Στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 η Μίλαν έχασε έναν άνθρωπο που άλλαξε την ιστορία της και κατ’ επέκταση την ιστορία του ιταλικού και παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Έναν βετεράνο που μεγαλούργησε πριν από πολλές δεκαετίες και το όνομά του φιγουράρει στην 3η θέση του πίνακα των σκόρερ της Serie A. Έναν επιθετικό που αγωνίστηκε μόλις 6,5 σεζόν με τη φανέλα των «ροσονέρι», αλλά πρόλαβε να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της κατηγορίας στις πέντε εξ αυτών.
Έναν διεθνή Σουηδό, κάτοχο του χρυσού μεταλλίου στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948, που της τον έκανε δώρο η Γιουβέντους, για να αντιστρέψει τον κλίμα για τον πραγματικό μεταγραφικό στόχο της Μίλαν, τον παίκτη που έφερε μέχρι το Μιλάνο την Πρωτοχρονιά του 1949, αλλά της τον έκλεψε στον σταθμό του τρένου η «γηραιά κυρία».
Ο Γκούναρ Νόρνταλ δεν ήταν τίποτε άλλο από την… παρηγοριά που προσέφερε ο Τζιάνι Ανιέλι στη Μίλαν για την κλοπή του Γιοχάνες Πλέγκερ και εξελίχθηκε στον άνθρωπο που έβαλε ξανά στον ποδοσφαιρικό χάρτη τους Λομβαρδούς…
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για την Ιταλία
Έσκισε τα δίχτυα στη Σουηδία
Γεννήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 1921 και μεγάλωσε μαζί με τα εννέα αδέρφια του, στο ίδιο δωμάτιο σε σπίτι ενός μικρού χωριού, του Χέρνεφορς, στη βόρεια Σουηδία.
Εκεί έπαιξε για πρώτη φορά ποδόσφαιρο σε επίπεδο ανδρών, μέχρι να τον δουν οι άνθρωποι της Ντέγκερφορς και να τον πάρουν στην πρώτη κατηγορία το 1940.
Με 56 γκολ σε 77 εμφανίσεις, ο Σουηδός με τη μεγάλη δύναμη και το πανίσχυρο σουτ έδειξε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα να κάνει το βήμα παραπάνω. Όταν ήρθε η κλήση της Νόρσεπινγκ του σπουδαίου Ούγγρου προπονητή Λάγιος Τσάιζλερ, ήταν ήδη διεθνής και από το 1945 μέχρι το 1949 πανηγύρισε τέσσερα σερί πρωταθλήματα.
Σε 85 αγώνες πρωταθλήματος σημείωσε 87 γκολ σε αυτές τις τέσσερις σεζόν, με συνέπεια να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ της χώρας τρεις φορές και την τέταρτη να χάσει τη διάκριση από τον (μετέπειτα συμπαίκτη του στη Μίλαν) Γκούναρ Γκρεν της Γκέτεμποργκ για ένα γκολ.
Γκολ κατά ριπάς και στην εθνική Σουηδίας
Τον Ιούνιο του 1942 φόρεσε για πρώτη φορά το εθνόσημο στο στήθος, σε φιλικό με αντίπαλο τη Δανία στην Κοπεγχάγη. Η Σουηδία νίκησε με 3-0 και ο Νόρνταλ άνοιξε λογαριασμό στα γκολ.
Δανία και Νορβηγία ήταν οι συνηθέστεροι αντίπαλο της Σουηδίας σε φιλικά παιχνίδια εκείνη την εποχή, με τον Νόρνταλ να σημειώνει καρέ στη φιλική νίκη με 10-0 επί των Νορβηγών το 1945.
Πυροσβέστης στο επάγγελμα γαρ, ο Νόρνταλ είχε δικαίωμα συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 (η ομοσπονδία της Σουηδίας χρησιμοποιούσε μόνο ερασιτέχνες για την εθνική ομάδα) και μαζί με τον Γκρεν και τον συμπαίκτη του στη Νόρσεπινγκ με τον οποίο συνεργαζόταν με κλειστά μάτια, τον Νιλς Λίντχολμ, ταξίδεψε στο Λονδίνο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Στην εθνική ομάδα βρέθηκαν και δύο από τα αδέρφια του Νόρνταλ, οι Κνουτ και Μπέρτιλ.
