Ο «Γκούλιτ των φτωχών» που έκανε πλούσιο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ο Ντανιέλ Μπατίστα στο Sport-Retro.gr
Ο Ντανιέλ Μπατίστα μπορεί να νιώθει υπερήφανος για πολλά πράγματα…
Ήταν αυτοδίδακτος, εντάχθηκε στη δεύτερη ομάδα της Φέγενορντ χωρίς εμπειρία και φυσικά αγωνίστηκε για λογαριασμό του Εθνικού, της ΑΕΚ και του Ολυμπιακού.
Υπερήφανη, όμως, νιώθει και η Ελλάδα, καθώς αυτός ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής τίμησε με την παρουσία του τη «γαλανόλευκη» κι έγινε ο πρώτος ξένος που φόρεσε το εθνόσημο στο στήθος, εν έτει 1994.
Με αφορμή τα 55 κεράκια της ζωής του παλαίμαχου πλέον άσου, το Sport-Retro.gr επικοινώνησε μαζί του για μία εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.
Με σεμνότητα, ειλικρίνεια και αρκετή δόση χιούμορ, μίλησε για όλα τα στάδια της καριέρας του.
Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στις ακαδημίες που φέρουν το όνομά του, ενώ έδωσε τις συμβουλές του στα νέα παιδιά και στους γονείς τους.
***
-Από ποια ηλικία θυμάστε τον εαυτό σας να παίζει ποδόσφαιρο και πώς ενταχθήκατε στις ακαδημίες της Φέγενορντ;
«Ήδη από νεαρή ηλικία θυμάμαι τον εαυτό μου να κλωτσάει μία μπάλα. Όταν ήμουν 16 χρονών μετακόμισα με την οικογένειά μου στην Ολλανδία και έκανα μία αίτηση στις ακαδημίες της Φέγενορντ.
Ήμουν μεγάλος, αλλά είπα να προσπαθήσω. Ήθελα να τεστάρω τις ικανότητές μου και να δω μέχρι πού μπορώ να φτάσω. Θεωρώ ότι δεν υπήρξα προϊόν ακαδημίας, αφού ποδόσφαιρο έμαθα να παίζω στις αλάνες της πατρίδας μου.
Στο μεταξύ, έδινα παιχνίδια με κάποιες ομάδες από το Πράσινο Ακρωτήριο που είχαν την έδρα τους στην Ολλανδία, ενώ δεν παρέλειπα να προπονούμε και μόνος μου. Οι προσπάθειές μου απέδωσαν «καρπούς», αφού μετά από λίγο μεταπήδησα στη δεύτερη ομάδα της Φέγενορντ».
-Το παρατσούκλι σας ήταν «Γκούλιτ των φτωχών».
«Ναι, εκείνη την περίοδο αγωνίζονταν στον σύλλογο ποδοσφαιριστές παγκοσμίου φήμης, μεταξύ των οποίων ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ (σ.σ. η Φέγενορντ ήταν η τελευταία ομάδα που αγωνίστηκε) κι ο Ρουντ Γκούλιτ.
Με τον δεύτερο έμοιαζα στο στιλ τρεξίματος και στην εξωτερική εμφάνιση. Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε το παρατσούκλι. Τώρα, βέβαια, που το σκέφτομαι, εκείνη την περίοδο κανένας από τους δυο μας δεν είχε κάνει τα μαλλιά του ράστα (γέλια).
Ορισμένες φορές που περπατούσα κοντά στο γήπεδο, οι φίλαθλοι με μπέρδευαν με εκείνον και μου ζητούσαν αυτόγραφα!
Στο σημείο αυτό επίτρεψέ μου να αναφέρω ότι μετά από λίγο καιρό μού πρότειναν να πάω στην πρώτη ομάδα της Φέγενορντ, αλλά ήμουν μικρός και φοβήθηκα».
-Εκτός του Νόνι Λίμα, υπήρχε κάποιος άλλος ποδοσφαιριστής στην οικογένεια;
«Ο ξάδερφός μου ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας από το Πράσινο Ακρωτήριο. Τον αποκαλούσαν «Φάμπα», αγωνιζόταν στην εθνική και πλέον δεν βρίσκεται εν ζωή.
Ένας ανιψιός μου, ονόματι Σε Λουίζ, αν δεν κάνω λάθος, έπαιζε στην Μπενφίκα και πλέον αγωνίζεται σε ένα κλαμπ των ΗΠΑ. Τα αδέρφια μου αγαπούν το ποδόσφαιρο, αλλά δεν έπαιξαν μπάλα για μεγάλες ομάδες».
