίος Ούγγρος προπονητής της εποχής, ο Μπέλα Γκούτμαν. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που είχε με τον Πούσκας και την επιρροή του στην επιλογή ενδεκάδας ήταν αξεπέραστα, με συνέπεια να παραιτηθεί το 1949.
Στην Κίσπεστ, πλην του Πούσκας, αγωνιζόταν και ο κεντρικός μέσος Γιόζεφ Μπόζικ, ωστόσο μετά από την κρατικοποίησή της, με τη μέθοδο της κατάταξης στον στρατό, απέκτησε (ως Χόνβεντ πλέον) τον Σάντορ Κότσιτς, τον Ζόλταν Τσίμπορ και τον Λάσλο Μπουντάι από τη Φερεντσβάρος, τον Γκιούλα Λόραντ από τη Βάσας και τον τερματοφύλακα Γκιούλα Γκρόσιτς από την Τεχέρφουβαρ.
Η τακτική που κατέκτησε τον κόσμο
Με αυτόν τον τρόπο, ο Σέμπες ουσιαστικά χρησιμοποίησε τη Χόνβεντ για προπονήσεις που αποσκοπούσαν σε όφελος της εθνικής Ουγγαρίας. Μάλιστα, η γυμναστική ήταν τόσο έντονη που θύμιζε στρατό, ταιριαστό για την περίσταση. “Συχνά κάναμε στρατιωτικά γυμνάσια. Θυμάμαι μια φορά μας πήγαν σε σκοπευτήριο. Κανείς μας δεν είχε βρεθεί εκεί ξανά και έπρεπε να εξασκήσουμε τον στόχο μας σε διάφορα όπλα. Σύντομα, μας ζήτησαν να σταματήσουμε, γιατί θέταμε τους γύρω μας σε κίνδυνο”, θυμάται ο Γκρόσιτς.
Την ίδια στιγμή, στην ΜΤΚ ο Μπούκοβι άρχισε να χρησιμοποιεί το 4-2-4 που αργότερα υιοθέτησε ο Σέμπες. Με τους Πέτερ Παλότας και Νάντορ Χιντεγκούτι, ο Μπουκοβί τελειοποίησε τον ρόλο του “ψευδοεννιαριού”, ενώ οι Μιχάλι Λάντος και Γιόζεφ Ζακάριας είχαν την απαιτούμενη συνεννόηση για μία στιβαρή αμυντική γραμμή.
Σε τακτικό επίπεδο, επωφελούμενος από την οικειότητα των διεθνών ποδοσφαιριστών λόγω της καθημερινής “τριβής” στους δύο συλλόγους τους, ο Σέμπες αξιοποίησε τον Γκρόσιτς ως τερματοφύλακα λίμπερο, λόγω της άνεσης του τελευταίου να παίζει με τα πόδια.
Από τους υπόλοιπους παίκτες ζήτησε να αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους και να κάνουν overlaps, με πιο σημαντική οδηγία εκείνη στον Χιντεγκούτι, που αντί για τον χώρο του σέντερ φορ στο διεθνώς καθιερωμένο WM (3-2-2-3), θα έπρεπε να κινείται πιο κοντά στη μεσαία γραμμή, τραβώντας πάνω του τουλάχιστον ένα στόπερ, σε μία εποχή που υπήρχε σχεδόν αποκλειστικά ατομικό μαρκάρισμα.
Οι δύο εσωτερικοί επιθετικοί που βρίσκονταν πίσω του θα ανέβαιναν στο ύψος των έξω πλαγίων και έτσι το σύστημα θα γινόταν 2-3-1-4 με την μπάλα και 2-3-2-3 χωρίς την μπάλα. Το WW ήταν και το συνδετικό σύστημα μεταξύ του WM και του 4-2-4, διάταξη με τέσσερις αμυντικούς που εφάρμοσαν πρώτη φορά στον κόσμο οι Βραζιλιάνοι το 1958, κατακτώντας το Μουντιάλ.
Από “πεντάρες” σε “εννιάρες” και… μία ήττα
Η μεταμόρφωση της ομάδας άρχισε να αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα. Από την ταπεινωτική ήττα 0-7 από τη Γερμανία το 1941 και το εντός έδρας 2-7 από τη Σουηδία το 1943, η εθνική ομάδα άρχισε να βρίσκει τα πατήματά της.
Κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο του 1947 στην πρώτη συμμετοχή της και επανέλαβε το κατόρθωμα το επόμενο έτος, με νίκες όπως το 9-0 επί της Βουλγαρίας, το 9-0 επί της Ρουμανίας, το 6-2 επί της Πολωνίας και το 5-1 ξανά επί της Ρουμανίας.
Από το 1949, συμμετείχε στη νέα έκδοση του Διεθνούς Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης (ο προπομπός των Euro), το οποίο συνήθως διαρκούσε χρόνια (εν προκειμένω μέχρι το 1953).
