Ο όρος σούπερ σταρ του ποδοσφαίρου ταυτίζεται και με προπονητές τα τελευταία χρόνια. Έχει αποδοθεί στον Ζοζέ Μουρίνιο, στον Πεπ Γκουαρδιόλα, στον Άλεξ Φέργκιουσον και σε άλλους. Ο πρώτος πραγματικός σούπερ σταρ της προπονητικής, όμως, έζησε και μεγαλούργησε πριν από πολλά χρόνια, εργάστηκε μόνο πέντε σεζόν στην πατρίδα του, όπου σχεδόν κανείς μη ποδοσφαιρόφιλος δεν τον γνωρίζει και πέθανε φτωχός, ξεχασμένος σε ξένη χώρα.
Ο Μπέλα Γκούτμαν, που γεννήθηκε πριν από δύο αιώνες, έζησε από κοντά τα χρόνια του Μεγάλου Κραχ στις ΗΠΑ, έζησε από κοντά τα χρόνια του Ολοκαυτώματος στην Ευρώπη, έζησε από κοντά τη διάσπαση της σπουδαίας Χόνβεντ λόγω των πολιτικών εξελίξεων στην Ουγγαρία, έζησε από κοντά δύο από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία, τους Φέρεντς Πούσκας και Εουσέμπιο, έζησε από κοντά τη δημιουργία του μύθου της εθνικής Ουγγαρίας του ’50 και της εθνικής Βραζιλίας κατόπιν και όμως το όνομά του συνδέεται απλά με μία ιστορία παραίτησης και “κατάρας” κατά της Μπενφίκα.
Το Sport-Retro.gr βάζει στο “μικροσκόπιο” την… άγνωστη ζωή του ανυπέρβλητου Ούγγρου προπονητή, ο οποίος ήταν κάτι παραπάνω από μία απλή “κατάρα”…
Ένας… χορογράφος με εβραϊκές ρίζες
Είδε το πρώτο φως της ημέρας στις 27 Ιανουαρίου 1899, σε μία μητρόπολη που δεν είχε πολλά χρόνια ζωής μέχρι τότε, στη Βουδαπέστη. Ή “Judapest”, λόγω της ισχυρής εβραϊκής κοινότητας της πόλης. Γιος δύο Αυστροουγγαρέζων καθηγητών χορού, του Άμπραχαμ και της Εστέρ, η μοίρα του έμοιαζε προδιαγεγραμμένη, αφού στα 16 του είχε αποκτήσει κι ο ίδιος πτυχίο χορού. Παρ’ όλα αυτά, είχε άλλες βλέψεις, όπως αποδείχθηκε…
Το ποδόσφαιρο είχε αρχίσει να εξαπλώνεται στη χώρα από τα τέλη του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα τη διεθνή αναμέτρηση των ναυτικών της χώρας με τους Βρετανούς συναδέλφους τους το 1895. Το 1901 σχηματίστηκε το πρώτο ουγγρικό πρωτάθλημα και παρότι η απουσία ΜΜΕ εμπόδισε την άμεση διάδοσή του, ο Γκούτμαν είχε μαγευτεί από το νέο άθλημα, το οποίο συνδύαζε με τις φιγούρες και την πλαστικότητα κινήσεων που είχε αποκτήσει από τον χορό.
Εντάχθηκε στην Τορέκβας στις μικρές κατηγορίες του εγχώριου πρωταθλήματος και το 1919, η ΜΤΚ Βουδαπέστης που ανήκε σε Εβραίο ιδιοκτήτη, αποφάσισε να ποντάρει πάνω στον 22χρονο Γκούτμαν. Με προπονητή ίσως τον καλύτερο Άγγλο τεχνικό στην ιστορία, τον Τζίμι Χόγκαν, η ΜΤΚ είχε πανηγυρίσει ήδη τέσσερα σερί πρωταθλήματα και όδευε στην κατάκτηση ακόμα πέντε διαδοχικών. Πλέον, μέλος εκείνης της “χρυσής ομάδας” ήταν και ο Γκούτμαν, ο οποίος μάλιστα έκανε ντεμπούτο και με την εθνική Ουγγαρίας το 1921.
Οι αναταραχές τον οδηγούν στην Αυστρία
Το 1922 και μετά από δύο πρωταθλήματα και μία άκρως επιτυχημένη πορεία, ο πανίσχυρος κεντρικός αμυντικός, με τις ικανότητες χειρισμού της μπάλας, αποφάσισε να φύγει άρον άρον από την πατρίδα του και ο λόγος πολύ συγκεκριμένος.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, η σοσιαλιστική εξέγερση έφερε ένα τέλος στην Αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας, με τον Μίχαλι Κάρολι να αναλαμβάνει πρωθυπουργός της Ουγγαρίας και να αφοπλίζει τον στρατό. Η απόφαση αυτή έδωσε πάτημα σε έναν πρώην κρατούμενο πολέμου στα Ουράλια Όρη, που συμμετείχε στη Ρωσική Επανάσταση και στον Ρωσικό Εμφύλιο, τον Μπέλα Κουν, να επιχειρήσει να επιβάλλει τις κομμουνιστικές ιδέες του στην πατρίδα του. Στις αρχές του 1919 ηγήθηκε νέας εξέγερσης, από την οποία προέκυψε ένα ακραίο κομμουνιστικό καθεστώς, με το οποίο συνεργάστηκε η τεράστια εβραϊκή κοινότητα της χώρας.
Αυτή η εξέλιξη συσπείρωσε τις δεξιές δυνάμεις που μέσα σε λίγους μήνες κατάφεραν να αρπάξουν τα “ηνία” της χώρας και να σχηματίσουν κυβέρνηση μακριά από την πρωτεύουσα. Ο Μίκλος Χόρτι, αρχιπλοίαρχος του ναυτικού της Αυστροουγγαρίας, ορίζεται Υπουργός Πολέμου στη σκιώδη κυβέρνηση και τον Αύγουστο του 1919, με τη βοήθεια γαλλικών δυνάμεων, ανακαταλήφθηκε η Βουδαπέστη. Από τον Κόκκινο Τρόμο, όπως έγινε γνωστή η περίοδος του Κουν, η Ουγγαρία πέρασε στην περίοδο του Λευκού Τρόμου, την περίοδο του Χόρτι, κατά την οποία στοχοποιήθηκαν εξέχοντες κομμουνιστές και Εβραίοι.
Μέσα σε 18 μήνες, η χώρα είχε περάσει από τη μοναρχία σε κομμουνισμό και τέλος σε δεξιά κυβέρνηση. Η κοινωνική αναστάτωση ήταν τεράστια και ο Χόρβατ, από μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε απέναντι στους Βρετανούς ναύτες το 1895, έγινε φόβος και τρόμος για έναν εκ των κορυφαίων παικτών της χώρας, του Γκούτμαν.