-Πώς προέκυψε η μεταγραφή στον Εθνικό;
«Ο ερχομός μου στην Ελλάδα έγινε κάτω από περίεργες συνθήκες. Ένας κουμπάρος του πατέρα μου, o οποίος ήταν φίλος του Νόνι Λίμα, με είδε να παίζω μπάλα σε ένα τουρνουά κι ενθουσιάστηκε.
Πριν από μία περίπου εβδομάδα είχε έρθει στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει το πρωτάθλημα, για το οποίο οφείλω να ομολογήσω ότι δεν ήξερα πολλά πράγματα. Με ρώτησε αν επιθυμώ να ταξιδέψω έως την Ελλάδα για να με δει ένας φίλος του που ήταν μάνατζερ. Έτσι, έλαβα τη μεγάλη απόφαση.
Έκανα ένα δοκιμαστικό στον Πανιώνιο, αλλά δυστυχώς με απέρριψαν γιατί έκριναν ότι δεν ήμουν «ψημένος». Ο σύλλογος έψαχνε έναν έμπειρο σέντερ φορ.
Στη συνέχεια, έδωσα ένα ματς με τον ΠΑΣ Γιάννινα και παρά το γεγονός ότι έβαλα 4 γκολ στο πρώτο ημίχρονο και 1 στο δεύτερο, οι διοικούντες με απέρριψαν, λέγοντας ότι στο δεύτερο 45λεπτο δεν ήμουν αρκετά καλός.
Επέστρεψα στην Ολλανδία, αλλά έπειτα από 9 μήνες γύρισα ξανά στην Ελλάδα. Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας, ο οποίος ήταν φίλος ενός γνωστού μου, με εμπιστεύτηκε. Άρχισα να κάνω προπονήσεις με τον Αχαρναϊκό και μετά ο Εθνικός εξέφρασε ενδιαφέρον για την απόκτησή μου.
Στον Εθνικό προσπάθησα να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό, αφενός για κεντρίσω την προσοχή μεγάλων συλλόγων, αφετέρου για να αποδείξω ότι ήταν λανθασμένη η απόφαση των προηγούμενων ομάδων να μην με πάρουν».
-Επιθυμούσατε να μεταγραφείτε σε ομάδα του εξωτερικού;
«Ασφαλώς και ήθελα, αλλά ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν δύσκολο εκείνη την περίοδο, δεδομένου ότι τα σύνορα ήταν ακόμη κλειστά.
Αρχικά, σε μία ομάδα επιτρεπόταν να αγωνίζονται μόνο δύο ξένοι και στη συνέχεια τρεις. Θεωρούμουν ξένος ακόμη και μετά την απόκτηση της ολλανδικής ιθαγένειας.
Όπως και να χει, ο Εθνικός δεν ήθελε να με αποδεσμεύσει. Το συμβόλαιο που είχα υπογράψει ήταν τριετούς διάρκειας, ωστόσο, οι διοικούντες μού έλεγαν ότι εξέπνεε μετά από πέντε χρόνια. Κινήθηκα νομικά κι εν τέλει δικαιώθηκα.
Ο Τόζα Βεσελίνοβιτς (σ.σ. προπονούσε την Φενέρμπαχτσε εκείνη την περίοδο) με είχε προτείνει σε μία τουρκική ομάδα, η οποία πρόσφερε 100.000.000 για να με αποκτήσει.
Ο Εθνικός ανέβασε την προσφορά στα 130.000.000, οι Τούρκοι είπαν «ναι», αλλά στην πορεία οι ιθύνοντες του πειραϊκού συλλόγου ζητούσαν πιο πολλά. Πόσα ήθελαν πια; (γέλια)
Τελικά, η μεταγραφή δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Κρίμα, γιατί με τα χρήματα που θα λάμβανε ο Εθνικός από την πώλησή μου θα μπορούσε να δημιουργήσει ιδιαίτερα ποιοτική ομάδα.
Ενδιαφέρον είχε εκφράσει και ο Παναθηναϊκός, μετά από την πολύ καλή εμφάνισή μου στο περίφημο ματς που ήρθε 6-3».
-Το 1989 συμφωνήσατε με τον Ολυμπιακό, αλλά τελικά καταλήξατε στην ΑΕΚ.
