Ο Χρήστος Τσέκος, ο “αληταράς” του ελληνικού μπάσκετ, γιορτάζει τα 52α γενέθλια (5/4/1966) με μία αποκλειστική συνέντευξη στο Sport-Retro.gr.
Ανακαλεί όλα αυτά που σημάδεψαν την καριέρα του, όπως για παράδειγμα το Final 4 της Euroleague του 1993, όταν ο ΠΑΟΚ έχασε χρυσή ευκαιρία να κατακτήσει το τρόπαιο επί ελληνικού εδάφους, αλλά και το ατύχημα που του στέρησε τη συμμετοχή του σε εκείνη τη διοργάνωση.
Θυμάται την ατάκα ενός παράγοντα του “δικεφάλου” που του είχε πει ότι καλύτερα να είχε πεθάνει στο ατύχημα εκείνο, παρά να μην αγωνιζόταν στο Final 4, διαψεύδει την περίφημη δήλωση του Ντούσαν Ίβκοβιτς, ενώ ξετυλίγει το κουβάρι της πορείας του από τον Κάδμο Θηβών μέχρι την αντιμετώπιση της Dream Team στο Mundobasket του 1994.
Ο Χρήστος Τσέκος δεν ήταν μια συμβατική περίπτωση μπασκετμπολίστα. Αποτελεί σύμβολο μιας άλλης, πιο ρομαντικής εποχής. Έγινε σύνθημα στα χείλη των φιλάθλων του ΠΑΟΚ και ένας από τους πιο δημοφιλείς καλαθοσφαιριστές.
Το παρατσούκλι του ήταν «αληταράς». Όχι γιατί έκανε κακή ζωή ή ήταν «βρώμικος» παίκτης. Κάθε άλλο. Οι φίλοι του “δικεφάλου” χρησιμοποιούσαν τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό πάντα με θετική χροιά, προκειμένου να υποδηλώσουν το πάθος με το οποίο αγωνιζόταν.
Ήταν ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, εκείνος που καλείτο να εξουδετερώσει τους αντιπάλους ψηλούς και συνήθως τα κατάφερνε. Μόνο έτσι τα έβαζε με θηρία όπως ο Μουρεσάν που ήταν 2.32, ή ο Κονσταντίν Πόπα που ήταν 2.20.
Όχι ότι ο Τσέκος των 2.10 είναι κοντός, αλλά αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η ψυχή του την οποία κατέθετε σε κάθε ματς. Η ψυχή και το μπασκετικό «ξύλο» με το οποίο φιλοδωρούσε τους αντιπάλους του, τον εδραίωσαν στην καρδιά του μέσου ΠΑΟΚτσή.
Είναι από τους παίκτες που αν και η τεχνική του δεν τον βοηθούσε, όπως άλλωστε παραδέχεται παρακάτω, ήταν μέλος της Εθνικής Ελλάδας για 4 χρόνια, αγωνίστηκε σε Mundobasket, κατέκτησε το Κύπελλο Korać, έφτασε σε τελικό Κυπέλλου Κυπελλούχων και έπαιξε σε υψηλό επίπεδο για πάνω από μια δεκαετία σε Πανελλήνιο, Ηρακλή, ΠΑΟΚ (1987-1997).
Υπήρχε πλειάδα συνθημάτων που κατέληγαν με το όνομά του και που φανερώνουν την αγνότητα της εποχής, όπως το παρακάτω:
“Ω ντιρλαντά ντιρλανταντά, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
μια ομαδάρα στο βορρά, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
είναι ο ΠΑΟΚ ο θεός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ,
είν’ ο δικέφαλος αετός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
Μεσ’ τη ρακέτα είναι ο Σάβιτς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
τα στόρια έχει κατεβάσει, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
με Μπέρι και με Πρέλεβιτς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
η μπάλα πια πως θα περάσει, ΠΑΟΚ ολέ ολέ,
ο Μαματζιόλας σταθερός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
κι ο Νάσος ο Γαλακτερός, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
Κόρφας, Μπουντούρης και Ρεντζιάς, ΠΑΟΚ ολέ ολέ
κι ο ΤΣΕΚΟΣ ο ΑΛΗΤΑΡΑΣ!”