Γι’ αυτόν τον λόγο, παρότι πρωταθλητής Ουγγαρίας και διεθνής, το 1922 αποφάσισε να αφήσει το σπίτι του και να μετακομίσει στη Βιέννη, μία πολυπολιτισμική πόλη με μικρότερο αντι-Σημιτικό ρεύμα, μία πόλη όπου σημαίνοντα ποδοσφαιρικά μυαλά, όπως του Χόγκαν και του Ούγκο Μάισλ, θα προετοίμαζαν το ποδόσφαιρο της επόμενης δεκαετίας και δη την υπέροχη “Wunderteam”.
Η εβραϊκή Χακόα και η πλάκα με τα νεκρά ποντίκια
Η τρίτη ομάδα της καριέρας του ήταν πολλά περισσότερα από ένα ποδοσφαιρικό σωματείο. Η Χακόα Βιέννης (“χακόα” σημαίνει ισχύς στα εβραϊκά) διέθετε μία από τις κορυφαίες ομάδες του κόσμου, ωστόσο αποτελούσε το επίκεντρο του εβραϊσμού της χώρας, παρότι ιδρύθηκε το 1909, όταν στην πόλη συνυπήρχαν ο αντι-σημίτης δήμαρχος Καρλ Λέγκερ και ο Αδόλφος Χίτλερ.
Απαρτιζόταν από πολλούς διωκόμενους παίκτες εβραϊκής καταγωγής από τις Ανατολικές Χώρες και το στοιχείο του Σιωνισμού λειτουργούσε υπέρ της ομάδας, κάθε φορά που πραγματοποιούσε περιοδείες εκτός Αυστρίας. Σε μία εξ αυτών στη Βαρσοβία το 1924, περίπου 10.000 κόσμος υποδέχθηκε την ομάδα στο σταθμό του τραίνου.
Την ίδια χρονιά, πάντως, ολοκληρώθηκε άδοξα η θητεία του στην εθνική Ουγγαρίας. Ο Γκούτμαν εκνευρίστηκε από τη σύνθεση της αποστολής της χώρας στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, αφού οι συνοδοί της ποδοσφαιρικής αποστολής ήταν περισσότεροι από τους παίκτες.
Οι αξιωματούχοι, μάλιστα, επέλεξαν ένα κεντρικό ξενοδοχείο της γαλλικής πρωτεύουσας για να καταλύσει η ομάδα, για να διευκολύνουν την παρουσία τους σε δεξιώσεις και όχι με αθλητικά κριτήρια προετοιμασίας των παικτών.
Με προτροπή των αδερφών Φογκλ, συμπαικτών του στην εθνική Ουγγαρίας, ως αντίδραση ο Γκούτμαν κρέμασε νεκρά ποντίκια από τις πόρτες των δωματίων των αξιωματούχων, μία ενέργεια που τον έφερε στο επίκεντρο μεγάλης κριτικής. Σε συνδυασμό με την ήττα 0-3 από την Αίγυπτο στον 2ο γύρο του ολυμπιακού τουρνουά, το φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου αποχώρησε ταπεινωμένο από τη Γαλλία, με συνέπεια να διακοπεί πρόωρα η παρουσία του Γκούτμαν στην εθνική.
Τη σεζόν 1924-1925 κατέκτησε το πρωτάθλημα Αυστρίας, που ήταν το πρώτο που απέκτησε επαγγελματικό χαρακτήρα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Εκείνη την περίοδο, όμως, οι περιοδείες είχαν σχεδόν ισάξια σημασία για την ομάδα, αφού αποτελούσαν το οικονομικό στήριγμα για τη λειτουργία της. Σε μία εξ αυτών στο Λονδίνο, η Χάκοα έγινε η πρώτη ομάδα από την ηπειρωτική Ευρώπη που κερδίζει αγγλική ομάδα στο Νησί, επικρατώντας με 5-1 της κυπελλούχου (αλλά με αποδυναμωμένη ενδεκάδα για το παιχνίδι) Γουέστ Χαμ.
Ζώντας το αμερικανικό όνειρο με παράνομο αλκοόλ
Η περιοδεία που έμεινε στην ιστορία, όμως, ήταν εκείνη στις ΗΠΑ το 1926. Το ASL, το αμερικανό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, μετρούσε μόλις πέντε χρόνια ζωής, ωστόσο είχε μπει ήδη στο “μάτι” των Ευρωπαίων και δη των Σκοτσέζων, αφού προσέλκυε αρκετούς ποδοσφαιριστές λόγω των μισθών που προσέφερε και του πιο ελαστικού background του.
Αρκετοί ποδοσφαιριστές της Χακόα Βιέννης “μαγεύτηκαν” από τα θέλγητρα της Νέας Υόρκης και αφότου ολοκλήρωσαν την περιοδεία τους, γεμίζοντας στάδια μπέιζμπολ σε διάφορες πόλεις της χώρας, αποφάσισαν να παραμείνουν στις ΗΠΑ και να συνεχίσουν εκεί την καριέρα τους. Ένας εξ αυτών και ο Γκούτμαν. Οι ποδοσφαιριστές σχημάτισαν τη Νιου Γιορκ Χακόα και την Μπρούκλιν Χακόα. Ο Γκούτμαν αρχικά αγωνίστηκε στους Μπρούκλιν Γουόντερερς, προτού μεταπηδήσει στους Νιου Γιορκ Τζάιαντς, όπου αγωνίστηκε 83 φορές σε δύο σεζόν.
Το 1928, ο σύλλογος αποβλήθηκε από το πρωτάθλημα, λόγω της κόντρας μεταξύ λίγκας και ομοσπονδίας. Οι Τζάιαντς εντάχθηκαν στην Ανατολική Λίγκα, αλλά ο Γκούτμαν μεταγράφηκε στους Νιου Γιορκ Χακόα, όπου μαζί με πρώην συμπαίκτες του από την Αυστρία, κατέκτησε το US Open Cup. Το 1929, οι δύο Χακόα συγχωνεύτηκαν και σχημάτισαν τους Χακόα Ολ Σταρς. Το φθινόπωρο του 1930 επέστρεψε στους Τζάιαντς, που είχαν μετονομαστεί σε Νιου Γιορκ Σόκερ Κλαμπ και την άνοιξη του 1931 αγωνίστηκε ξανά στους Ολ Σταρς, που ήταν και ο έσχατος σταθμός της καριέρας του στις ΗΠΑ.
Η εξωαγωνιστική ζωή του κατά την περίοδο που βρισκόταν στις ΗΠΑ ήταν αρκετά έντονη και συνυφασμένη με την έντονη διεκαετία του ’20. Τα ηδονιστικά κάλλη του Μεγάλου Μήλου πολλά για έναν νεαρό ποδοσφαιριστή, με χρήματα στην τσέπη και δύσκολο παρελθόν. Θαμώνας σε παράνομα μπαρ την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, επένδυσε και ο ίδιος με τα χρήματά του σε ένα εξ αυτών, ενώ οι πιέσεις φίλων και γνωστών τον οδήγησαν και στο αμερικανικό Χρηματιστήριο. Το Κραχ της Wall Street το 1929 τον οδήγησε σε χρεοκοπία και γι’ αυτό στα τελευταία χρόνια της καριέρας του αναζητούσε διαρκώς το καλύτερο συμβόλαιο.
