-K. Σένα, ποιον συνάδελφό σας θαυμάζετε περισσότερο και γιατί;
«Ένας από τους κορυφαίους οδηγούς όλων των εποχών είναι ο Φάντζιο. Όχι μόνο γιατί κατέκτησε 5 φορές το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, αλλά λόγω της συμπεριφοράς του. Τον συνάντησα σε διάφορα μέρη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2-3 ετών. Είχε έρθει για να παρακολουθήσει αγώνες. Και πέρασα μερικές στιγμές μαζί του.
Πραγματικά, μου αρέσει το στυλ του, ο τρόπος που αντιμετωπίζει συγκεκριμένες καταστάσεις, οι αντιλήψεις του για τη ζωή, οι ιδέες του σχετικά με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Και για μένα δεν είναι μόνο ένας παγκόσμιος πρωταθλητής της F1, αλλά ένας πραγματικός τζέντλεμαν έξω από τις πίστες. Γι’ αυτό είμαι ένας μεγάλος φαν του».
Ο κ. Σένα, ο κ. Αΐρτον Σένα για όσους δεν κατάλαβαν, είχε δώσει τη συγκεκριμένη απάντηση στην ερώτηση που του είχε υποβάλει κάποτε ένας μαθητής σε σχολείο της Σκωτίας.
Το αφιέρωμα του Sport-Retro.gr θα μπορούσε να ολοκληρωθεί και τώρα, ωστόσο είναι προτιμότερο να καταγραφούν με πάσα λεπτομέρεια όλα εκείνα τα κομμάτια που ώθησαν τον αδικοχαμένο Βραζιλιάνο πιλότο στην παραπάνω απόκριση.
Στις 24 Ιουνίου 1911, δηλαδή πριν από 116 ολόκληρα χρόνια, είχε δει το πρώτο φως της ζωής ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο (σ.σ. Φάντζο στα ιταλικά, Φάνχιο στα ισπανικά, Φάντζιο θα αναφέρεται στο κείμενο για να είναι όλοι ικανοποιημένοι).
***
Λάθος πιστοποιητικό γέννησης
Το Κιέτι είναι μία πόλη που υπάγεται στην περιφέρεια του Αμπρούτσο της Κεντρικής Ιταλίας. Από εκεί προήλθαν οι παππούδες του Χουάν Μανουέλ Φάντζιο.
Ο πατέρας του ονόματι Λορέτο γεννήθηκε τo 1883 στο Καστιλιόνε Μέσερ Μαρίνο και η μητέρα του, η Ερμίνια Ντεράμο, το 1885 στο Τορναρέτσε.
To 1887 o παππούς Τζιουζέπε μετακόμισε κοντά στη λίμνη Λαγκούνα ντε λος Πάδρες της Αργεντινής και ασχολήθηκε με την παραγωγή κάρβουνου.
Τρία χρόνια αργότερα, χάρη στα χρήματα που είχε κερδίσει από το δύσκολο αυτό επάγγελμα, απέκτησε μία φάρμα στο Μπαλκάρτσε και συγκεκριμένα στον αριθμό 55 της επαρχιακής οδού.
Όταν πια ο εργατικός Τζιουζέπε είχε εγκατασταθεί στην πόλη της περιφέρειας του Μπουένος Άιρες, όλα τα μέλη της οικογένειας Φάντζιο μετακόμισαν από την Ιταλία στην Αργεντινή, όπως πολλές χιλιάδες συμπατριώτες τους.
Το 1890 ο 7χρονος Λορέτο μετακινήθηκε στην πόλη Τρες Αρόγιος, όπου για μια τριετία έβγαζε το ψωμί του ως επιστάτης αλόγων και ως καλλιεργητής πατάτας.
Σε ηλικία 19 ετών ο πατέρας του Φάντζιο επέστρεψε στην Ιταλία για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και εκεί γνώρισε τη 17χρονη Ερμίνια Ντεράμο, με την οποία παντρεύτηκαν στις 24 Οκτωβρίου 1903.
O Λορέτο άρχισε να εργάζεται ως χτίστης και, παράλληλα, απέκτησε ένα δάνειο, προκειμένου να αγοράσει ένα οικόπεδο ανάμεσα στο 6 και το 8 της 13ης οδού του Μπαλκάρτσε.
Πρώτα γεννήθηκαν η Ερμίνια (σ.σ. η μαμά γραφόταν Erminia και η κόρη Herminia), ο Χοσέ και η Τσέλια, ενώ θα ακολουθούσαν άλλοι τρεις καρποί του έρωτα των Ιταλών μεταναστών.
To τέταρτο παιδί της οικογένειας, ο Χουάν Μανουέλ, είδε το πρώτο φως της ζωής την κρύα νύχτα της 24ης Ιουνίου 1911, ημέρα εορτασμών του Σαν Χουάν με φωτιές και άλλα έθιμα.
Ο μετέπειτα κορυφαίος πιλότος ήρθε στον κόσμο λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα εξ ου και το λάθος στο πιστοποιητικό γέννησης που ανέφερε 23 αντί για 24 Ιουνίου.
Ο Λορέτο και η Ερμίνια, πάντως, δεν σταμάτησαν την αναπαραγωγή, αφού μετά τον Χουάν Μανουέλ έδωσαν ζωή στον Ρουμπέν Ρενάτο και την Κάρμεν.
Το πρώτο αυτοκίνητο, το ποδόσφαιρο και το μποξ
Ο Χουάν Μανουέλ γράφτηκε στο 4ο Δημοτικό Σχολείο του Μπαλκάρτσε και δάσκαλος του ήταν ο Μελιτόν Λοσάνο, ενώ στη Δ’ Δημοτικού μετακινήθηκε στο 1ο Δημοτικό που βρισκόταν στον αριθμό 18 της λεωφόρου Ουριμπούρου.
Δεν ήθελε να γίνει οικοδόμος, αλλά βοηθούσε τον πατέρα του και πριν κλείσει καλά-καλά τα 10 του εργάστηκε στο σιδηρουργείο του Φρανσίσκο Τσέρι.