Τα 12 στην Κορέα και το… σπάσιμο του οφσάιντ
Ο 1ος γύρος έφερε τους Σουηδούς απέναντι στην Αυστρία, μία ομάδα με τεράστιες διακρίσεις την προηγούμενη δεκαετία, η οποία, όμως, συνερχόταν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την προσάρτησή της στη ναζιστική Γερμανία. Μάλιστα, οι Αυστριακοί είχαν βρει ένα «παραθυράκι» και ταξίδεψαν στο Λονδίνο με γνωστούς παίκτες όπως ο Ερνστ Ότσβιρκ, οι οποίοι έπαιζαν ποδόσφαιρο επαγγελματικά.
Παρ’ όλα αυτά, ο Νόρνταλ δεν είχε πρόβλημα να παραβιάσει την εστία τους μόλις στο 2ο λεπτό και να διπλασιάσει τα τέρματα στο 10ο, με συνέπεια η Σουηδία να φτάσει σε μία άνετη επικράτηση με 3-0 (το τρίτο γκολ ο Κιελ Ρόσεν).
Επόμενος αντίπαλος, στην προημιτελική φάση του τουρνουά, η αδύναμη Νότια Κορέα, η οποία πάντως στον προηγούμενο γύρο είχε κάνει την έκπληξη και είχε προκριθεί με νίκη 5-3 επί του Μεξικού. Οι Σουηδοί δεν την πάτησαν και «κλείδωσαν» τη νίκη από το 1ο ημίχρονο στο «Σέλχαρστ Παρκ» με σκορ 4-0.
Στο 2ο μέρος, όχι μόνο δεν άφησαν το πόδι από το γκάζι, αλλά ανέβασαν και ταχύτητα, αυξάνοντας τον δείκτη του σκορ στο 12-0. Ο Νόρνταλ σημείωσε καρέ, ο Χένρι Κάρλσον χατ τρικ, Λίντχολμ και Ρόσεν είχαν από δύο γκολ και ο Γκρεν ένα.
Στον ημιτελικό, η Σουηδία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη αντίπαλό της στα σκανδιναβικά ντέρμπι, τη Δανία, η οποία στα προημιτελικά είχε αποκλείσει την Ιταλία του Βιτόριο Πότσο, του προπονητή που οδήγησε τη «σκουάντρα ατζούρα» στην κατάκτηση των Μουντιάλ 1934 και 1938.
Τα πρώτα λεπτά βρήκαν τους Δανούς να κυριαρχούν στον αγωνιστικό χώρο του «Γουέμπλεϊ» και να παίρνουν προβάδισμα στο σκορ με τον Χόλγκερ Σέμπαχ μόλις στο 3′. Ο Κάρλσον έφερε το παιχνίδι στα ίσια στο 18′, με ένα αρκετά περίεργο τέρμα.
Οι Σουηδοί βγήκαν στην αντεπίθεση, αλλά ο Νόρνταλ βρισκόταν σε θέση οφσάιντ. Την ώρα που ερχόταν η μπάλα προς το μέρος του με σέντρα, για να μην ακυρώσει την επίθεση, πήδηξε μέσα στην εστία και ουσιαστικά βγήκε από το παιχνίδι. Ο Κάρλσον που βρισκόταν δίπλα του, πήρε την κεφαλιά κι έστειλε την μπάλα να αναπαυτεί στα δίχτυα, μαζί με τον Νόρνταλ.
Το μομέντουμ πήγε με το μέρος των Σουηδών, που σημείωσαν ακόμα τρία γκολ πριν από το τέλος του ημιχρόνου, ένα με τον Κάρλσον και δύο με τον Ρόσεν. Το μόνο που κατάφεραν οι Δανοί ήταν να μειώσουν με τον Τζον Χάνσεν στο 77′, τον ποδοσφαιριστή που είχε σημειώσει καρέ απέναντι στους Ιταλούς στα προημιτελικά.
«Χρυσός» στο «Γουέμπλεϊ»
Η Σουηδία είχε φτάσει στον τελικό και κατά συνέπεια στην πιο μεγάλη επιτυχία του ποδοσφαίρου της μέχρι τότε, αφού στη διοργάνωση του 1924 είχε κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο. Επόμενος αντίπαλος, η Γιουγκοσλαβία, η οποία περίμενε ήδη στο «Γουέμπλεϊ», μετά από τις άνετες νίκες της απέναντι σε Λουξεμβούργο (6-1), Τουρκία (3-1) και Μεγάλη Βρετανία (3-1) κατά σειρά.
Περίπου 60.000 θεατές είχαν βρει θέση στο «Γουέμπλεϊ», όχι για τον μεγάλο τελικό, αλλά για τον μικρό, όπου η Δανία νίκησε με 5-3 την οικοδέσποινα Μεγάλη Βρετανία και κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο.