Το ASL κατέρρευσε το 1933, ωστόσο ο Γκούτμαν βρισκόταν εκείνη τη σεζόν στη Χακόα Βιέννης, όπου είχε μία τελευταία χρονιά ως ποδοσφαιριστής. Την επόμενη σεζόν κάθισε στην άκρη του πάγκου, όπου άρχισε μία πορεία 40 ετών στην προπονητική, η οποία άφησε εποχή…
Τα πρώτα χρόνια ως τεχνικός και το περίεργο μπόνους
Οι δύο χρονιές που κάθισε στον πάγκο των Αυστριακών ήταν χρονιές όπου άρχισε να γαλουχείται ως προπονητής και οι δύο δέκατες θέσεις δεν έπαιξαν κάποια σημασία στην εξέλιξή του. Ορισμένα στοιχεία του χαρακτήρα του δεν άλλαξαν ούτε σε αυτήν τη φάση της ζωής του. Ένα από αυτά ήταν η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ένα άλλο η αγάπη για το χρήμα.
Έτσι, όταν το 1935 βρέθηκε στην Ολλανδία για να διαπραγματευτεί συμβόλαιο με την Ενσχέντε, τη μετέπειτα Τβέντε, ο πρόεδρος του συλλόγου αντιμετώπισε με περιέργεια και σκεπτικισμό την απαίτηση του Ούγγρου να εισάγουν στο συμβόλαιο όρο για ένα τεράστιο πριμ κατάκτησης του εθνικού πρωταθλήματος. Η Ενσχέντε εκείνη την περίοδο πάσχιζε με τον υποβιβασμό και ο πρόεδρος δεν δίστασε να αποδεχθεί τον όρο, γνωρίζοντας ότι εάν στεφόταν πρωταθλητής, ο σύλλογος θα χρεοκοπούσε.
Η Ενσχέντε κέρδισε τον όμιλο της Ανατολής με 15 νίκες σε 18 αγώνες και στα πλέι οφ για την ανάδειξη του πρωταθλητή συγκέντρωσε 10 βαθμούς, όσους και ο Άγιαξ, μένοντας δύο βαθμούς πίσω από τη Φέγενορντ. Το… έμφραγμα απεφεύχθη για τον πρόεδρο της Ενσχέντε, η οποία την επόμενη σεζόν τερμάτισε στην 4η θέση της Ανατολής.
Επέστρεψε για μία σεζόν στη Χακόα για να γυρίσει στην πατρίδα του το 1938, για να εργαστεί εκεί για πρώτη φορά από το 1922, αναλαμβάνοντας την Ουίπεστ. Κατέκτησε το πρωτάθλημα Ουγγαρίας και το Mitropa Cup στην πρώτη σεζόν του, ωστόσο η συνέχεια δεν ήταν επιτυχημένη και το 1939 απολύθηκε. Ένας Εβραίος χωρίς δουλειά, σε ένα ήδη αρκετά αντι-Σημιτικό περιβάλλον, έβλεπε γύρω του την αναταραχή για ακόμα μία φορά να αναπτύσσεται. Ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος…
Ζώντας τη φρίκη του Ολοκαυτώματος
Από τους 15.000 θεατές που είχαν συγκεντρωθεί στο “Μέγκιερι Ούτι” του Ουίπεστ για τον τελικό του Mitropa Cup, λίγα χρόνια αργότερα υπήρχαν περίπου τόσοι Εβραίοι του Ουίπεστ, στριμωγμένοι σε περίπου 70 προσφυγικές κατοικίες γύρω από το γήπεδο. Ένας εξ αυτών και ο Γκούτμαν, η ιστορία του οποίου ποτέ δεν μαθεύτηκε από πρώτο χέρι, αφού απέφευγε να αναφέρει συχνά τις συνθήκες της επιβίωσής του. Οι πιο έγκυρες πληροφορίες προέκυψαν από τη βιογραφία του “The Greatest Comeback: From Genocide To Football Glory”, του Ντέιβιντ Μπόλτσοβερ.
Τα σενάρια πολλά και ακόμα και μεγάλα ΜΜΕ όπως το CNN ή το World Soccer παρουσιάζουν λανθασμένα στοιχεία σχετικά με το πώς κατάφερε να σώσει τη ζωή του, την ώρα που δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες του οδηγήθηκαν με τρένο 400 χιλιόμετρα βόρεια, στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπολογίζεται ότι ο μισός εβραϊκός πληθυσμός της Βουδαπέστης, περίπου 250.000 άτομα, δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα.
Περίπου 26.000 προέρχονταν από τη γειτονιά του Ουίπεστ, εκεί όπου ο Γκούτμαν είχε κρυφτεί στο πατάρι ενός σπιτιού που κατείχε ο αδερφός της συντρόφου του. Αυτή ήταν μία κοινή πρακτική για αρκετούς Εβραίους, ώστε να αποφύγουν τη σύλληψη και το ταξίδι τους προς το μοιραίο.
Οι συνθήκες δεν ήταν μόνο δύσκολες για τον ίδιο, ο οποίος αναγκαζόταν να περνάει τη μέρα του σέρνοντας το κορμί του σε ένα άβολο μικρό χώρο, αλλά και για τους ανθρώπους που έκρυβαν τους Εβραίους σε κάθε σπιθαμή των σπιτιών τους, αφού απαγορευόταν να βγουν από τις οικίες τους παρά μόνο δύο ώρες την ημέρα και τον Ιούνιο καθόλου!
Ήταν Κυριακή 19 Μαρτίου 1944 και ο Γκούτμαν παρακολουθούσε το εκτός έδρας παιχνίδι της Ουίπεστ στην Ναγκιβάραντ, τη σημερινή Οραδέα της Ρουμανίας. Ο πρόεδρος της Ουίπεστ, Λίποτ Άσνερ, νιώθωντας τύψεις για την απόλυσή του το 1939, έκανε πρόταση στον Γκούτμαν να επιστρέψει ως μυστικός σύμβουλος κι έτσι, έχοντας εργασία, να μειώσει τις πιθανότητες για διωγμό. Στο ημίχρονο του αγώνα, ο Γκούτμαν έμαθε τα νέα, όπως εξιστόρισε σε μία σπάνια εξομολόγησή του για τα γεγονότα στον αθλητικό δημοσιογράφο Τίμπορ Χάμορ, η οποία δημοσιεύτηκε το 1984 στο βιβλίο “Régi gólok, edzősorsok”, τρία χρόνια μετά από τον θάνατο του Γκούτμαν.