Λίγο αργότερα έπιασε δουλειά στο συνεργείο αυτοκινήτων Καπετίνι και δεν άργησε να διαπιστώσει ότι διασκέδαζε αφάνταστα με τα βασικά στοιχεία της οδήγησης ενός Panhard Levassor. Το έβαζε μπροστά, κατέβαινε για να καθαρίσει το πάτωμα, μετά το επανέφερε στη θέση του κ.ο.κ.
Σε συνέντευξή του έχει πει για εκείνη την εποχή: «Πάντα ήθελα να γίνω οδηγός αγώνων. Σχεδόν από την… κούνια. Όταν ήμουν γύρω στα 11, άρχισα να πηγαίνω σε ένα γκαράζ τα απογεύματα προκειμένου να μάθω για τα αυτοκίνητα. Τα πρωινά πήγαινα στο σχολείο».
Σε ηλικία 12 ετών ο Χουάν Μανουέλ άρχισε να εργάζεται για τον αυτοκινητιστή της περιοχής. Εκεί έμαθε να οδηγεί σωστά, διότι ο Καρλίνι του εμπιστευόταν το φορτηγάκι του όταν πήγαινε για κυνήγι, ενώ παράλληλα, του επέτρεπαν να… βάζει μπρος σε αγροτικά μηχανήματα που επισκεύαζε.
Έναν χρόνο αργότερα, ο μικρός έθεσε τις βάσεις για να μάθει τα μυστικά των κινητήρων χάρη στο πόστο του βοηθού μηχανικού που του δόθηκε στο συνεργείο ενός τοπικού οδηγού και ατζέντη γνωστής αμερικανικής κατασκευαστικής εταιρείας αυτοκινήτων, του Μιγκέλ Βιτζιάνο.
Ένα τετρακύλινδρο Overland (το απέκτησε από το συνεργείο αντί μισθού) ήταν το πρώτο αυτοκίνητο του 16χρονου πια Χουάν Μανουέλ, ο οποίος το μετέτρεψε σε αγωνιστικό χωρίς να συμμετέχει σε κούρσες.
Εκείνη την εποχή προτιμούσε να παίζει ποδόσφαιρο ως δεξί εξτρέμ στην Κλουμπ Ριβαδάβια ή να δοκιμάζει τις δυνάμεις του στο μποξ, ώσπου μία πλευρίτιδα τον έριξε στο κρεβάτι για έναν ολόκληρο χρόνο.
Οι συμπαίκτες του τον αποκαλούσαν «chueco», επειδή είχε στραβά πόδια, και αυτό το παρατσούκλι έμελλε να τον ακολουθεί για μια ζωή, ασχέτως αν στην πορεία προέκυψε και το «maestro».
Συνοδηγός σε κούρσες και… συνεργός
To 1929 συμμετείχε ως συνοδηγός ενός τοπικού πιλότου και πελάτη του συνεργείου Μανουέλ Αγιέρσα σε αγώνα από το Κορονέλ Βιδάλ μέχρι το Χενεράλ Χουίδο. Το δίδυμο τερμάτισε στη 2η θέση με ένα Chevrolet του 1928 και μερικές δεκαετίες αργότερα o αυτοκινητόδρομος πήρε το όνομα του Χουάν Μανουέλ Φάντζιo.
Έπειτα από έναν χρόνο «καβάλησε» ξανά ως συνοδηγός ένα τετρακύλινδρο Plymouth με τον κουνιάδο του Χοσέ Μπρούχας Φοντ για να λάβουν μέρος σε μία κούρσα που ονομαζόταν «Λα Τσάτα».
Το 1931 πάτησε… φρένο προκειμένου να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στο 6ο Σύνταγμα Ιππικού του Κάμπο ντε Μάγιο και μετά την απόλυσή του αποφάσισε να ανοίξει συνεργείο με τον φίλο του Χοσέ Ντούφαρντ.
Ο Λορέτο, ο πατέρας του Χουάν Μανουέλ, προσέφερε ένα σεβαστό κομμάτι γης δίπλα από το σπίτι τους, ένας φίλος ανέλαβε τις ξυλουργικές εργασίες, άλλοι συγκέντρωσαν 80 πέσος για να αγοραστούν τα εργαλεία, ο Φρανσίσκο Καβαλότι (συμπαίκτης του Φάντζιο στο ποδόσφαιρο) προσέφερε ένα παλιό φορτηγό… Όλοι βοήθησαν τους δύο νέους.
Παράλληλα, ο 22χρονος -πια- Αργεντινός συνέχισε να αγωνίζεται σε ομάδες του Μπαλκάρτσε (Λεάντρο Άλεμ και Μίτρε), δείγμα της αγάπης που είχε για τη “στρογγυλή θεά”, ασχέτως αν είχε ήδη βάλει… πρώτη προς την κορυφή του μηχανοκίνητου αθλητισμού.
Το 1934 ο Χουάν Μανουέλ και ο Χοσέ μετέφεραν το συνεργείο στον αριθμό 14 της λεωφόρου Ντελ Βάλε, αφού προηγουμένως συμφώνησαν να καταβάλλουν το 50% της ενοικίασης του χώρου (η πρόσοψη είχε παραχωρηθεί σε έναν έμπορο βενζίνης και οι δύο φίλοι πήραν την πίσω πλευρά).
Οι δουλειές πηγαίνουν καλά, οι πελάτες αυξάνονται και πολύ γρήγορα εντάσσεται στην… ομάδα ο αδερφός του Χοσέ Ντούφαρντ, ονόματι Μπερνάρντο.
Ο Χουάν Μανουέλ αναπτύσσει συνεχώς τις εμπορικές και μηχανικές δεξιότητές του, ενώ εκτός από το συνεργείο ασχολείται με το ποδόσφαιρο και τον χορό, χωρίς να παραλείπει να συναντά φίλους στον ελεύθερο χρόνο του.