Ο μεγάλος τελικός είχε προγραμματιστεί αμέσως μετά από το τέλος του μικρού κι έτσι αρκετοί θεατές κάθισαν για να δουν και το επόμενο παιχνίδι.
Ο Γκρεν άνοιξε το σκορ στο 24ο λεπτό, όμως η Γιουγκοσλαβία ισοφάρισε στο 42′ με τον μετέπειτα προπονητή του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και του Παναιτωλικού, Στιέπαν Μπόμπεκ.
Με την έναρξη του 2ου μέρους, ο Νόρνταλ ολοκλήρωσε μία ομαδική προσπάθεια που είχε αρχίσει από τα πόδια του και σημείωσε το 7ο τέρμα στο τουρνουά, με συνέπεια να αναδειχθεί πρώτος σκόρερ μαζί με τον Δανό Χάνσεν.
Ένα πέναλτι του Γκρεν στο 67′ διαμόρφωσε το τελικό σκορ και χάρισε στη Σουηδία τον μοναδικό τίτλο σε μεγάλη ποδοσφαιρική διοργάνωση μέχρι σήμερα και το 16ο χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο εκείνων των Αγώνων, που την έφερε στη 2η θέση της κατάταξης.
Ο Ανιέλι πήρε τον Χάνσεν στη Γιουβέντους
Την ίδια περίοδο στην Ιταλία, μετά από την (αμφιλεγόμενη) κατάκτηση δύο σερί Παγκοσμίων Κυπέλλων, αυτό το τουρνουά αντιμετωπιζόταν ως επάνοδος στις διεθνείς διοργανώσεις. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ισοπεδώσει τη χώρα (και) σε ποδοσφαιρικό επίπεδο, με τους περισσότερους ταλαντούχους παίκτες της δεκαετίας του ’30 είτε να έχουν μεγαλώσει είτε να έχουν επηρεαστεί από τα γεγονότα των προηγουμένων ετών. «Φωτεινή» εξαίρεση η σπουδαία Τορίνο της εποχής, ωστόσο δεν υπήρχε παίκτης της στην ολυμπιακή ομάδα.
Μετά από το 9-0 επί των ΗΠΑ στον 1ο γύρο του τουρνουά, ήρθε η απότομη προσγείωση και ήττα με 3-5 από τη Δανία στα προημιτελικά και αμέσως η χώρα έπεσε στην εσωστρέφεια, προσπαθώντας να βρει τους λόγους της αποτυχίας.
Ο ιδιοκτήτης της Γιουβέντους, Τζιάνι Ανιέλι, εντόπισε τις προφανείς αιτίες και απευθύνθηκε σε αυτές. Η πρώτη ήταν ο Τζον Χάνσεν, ο Δανός επιθετικός που σημείωσε τέσσερα από τα πέντε γκολ της χώρας του κόντρα στη «σκουάντρα ατζούρα» και ολοκλήρωσε το τουρνουά ως πρώτος σκόρερ μαζί με τον Νόρνταλ με επτά τέρματα. Ο δεύτερος ήταν ο σκόρερ του άλλου γκολ στο παιχνίδι με την Ιταλία, ο Γιοχάνες Πλέγκερ, συμπαίκτης του Χάνσεν στη Φρεμ.
Ο «avvocato» (=«δικηγόρος») είχε φροντίσει να «κλείσει» τον Χάνσεν και τον απέκτησε με τη λήξη της σεζόν στη Δανία, τον Νοέμβριο του 1948. Ο Χάνσεν πραγματοποίησε το ντεμπούτο του τρεις ημέρες αργότερα και παρότι δεν άρχισε καλά η πρώτη σεζόν του (κλήθηκε ακόμα κι ο Πότσο για να επιβεβαιώσει ότι αυτός ήταν ο παίκτης από τον οποίο δέχθηκε τέσσερα γκολ), αποδείχθηκε χρήσιμος σε άλλο επίπεδο.
Η Μίλαν… νόμιζε ότι απάντησε με Πλέγκερ
Η Μίλαν, από την πλευρά της, έψαχνε κι αυτή μεταγραφική ενίσχυση. Μένοντας δίχως πρωτάθλημα από το 1907, είχε χάσει την αίγλη της και η ολική αναδιοργάνωση του κάλτσιο της έδινε την ευκαιρία να επανέλθει στην ελίτ.