“Στο ημίχρονο, ο Γκάμπορ Κόμποτι Κλέμπερ, ο δημοσιογράφος, ήρθε και μου ψιθύρισε στο αυτί: ‘Μπέλα, έχουμε ένα μεγάλο πρόβλημα. Οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Βουδαπέστη’. Στον δρόμο του γυρισμού, υπήρξαν έλεγχοι σε ανθρώπους, αλλά αποβιβάστηκα από το τρένο πριν από την Πέστη και ξέφυγα από όλους τους ελέγχους”, θυμήθηκε ο Γκούτμαν.
Δύο μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1944, οι Ναζί περιόρισαν τους Εβραίους του Ουίπεστ στο γκέτο των 70 σπιτιών γύρω από το γήπεδο. Τότε ήταν που ο Γκούτμαν βρήκε καταφύγιο στο πατάρι του αδερφού της συντρόφου του. Ο Παλ Μόλντοβανι, γιος του σωτήρα του Γκούτμαν που είχε το ίδιο ονοματεπώνυμο, δημοσιογράφος γαρ, ήταν ο δεύτερος “τυχερός” που κατάφερε να ακούσει τον Ούγγρο προπονητή να μιλάει για εκείνη την περίοδο.
“Ήταν καλό μέρος για κρυψώνα. Υπήρχε μία σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι και μία μικρή γωνία στο πίσω μέρος του, που δεν την πρόσεχε κανείς. Όταν κοιτούσες μέσα από την πόρτα του παταριού, μπορούσες να δεις μόνο ένα μακρύ δωμάτιο, δεν μπορούσες να αντικρίσεις τη μικρή γωνιά στο πίσω μέρος. Οι Ναζί ήταν τεμπέληδες, δεν σκαρφάλωναν τα 40-50 εκατοστά για να δουν το σκονισμένο πίσω μέρος. Ο πατέρας μου περπατούσε πάνω σε μία πλατφόρμα από ξύλο, ώστε η σκόνη να παραμείνει στο έδαφος και να μην φανούν οι πατημασιές του”, δηλώνει ο Μόλντοβανι.
Τον κατέδιδαν οι αντίζηλοί του
Οι Ναζί γνώριζαν για την παρουσία του Γκούτμαν στην περιοχή, αφού ο Ούγγρος τεχνικός είχε φροντίσει να… προκαλέσει την κοινή γνώμη με την ερωτική ζωή του. Η Μάριον Μολντοβάν μαζί με τις αδερφές της ήταν κοπέλες με πρόσωπο στην τοπική κοινωνία, όμορφες, καλλιεργημένες και μη Εβραίες. Τις περιτριγύριζαν αρκετοί γαμπροί, ωστόσο η Μάριαν επέλεξε τον Γκούτμαν, με συνέπεια οι υπόλοιποι άντρες να ψάξουν… εκδίκηση, οδηγώντας αρκετές φορές τις αρχές στα ίχνη του.
“Μία φορά, η Gestapo εισέβαλε στο μαγαζί του πατέρα μου (σ.σ. κουρείο) και στο διαμέρισμα επίσης. Η μητέρα μου ήταν από τη Σουηβία και μιλούσε καλά γερμανικά. Τους έπεισε ότι ήμαστε μία καλή Καθολική οικογένεια. Στο μεταξύ, ο Μπέλα κρυβόταν στο πατάρι. Η μητέρα μου σοκαρίστηκε τόσο που πήρε την 2 χρονών αδερφή μου και πήγε στο Ναγκικόβατσι (σ.σ. μία κωμόπολη μερικά χιλιόμετρα από τη Βουδαπέστη) στους γονείς της κι έμεινε εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου”, θυμάται ο Μόλντοβανι.
Κάποια στιγμή στόχος γινόταν και ο ίδιος ο Μόλντοβανι, που έκρυβε τον Γκούτμαν. “Πιθανόν κατάλαβαν ότι η Μάριαν ήταν η αδερφή του πατέρα μου και γνώριζαν ότι κρύβαμε Εβραίους. Ο πατέρας μου πιάστηκε και πήγε σε ανάκριση, καθώς μετέβαινε στη δουλειά του. Πρώτα του φώναζαν ‘βρωμερέ εραστή Εβραίων’ και όταν τους ορκίστηκε, τον κρέμασαν ανάποδα από τα πόδια και τον χτύπησαν”.
Την ίδια στιγμή, ο κοσμογυρισμένος Γκούτμαν αδυνατούσε να παραμείνει κρυμμένος στο πατάρι του Μόλντοβανι. “Συχνά στεκόταν τυχερός που δεν τον έπιαναν. Ήταν πολύ δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Πάντα ήθελε να πάει κάπου και συχνά έφευγε από το σπίτι”. Σε μία τέτοια… εξόρμυση, περπατούσε στον δρόμο, αλλά πέτυχε έλεγχο. “Περπατούσε χωρίς να φοράει το κίτρινο αστέρι (σ.σ. σημάδι που όφειλαν να φορούν οι Εβραίοι). Ένας αστυνομικός που γνώριζε τη γιαγιά μου εγγυήθηκε την ταυτότητά του, λέγοντας ότι ‘είναι μια χριστιανική οικογένεια, τους γνωρίζω’. Μετά από αυτό, ο Μπέλα έγινε πιο προσεκτικός”.
Από το πατάρι, σε στρατόπεδο εργασίας
Όταν ολοκληρώθηκαν οι πρώτες εκκαθαρίσεις πληθυσμών στο Ουίπεστ, ο Γκούτμαν πέρασε αρκετό καιρό σε στρατόπεδα εργασίας στη Βουδαπέστη και στο Βατς, μία μικρή πόλη κοντά στην ουγγρική πρωτεύουσα. Ο Ούγγρος υπάκουσε στο κάλεσμα (άγνωστο το πότε ακριβώς) του Υπουργού Άμυνας της χώρας, Λάγιος Τσάταϊ, που χρειαζόταν έμψυχο δυναμικό για δουλειές σχετικά με τον πόλεμο. Κάθε Εβραίος άντρας μεταξύ 18 και 48 έπρεπε να αναφερθεί σε στρατόπεδο εργασίας και για τους επόμενους τέσσερις μήνες, μπορεί οι συνθήκες να ήταν πολύ δύσκολες, ήταν εξασφαλισμένη όμως η επιβίωση.
Στις 15 Οκτωβρίου 1944 πραγματοποιήθηκε εξέγερση και η κυβέρνηση παραχώρησε έναν μεγάλο αριθμό των στρατοπέδων εργασίας στους Γερμανούς. Οι συνθήκες δυσχέραναν και περίπου 70.000 Εβραίοι μεταφέρθηκαν στην Αυστρία τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1944. Όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν από τις συνθήκες δουλείας στις κατασκευές οχυρωμάτων στα Αυστροουγγρικά σύνορα, ταξίδεψαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης και πέθαναν μέχρι τις αρχές του 1945.