Ακόμα πιο ενδεικτικό όμως είναι το παρακάτω σύνθημα που κρύβει μια ολόκληρη ιστορία για την οποία έγινε αναφορά στον πρόλογο και αφορά στο αυτοκινητιστικό ατύχημα του 1993.
Ο ΠΑΟΚ θα αγωνιζόταν σε λίγες ημέρες στο Final 4 της Euroleague κόντρα στην Μπενετόν Τρεβίζο και ο Τσέκος των ειδικών αποστολών προοριζόταν να αντιμετωπίσει τον Στέφανο Ρουσκόνι, ενώ στον άλλο ημιτελικό… καραδοκούσε ο θρυλικός Άρβιντας Σαμπόνις (σ.σ. τελικά δεν προκρίθηκε ούτε ο “δικέφαλος” ούτε η Ρεάλ Μαδρίτης).
Η μοίρα, όμως, είχε άλλα πλάνα. Λίγες ημέρες πριν από τον αγώνα, ο Χρήστος Τσέκος είχε ατύχημα με το αυτοκίνητό του και, συνεπώς, δεν κατάφερε να αγωνιστεί στο Final 4 του ΣΕΦ.
Ο Ρουσκόνι στον ημιτελικό έκανε «πάρτι», αφού ο Παναγιώτης Φασούλας έπαιξε μόνο για 22 λεπτά εξαιτίας των πέντε φάουλ και δεν υπήρχε άλλος ψηλός για να τον αντιμετωπίσει, ενώ μετά ήρθε ο Ιακοπίνι για να “σκοτώσει” τον ΠΑΟΚ.
Θα περίμενε κάποιος οι φίλαθλοι του “δικεφάλου” να «κατηγορήσουν τον Τσέκο για το ατύχημα που άφησε έκθετη τη front line του Δικεφάλου. Αμ δε. Ίσα-ίσα που τον αποθέωσαν (!) για το ατύχημα με το ακόλουθο σύνθημα:
“Βγαίνει περιφερειακό ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
γκαζώνει το παλιάμαξο ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
και ξαφνικά σε μια στροφή ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
τουμπάρει με την οροφή ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
απ’τα συντρίμμια βγαίνει μόνος ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
δεν βοηθάει ο τροχονόμος ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
είναι ατζαμής και τσαμπουκάς ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ
ο Τσέκος ο αληταράς ΠΑΟΚ ΟΛΕ ΟΛΕ”
Δεν ξέρω αν είναι ατζαμής και τσαμπουκάς, όπως λέει το σύνθημα, αλλά είναι σίγουρα ο πιο αξιαγάπητος «αληταράς» που πέρασε ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα. Ο Χρήστος Τσέκος για τα μάτια σας μόνο στο Sport-Retro.gr.
***
“Όλοι θαυμάζαμε τον Γκάλη”
–Γεννηθήκατε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου 1966 (σ.σ. και όχι στις 4 Απριλίου όπως κακώς αναφέρεται σε διάφορες πηγές). Αρχίσατε από τον Πανελλήνιο;
“Όχι, ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ στον Κάδμο Θηβών. Πρώτη μου ομάδα ήταν ο Κάδμος Θηβών, όπου εκεί ασχολήθηκα για 3-4 μήνες, μετά σταμάτησα και το καλοκαίρι πήγα στον Πανελλήνιο”.
–Ποιος ήταν το μπασκετικό σας είδωλο; Είχατε κάποιον παίκτη που θαυμάζατε;
“Όλοι θαυμάζαμε τον Γκάλη”.
-Πώς αρχίσατε το μπάσκετ; Ασχολείτο κάποιος από την οικογένεια ή λόγω των σωματικών σας προσόντων;
“Ένας συνάδελφος του πατέρα μου ήταν η αφορμή. Εγώ εκείνη την εποχή έκανα στίβο, μέχρι να ενταχθώ στον Κάδμο Θηβών. Άρχισα, λοιπόν, παράλληλα να παίζω και μπάσκετ”.