Εκκίνηση με ένα… ταξί, εμπλοκή σε δυστύχημα
Στις 25 Οκτωβρίου 1936, ο Φάντζιο πραγματοποιεί το ντεμπούτο του ως πιλότος με το ψευδώνυμο «Ριβαδάβια», το όνομα δηλαδή της πρώτης του ποδοσφαιρικής ομάδας.
Συμμετέχει στον ανεπίσημο αγώνα του «Μπενίτο Χουάρες» με ένα μπλε Ford ‘A’ του 1929, το οποίο δεν είναι άλλο από ένα ταξί που ανήκει στον πατέρα του φίλου του και συνοδηγού στην κούρσα Χιλμπέρτο Μπιανκούλι.
Ο Φάντζιο υποχρεώνεται να ακινητοποιήσει το αυτοκίνητο με το Νο19, διότι αυτό «βάρεσε μπιέλα» δύο γύρους πριν από το τέλος κι ενώ βρίσκονταν στην 3η θέση.
Λίγες ημέρες αργότερα, στις 13 Δεκεμβρίου, αποκλείστηκε άνευ αγώνος από την κούρσα «Γκονσάλες Τσάβες» επειδή έφτασε με καθυστέρηση και, κατά συνέπεια έχασε την ευκαιρία να οδηγήσει ένα γκρι Ford ‘Α’ του 1930 που ανήκε στον πατέρα ενός άλλου φίλου του, του Λεονάρντο Γιαλέα (συνοδηγός θα ήταν πάλι ο Μπιανκούλι).
Στις 21 Μαρτίου του επόμενου έτους λαμβάνει μέρος, αυτή τη φορά ως οδηγός, στο προαναφερθέν «Λα Τσάτα», με ένα οκτακύλινδρο Buick 8. Δίπλα του βρίσκεται ο Χοσέ Ντούφαρντ.
Ούτε τότε, όμως, κατάφερε να αποφύγει την περιπέτεια, καθώς κατά την εκκίνηση του έμεινε στο χέρι ο μοχλός ταχυτήτων. Προσπάθησε να επιδιορθώσει τη ζημιά με ένα κατσαβίδι, αλλά η εγκατάλειψη δεν αποφεύχθηκε.
Η πρώτη του επίσημη συμμετοχή πραγματοποιείται στις 27 Μαρτίου 1938 στο σιρκουί της Νεκοτσέα με ένα κόκκινο Ford V8, κλάσης ’34, με κινητήρα του ’38. Καταλαμβάνει την 3η θέση στη δεύτερη κατηγορία, την 5η στις κατατακτήριες και την 7η στον τελικό.
Με το ίδιο Ford δήλωσε συμμετοχή για την κούρσα της Ολαβαρία (Σεπτέμβριος 1938), όμως δεν έλαβε μέρος, ενώ αντίθετα τερμάτισε 7ος σε αγώνες του Turismo Carretera (μτφρ. Τουριστικός Δρόμος) με ένα Ford 37 και συνεπιβάτη τον Λουίς Φινοκιέτι (ο Φάντζιο οδήγησε στο μεγαλύτερο διάστημα).
Την Κυριακή 13 Νοεμβρίου πρωταγωνίστησε σε ένα τραγικό περιστατικό ενώ έτρεχε με το Ford V8 (συνοδηγός ο Μπιανκούλι) στον αγώνα «400 χλμ. του Τρες Αρόγιος». Συγκεκριμένα ενεπλάκη σε ένα δυστύχημα που έλαβε χώρα εντός των πρώτων 4 γύρων, με συνέπεια να «κοπεί» από την κούρσα.
Η τελευταία του διαδρομή με το Ford V8 καταγράφηκε στο σιρκουί «Ντελ Μπόσκε» και συνεπιβάτης ήταν ο Έκτορ Τιέρι, ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός στο συνεργείο του.
Εν μέσω ομίχλης και βροχής, ο Φάντζιο δεν καταφέρνει να τερματίσει με ένα μαύρο Chevrolet 1939 στο Grand Prix της Αργεντινής, ωστόσο νωρίτερα είχε πανηγυρίσει την πρώτη του νίκη σε διαδρομή (την 4η από το Καταμάρκα στο Σαν Χουάν).
Ένα τάνγκο για τον Φάντζιο
Το ξεκίνημα της νέας δεκαετίας βρίσκει τους Μάντζιο-Ντούφαρντ να επεκτείνουν την επιχείρησή τους με την απόκτηση ενός παρακείμενου χώρου που χρησίμευε ως αποθήκη.
Η μέρα τους άρχιζε με δουλειά από τις 6 μέχρι τις 8 το πρωί, στη συνέχεια υπήρχαν οι επαφές με τους πελάτες και, βέβαια, ο ελεύθερος χρόνος γινόταν ολοένα και πιο περιορισμένος.
Εκείνη την περίοδο ο Χουάν Μανουέλ σκέφτηκε ότι οι σπορ κινητήρες θα προσδώσουν ένα ακόμη καλύτερο όνομα στην επιχείρηση, η οποία στο μεταξύ είχε εμπλουτιστεί με την έλευση του αδερφού Ρουμπέν Ρενάτο.
Με το συνεργείο να εξελίσσεται και τις αγωνιστικές εμπειρίες να έχουν αυξηθεί αρκετά, ο Φάντζιο πανηγύρισε μία σπουδαία νίκη τον Οκτώβριο, έπειτα από κούρσα 9.500 χλμ. στο Τurismo Carretera (Μπουένος Άιρες-Λίμα-Μπουένος Άιρες η διαδρομή).
Συνεπιβάτης στην πράσινη Chevrolet του 1940 ήταν ο Τιέρι, βασικός αντίπαλος ο Όσκαρ Γκάλβες που οδηγούσε ένα Ford, ενώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι με τα χρήματα που κέρδισε από την κούρσα, ο Φάντζιο απαλλάχθηκε από τους τόκους.