“Μας διέταζαν με βάναυσο τρόπο. ‘Σηκώστε τα περιβραχιόνια με το κίτρινο αστέρι, πάρτε το φτυάρι, σκάστε’. Με πήγαν στο Βατς. Από εκεί, με πήγαν στο Ερντοβάρος, μετά στην οδό Τίμοτ. Νεαροί άνθρωποι σήμερα δεν γνωρίζουν τι είδους μέρος ήταν η οδός Τίμοτ τότε. Ο αξιωματικός μας είχε υπηρετήσει στη Γαλλική Λεγεώνα. Εκεί έμαθε πώς να βασανίζει κόσμο. Εάν είχε καλή διάθεση, μας έβαζε μόνο να κουβαλάμε πέτρες στο όρυγμά του και έπρεπε να φωνάζουμε ‘είμαστε σκατά, είμαστε σκατά’. Ήμουν ποδοσφαιριστής της εθνικής ομάδας, ήμουν επιτυχημένος προπονητής; Ήμουν ένας άντρας; Ποιος νοιαζόταν, έπρεπε να τα ξεχάσω όλα αυτά! Και τι ταπείνωση, φίλε μου!”, διηγήθηκε ο Γκούτμαν στον Χάμορι.
Η απόδραση πριν από το τρένο του Άουσβιτς
Τα πράγματα έγιναν πολύ σκληρά από τον Οκτώβριο του 1944, όταν ανέλαβαν τα στρατόπεδα εργασίας οι Γερμανοί. Η εναλλακτική ήταν το Άουσβιτς. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, όμως, οι εργάτες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Γκούτμαν, ετοιμάζονταν για το μοιραίο ταξίδι τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Ούγγρος τεχνικός δεν είχε περιθώριο, έπρεπε να δραπετεύσει και το σχεδίασε μαζί με έναν άλλον προπονητή, τον Έρνο Έγκρι Έρμπστεϊν.
Οι δυο τους συναντήθηκαν το 1927, όταν ο Έρμπστεϊν ήταν μέλος της Μακάμπι Παλαιστίνης που έκανε τουρνέ στις ΗΠΑ και αντιμετώπισε τους Τζάιαντς του Γκούτμαν. Ο Έρμπστεϊν ταξίδεψε στην Ιταλία, ανέλαβε αρκετές ομάδες, μεταξύ άλλων η Τορίνο, αλλά αποχώρησε υπό την πίεση του καθεστώτως του Μπενίτο Μουσολίνι και επέστρεψε στο σπίτι του στη Βουδαπέστη, μέχρι που βρέθηκε μαζί με τον Γκούτμαν στο ίδιο στρατόπεδο εργασίας.
“Η παρέα μας τοποθετήθηκε σε τρένο και μεταφέρθηκε στη Γερμανία. Αλλά πριν από αυτό, πέντε από εμάς πηδήξαμε έξω από ένα παράθυρο του 1ου ορόφου του στρατοπέδου εργασίας και ξεφύγαμε. Μελετούσαμε τον χώρο για μέρες, παρακολουθούσαμε τις αλλαγές φρουρών, μαλακώσαμε το έδαφος για να μην σπάσουμε τους αστραγάλους μας και μετά… Μισό λεπτό… Ποιοι ήταν αυτοί οι πέντε; Ο Σάνι Γκαλ, ο ηθοποιός ήταν μπροστά μου. Αναρωτιέμαι εάν είναι ακόμα ζωντανός. Ο Έρνο Έγκρι ήταν μαζί μας. Δεν μπορώ να θυμηθώ τους άλλους τρεις ακόμα κι αν με βασανίσεις”.
Οι συνολικά έξι δραπέτες έφυγαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις, με τον Γκούτμαν να μην εξιστορεί τι έγινε μετά. “Το θέμα είναι ότι σώθηκα, επειδή υπήρχαν ευγενικοί άνθρωποι, που πήραν το ρίσκο και με έκρυψαν”. Ο γιος του Παλ Μόλντοβανι, στη συνέντευξή του, ποτέ δεν αναφέρει την περίοδο του Γκούτμαν στο στρατόπεδο εργασίας, αλλά μιλάει για ένα περιστατικό κατόπιν: “Μία νύχτα, ο πατέρας μου δέχθηκε μια κλήση από το απέναντι τετράγωνο, από ένα τηλέφωνο γείτονα που λειτουργούσε. Ο γείτονας είπε ότι κάποιος ήθελε να του μιλήσει. Ήταν ο Μπέλα, είχε μπλέξει. Είπε ότι δεν μπορούσε να μείνει στο μέρος όπου βρισκόταν. Ο πατέρας μου πήγε με το τρίκυκλό του και τον έκρυψε κάτω από μερικά σεντόνια, τον πήρε σπίτι, αλλά από εκεί δεν γνωρίζω”.
Τις τελευταίες εβδομάδες μέχρι την παράδοση των Γερμανών της Ουγγαρίας στις 13 Φεβρουαρίου 1945, ο Παλ Μόλντοβανι βρέθηκε σε στρατόπεδο εργασίας κι αυτός, με τη Μάριαν να είναι αυτή που έκρυβε πλέον τον Γκούτμαν, σε ένα εργοστάσιο. Την απελευθέρωση από τους Ναζί διαδέχθηκε λεηλασία από τους Σοβιετικούς απελευθερωτές, ωστόσο ο Γκούτμαν κατάφερε να επιβιώσει χωρίς να υποστεί το παραμικρό. Δεν συνέβη το ίδιο με τη μητέρα του, η οποία πέθανε το 1941 από επιπλοκές διαβήτη, τον πατέρα του, την αδερφή του, τον άντρα της, τη σύζυγο του μεγάλου αδερφού του και το παιδί τους, που πέθαναν με την αποτρόπαια μέθοδο των αερίων στο Άουσβιτς.
Τα λαχανικά και η κόντρα με τον Πούσκας
Η επιστροφή στην καθημερινότητα του Γκούτμαν έγινε με γοργούς ρυθμούς. Επέστρεψε στην προπονητική, αναλαμβάνοντας τη Βάσας, ενώ τον Νοέμβριο του 1945 παντρεύτηκε τη Μάριαν. Την επόμενη χρονιά πήγε στη Ρουμανία για να αναλάβει τη Μακάμπι Βουκουρεστίου, την εβραϊκή ομάδα της πόλης. Στις διαπραγματεύσεις του συμβόλαιου του, για ακόμα μία φορά έδειξε ψήγματα του χαρακτήρα του, αφού απαίτησε να πληρώνεται σε λαχανικά αντί για χρήματα, λόγω της έλλειψης φαγητού αμέσως μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η αποχώρησή του ήρθε πολύ σύντομα και συγκεκριμένα μόλις ένα μέλος της διοίκησης του ρουμανικού συλλόγου επιχείρησε να παρέμβει στον καταρτισμό της ενδεκάδας. Επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ανέλαβε ξανά την Ουίπεστ, όπου πανηγύρισε ακόμα ένα πρωτάθλημα το 1946-1947, προτού διαδεχθεί τον πατέρα του Φέρεντς Πούσκας στην τεχνική ηγεσία της Κίσπεστ.