-Στον Πανελλήνιο πόσα χρόνια αγωνιστήκατε;
“Δύο χρόνια έμεινα. Την πρώτη χρονιά ανεβήκαμε στην Α1 και παράλληλα παίξαμε τελικό Κυπέλλου Ελλάδος με τον Άρη”.
-Πότε πήρατε μεταγραφή στον Ηρακλή;
“Το 1987, όπου έμεινα 4 χρόνια”.
–Πώς προέκυψε η μεταγραφή; Ποιος την “έτρεξε”;
“Από μόνος μου με τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου, ο οποίος είχε μια επαφή με τον Ηρακλή και με πήρε τηλέφωνο ο κ. Μαρκόπουλος, προπονητής τότε της ομάδας, για να πάω εκεί”.
-Συνεργαστήκατε με τον Σούλη Μαρκόπουλο (1987-1990) και μετά με τον Στιβ Γιατζόγλου. Πώς ήταν τα χρόνια στον Ηρακλή;
“Στον Ηρακλή ήμασταν οικογένεια. Είχαμε πρόεδρο τον Κώστα Χαίτογλου που ήταν κύριος σε όλα και με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή, με πολύ καλή διοίκηση, πορευτήκαμε καλά. Είχαμε, μάλιστα, και έφορο τον κ. Νούσια και προπονητή τον Σούλη Μαρκόπουλο για τα τρία πρώτα χρόνια. Μετά ήρθε ο Στιβ Γιατζόγλου. Ήταν όλοι εξαιρετικοί”.
-Είχατε συμπαίκτη τον Ίνγκραμ. Πώς είναι για έναν νέο παίκτη να παίζει κοντά σε ένα τόσο χαρισματικό σκόρερ;
“Τότε ήμουν στην αρχική διαδικασία, ίσα-ίσα που είχα ξεκινήσει να παίζω, αυτός ήταν μεγάλος παίκτης και δίπλα του φυσικά μαθαίνεις πολλά πράγματα και παράλληλα θαυμάζεις τον τρόπο που παίζει την ώρα του αγώνα”.
“Ήταν τόσοι παίκτες καλύτεροι από μένα…”
-Σεζόν 1992-1993, μεταγραφή στον ΠΑΟΚ του Ντούσαν Ίβκοβιτς. Στο τέλος εκείνης της χρονιάς φτάσατε μέχρι το Final 4. Εσείς λόγω ενός ατυχήματος δεν αγωνιστήκατε. Ήταν μια χρυσή ευκαιρία με την ομάδα που είχατε να κατακτήσετε την κορυφή της Ευρώπης;
“Όλα είναι μέσα στη ζωή. Κάθε μέρα δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Ο καθένας πορεύεται μέσα στη μέρα με κάποιο τρόπο. Και στη δική μου την περίπτωση ήταν κακή επιλογή εκείνη την ημέρα, τράκαρα με το αυτοκίνητο και δεν μπόρεσα να πάω στο Final 4”.
-Πιστεύετε ότι αν παίζατε θα μπορούσε να είχε γραφτεί διαφορετικά η ιστορία; Δεδομένου ότι σε εκείνο τον ημιτελικό με την Μπενετόν, εκτός από τα τρίποντα του Ιακοπίνι, έγινε ζημιά από τον Ρουσκόνι και ο Φασούλας αγωνίστηκε μόνο 22 λεπτά καθώς χρεώθηκε με 5 φάουλ.