Ο Αργεντινός αφηγείται: «Ήταν η πρώτη μου μεγάλη νίκη. Πάνω από 9.000 χλμ. από το Μπουένος Άιρες μέσω των Άνδεων στη Λίμα του Περού και ξανά πίσω στο Μπουένος Άιρες. Η διοργάνωση διήρκησε 13 ημέρες, καθημερινά διανύαμε 400 έως 1.200 χλμ., όλα σε χωματόδρομους. Δεν υπήρχαν νυχτερινές διαδρομές, συνεπώς μπορούσαμε να απολαύσουμε έναν ικανοποιητικό ύπνο.
Αντίθετα, δεν επιτρεπόταν να διαθέτουμε μηχανικούς. Αν χρειαζόταν κάποια εργασία στο αυτοκίνητο, θα έπρεπε να την κάνει ο οδηγός και ο συνοδηγός, σε διάστημα μόλις μιας ώρας στο τέλος κάθε διαδρομής.
Επίσης έπρεπε να διαθέτουμε όλα τα ανταλλακτικά στο αυτοκίνητο: έμβολα, κιβώτιο ταχυτήτων, ακόμα και πίσω άξονα. Ως εκ τούτου, τα αυτοκίνητα ήταν πολύ βαριά κατά την εκκίνηση και γίνονταν πολύ ελαφρύτερα όσο περνούσε η ώρα».
Οι επιτυχίες συνεχίστηκαν το 1941, καθώς κατέκτησε εκ νέου το Τurismo Carretera, θριάμβευσε στον αγώνα «Ζετούλιο Βάργκας» της Βραζιλίας και στις 13 Δεκεμβρίου πανηγύρισε τη νίκη στο Mil Millas (μτφρ. Χίλια Μίλια) της Αργεντινής.
Η δεύτερη διαδοχική επιτυχία του στο T.C. ώθησαν τον διάσημο μουσικό, συνθέτη και ηθοποιό Ανσέλμο Ανιέτα να σκαρφιστεί ένα τάνγκο για τον Φάτζιο, στο «Café Nacional» της οδού Κοριέντες.
Στις 21 Ιανουαρίου 1942 ολοκλήρωσε πρώτος τον 2ο και τον τελευταίο γύρο του Grand Prix του Νότου, αλλά κατέλαβε τη 10η θέση στη γενική κατάταξη, ενώ αντίθετα, στις 2 Απριλίου θριάμβευσε στον αγώνα Mar y Sierras (μτφρ. Θάλασσα και Οροσειρές) πάντα με την πράσινη Chevrolet του 1940.
Η περίοδος 1942-1946 τον βρήκε να αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο στο συνεργείο, να συνεργάζεται με τον φίλο του Έκτορ Μπαραγάν και να ταξιδεύει συχνά στα νότια της χώρας, προκειμένου να αγοράζει φορτηγά και τρέιλερ για να μεταφέρει ελαστικά, τα οποία τότε σπάνιζαν στην Αργεντινή εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι επιτυχίες ήρθαν μετά το πένθος
Σε ηλικία 35 ετών, ο Φάντζιο επιστρέφει στη δράση με συμμετοχή σε αγώνες του Μορόν και του Ταντίλ, ενώ μέχρι το καλοκαίρι του 1948 ξαναβρίσκει για τα καλά τη φόρμα του και θριαμβεύει σε πολλές κούρσες.
Σύντομα πραγματοποιεί εκπαιδευτικό ταξίδι στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, προκειμένου να μάθει περισσότερα για τα εργοστάσια και τα σιρκουί, ασχέτως αν έχει πατήσει πια τα 37 του. Είναι η εποχή που αγωνίζεται για πρώτη φορά με αγωνιστικό αυτοκίνητο.
Επί γαλλικού εδάφους δέχεται πρόσκληση από τον πρώην πιλότο και μετέπειτα κατασκευαστή Αμαντέο Γκορντίνι να λάβει μέρος με ένα δημιούργημά του, το Simca Gordini, στον αγώνα της Ρεμς. Ο Φάντζιο απαντά καταφατικά και καταγράφει την πρώτη του συμμετοχή σε ευρωπαϊκό Grand Prix.
Ο Αργεντινός δέχεται ένα βαρύ χτύπημα στις 29 Οκτωβρίου του ιδίου χρόνου, αφού κατά τη διάρκεια του νοτιοαμερικανικού Grand Prix ανάμεσα στο Μπουένος Άιρες και το Καράκας, σκοτώνεται ο συνοδηγός του Ντανιέλ Ουρούτια.
Η μαρτυρία του Φάντζιο: «Βγήκαμε εκτός δρόμου και πέσαμε σε μία βουνοπλαγιά. Κατά τη διάρκεια της πτώσης, η πίσω πόρτα άνοιξε και ο συνοδηγός μου, ο Ντανιέλ Ουρούτια, εκτινάχθηκε έξω. Όταν το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε ήμουν παγιδευμένος αλλά τελικά κατάφερα να απεγκλωβιστώ. Όταν βρήκα τον Ντανιέλ, πέθαινε…
Ήταν η χειρότερη εμπειρία μου. Ήταν ένας καλός μου φίλος και για μια στιγμή σκέφτηκα ότι δεν θα αγωνιστώ ποτέ ξανά. Ύστερα, όμως, από το ατύχημα της Μόντσα (σ.σ. το 1952), δεν μπορούσα να περιμένω πότε θα είμαι σε θέση να ξανατρέξω. Διαφορετικές περιπτώσεις τα περιστατικά, αλλά και τα δύο προήλθαν από τον ίδιο λόγο, την κούραση».
Έπειτα από τον χαμό του Ουρούτια, όμως, το πένθος παραχώρησε τη θέση του στην επιτυχία, όπως θα δείτε χρονικά.
1950: Η Διεθνής Ομοσπονδία Αυτοκινήτου διοργανώνει το πρώτο επίσημο πρωτάθλημα αυτοκινήτων Formula 1 και ο Φάντζιο λαμβάνει μέρος ως οδηγός της Alfa Romeo. Καταφέρνει να αναδειχθεί πρώτος και στους 3 αγώνες που τερμάτισε (Μονακό, Βέλγιο, Γαλλία), αλλά ο Τζιουζέπε Φαρίνα είναι αυτός που παίρνει τον τίτλο στο τέλος.