Η Κίσπεστ επρόκειτο για την ανερχόμενη δύναμη του ουγγρικού ποδοσφαίρου, αφού από το 1943 είχε στις τάξεις της τον “καλπάζοντα συνταγματάρχη” και τον κεντρικό μέσο Γιόζεφ Μπόζικ. Παρ’ όλα αυτά, ούτε εδώ είχε μέλλον ο Γκούτμαν. Σε μία αναμέτρηση με την Γκιορ, οι συχνοί διαξιφισμοί μεταξύ των δύο πιο ισχυρών προσωπικοτήτων της ομάδας, του Γκούτμαν και του Πούσκας, έφτασαν στο απόγειό τους. Ο Γκούτμαν ήταν εκνευρισμένος από το σκληρό παιχνίδι του αμυντικού Μίχαλι Πάτι και του έδωσε εντολή να μην βγει στον αγωνιστικό χώρο στο 2ο ημίχρονο, αφήνοντας την ομάδα του με δέκα παίκτες.
Ο Πούσκας έπεισε τον Πάτι να μην ακούσει την εντολή του προπονητή του, με συνέπεια να βγει για το 2ο ημίχρονο. Όταν ο Γκούτμαν το είδε αυτό, δεν πήγε ποτέ στον πάγκο, ανέβηκε στην κερκίδα του γηπέδου και πέρασε το 2ο ημίχρονο διαβάζοντας εφημερίδα. Ακολούθως, αποχώρησε με το τραμ και δεν ξαναπήγε ποτέ στις υποχρεώσεις του συλλόγου.
Αυτή η εξέλιξη έδωσε την ευκαιρία σε έναν άλλον κορυφαίο Ούγγρο προπονητή, τον Γκούσταβ Σέμπες, να βάλει μπρος στο σχέδιο αναδιοργάνωσης του ποδοσφαίρου της χώρας, αρχής γενομένης αναλαμβάνοντας την Κίσπεστ και μετονομάζοντάς την σε Χόνβεντ, ήτοι σε ομάδα του στρατού της χώρας, και γεμίζοντάς την με τα αστέρια που μετέπειτα αποτέλεσαν τη βάση της “Χρυσής Ομάδας” της δεκαετίας του ’50.
Η απόλυση από την πρωταθλήτρια Μίλαν και οι “ομοφυλόφιλοι”
Αυτή η δεκαετία βρήκε τον Γκούτμαν να αλλάζει ομάδα σχεδόν κάθε χρόνο. Μετά από την περιπέτεια της Χόνβεντ, το 1949, βρέθηκε στην Ιταλία για να αναλάβει τη Ρόμα, ωστόσο οι ιθύνοντες του συλλόγου αποδείχθηκε ότι δεν γνώριζαν την περίπτωσή του. Εν τέλει κατέληξε στην Πάντοβα, η οποία εισήγαγε όρο στο συμβόλαιό του που προέβλεπε ότι θα μπορούσε να τον διώξει άνευ επιπτώσεων σε περίπτωση που αποδεικνυόταν ότι δεν επρόκειτο για τον αληθινό Μπέλα Γκούτμαν!
Παρέμεινε στον σύλλογο για έναν χρόνο και την επόμενη σεζόν την πέρασε ως προπονητής της Τριεστίνα. Μετά από μία πολύ σύντομη θητεία στην Αργεντινή για την Κίλμες στη δεύτερη κατηγορία και μία εξίσου σύντομη παρουσία του στον ΑΠΟΕΛ, το 1953 αναλαμβάνει τη Μίλαν, που βρισκόταν σε αναζήτηση μόνιμου διαδόχου ενός άλλου σπουδαίου Ούγγρου τεχνικού, του Λάγιος Τσάιζλερ.
Ο τελευταίος είχε συνδέσει το όνομά του με τους “Gre-No-Li”, τους Γκούναρ Γκρεν, Γκούναρ Νόρνταλ και Νιλς Λίντχολμ, τους τρεις αξεπέραστους Σουηδούς με τους οποίους κατέκτησε το πρωτάθλημα Ιταλίας του 1950-1951. Μετά από τρία χρόνια, ο Τσάιζλερ δεν βρισκόταν πλέον στον πάγκο των “ροσονέρι” και τον διαδέχθηκε αρχικά ο Γκρεν ως παίκτης – προπονητής και τη σεζόν 1952-1953 ο Μάριο Σπερόνε.
Ο Γκούτμαν ανέλαβε τον Νοέμβριο του 1953, ωστόσο οι προστριβές με τη διοίκηση ήταν πολύ συχνές. Παρά την αγωνιστική υπεροχή των “ροσονέρι” στη Serie A λόγω της παρουσίας των Νόρνταλ και Λίντχολμ, μαζί με τον Πέπε Σκιαφίνο που ουσιαστικά είχε διαδεχθεί τον Γκρεν (είχε αποχωρήσει για τη Φιορεντίνα) στα οργανωτικά καθήκοντα, η κατάσταση εκτός αγωνιστικού χώρου ήταν πολύ άσχημη.
Η Μίλαν τερμάτισε στην 3η θέση της σεζόν 1953-1954, επτά πόντους πίσω από την Ίντερ και έξι από τη Γιουβέντους, ενώ τη σεζόν 1954-1955 άρχισε εντυπωσιακά και μετά από 19 αγωνιστικές βρισκόταν στην κορυφή με 12 νίκες. Μία έντονη διαφωνία πίσω από κλειστές πόρτες, όμως, τον Φεβρουάριο του 1955, οδήγησε στην απόλυση του Γκούτμαν και σε μία αλησμόνητη συνέντευξη Τύπου. “Απολύθηκα, αν και δεν είμαι ούτε εγκληματίας ούτε ομοφυλόφιλος. Γεια σας”, είπε στους εμβρόντητους δημοσιογράφος. Η Μίλαν τερμάτισε πρώτη εκείνη τη σεζόν και κατέκτησε το σκουντέτο…
Αρκετό καιρό αργότερα και μιλώντας με τον θρυλικό δημοσιογράφο Μπράιαν Γκράνβιλ, ο Γκούτμαν αστειεύτηκε ότι από εκείνη τη στιγμή, στις διαπραγματεύσεις των συμβολαίων του έθετε όρο να μην γίνεται να απολυθεί όταν η ομάδα του ήταν πρωτοπόρος στη βαθμολογία του πρωταθλήματος.