“Δεν το ξέρει κανένας (γελάει πικρά). Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Εγώ τότε στην ομάδα αναλάμβανα τέτοιους ειδικούς ρόλους και ο προπονητής απ’ όσο ξέρω ήθελε να με βάλει σε αυτή τη διαδικασία, να παίξω εναντίον του Ρουσκόνι για να βοηθήσω την ομάδα. Αλλά εντάξει αυτή είναι μια ομαδική δουλειά, άμυνα δεν παίζει κάποιος παίκτης μόνος του και πολλά πράγματα παίζουν ρόλο σε μια τέτοια κατάσταση. Οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι εγώ ήμουν αυτός που έλειπε… Αμάν. Ήταν τόσοι παίκτες μέσα και παίκτες καλύτεροι από μένα. Τέλος πάντων, ένα παιχνίδι που κρίθηκε στους δυο-τρεις πόντους. Εντάξει, θα μπορούσε να ήταν η τύχη με το μέρος μας και να μην είχε φανεί καθόλου αυτό.
-Σεζόν 1993-1994. Σάβιτς-Μπέρι στην ομάδα, αποχώρηση Φασούλα-Ίβκοβιτς. Κατακτήσατε το Κύπελλο Korać κόντρα στην Στεφανέλ και στους τελικούς του ελληνικού πρωταθλήματος χάσατε από τον Ολυμπιακό.
“Σίγουρα είναι πολύ δύσκολο όταν φεύγει ένας καλός προπονητής με τον οποίο έχεις μια σειρά και αναλαμβάνει ένας προπονητής που είναι εξίσου καλός όπως ο Σούλης Μαρκόπουλος. Δεν είναι σίγουρο ότι θα φτάσεις μέχρι τέλους. Εμείς όμως αντεπεξήλθαμε σε αυτή τη δυσκολία, φτάσαμε εκεί που φτάσαμε, πήραμε το Korać και, φυσικά, ήταν δουλειά και των δύο προπονητών και του Ίβκοβιτς και του Μαρκόπουλου, ο οποίος έφτασε να πάρει το Κύπελλο”.
-Η διαιτησία σε εκείνους τους τελικούς με τον Ολυμπιακό έπαιξε κάποιον ρόλο;
“Δεν μπορώ να θυμηθώ, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Έχουν περάσει 24 χρόνια, δεν θυμάμαι τίποτα (γέλια)”.
Το 1995 κατακτήσατε το Κύπελλο Ελλάδας κόντρα στον Άρη, ενώ το 1996 φτάσατε μέχρι τον τελικό του Κυπελλούχων όπου χάσατε από την Ταουγκρές. Αυτό ήταν τέλος εποχής, δεδομένου ότι θα αποχωρούσε και ο Πρέλεβιτς;
“Όλα αυτά είναι επιτυχίες της ομάδας και έτσι μπορούμε να τα θυμόμαστε. Ποτέ δεν μπορείς να πεις ότι είναι τέλος εποχής για καμία ομάδα. Φεύγει ένας παίκτης, αντικαθίσταται από άλλους . Η ζωή πάει παρακάτω, έτσι είναι σε κάθε εργασιακό χώρο. Σίγουρα πολύ μεγάλος παίκτης, αρχηγός, φίλος, πολύ καλό παιδί, περάσαμε υπέροχα χρόνια αλλά κανένας όσο σπουδαίος κι αν είναι δεν παραμένει αναντικατάστατος”.
Μπάνε, Σακίλ… Μαρκόπουλος
-Συνεργαστήκατε με σπουδαίους προπονητές, όπως ο Μαρκόπουλος, ο Ίβκοβιτς, ο Σάκοτα, ο Αλεξανδρή και ο Γιατζόγλου. Ποιον ξεχωρίζετε;
“Με βοήθησε πολύ στο ξεκίνημά μου ο Σούλης Μαρκόπουλος, ο οποίος θυμάμαι ερχόταν και πολύ πρωί γιατί ήταν υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα τότε και κάναμε προπόνηση στο Ιβανώφειο. Με στήριξε γιατί τους τρεις πρώτους μήνες δεν έπαιζα καθόλου και προσπαθούσα με τις ατομικές προπονήσεις και την ομαδική δουλειά να βελτιωθώ και να μπω στην ομάδα. Έκανα και καλή ζωή για να παίξω. Κι από εκεί και πέρα, με έβαλε στην ομάδα, ξεκίνησα να παίζω. Θυμάμαι έπαιξα κόντρα στον Παναθηναϊκό, πρώτο παιχνίδι στον “Τάφο του Ινδού”, σε ένα παιχνίδι που χάσαμε 2-3 πόντους, αλλά από εκεί και πέρα έπαιζα σε κάθε παιχνίδι. Παρακάτω και ο Ίβκοβιτς ήταν πολύ καλός, μας έδωσε πολλά στοιχεία, μάθαμε πολλές λεπτομέρειες . Τρόπο σκέψης, νοοτροπία, τα πάντα. Και όλοι οι προπονητές που περάσαμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο έβαλε κάτι πάνω μας και μας βοήθησε”.