Αν και άρχισε με εκτός έδρας ήττα 2-5 από την Τσεχοσλοβακία τον Απρίλιο του 1949, ακολούθησε το 6-1 επί της… αιώνιας αντιπάλου Αυστρίας και το 1-1 με την Ιταλία, που έδειξε ότι η ομάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Το 8-2 μέσα στην Πολωνία σε φιλικό και τα τρία σερί 5-0 στην Ουγγαρία επί της Βουλγαρίας, της Σουηδίας και της Τσεχοσλοβακίας, απέδειξαν ότι η “Χρυσή Ομάδα” ήταν ήδη εκεί.
Το επόμενο παιχνίδι, η φιλική ήττα 3-5 στην Αυστρία, έμελλε να είναι σημαδιακό. Αυτή ήταν η αναμέτρηση μετά από την οποία θα ξεκινούσε το εντυπωσιακό σερί των 50 αγώνων με 42 νίκες, 7 ισοπαλίες και μόλις μία ήττα, ίσως την πιο γνωστή στην ιστορία, στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954 απέναντι στη Δυτική Γερμανία.
Ο σοσιαλισμός κατά του καπιταλισμού και η προπαγάνδα
Το σερί αυτό έφερε και δύο τίτλους. Ο ένας ήταν το τρόπαιο στο Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης και ο άλλος ήταν πολύ πιο σημαντικός και θα ερχόταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 στο Ελσίνκι.
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η εθνική ομάδα θα μπορούσε να επιδείξει μαζικά τις αρετές της στην παγκόσμια σκηνή. Η πρώτη φορά που η “Χρυσή Ομάδα” θα έδειχνε γιατί είχε τη θέση νο1 στην κατάταξη της FIFA εκείνη την εποχή.
Ήταν και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να τονωθεί και η προπαγάνδα του κομμουνιστικού καθεστώτος, μέσω του προπονητή της ομάδας, όπως επισημαίνει για τον Σέμπες ο Γκρόσιτς: “Μετέτρεπε σε πολιτικό θέμα κάθε σημαντικό παιχνίδι ή διοργάνωση. Συχνά έλεγε ότι η σκληρή πάλη μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού λάμβανε χώρα τόσο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα όσο και αλλού”.
Η συμμετοχή της Ουγγαρίας σε Ολυμπιακούς Αγώνες προσέφερε και τη μοναδική δυνατότητα στους πολίτες της χώρας να πανηγυρίσουν μία εθνική επιτυχία, αφού μετά από τις τελευταίες πολιτικές αλλαγές, οι κραυγές εθνικής υπερηφάνειας θεωρούνταν αντίθετες με τις επικρατούσες ιδέες.
Το ποδόσφαιρο αποτελούσε την εξαίρεση στον κανόνα και γι’ αυτό οι ποδοσφαιριστές και δη τα μέλη της εθνικής ομάδας είχαν το… σπάνιο προνόμιο να εκφέρουν ελεύθερα την άποψή τους δημοσίως και να ταξιδεύουν (και να επιστρέφουν με λαθραία) με ελάχιστους περιορισμούς.
Η στήριξη στην εθνική ομάδα ήταν οικουμενική, ειδικά από τη στιγμή που ηγέτης της ήταν ένα εν ενεργεία μέλος της κυβέρνησης, ο αναπληρωτής Υπουργός Αθλητισμού.
Η “επτάρα” στην Τουρκία
Πρώτη αντίπαλος στον προκαταρκτικό γύρο ήταν η Ρουμανία, μία χώρα που η Ουγγαρία γνώριζε πολύ καλά από τις κοινές συμμετοχές σε διεθνή τουρνουά.
Αυτήν τη φορά, δεν κατάφερε να τη σμπαραλιάσει όπως τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο ένα γκολ του Τσίμπορ στο 1ο ημίχρονο κι άλλο ένα του Κότσις στο 2ο ήταν αρκετά για να της δώσει τη νίκη με 2-1.
Σε αυτόν τον γύρο βρέθηκε και η Εθνική Ελλάδας, η οποία ηττήθηκε με 2-1 από τη Δανία, για την οποία σκόραρε δύο φορές σε δύο λεπτά (36′, 37′) ο Πόουλ Έρικ Πέτερσεν. Το ελληνικό τέρμα σημείωσε στο 85′ ο Λάκης Εμμανουηλίδης της ΑΕΚ.
Στον 1ο γύρο, η Ουγγαρία τέθηκε αντιμέτωπη με την Ιταλία. Η “σκουάντρα ατζούρα” είχε διαλύσει με 8-0 τις ΗΠΑ στην προηγούμενη φάση, είχε τον Τζιουζέπε Μεάτσα στον πάγκο, αλλά ο παίκτης που θα έκανε τη μεγαλύτερη καριέρα από την αποστολή, ο Τζιαμπιέρο Μπονιπέρτι, είχε… παραγκωνιστεί στον πάγκο.
Η νίκη των Μαγυάρων ήταν άνετη, με τον Παλότας να σκοράρει δις στο πρώτο 20λεπτο του αγώνα και τον Κότσις να βάζει το κερασάκι στην “τούρτα” στο τέλος για το 3-0.