1951: Αγωνιζόμενος ξανά με Alfa Romeo, κερδίζει τα 3 από τα 8 Grand Prix του πρωταθλήματος, ενώ σε άλλα 2 κατατάσσεται δεύτερος. Η άνοδος της Ferrari με τους Χοσέ Γκονσάλες και Αλμπέρτο Ασκάρι στερεί βαθμούς από τους ομόσταβλους του της A.R. και τον βοηθούν να πανηγυρίσει το πρώτο του πρωτάθλημα.
O Φάντζιο έχει δηλώσει για την πρώτη διετία στο πρωτάθλημα: «Έχω πολύ καλές μνήμες από τα χρόνια μου στην Alfa Romeo το 1950 και το 1951. Η Alfetta 159 ενδεχομένως να ήταν το αγαπημένο μου αυτοκίνητο γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να κατακτήσω τον πρώτο τίτλο.
Είχαν πραγματοποιηθεί μερικοί θαυμάσιοι αγώνες μεταξύ της Alfa και της Ferrari. Σεβόμουν και αγαπούσα απεριόριστα τον Αλμπέρτο Ασκάρι, ο οποίος ηγήθηκε της Ferrari επί σειρά ετών. Εκείνος και αργότερα ο Στέρλινγκ Μος ήταν, αναμφίβολα, οι αντίπαλοι που φοβόμουν περισσότερο. Ομόσταβλος στην Alfa ήταν ο Τζιουζέπε Φαρίνα».
Ποια ήταν, όμως, η άποψή του για τον Φαρίνα; «Ήταν τρελός. Στην πίστα δεν ήταν πολύ κακός, αλλά στον δρόμο… Απεχθανόμουν τις στιγμές που βρισκόμουν μαζί του καθ’ οδόν για έναν αγώνα. Ο Φελίτσε Μπονέτο (σ.σ. επίσης μέλος της Alfa) ήταν το ίδιο».
1952: Με την αλλαγή των κανόνων στην F1, η Alfa Romeo δεν μπορεί να λάβει μέρος και ο Φάντζιο μένει χωρίς ομάδα, ενώ παράλληλα, ένα σοβαρό ατύχημα σε ανεπίσημο αγώνα με τα χρώματα της Maserati τον θέτει νοκ-άουτ.
Ιδού τι έχει δηλώσει ο ίδιος για το περιστατικό που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή: «Είχα δώσει τον λόγο μου ότι θα βρίσκομαι στη Μόντσα. Ο Πρίγκιπας Μπίρα του Σιάμ (σ.σ. και πιλότος της F1) είχε υποσχεθεί να με μεταφέρει με το αεροπλάνο του από το Μπέλφαστ στο Μιλάνο και αυτό θα μου επέτρεπε να απολαύσω μερικές ώρες ξεκούρασης.
Δυστυχώς, το αεροπλάνο του κατέπεσε, συνεπώς κι εγώ θα έπρεπε να αλλάξω τα πλάνα του. Πήρα την πτήση της γραμμής από το Λονδίνο με την ελπίδα ότι θα υπάρξει ανταπόκριση στο Μιλάνο.
Στο Λονδίνο μου είπαν ότι ο καιρός στην Ιταλία είναι τόσο κακός που όλες οι πτήσεις έχουν ακυρωθεί. Συνεπώς «πέταξα» με προορισμό το Παρίσι και στη συνέχεια προσπάθησα να βρω ένα τρένο με κουκέτα για το Μιλάνο. Ωστόσο ήταν πια μεσάνυχτα και δεν υπήρχαν τρένα.
Ευρισκόμενος σε απόγνωση επικοινώνησα με τον Λουί Ροζιέ (σ.σ. άλλος πιλότος της F1) και τον ρώτησα αν θα μπορούσα να δανειστώ ένα αυτοκίνητό του. Συμφώνησε κι εγώ ξεκίνησα για τη Μόντσα, όπου έφτασα στις 14:00. Η κούρσα εκκινούσε στις 14:30 και αυτό μου επέτρεπε να κάνω ένα ντους. Προφανώς δεν πρόλαβα την προετοιμασία και δεν υπήρχε χρόνος για να κάνω μερικούς γύρους και να θυμηθώ τις στροφές της πίστας.
Έπρεπε να εκκινήσω από το τέλος. Η κούρσα ξεκίνησε στην ώρα της. Κατά τις 15:00 εγώ βρισκόμουν στο νοσοκομείο και ήμουν τυχερός που ζούσα. Το ατύχημα συνέβη στον δεύτερο γύρο, όπου είχα προσπεράσει αρκετά αυτοκίνητα και πάλευα με όλες μου τις δυνάμεις.
Έπειτα, όμως, η Maserati μπήκε σε ένα ολισθηρό σημείο και λόγω κούρασης, οι αντιδράσεις μου δεν ήταν ιδιαίτερα γρήγορες. Τα θυμάμαι όλα πολύ καθαρά: το αυτοκίνητο βγήκε εκτός δρόμου, χτύπησε στο χορτάρι περιμετρικά, απογειώθηκε, έβλεπα τα δέντρα να περνούν γύρω-γύρω, εκτινάχθηκα και προσγειώθηκα σε ένα σημείο που υπήρχε μαλακό χορτάρι. Μπορώ να θυμηθώ ακόμη και την έντονη μυρωδιά του χορταριού στιγμές πριν πεταχτώ έξω».
Με τον λαιμό του σοβαρά τραυματισμένο, ο Φάντζιο έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή και τελικά τα κατάφερε: «Όταν ανέκτησα τις αισθήσεις μου, ο Φαρίνα βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι μου και κρατούσε ένα δάφνινο στεφάνι. Πίστεψα ότι είναι κι αυτός νεκρός. Έπειτα άρχισα να διαπιστώνω ότι ήμουν ακόμη ζωντανός, συνειδητοποίησα ότι έχει νικήσει τον αγώνα και πως είχε φέρει το δάφνινο στεφάνι προς τιμήν μου».