-Ο καλύτερος συμπαίκτης που είχατε ποτέ;
“Μπάνε Πρέλεβιτς. Όσον αφορά στην Εθνική Ομάδα, δεν θέλουμε να ρίξουμε κανένα, είχαμε όλους τους παικταράδες και εμείς ήμασταν μωρά. Ο Γιαννάκης, ο Φασούλας, ο Χριστοδούλου, όλοι οι παίκτες ήταν πολύ καλοί, παγκοσμίου επιπέδου, εμείς ήμασταν πολύ πιο πίσω”.
-Ο δυσκολότερος αντίπαλος που αντιμετωπίσατε ποτέ;
“Χωρίς δεύτερη σκέψη: Σακίλ Ο’ Νιλ”.
-Ο ΠΑΟΚ των 90s’ μπορούσε να κατακτήσει περισσότερα τρόπαια, πέρα από το πρωτάθλημα του 1992 και τ Κύπελλο Korać του 94;
“Αυτό είναι λίγο δύσκολο να απαντηθεί γιατί και άλλες ομάδες προσπαθούν και άλλες ομάδες βρίσκονται στον ίδιο χώρο με τα ίδια μπάτζετ ίσως και μεγαλύτερα. Προσπαθούν όλοι για τον ίδιο στόχο. Έναν τίτλο ακόμα θα μπορούσε, ίσως το Final 4 του 1993 που ενδεχομένως θα μπορούσε να είχε αλλάξει την ιστορία του συλλόγου. Αυτό δεν ήρθε, δεν μπορούμε δυστυχώς τώρα να κάνουμε κάτι. Προσπαθήσαμε όσο μπορούσαμε”.
-Έχετε παίξει πολλούς σημαντικούς αγώνες τόσο με τον ΠΑΟΚ όσο και με την Εθνική, κυρίως στο Mundobasket του 1994. Αν σας ζητούσα να ξεχωρίσετε κάποιον αγώνα;
“Στο Mundobasket ασφαλώς ήταν πολύ σημαντικοί αγώνες και από τις πιο σπουδαίες στιγμές στη ζωή μας. Μαζί με τους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι η κορυφαία διοργάνωση, οπότε γεννάει τα πιο δυνατά συναισθήματα. Παίξαμε εναντίον των ΗΠΑ, που αυτό τυχαίνει σε λίγους. Επίσης, με την Κροατία. Πολύ σημαντικοί παίκτες κι εκεί. Ντίνο Ράτζα, Τόνι Κούκοτς… Είναι πολλοί αγώνες”.
“Μύθος η ατάκα Ίβκοβιτς”
-Έχετε πετύχει πολλά στην καριέρα σας. Υπάρχει κάτι που σας έχει μείνει απωθημένο;
“Έπρεπε να πάρουμε το Final 4 το 1993. Να είμαι κι εγώ εκεί, να προσπαθήσω να δώσω λύσεις και βοήθεια στην ομάδα, ειδικά σε ένα συγκεκριμένο ρόλο που είχα πάντα κάθε φορά στην ομάδα. Δεν ήμουν ο παικταράς, το αστέρι, το οτιδήποτε, απλά ήμουν ένας ρολίστας καλός”.