«Είχα κλείσει τη συμφωνία με τον Γιώργο Κοσκωτά. Στην πορεία, όμως, πήγε φυλακή και δεν πήρα τα χρήματα που είχα συμφωνήσει. Θύμωσα…
Μου είχε δοθεί μία επιταγή, με ένα μέρος της αμοιβής μου. Την επέστρεψα στην τράπεζα και τελικά έμεινα ελεύθερος. Την ίδια περίοδο με προσέγγισε η ΑΕΚ. Ο Στράτος Γιδόπουλος μού μίλησε πολύ ωραία, οπότε με έπεισε να πάω στην ομάδα του.
Όταν πήγα στην ΑΕΚ δεν ήταν λίγοι αυτοί που με αμφισβήτησαν. Αυτό, άλλωστε, πάντα συμβαίνει όταν ένας ποδοσφαιριστής πηγαίνει από μία μικρότερη σε μία μεγαλύτερη ομάδα. Εγώ, όμως, είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου και κατάφερα να υλοποιήσω τον στόχο μου».
-Το 1992 αποκτηθήκατε από τον Ολυμπιακό.
«Τη χρονιά εκείνη ο Πέτρος Γιανναράκης αποφάσισε να μου δώσει λιγότερα χρήματα από αυτά που είχαμε συμφωνήσει. Θεώρησα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό.
Εκνευρίστηκα, καθώς θεώρησα ότι το ποσό αυτό δεν αντικατοπτρίζει την αξία μου. Δεν υπέγραψα κι αποχώρησα. Μετά από λίγο μου έκανε πρόταση ο Ολυμπιακός με τα διπλάσια χρήματα. Δεν μπορούσα να μην πω «ναι».
-Η σχέση σας με τον Τάις Λίμπρεχτς δεν ήταν και η καλύτερη…
«Όντως, δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά. Οφείλω, βέβαια, να παραδεχτώ ότι ήταν πολύ καλός στη δουλειά του. Μπορεί να μην ταιριάζαμε ως άνθρωποι, ωστόσο, αυτό δεν αποτέλεσε κριτήριο για να μην με χρησιμοποιεί στα παιχνίδια.
Με ενοχλούσε το γεγονός ότι ήταν αγενής, όπως επίσης ότι ορισμένες φορές έκανε ειρωνικά σχόλια. Επιπλέον, επενέβαινε στο κομμάτι της αμοιβής μου, χωρίς να τον έχω χρίσει μάνατζέρ μου.
Από τον Ολυμπιακό αποχώρησα γιατί η προσφορά που μου έκαναν δεν ήταν αρκετά ελκυστική. Ήταν σαν να μου έλεγαν να φύγω. Τους είπα με τη σειρά μου ότι φεύγω και πως θα βρω άλλη ομάδα».
-Ο κόσμος της ΑΕΚ πώς σας υποδέχτηκε όταν επιστρέψατε;
«Κάποιοι φίλαθλοι ήταν θερμοί και κάποιοι άλλοι δεν ενέκριναν την επιστροφή μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που στον δρόμο με είχα αποκαλέσει «προδότη». Αργότερα, όμως, που διέρρευσαν οι λόγοι για τους οποίους είχα αποχωρήσει, μου είπαν ότι είχα δίκιο.
Πάντα συμβαίνει όταν ένας ποδοσφαιριστής φεύγει και επιστρέφει σε μία ομάδα. Θέλω να αναφέρω κι ένα περιστατικό που δεν είναι πολύ γνωστό στην Ελλάδα. Όταν ο Γκούλιτ άφησε τη Φέγενορντ για να πάει στην Αϊντχόφεν, οι φίλαθλοι τού πετούσαν μπανάνες στο κεφάλι».
-Είχατε δηλώσει ότι θα είχατε βάλει περισσότερα γκολ αν οι ποδοσφαιριστές στην Ελλάδα δεν ήταν εγωιστές.
«Είναι εγωιστές υπό την έννοια ότι θα προτιμήσουν να σουτάρουν οι ίδιοι, παρά να δώσουν πάσα σε έναν συμπαίκτη τους που βρίσκεται σε προφανή θέση για γκολ.
Αυτό, βέβαια, συνέβαινε παλιότερα. Τη δεκαετία του 1990 οι εφημερίδες εκθείαζαν κυρίως αυτούς που σκόραραν και λιγότερο αυτούς που δημιουργούσαν. Δεν λέω ότι εγώ δεν έκανα ατομικές ενέργειες, αλλά προσπαθούσα να είμαι και ομαδικός.