Γι’ αυτόν τον λόγο απευθύνθηκε στον συμπαίκτη του Χάνσεν σε Φρεμ και Δανία, στον Πλέγκερ ή «Αλαντίν», όπως ήταν το παρατσούκλι του, για να την ενισχύσει στη θέση του δεξιού εξτρέμ.
Ο Πλέγκερ είπε το «ναι» μετά από 101 γκολ σε 164 παιχνίδια πρωταθλήματος στη Δανία. Σε ηλικία 26 ετών θα γνώριζε και κάτι διαφορετικό, αφού βρισκόταν στη Φρεμ από τα τμήματα υποδομής. Γι’ αυτόν τον λόγο, την Πρωτοχρονιά του 1949, πήρε το τρένο για να πάει στην Ιταλία για λογαριασμό των «ροσονέρι».
Τον έκλεψε στον σταθμό του τρένου
Το ταξίδι του κατόχου του χάλκινου μεταλλίου (η Δανία νίκησε τη Μεγάλη Βρετανία στον μικρό τελικό) άρχισε από το Παρίσι, όπου βρέθηκε ο γραμματέας της Μίλαν, Τζιανίνο Τζιανότι, ώστε να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις με τη Φρεμ. Στο Μιλάνο θα έφταναν μετά από πολλές στάσεις, μία εκ των οποίων στο Ντομοντοσόλα του Πιεμόντε. Σε αυτόν τον σταθμό επιβιβάστηκαν δύο άτομα στο βαγόνι. Ήταν ο Χάνσεν, συνοδευόμενος από τον γραμματέα της Γιουβέντους…
Δεν επρόκειτο για τύχη, δεν επρόκειτο για παιχνίδι της Μοίρας. Η «γηραιά κυρία» είχε μάθει για το ταξίδι του Πλέγκερ και έβαλε τα… μεγάλα μέσα για να μεταπείσει τον Δανό διεθνή από τον να πάει στη Μίλαν. Ο Χάνσεν μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τους δύο μήνες του στους «μπιανκονέρι» και κατάφερε να του αλλάξει μυαλά, λέγοντάς του ότι αν πήγαινε στο Τορίνο, θα έβγαζε περισσότερα χρήματα.
Όταν το τρένο έφτασε στο Stazione Centrale της πρωτεύουσας της Λομβαρδίας, στην πλατφόρμα περίμενε με ανοιχτή την πόρτα ενός αμαξιού ο αθλητικός διευθυντής της Μίλαν, Αντόνιο Μπουζίνι.Υπήρχε ακόμα ένα αυτοκίνητο, όμως, εκείνο του ομολόγου του της Γιουβέντους, Ρέμο Τζιορντανέτι. Και ο Πλέγκερ επιβιβάστηκε σε αυτό…
Ο Ανιέλι πήρε στη Σουηδία κι έψαχνε λύση
Η Γιουβέντους τα βρήκε με τη Φρεμ στις 50.000.000.000 λιρέτες και ολοκλήρωσε τη μεταγραφή «αστραπή» του Πλέγκερ. Παρ’ όλα αυτά, ήταν εκτεθειμένη ηθικά απέναντι στη Μίλαν, σε μία εποχή που οι μεγαλοεπιχειρηματίες όπως ο Ανιέλι επιζητούσαν και την καλή έξωθεν μαρτυρία.
Γι’ αυτόν τον λόγο, μόλις ολοκληρώθηκε η μεταγραφή, ο ιδιοκτήτης της FIAT πήρε αμέσως τους ανθρώπους της Μίλαν και τους υποσχέθηκε ότι θα βρει αντικαταστάτη για τον Πλέγκερ. Η επόμενη κίνηση ήταν να επικοινωνήσει με το παράρτημα της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Στοκχόλμη και να ρωτήσει αν υπήρχε κάποιο άλλο ξεχωριστό ταλέντο στη Σκανδιναβία.
Η απάντηση που πήρε ήταν καταφατική και του υποδείχθηκε ο έτερος πρώτος σκόρερ του ολυμπιακού τουρνουά, με τα 85 γκολ σε 87 αγώνες με τη Νόρσεπινγκ. Ο Ανιέλι «έκλεισε» τον παίκτη για λογαριασμό των «ροσονέρι» και με αυτήν την κίνηση ουσιαστικά άλλαξε τη ροή του ιταλικού ποδοσφαίρου, δίχως να το αντιλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή.