1953: Επανέρχεται στην F1 με τη Μaserati. Καταφέρνει να θριαμβεύσει στη Μόντσα και να τερματίσει άλλες 2 φορές δεύτερος, αλλά η Ferrari και ο Αλμπέρτο Ασκάρι κυριαρχούν, με συνέπεια αυτός να αρκεστεί στη 2η θέση.
1954: Επιστροφή στους τίτλους! Εκκινεί τη χρονιά με τη Maserati, καταγράφοντας 2 νίκες σε Αργεντινή και Βέλγιο, αλλά μεταπηδά στη Mercedes Benz όταν αυτή αποφασίζει να συμμετάσχει στα μισά της σεζόν. Με τα «ασημένια βέλη» θριαμβεύει σε άλλους 4 αγώνες και δικαίως κατακτά για 2η φορά τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή.
1955: Αναδεικνύεται 4 φορές πρώτος με τη Mercedes Benz, το πρωτάθλημα διακόπτεται λόγω των 80 θανάτων στον 24ωρο αγώνα του Λε Μαν, αλλά θα συνεχιστεί και ο Φάντζιο θα κατακτήσει τον 3ο τίτλο.
1956: Η Mercedes εγκαταλείπει την F1 μετά την τραγωδία του Λε Μαν και ο Αργεντινός μεταπηδά στη Ferrari αντί του Ασκάρι, ο οποίος είχε σκοτωθεί στη Μόντσα τον περασμένο Μάιο. Το 4ο πρωτάθλημα και 3ο με διαφορετική ομάδα είναι γεγονός, αλλά οι σχέσεις του με τον Έντσο Φεράρι δεν είναι καλές και αποχωρεί.
1957: Επιστροφή στη Μaserati. Ο Φάντζιο νικά τους τρεις πρώτους αγώνες σε Αργεντινή, Μονακό και Γαλλία, αλλά εγκαταλείπει στο Σίλβερστοουν.
Στον επόμενο αγώνα, στο Νίρμπουργκρινγκ της Γερμανίας, εκκινεί με λιγότερα καύσιμα με σκοπό να κάνει ένα γρήγορο πιτ στοπ, και ταυτόχρονα να αλλάξει ελαστικά. Η ομάδα του δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει γρήγορα το πιτ στοπ του 13ου γύρου κι ενώ πριν ηγείτο της κούρσας κατά περίπου 30 δευτερόλεπτα, βρίσκεται πίσω από τις δύο Ferrari με διαφορά περίπου 50 δευτερολέπτων (σ.σ. απέμεναν 10 γύροι).
Τότε άρχισε να λάμπει το άστρο του. Ο Φάντζιο βελτιώνει κατά 15’’ τα ρεκόρ γύρου που ο ίδιος είχε καταρρίψει την περασμένη χρονιά, καταφέρνει στο τέλος του 19ου να βρίσκεται 13’’ πίσω από τους Χόθορν και Κόλινς, προτού πετύχει ρεκόρ και στον επόμενο γύρο. Προς το τέλος ξεπέρασε τις Ferrari και πήρε τη νίκη!
Η συγκεκριμένη εμφάνιση αναφέρεται συχνά ως η κορυφαία οδήγηση στην ιστορία της Formula 1 και, βέβαια, η κατάκτηση του, 5ου, τίτλου σε ηλικία 46 ετών είναι ένα εξωπραγματικό φαινόμενο που δεν είχε ξανασυμβεί ούτε πρόκειται να ξανασυμβεί ποτέ.
Σε συνέντευξή του το 1979 είπε για το «θαύμα» του Νίρμπουργκρινγκ: «Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια, μπορώ να αισθανθώ τον φόβο όταν φέρνω στο μυαλό μου αυτόν τον αγώνα. Μόνο εγώ ξέρω τι είχα κάνει, τα ρίσκα που είχα πάρει. Το Νίρμπουργκρινγκ ήταν πάντα το αγαπημένο μου σιρκουί χωρίς καμιά αμφιβολία.
Το αγαπούσα και νομίζω ότι εκείνη τη μέρα το κατέκτησα. Ίσως μία άλλη μέρα να με είχε κατακτήσει εκείνο, ποιος ξέρει; Αλλά πιστεύω ότι εκείνη τη μέρα έθεσα τον εαυτό μου και το αυτοκίνητο στα όρια – και ίσως ακόμα παραπάνω. Δεν είχα οδηγήσει ποτέ έτσι και γνώριζα ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ ξανά κάτι τέτοιο».
Δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, ήτοι το 1993, ο Φάντζιο παρακολούθησε το βραζιλιάνικο Grand Prix και, μάλιστα, μοιράστηκε το βάθρο με τον Αΐρτον Σένα, ο οποίος τον αγαπούσε πολύ.
Ο αδικοχαμένος πιλότος είχε πει κάποτε για το «θαύμα» του Νίρμπουργκρινγκ: «Ακόμα κι αν εγώ ή κάποιος άλλος ισοφαρίσει ή σπάσει το ρεκόρ του, το επίτευγμα αυτό δεν θα συγκρίνεται με τίποτε άλλο».
1958: Λαμβάνει μέρος σε δύο αγώνες (Αργεντινή-Γαλλία), όπου σε αμφότερους καταλαμβάνει την 4η θέση. Προς τιμήν του, ο Μάικ Χόθορν, ο οποίος προπορευόταν ενός γύρου του Φάντζιο στον αγώνα της Ρεμς, σταμάτησε πριν από τη γραμμή του τερματισμού, προκειμένου ο Αργεντινός να τον προσπεράσει και να ολοκληρώσει τον τελευταίο του (50ό) γύρο.
Η απαγωγή στην Κούβα
Η Κούβα δεν φιλοξενούσε επίσημο αγώνα της Formula 1, αλλά μεταξύ 1957-1958 διεξήγαγε ένα ετήσιο Grand Prix και ο Φουλχένσιο Μπατίστα πλήρωνε αδρά για να δελεάζει τους αστέρες της Formula 1.