Το τροχαίο δυστύχημα και η διάλυση της Χόνβεντ λόγω ΕΣΣΔ
Το Σάββατο 2 Απριλίου, έξι εβδομάδες μετά από την απόλυσή του, ο Γκούτμαν έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε και σκότωσε έναν έφηβο, τραυματίζοντας σοβαρά έναν άλλον. Ο ιδιοκτήτης του οχήματος καθόταν στο κάθισμα του συνεπιβάτη και ήταν ο Ντέσο Σόλτι, ένας Ούγγρος μετανάστης, ο οποίος τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ενεπλάκη σε εκτεταμένο σκάνδαλο δωροδοκίας Ιταλών διαιτητών. Γκούτμαν και Σόλτι εγκατέλειψαν τα θύματά τους, ωστόσο τον Νοέμβριο του 1955 τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες ανθρωποκτονίας. Με την ιταλική δικαιοσύνη να βαδίζει με πολύ αργούς ρυθμούς, η ακροματική διαδικασία άρχισε το 1957 και εν τέλει ο Γκούτμαν τιμωρήθηκε με 6 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο, αλλά ταυτόχρονα πήρε εξάμηνη χάρη.
Μερικούς μήνες μετά από το δυστύχημα, κατάφερε να ενώσει ξανά τα κομμάτια του και ανέλαβε τη Βιτσέντζα, σε μία αποτυχημένη θητεία. Επέστρεψε στην Ουγγαρία για τη Χόνβεντ, η οποία πλέον ήταν η “βιτρίνα” της “Χρυσής Ομάδας, με παίκτες όπως ο Πούσκας, ο Μπόζικ, ο Σάντορ Κότσις, ο Ζόλταν Τσίμπορ, ο Γκιούλα Γκρόσιτς, ο Λάσλο Μπούνταϊ και ο Γκιούλα Λόραντ.
Η τρίτη παρουσία του στην Ουγγαρία για να εργαστεί, μετά από την αρχή της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής και την επιστροφή του στο Ουίπεστ ως προπονητής πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνδυάστηκε κι αυτή με ιστορικές πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Η Χόνβεντ συμμετείχε στο νεοσύστατο Κύπελλο Πρωταθλητριών της σεζόν 1956-1957 και στον 1ο γύρο ήρθε αντιμέτωπη με την πρωταθλήτρια Ισπανίας, Αθλέτικ Μπιλμπάο. Ο πρώτος αγώνας διεξήχθη στις 22 Νοεμβρίου στο “Σαν Μαμές”, όπου οι Ούγγροι ηττήθηκαν με 2-3 σε ένα ματς με τρία γκολ στο τελευταίο τέταρτο. Το σκορ δεν ήταν απαγορευτικό, ωστόσο απαγορευτική ήταν η επιστροφή της ομάδας στη χώρα.
Η ουγγρική εξέγερση του 1956 εναντίον της εθνικής κυβέρνησης με τις σαφείς επιρροές από την ΕΣΣΔ είχε κατασταλεί μέχρι τις 10 Νοεμβρίου, αρκετές ημέρες πριν από το ταξίδι της Χόνβεντ στη Χώρα των Βάσκων. Μέχρι τη ρεβάνς, όμως, οι Σοβιετικοί είχαν εγκατασταθεί στη χώρα και είχαν αναλάβει ήδη τα “ηνία” της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Οι παίκτες της Χόνβεντ αρνήθηκαν να επιστρέψουν στην Ουγγαρία και απαίτησαν το δεύτερο παιχνίδι να γίνει σε ουδέτερη έδρα. Επελέγη το “Χέιζελ” των Βρυξελλών, όπου η ατυχία έπληξε ξανά τον Γκούτμαν.
Στο 1ο λεπτό οι Βάσκοι προηγήθηκαν στο σκορ, ενώ τραυματίστηκε ο τερματοφύλακας Λάγιος Φάραγκο. Ο Τσίμπορ αναγκάστηκε να υπερασπιστεί την εστία της ομάδας για σχεδόν όλο το παιχνίδι και παρότι έπαιζαν με 10 παίκτες, οι Ούγγροι κατάφεραν να φέρουν τον αγώνα στην ισοπαλία 3-3. Ο αποκλεισμός, όμως, ήταν γεγονός και αυτή ήταν η τελευταία φορά που αυτή η ομάδα έδωσε επίσημο αγώνα με όλα αυτά τα αστέρια.
Οι παίκτες αρνήθηκαν να γυρίσουν στην ταραγμένη Ουγγαρία και αναζητούσαν νέο σταθμό στην καριέρα τους. Για να συμβεί αυτό, μαζί με τον Γκούτμαν άρχισαν περιοδεία σε πολλά μέρη του πλανήτη. Πέρασαν από Ιταλία, από Πορτογαλία, από Ισπανία (όπου νίκησαν 4-3 την Μπαρτσελόνα και έφεραν ισοπαλία 5-5 με τη Ρεάλ), ενώ δέχθηκαν πρόταση από τη μεξικανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία να τους χορηγηθεί άσυλο και να συμμετάσχουν στο εγχώριο πρωτάθλημα. Την αρνήθηκαν και αντ’ αυτής, πήγαν στη Βραζιλία για ένα μίνι τουρνουά με τη συμμετοχή της Φλαμένγκο και της Μποταφόγκο.
Η FIFA και η ουγγρική ποδοσφαιρική ομοσπονδία ήταν αρνητικές στις κινήσεις της Χόνβεντ και αποφάσισαν να κηρύξουν παράνομο τον σύλλογο και να τον αποβάλλουν από τους κόλπους τους. Οι ποδοσφαιριστές πήραν ο καθένας τον δρόμο τους, με τον Τσίμπορ να καταλήγει στη Ρόμα, τον Κότσις στην ελβετική Γιανγκ Φέλοους της Ζυρίχης, τον Μπόζικ να επιστρέφει στην Ουγγαρία και τον Πούσκας, φυσικά, να υπογράφει στη Ρεάλ, μετά από τη μαγική εμφάνισή του στο φιλικό 5-5.
Προετοιμάζοντας τη Βραζιλία του 1958
Ο Γκούτμαν, από την πλευρά του, έμεινε στη Βραζιλία και ανέλαβε τη Σάο Πάουλο, μία ομάδα που μεταξύ άλλων περιελάμβανε τους διεθνείς Ντίνο Σάνι, Μάουρο Ράμος και Ζιζίνιο.
Ο Ούγγρος πρποονητής αποφάσισε να υιοθετήσει στην άλλη όχθη του Ατλαντικού το σύστημα που είχε τελειοποιήσει μαζί με τον Σέμπες και τον Μάρτον Μπούκοβι στην Ουγγαρία, το 4-2-4, με το οποίο έκανε τη θαυματουργή πορεία των 50 αγώνων με 42 νίκες και μόλις μία ήττα (στον τελικό του Μουντιάλ 1954) το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της χώρας του μεταξύ 1950 και 1956.
Με αυτό το σύστημα, η Σάο Πάουλο κατέκτησε το πρωτάθλημα Παουλίστα του 1957, με τον Γκούτμαν να δίνει συμβουλές στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Βραζιλίας για τους Ευρωπαίους αντιπάλους της “σελεσάο” στο επερχόμενο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας.