-Είστε ίσως ο πιο δημοφιλής παίκτης στην ιστορία του μπασκετικού ΠΑΟΚ. Τι πιστεύετε ότι έκανε τον κόσμο να σας αγαπήσει τόσο πολύ;
“Κι άλλοι παίκτες το έχουν πετύχει αυτό, δεν ήμουν μόνο εγώ. Προσπαθούσαμε μέσα στο γήπεδο πολύ, είχαμε αμυντικούς ρόλους περισσότερο και παίζαμε με δύσκολα κορμιά. Παίζαμε πχ. με τον Μουρεσάν που ήταν θηρίο 2.32, με τον Πόπα που ήταν 2.20, είχαμε δηλαδή τέτοιους ρόλους που ήταν περισσότερο αμυντικοί. Η εξουδετέρωση τέτοιων αντιπάλων ήταν σημαντική βοήθεια για την ομάδα και πολλές φορές έδιναν νίκες. Βλέποντας, λοιπόν, οι φίλαθλοι ότι ένας παίκτης μέσα στο γήπεδο τα δίνει όλα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει τα τρομερά προσόντα, τον εκτιμούν περισσότερο”.
-Πάντως είχατε καλό σουτ από τα 3-4 μέτρα.
“Μέτριος παίκτης ήμουν, αλλά με έκαναν ήρωα κάποιες φορές οι συμπαίκτες μου. Τη μία ο Μπέρι με τον Παναθηναϊκό, όπου έπαιξα πολύ γιατί είχε τιμωρηθεί ο Σάβιτς, ένα παιχνίδι με τον Άρη που είχα 16 πόντους, σε ένα άλλο με τον Παναθηναϊκό που είχα 14 πόντους, πάλι ο Μπέρι με τις ασίστ του. Έπαιξα με πολύ μεγάλους παίκτες, εγώ ήμουν μικρός παίκτης τότε, αλλά έδινα το 150% της ψυχής μου και του σώματός μου στο γήπεδο και γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύω ότι οι φίλαθλοι το έκαναν αυτό”.
-Το “αληταράς” πώς προέκυψε; Ποιος σας βάφτισε έτσι;
“Κάνει ομοιοκαταληξία το ποιηματάκι εκεί πέρα, Κόρφας Μπουντούρης και Ρετζιάς και ο Τσέκος ο αληταράς, έτσι πηγαίνει στα ποιηματάκια που έχουν βγάλει οι φίλαθλοι. Πώς προέκυψε ο χαρακτηρισμός «αληταράς» δεν ξέρω. Ποτέ δεν έχω μιλήσει με κάποιον γι’ αυτό”.
-Υπάρχει κάποιο σύνθημα που ξεχωρίζετε; Ακόμα και το 1993 με το ατύχημα, ο κόσμος τραγούδησε το όνομά σας.
“Ναι-ναι, είχαν βγάλει σύνθημα. Πηγαίνει στον Περιφερειακό, τουμπάρει στον Περιφερειακό και βγαίνει δεν ξέρω κι εγώ ποιος κ.τ.λ. (γέλια). Κοίταξε, πολύ ωραία πράγματα, όχι αυτά που λέγονται ως λέξεις, αλλά το συναίσθημα που βγάζει ο καθένας και σου γεμίζει το μέσα σου, σου γεμίζει την ψυχή σου και στο τέλος είναι αυτά που μένουν σε όλη σου τη ζωή και που σου δίνουν δύναμη να πας μέχρι τέλους”.
-“Για ένα ματς σε πήραμε και πήγες και τραυματίστηκες”. Ειπώθηκε ποτέ αυτό από τον Ντούσαν Ίβκοβιτς πριν από το Final 4 του 1993;
“Δεν το έχω ακούσει ποτέ. Αντιθέτως, υπήρχε ένας παράγοντας του ΠΑΟΚ, ο οποίος μέσα στα αποδυτήρια μου είχε πει: ‘Καλύτερα να είχες πεθάνει παρά να είχε γίνει αυτό’. Αυτό για να λέγονται οι αλήθειες. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο Ίβκοβιτς δεν είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο. Απλώς κάποιος παράγοντας είχε πει αυτό. Αλλά τι να ασχοληθείς με καθένα που λέει τα δικά του;”