Ο Φάντζιο είχε αναδειχθεί νικητής στη διοργάνωση του 1957 με τη Maserati και είχε απαντήσει καταφατικά για εκείνη του 1958, ασχέτως αν οι αντάρτες του Φιντέλ Κάστρο είχαν απειλήσει ότι δεν θα καθίσουν με σταυρωμένα τα χέρια.
Όπως πάντα, ο Αργεντινός πήρε το κλειδί του δωματίου 810 στο ήσυχο ξενοδοχείο «Lincoln» κι ενώ οι περισσότεροι προτιμούσαν το φρουρούμενο «Nacional».
Ήδη είχε δείξει ότι θα κάνει τη διαφορά παρά το γεγονός ότι όδευε προς απόσυρση από δράση, καθώς είχε καταγράψει τους καλύτερους χρόνους στα τεστ.
Παραμονές του αγώνα, στις 20:45 της 23ης Φεβρουαρίου 1958, ο Φάντζιο βρισκόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου με τους μηχανικούς της Maserati, όταν τον πλησίασαν δύο ένοπλοι και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο όνομα του Κινήματος της 26ης Ιουλίου.
Οι επαναστάτες ενημέρωσαν αμέσως τα Μέσα για την απαγωγή, η οποία όπως είπαν έγινε για να σταματήσει η αιμορραγία των δημόσιων ταμείων που χρηματοδοτούσε μηχανοκίνητα σπορ την ώρα που ο κουβανικός λαός πέθαινε από τη φτώχεια.
Αστυνομία και στρατός όργωσαν την Αβάνα και έμπαιναν σε σπίτια πολιτών, καθώς το γεγονός ήταν ντροπιαστικό για το καθεστώς του Μπατίσταλ, ο οποίος διέταξε ο αγώνας να διεξαχθεί κανονικά.
Στήθηκαν οδοφράγματα σε διασταυρώσεις, τοποθετήθηκαν φύλακες σε ιδιωτικά και εμπορικά αεροδρόμια, ενώ έγιναν ενέργειες για την ασφάλεια των υπολοίπων οδηγών.
Ύστερα από τον αγώνα, ο Αργεντινός πρεσβευτής στην Κούβα δέχτηκε ένα τηλεφώνημα για να παραλάβει τον παλαίμαχο πιλότο σε προκαθορισμένο σημείο. Όπερ και εγένετο έπειτα από 29 ώρες κράτησης.
Η αλήθεια είναι ότι του συμπεριφέρθηκαν πολύ καλά, δεν απειλήθηκε η ζωή του ούτε στιγμή, τον κράτησαν σε τρία διαφορετικά πολυτελή σπίτια και του σέρβιραν το πρωινό του στο κρεβάτι.
Επιπλέον, όχι μόνο άκουσε από το ραδιόφωνο όλο το Grand Prix, αλλά στο τέλος έλαβε και την αμοιβή του από την κουβανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε στην κούρσα.
«Ήταν μία ακόμη περιπέτεια. Αν αυτό που έκαναν οι αντάρτες ήταν για καλό σκοπό, τότε εγώ ως Αργεντινός το αποδέχομαι», είπε μετά ο Φάντζιο, ο οποίος ήταν περισσότερος φιλοξενούμενος παρά απαχθείς.
Η κουβανική επανάσταση ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1959 και, κατά συνέπεια, το Grand Prix του ιδίου έτους δεν διεξήχθη.
Σαράντα χρόνια αργότερα, πάντως, κυκλοφόρησε ταινία με τίτλο «Operación Fangio», η υπόθεση αφορούσε στην απαγωγή του Φάντζιο και η σκηνοθεσία έγινε από τον Αλμπέρτο Λέτσι.
https://www.youtube.com/watch?v=Rf7EkNq0ZdM
Η μετέπειτα ζωή και τα τελευταία χρόνια
Ο Φάντζιο δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά διατηρούσε δεσμό με την Αντρέα Μπερούετ μέχρι το 1960 και πολλά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε ότι είχαν έναν γιο, ο οποίος έμεινε γνωστός με το όνομα Όσκαρ Κάτσο Εσπινόζα.
Επίσης, μόλις τον Φεβρουάριο του 2016 έγινε γνωστό ότι ο θρυλικός πιλότος είχε κι άλλον γιο: τον Ρουμπέν Βάσκες.
Όταν έβαλε φρένο στην πολυετή και άκρως επιτυχημένη καριέρα του, ο Φάντζιο ασχολήθηκε με την πώληση αυτοκινήτων της Mercedes Benz και συνήθιζε να οδηγεί παλιότερα μονοθέσιά του σε αγώνες επίδειξης.
Το 1974 ανακηρύχθηκε πρόεδρος της γερμανικής εταιρείας στην Αργεντινή και το 1987 επίτιμος πρόεδρος εφ’ όρου ζωής, ενώ το 1990 η Renault τον όρισε πρόεδρο του ιδρύματός της.
Το 1978 ήταν ειδικός καλεσμένος του 50ού Grand Prix της Αυστραλίας (σ.σ. 7 χρόνια προτού αποτελέσει μέρος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος). Ο νικητής Γκρέιαμ Μακ Ρέι παρέλαβε το έπαθλο Lex Davison διά χειρός Φάντζιο και δήλωσε: «Αυτή η συνάντηση αποτελεί μεγαλύτερη τιμή από την 3η νίκη μου στη διοργάνωση».
Έπειτα, ο 67χρονος Αργεντινός οδήγησε τη Mercedes Benz W196 που του είχε χαρίσει τους τίτλους του 1955 και του 1956 σε κούρσα επίδειξης 3 γύρων κόντρα σε 3 βετεράνους πιλότους, όπως ο Τζακ Μπράμπαμ.