Η Ουγγαρία άρχισε να γίνεται σημείο αναφοράς στο τουρνουά, ωστόσο η πρώτη μεγάλη παράστασή της ήρθε στο Κότκα με αντίπαλο την Τουρκία. Το τελικό 7-1 από τα γκολ των Κότσις (2), Πούσκας (2), Παλότας, Λάντος και Μπόζικ οδήγησαν το φινλανδικό κοινό στο πλευρό της ομάδας.
Νίκησε τους “χρυσούς” και τους “αργυρούς” του 1948
Τα δύσκολα θα άρχιζαν στα ημιτελικά, όπου η Ουγγαρία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την ομάδα που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο τέσσερα χρόνια νωρίτερα και που στο πιο πρόσφατο Μουντιάλ είχε τερματίσει στην 3η θέση του τελικού ομίλου, πίσω μόνο από Ουρουγουάη και Βραζιλία.
Παρ’ όλα αυτά, η Σουηδία δεν ήταν η ομάδα των “Gre-No-Li” και των υπολοίπων αστέρων, αφού οι Γκούναρ Γκρεν, Γκούναρ Νόρνταλ, Νιλς Λίντχολμ, Λέναρτ Σκόγκλουντ και άλλοι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές που αγωνίζονταν στο εξωτερικό και δη σε επαγγελματικά πρωταθλήματα (το σουηδικό δεν ήταν τέτοιο εκείνη την εποχή) δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική ομάδα, κατόπιν απόφασης της εγχώριας ομοσπονδίας.
Το ντέρμπι που περίμεναν οι φίλαθλοι δεν διεξήχθη ποτέ και το αντιλήφθηκαν όλοι μόλις στο 1ο λεπτό, όταν άνοιξε το σκορ ο Πούσκας. Ακολούθησε το τέρμα του Παλότας στο 16′ και το αυτογκόλ του Γκέστα Λιντ στο 36′, για να έρθουν ακόμα τρία γκολ μέσα σε τέσσερα λεπτά μεταξύ 65′ και 69′ από τους Κότσις και Χιντεγκούτι, που έγραψαν το θριαμβευτικό 6-0.
https://www.youtube.com/watch?v=1Gp836JR5Pc
Η Ουγγαρία είχε εξασφαλίσει ένα μετάλλιο, ωστόσο για το χρυσό, θα έπρεπε να υποτάξει τη μοναδική ομάδα με περισσότερα τέρματα από εκείνη στη διοργάνωση (αν και με παιχνίδι παραπάνω, αφού μετά από το 5-5 κόντρα στη Σοβιετική Ένωση, διεξήχθη επαναληπτικός που έληξε 3-1), τη Γιουγκοσλαβία.
Τίποτα δεν ήταν σε θέση να σταματήσει την αρμάδα των Μαγυάρων, όμως, ούτε ο σπουδαίος ντριμπλέρ Στιέπαν Μπόμπεκ, μετέπειτα προπονητής του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και του Παναιτωλικού, ούτε ο μέσος Ζλάτκο Τσαϊκόβσκι, με την τεράστια προπονητική καριέρα σε Μπάγερν και (δύο φορές) σε ΑΕΚ.
Οι κάτοχοι του αργυρού μεταλλίου του 1948 είχαν την ίδια τύχη τέσσερα χρόνια αργότερα. Τα τέρματα των Πούσκας και Τσίμπορ στο τελευταίο 20λεπτο έδωσαν τη νίκη στους Ούγγρους και μαζί το πρώτο μεγάλο παράσημο γι’ αυτήν τη μαγική ομάδα, εκείνον τον Αύγουστο του 1952.
“Στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν που το ποδόσφαιρό μας άρχισε να λειτουργεί με πραγματική ισχύ. Ήταν το πρωτότυπο ‘Total Football’. Όταν ήμασταν στην επίθεση, όλοι επιτίθεντο. Όταν ήμασταν στην άμυνα, όλοι αμύνονταν. Ήταν το ίδιο”, εξήγησε χρόνια αργότερα το πιο λαμπρό αστέρι εκείνης της ομάδας, ο Πούσκας.
Στις εξέδρες των Ολυμπιακών Αγώνων και συγκεκριμένα στον ημιτελικό βρισκόταν ο πρόεδρος της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, που αργότερα έγινε και πρόεδρος της FIFA, Στάνλεϊ Ράους. Αμέσως μετά από το τέλος του αγώνα, χαιρέτησε τους ιθύνοντες της Ουγγαρίας και πρότεινε ένα φιλικό στο “Γουέμπλεϊ”.
Μετά από αρκετές συζητήσεις, το φιλικό κλείστηκε για τον Νοέμβριο του 1953, εκεί όπου, όπως υποστήριξε στην αυτοβιογραφία του ο μεγαλύτερος παίκτης της Αγγλίας εκείνη την εποχή, Στάνλεϊ Μάθιους, “γράφτηκε ποδοσφαιρική ιστορία”. Όμως αυτή η ιστορία, θα γραφτεί στο Sport-Retro.gr την κατάλληλη στιγμή…
Διαβάστε ακόμη:
Το χρυσό της Νιγηρίας το 1996, ο ψεύτικος Ροναλντίνιο και τα χαστούκια σε Βραζιλία-Αργεντινή