Ήθελα να προσφέρω θέαμα με πολλούς τρόπους. Υπήρχαν φορές που ήμουν μόνος μου και δεν με τροφοδοτούσαν. Στενοχωριόμουν περισσότερο επειδή η ομάδα δεν έπαιρνε αποτελέσματα και λιγότερο επειδή δεν μου δινόταν η δυνατότητα να βρω τα δίχτυα.
Τη σεζόν 1995-96 η ΑΕΚ έπαιζε εκπληκτικό ποδόσφαιρο, το οποίο βασιζόταν ως επί το πλείστον στο passing game. Παρ’ όλα αυτά, δεν πήρε το πρωτάθλημα λόγω του εγωισμού ορισμένων παικτών. Λογομαχούσαμε στα αποδυτήρια, αλλά στη συνέχεια τα βρίσκαμε και το ρίχναμε στην πλάκα».
-Με τι ασχολείστε σήμερα;
«Διατηρώ ορισμένες ακαδημίες που φέρουν το όνομά μου. Προσπαθώ να εμφυσήσω στα παιδιά την αξία της άθλησης. Επιμένω ότι τα παιδιά πρέπει να βλέπουν το ποδόσφαιρο ως χόμπι και να χαίρονται στην προπόνηση. Θεωρώ ότι οι μπαμπάδες δεν πρέπει να ασκούν πίεση, ώστε τα παιδιά τους να γίνουν επαγγελματίες.
Να ασχοληθούν όλοι επαγγελματικά δεν γίνεται. Απαιτείται δουλειά, ταλέντο, αλλά και τύχη. Τα παιδιά πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Να μάχονται με ζήλο, χωρίς όμως να γίνονται εμμονικά.
Εκτός αυτού, καλό θα ήταν οι γονείς να μην κάνουν τα παιδιά τους να πιστεύουν ότι αδικούνται παντού και πάντα. Όταν είσαι καλός και δουλεύεις, κανένας δεν μπορεί να σε αδικήσει. Τα παιδιά πρέπει να κάνουν σωστή αυτοκριτική, αν κι αυτό δεν είναι εύκολο, αφού δεν έχουν την απαιτούμενη ωριμότητα».
***
Ο Ντανιέλ Μπατίστα Λίμα, όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Πράσινο Ακρωτήριο στις 9 Σεπτεμβρίου 1964 κι ενώ ήταν 16 ετών μετακόμισε στην Ολλανδία με την οικογένειά του.
Γαλουχήθηκε ποδοσφαιρικά στη δεύτερη ομάδα της Φέγενορντ, αγωνιζόμενος στην επίθεση και το 1986 ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Εθνικού Πειραιώς.
Οι εκπληκτικές εμφανίσεις του κίνησαν το ενδιαφέρον της ΑΕΚ, με τα χρώματα της οποίας ντύθηκε το 1989, ενώ τη σεζόν 1991-92 πανηγύρισε το πρωτάθλημα.
Επόμενος «σταθμός» της καριέρας του Ντανιέλ ήταν ο Ολυμπιακός, τη φανέλα του οποίου φόρεσε για 3 χρόνια, προτού επιστρέψει στους «κιτρινόμαυρους» το 1995.
Κατά τη δεύτερη θητεία του στην ΑΕΚ κατέκτησε 2 Κύπελλα (σ.σ. σεζόν 1995-96 και 1996-97), ώσπου το 1999 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για χάρη του Άρη.
Με τους «κίτρινους» κατέγραψε 5 μόλις συμμετοχές και το 2001 έπεσαν οι τίτλοι τέλους της ποδοσφαιρικής καριέρας του.
Ο Μπατίστα είχε πορτογαλική ιθαγένεια, ενώ διαδοχικά απέκτησε την ολλανδική και την ελληνική.
Στις 12 Οκτωβρίου 1994, στα 30 του, έδωσε το πρώτο του παιχνίδι με τη «γαλανόλευκη» απέναντι στη Φινλανδία, στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος 1996.
Μάλιστα, στο 70ό λεπτό έβαλε γκολ κι έγραψε το 2-0 για την ελληνική ομάδα, η οποία εν τέλει πήρε το ματς με 4-0.
Με το εθνόσημο αγωνίστηκε μία τριετία και σε 14 συμμετοχές βρήκε τα αντίπαλα δίχτυα 2 φορές.