Ο παγκόσμιος πρωταθλητής του 1966 οδηγούσε μονοθέσιο που είχε αποσυρθεί 10 χρόνια αργότερα από εκείνο του Φάντζιο, ο οποίος είχε κλείσει πια μια 20ετία από την εγκατάλειψη της δράσης. Κι όμως κατάφερε να κλέψει την παράσταση…
Ο Αργεντινός δεχόταν ανελλιπώς τιμές από ομοσπονδίες του μηχανοκίνητου αθλητισμού και από φορείς της χώρας του (έλαβε το πρώτο Premio Konex της Ιστορίας, ένα βραβείο που απονέμεται ετησίως σε κορυφαίες προσωπικότητες της χώρας), ενώ δημιουργήθηκε μουσείο (η κατασκευή του άρχισε το 1981).
Στις 8 Δεκεμβρίου 1982, έπειτα από μία αδιαθεσία στην καρδιά, ο Φάντζιο υποβάλλεται σε πενταπλό μπάι-πας από τον Ρενέ Φαβάλορο στο «Sanatorio Güemes».
Το 1992 αντιμετωπίζει πρόβλημα στα νεφρά και υποχρεώνεται να αφαιρέσει έναν καλοήθη όγκο, όμως σταδιακά η κατάστασή του επιδεινώνεται.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1993 εισάγεται στην κλινική «Mater Dei» λόγω υπερασβεστιαιμίας κι ενώ είχαν ήδη προηγηθεί τρεις εβδομαδιαίες αιμοκαθάρσεις.
Περιβάλλεται συνεχώς από φίλους και το 1994 ο Στέρλινγκ Μος ταξιδεύει στην Αργεντινή, προκειμένου να τον δει για μία τελευταία φορά.
Το 1995 η υγεία του Φάντζιο επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο.
Η ανιψιά Ρουθ, ο ανιψιός Ρόλαντ Βέρντιερ και η σύζυγός του Ντόλι τον φροντίζουν.
Στις 24 Ιουνίου γιορτάζει τα 84α του γενέθλια.
Στις 15 Ιουλίου μία γρίπη μετατρέπεται σε πνευμονία και τα αναπνευστικά προβλήματα είναι σοβαρά.
Τη Δευτέρα 17 Ιουλίου, ώρα 16:10, η καρδιά του σταματά να χτυπά.
Τι ήταν τελικά ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο
Ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο άργησε να περάσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να κατακτήσει 5 πρωταθλήματα με 4 διαφορετικές ομάδες, 24 νίκες σε 51 Grand Prix, 35 συμμετοχές στο βάθρο, 29 pole positions και 23 ταχύτερους γύρους
Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως: 5 πρωταθλήματα και 2 φορές στη 2η θέση από τα 39 μέχρι τα… 47 του! Δεν ολοκλήρωσε μία χρονιά λόγω του παραλίγο μοιραίου τραυματισμού, ενώ η τελευταία του έγινε… τιμής ένεκεν.
«Αυτοί οι παλιοί αγώνες στη Νότια Αμερική ήταν πολύ σκληροί», έχει πει ο Αργεντινός και ίσως εκεί, δηλαδή στο γεγονός ότι σκληραγωγήθηκε πολύ, να κρύβεται το μυστικό της μετέπειτα επιτυχίας του.
Βέβαια, το σημαντικότερο όλων είναι ότι ο Χουάν Μανουέλ Φάντζιο τα έκανε όλα με στυλ, με χάρη, με απαράμιλλη ευγένεια και με μία σεμνότητα που όμοια της δεν γνώρισε ούτε πριν ούτε μετά ο κόσμος της Formula 1. Ήταν η επιτομή της κομψότητας, της ηρεμίας και της άνεσης. Η φιλοσοφία του ήταν να νικά πάντα με τη χαμηλότερη δυνατή ταχύτητα.
Ένας άλλος θρυλικός πιλότος, ο Μίχαελ Σουμάχερ, έγινε ο πρώτος που έφτασε στην κατάκτηση 5 παγκοσμίων πρωταθλημάτων, ένα ρεκόρ που κρατούσε από το 1957 μέχρι το 2002.
Προς τιμήν του, ο Γερμανός παραδέχθηκε ότι δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση. Ο λόγος ήταν ότι στην εποχή του Φάντζιο οι λεπτοί χειρισμοί του οδηγού είχαν μεγαλύτερη αξία από το αυτοκίνητο. Τότε δεν υπήρχαν τελειοποιημένα συστήματα που υπολογίζουν τα πάντα, δεν φορούσαν πυράντοχες στολές ούτε προστατεύονταν σε κόκπιτ. Επίσης, η επιβίωση των πιλότων ήταν εξίσου σημαντική με την απόδοσή τους. Περίπου 30 εξ αυτών δεν είχαν την τύχη του Αργεντινού και σκοτώθηκαν σε αγώνες.
Ο «chueco», o οποίος αργότερα έλαβε ένα πιο τιμητικό παρατσούκλι («maestro»), όχι μόνο επιβίωσε, αλλά έκανε και τη διαφορά στον μηχανοκίνητο αθλητισμό. Ένας μεγάλος του αντίπαλος, ο Στέρλινγκ Μος, έχει πει: «Τι τον έκανε τόσο μεγάλο; Η συγκέντρωση και η ισορροπία του. Δεν ήταν τεχνίτης, ήταν ένας μεγάλος καλλιτέχνης της οδήγησης. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένας κύριος και ένας υπέροχος άνθρωπος».
Ο επίλογος ανήκει στον άνθρωπο που… προλόγισε αυτό το αφιέρωμα: «Αυτό που έκανε στην εποχή του αποτέλεσε παράδειγμα επαγγελματισμού, θάρρους και στυλ. Ανδρός και ανθρώπου.
Κάθε χρόνο υπάρχει νικητής του πρωταθλήματος, αλλά δεν θεωρείται απαραίτητα παγκόσμιος πρωταθλητής. Νομίζω ότι ο Φάντζιο αποτελεί το παράδειγμα ενός πραγματικού παγκοσμίου πρωταθλητή».
Διαβάστε ακόμη:
Μπερντ Ροζεμάγερ: Απαρνήθηκε τη ναζιστική στολή, σκοτώθηκε για το Παγκόσμιο ρεκόρ