Υποδοχή ήρωα και… fair play
Ο Νόρνταλ έφτασε στο Μιλάνο μετά βαΐων και κλάδων στις 9 Ιανουαρίου 1949. Όταν το τρένο πλησίασε τον σιδηροδρομικό σταθμό, αυτήν τη φορά δεν περίμενε τον Σκανδιναβό παίκτη ένα αυτοκίνητο της Γιουβέντους, αλλά χιλιάδες φίλαθλοι που βρέθηκαν εκεί για να ζητωκραυγάσουν για την άφιξη ενός τόσο σημαντικού παίκτη και ίσως για να αποτρέψουν ανάλογη «κλοπή».
Το πλήθος ήταν τόσο μεγάλο, που ο ιδιοκτήτης της Μίλαν, Ουμπέρτο Τραμπατόνι, και ο αντιπρόεδρος Μάριο Μαουπρίβετς, έπρεπε να σπρώξουν τους φιλάθλους για να περάσουν με τον παίκτη αγκαζέ.
Την ώρα που η «Gazzetta dello Sport» έκανε λόγο για «fair play» του Ανιέλι με αυτήν την κίνηση, ο Νόρνταλ υπέγραφε συμβόλαιο συνεργασίας με τους «ροσονέρι» και όλα άρχιζαν ξανά για τη Μίλαν.
Έσπασε τα κοντέρ και πήρε τίτλους
Ο «βίσονας», όπως ήταν το παρατσούκλι του, έκανε ντεμπούτο στις 28 Ιανουαρίου στη νίκη 3-2 επί της Προ Πάτρια και το συνδύασε με γκολ. Αυτό θα ήταν το πρώτο από τα 210 (σε 257 παιχνίδια) που θα σημείωνε στη Serie A για λογαριασμό της Μίλαν. Μαζί με τα 15 που πέτυχε μεταξύ 1956 και 1958 στη Ρόμα όπου έκλεισε την καριέρα του, έφτασε τα 225 σε 291 αγώνες, επίδοση που τον καθιστούσε για δεκαετίες 2ο σκόρερ της κατηγορίας, πίσω μόνο από τον Σίλβιο Πιόλα, μέχρι να τον ξεπεράσει ο Φραντσέσκο Τότι με 250.
Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Serie A πέντε φορές (επίσης ρεκόρ), εκ των οποίων οι τρεις σερί (μόνο ο Μισέλ Πλατινί κατάφερε κάτι παρόμοιο): 1949–50, 1950–51, 1952–53, 1953–54 και 1954–55. Με τα 35 γκολ που σημείωσε στην πρώτη πλήρη σεζόν του στη Serie A, δημιούργησε ρεκόρ παραγωγικότητας για μία χρονιά μέχρι το 2015-2016, όταν ο Γκονσάλο Ιγκουαΐν κατάφερε να το καταρρίψει με τη φανέλα της Νάπολι. Παραμένει μέχρι σήμερα, πάντως, ο παίκτης με τον καλύτερο μέσο όρο τερμάτων, αφού σκόραρε 0,77 φορές ανά αγώνα.
Η πιο σημαντική επίδρασή του στο ιταλικό ποδόσφαιρο ήταν άλλη, αφού ξαναέβαλε στον χάρτη τη Μίλαν. Λίγους μήνες μετά από την απόκτησή του από τους «ροσονέρι», έπεισε τον πρόεδρο του συλλόγου να ποντάρει πάνω στους Γκρεν και Λίντχολμ και να πάρει για προπονητή τον Τσάιζλερ. Όπερ και εγένετο και στην πρώτη χρονιά των «Gre-No-Li», η Μίλαν σημείωσε 71 τέρματα σε 38 αγωνιστικές.
Την επόμενη χρονιά, το 1950-1951, κατέκτησε το σκουντέτο, το πρώτο μετά από 44 χρόνια. Η επιτυχία επαναλήφθηκε το 1955 απόντος του Γκρεν που είχε αποχωρήσει, ενώ παρά την αποχώρηση και του Νόρνταλ, ο Λίντχολμ συνέχισε να κερδίζει πρωταθλήματα, το 1957 και το 1959, με τη Μίλαν να φτάνει μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ενδιάμεσα, χάνοντας στην παράταση από την ακαταμάχητη Ρεάλ Μαδρίτης.
Οι «ροσονέρι» δεν ήταν απλά μία ομάδα με τρία πρωταθλήματα στην «αυγή» του αιώνα, όπως την παρέλαβε ο Νόρνταλ και οι Σουηδοί, ήταν πια ένα μεγαθήριο με στόχο τίτλους και διακρίσεις. Την ίδια στιγμή, ο Πλέγκερ αποχώρησε από τη Γιουβέντους το καλοκαίρι του 1949 με ένα γκολ σε 16 αγώνες…