Η πιο σημαντική συνεισφορά του, όμως, στην κατάκτηση του πρώτου Μουντιάλ από τη χώρα ήταν το σύστημα με τους τέσσερις αμυντικούς, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από εθνική ομάδα σε διεθνή διοργάνωση και το οποίο, μαζί με την βοήθεια ενός 17χρονου επιθετικού ονόματι Έντσον Αράντες ντο Νασιμέντο ή αλλιώς Πελέ, άλλαξαν τον ρου της ιστορίας.
“Προδίδοντας” την Πόρτο για την Μπενφίκα
Για ακόμα μία φορά, όμως, το νομαδικό πνεύμα του Γκούτμαν αποδείχθηκε πιο ισχυρό από την επιθυμία των Βραζιλιάνων να τον κρατήσουν στη χώρα τους. Μετά από έξι παιχνίδια στη σεζόν 1958-1959, επέστρεψε στην Ευρώπη και για πρώτη φορά άρχισε να εργάζεται στην Πορτογαλία.
Η Πόρτο είχε μείνει πίσω πέντε πόντους στην κόντρα του “O Clássico” με την Μπενφίκα, αλλά με τον Ούγγρο τεχνικό κατάφερε να φτάσει και να προσπεράσει τους “αετούς”, κατακτώντας μόλις το δεύτερο πρωτάθλημα από το 1940 και το τελευταίο μέχρι το 1978.
Αυτό διότι η Μπενφίκα βρήκε την ευκαιρία μπροστά της και δεν την άφησε να πάει χαμένη. Χτύπησε ξανά στο ευαίσθητο σημείο του Γκούτμαν, τα οικονομικά, και με μία πλουσιοπάροχη πρόταση, τον “άρπαξε” από τη μεγάλη αντίπαλό της.
Δύο πρωταθλήματα, ένα κύπελλο και δύο κατακτήσεις του Κυπέλλου Πρωταθλητριών αργότερα, η κίνησή της αποδείχθηκε σοφή, έστω κι αν άρχισε με τον Γκούτμαν να διώχνει 20 παίκτες της πρώτης ομάδας και να τους αντικαθιστά με παίκτες από τα τμήματα της ακαδημίας, έστω κι αν ολοκληρώθηκε με την “κατάρα” του Ούγγρου, που φέρεται να δήλωσε μετά από την παραίτησή του λόγω άρνησης της διοίκησης να του δώσει πριμ μετά από την κατάκτηση του Πρωταθλητριών το 1962, πως “η Μπενφίκα ούτε σε 100 χρόνια δεν θα ξαναγίνει πρωταθλήτρια Ευρώπης”.
Κάτι παραπάνω από μία “κατάρα”
Μετά από πέντε χαμένους τελικούς στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και άλλους τρεις στο Κύπελλο UEFA / Europa League και μία… προσευχή του Εουσέμπιο στον τάφο του το 1990 για να λυθεί η “κατάρα” πριν από τον τελικό του Πρωταθλητριών με τη Μίλαν, όλοι αναγνωρίζουν τη σημασία των λόγων του Γκούτμαν. Ο Ούγγρος ήταν σταθερός σε ακόμα μία φράση του, “η τρίτη σεζόν είναι θανάσιμη”, γι’ αυτόν τον λόγο ποτέ δεν κάθισε τρίτη σεζόν σε έναν σύλλογο, ένα ακόμα στοιχείο που τον προσομοιάζει με τον Μουρίνιο, έναν προπονητή που ακόμα δεν είχε επιτυχημένη τρίτη χρονιά στις ομάδες όπου έχει εργαστεί.
Αυτό συνέβη και στην Μπενφίκα, στην πιο διάσημη από τις ιστορίες μιας πολύπλευρης περίπτωσης ποδοσφαιρανθρώπου, που δεν περιορίζεται στην “κατάρα” το 1962.
Ένας άνθρωπος που βίωσε δύο διαφορετικές τραγωδίες σε μία ζωή, αυτήν του Ούγγρου πολίτη κι αυτήν του Εβραίου, ενώ παράλληλα όρισε το ποδόσφαιρο στα μέσα του 20ού αιώνα, με αναμφίβολη συμβολή στη μεγάλη Χόνβεντ, στη μεγάλη εθνική Ουγγαρίας, στη μεγάλη εθνική Βραζιλίας, στη μεγάλη Μπενφίκα.
Ένας άνθρωπος που ακόμα και μετά από την αποχώρησή του από την Μπενφίκα, δέχθηκε κλήσεις από τον Εουσέμπο να επιστρέψει, αλλά αντ’ αυτού, προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στην Ουρουγουάη, όπου οδήγησε την Πενιαρόλ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος, έστω κι αν έφυγε πριν από το τέλος της σεζόν.
Ένας άνθρωπος που στα τελευταία χρόνια της καριέρας του συνέχισε να διχάζει λόγω των εβραϊκών καταβολών του, όπως όταν ανέλαβε την εθνική Αυστρίας το 1964, και που προπονούσε μέχρι το 1973, σε ηλικία 74 ετών, δίχως επιτυχία, αναλαμβάνοντας δουλειές και πρότζεκτ με ημερομηνία λήξης (μεταξύ των οποίων ο Παναθηναϊκός το 1967), μόνο και μόνο για τα χρήματα, αφού ο εθισμός του στον τζόγο που άρχισε από την παρουσία του στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’20 και του ’30, δεν του έφυγε ποτέ.
Ο Μπέλα Γκούτμαν πέθανε στις 28 Αυγούστου 1981 στη Βιέννη, ξεχασμένος από πολύ κόσμο. Η ιστορία του “εγκλωβίστηκε” στην κατάρα της Μπενφίκα, παρότι η πραγματικότητα δείχνει ότι ήταν πολλά περισσότερα πράγματα από αυτήν.
Το σύγχρονο ποδόσφαιρο δεν τον γνωρίζει, ούτε καν η πατρίδα του, Ουγγαρία, η οποία ακόμα διστάζει να αναγνωρίσει και να τιμήσει κατορθώματα μιας πολύ ταραγμένης περιόδου, με εβραϊκές διασυνδέσεις. Η προσωπικότητά του και η επιλογή του να μην συνδέεται σχεδόν με κανένα πρόσωπο και καμία ομάδα, αποδείχθηκαν καταλυτικές στο να ξεχαστούν τα κατορθώματά του Γκούτμαν.
Όμως στο τέλος, οι 21 ομάδες σε 12 χώρες στις οποίες θήτευσε ως προπονητής, καθώς και οι μετέπειτα τεχνικοί που τον αποτύπωσαν τόσο στις ιδέες τους όσο και στις διαπραγματεύσεις με τους προέδρους των ομάδων για τα συμβόλαιά τους, γνωρίζουν την αλήθεια και την αξία του πρώτου σούπερ σταρ τεχνικού του ποδοσφαίρου.
Διαβάστε ακόμη:
Τα θεμέλια της μαγικής Ουγγαρίας του ’50 μπήκαν με κομμουνισμό κι ένα χρυσό μετάλλιο