«Οι Άσσοι του Γηπέδου»: Μία «ανταρσία» που έγινε ταινία

Θρίλερ, περιπέτειες, κωμωδίες, ρομαντικές και δραματικές κομεντί, αυτοβιογραφίες που μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη: Ο κινηματογράφος έχει μία απέραντη γκάμα επιλογών που καλύπτει κάθε σινεφίλ.

Κάπου ανάμεσα σε όλα τα είδη εμφανίστηκε και εξελίχθηκε το ιδιότυπο είδος των αθλητικών ταινιών, άλλοτε με τη μορφή ντοκιμαντέρ και άλλοτε με την όσο πιο πιστή αναπαράσταση κάποιας ιστορικής στιγμής.

Συνήθως επιλέγονται επιτυχίες παγκόσμιας εμβέλειας, περιστατικά που εξυμνούν τη δύναμη αθλητών όπως ο Τζέσι Όουενς, μεγάλες εκπλήξεις, ενώ πολλές φορές δίνεται φαντασμαγορικός χαρακτήρας σε μονομαχίες που είχαν πολιτικές προεκτάσεις, επί παραδείγματι μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

«1968»: Το έπος της ΑΕΚ επί σκηνής

Ανάμεσα σε όλα αυτά υπάρχει και μία ελληνική προσπάθεια, η οποία δεν αφορά κάποια επιτυχία, ούτε είναι ακριβώς πιστή αναπαράσταση όσων θέλει να μεταφέρει.

Το Sport-Retro.gr θυμάται την ιστορία που οδήγησε στη δημιουργία της ταινίας «Οι Άσσοι του Γηπέδου», δηλαδή την πρώτη σκηνοθετική προσπάθεια του αείμνηστου Βασίλη Γεωργιάδη.

Προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους σαν σήμερα (13 Μαρτίου) το 1956 και έκοψε μόλις 19.276 εισιτήρια, αλλά η αξία της είναι μεγάλη.

 

Η ανταρσία των διεθνών γέννησε έναν ισόβιο αρχηγό 

Ο χρόνος γυρνάει στο φθινόπωρο του 1953 και συγκεκριμένα στις 31 Οκτωβρίου, όταν η Εθνική ομάδα ήταν συγκεντρωμένη στο ξενοδοχείο «Αριάδνη», στην περιοχή της Εκάλης.

Την επόμενη ημέρα ήταν προγραμματισμένος ο πρώτος αγώνας για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1954 που θα διεξαγόταν στην Ελβετία.

Η «γαλανόλευκη» είχε κληρωθεί με τη Γιουγκοσλαβία και το Ισραήλ, ενώ, εν μέσω διαφόρων εξωαγωνιστικών ζητημάτων, το πρώτο ματς θα ήταν κόντρα στο μεσανατολικό κράτος.

Με τον θρυλικό Ανδρέα Μουράτη του Ολυμπιακού να δίνει το έναυσμα, όλοι οι διεθνείς αποχώρησαν από το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκαν στα γραφεία της ΕΠΟ στην Αθήνα, προκειμένου να ζητήσουν κάποια έξοδα οδοιπορικών που τους οφείλονταν.

Σε μία εποχή που ο επαγγελματισμός δεν είχε κάνει την εμφάνισή του, τουναντίον απαγορευόταν ρητά η οποιαδήποτε χρηματική αμοιβή προς τους συμμετέχοντες σε αθλητικά γεγονότα, ήταν πολύ φυσιολογικό τα ταξίδια στο εξωτερικό για τις υποχρεώσεις τις Εθνικής να «γονατίζουν» οικονομικά τους παίκτες που προκειμένου να τα βγάλουν πέρα έκαναν και άλλες δουλειές.

Όταν η Ζωζώ Σαπουντζάκη έκανε προβλέψεις για το ΠΡΟ-ΠΟ

Ο μοναδικός που αρνήθηκε να συμμετάσχει στην κίνηση, η οποία θεωρείται προπομπός της ίδρυσης του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμοιβομένων Ποδοσφαιριστών, ήταν ο Ηλίας Ρωσσίδης, ο οποίος λίγο αργότερα έλαβε ειδική μνεία γι’ αυτήν του την ενέργεια και χρίστηκε από την ομοσπονδία ισόβιος αρχηγός του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.

Η ΕΠΟ, πάντως, που βρέθηκε αρχικά σε αδιέξοδο, υποσχέθηκε να δώσει λύση στο ζήτημα μετά τον αγώνα με το Ισραήλ.

Στο κατάμεστο γήπεδο του Παναθηναϊκού ο Θανάσης Μπέμπης σκόραρε το μοναδικό γκολ της αναμέτρησης και χάρισε τη νίκη στην Εθνική.

Τα δημοσιεύματα της επόμενης ημέρας τόνιζαν το μουδιασμένο κλίμα που υπήρχε στην ομάδα, ενώ εξήραν την ψυχραιμία της ομοσπονδίας, καθώς υπήρχε κίνδυνος να αμαυρωθεί η φήμη της χώρας αν τυχόν έπαιρνε άλλη τροπή το οτιδήποτε.

«Καθήκον των Ελλήνων παικτών είναι να αγωνίζονται και να πίπτουν, όχι δι’ υλικά αγαθά, αλλά διά την δόξαν», τόνιζαν με στόμφο οι δημοσιογράφοι της εποχής.

Γενικώς υπήρξε έντονη κριτική από τον Τύπο προς τους παίκτες και ιδίως προς τον «υποκινητή» της ανταρσίας, όπως χαρακτηρίστηκε η κίνηση, Ανδρέα Μουράτη.

Αυτό ίσως επηρέασε και την ομοσπονδία, η οποία θεωρώντας πως στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκονται και οι φίλαθλοι, κατόπιν συνεδριάσεως του διοικητικού συμβουλίου, ανακοίνωσε ότι διαγράφεται οριστικά ο «Μισούρι» από τα μητρώα της.

Ντοκουμέντο: Ο Νίκος Σταυρίδης με αθλητική περιβολή

Μαζί με τον Μουράτη τιμωρήθηκαν με ποινή ισόβιου αποκλεισμού από την Εθνική ομάδα, ο Μανταλόζης, ο Καραπατής, ο Σούλης, ο Πούλης, ο Νεμπίδης, ο Εμμανουηλίδης, ο Σεραφείδης, ο Δαρίβας, ο Πετρόπουλος, ο Μπέμπης, ο Δρόσος, ο Αλούπης, ο Ιωάννου και ο Νεστορίδης.

Οι αποφάσεις θεωρήθηκαν πολύ σκληρές, αφού το μόνο που έκαναν οι παίκτες ήταν να ζητήσουν τα όντως οφειλόμενα από την ομοσπονδία, ακόμα κι αν αυτό συνέβη την παραμονή ενός τόσο σημαντικού αγώνα.

Ο φίλαθλος κόσμος διχάστηκε, αλλά οι περισσότεροι ήταν με το μέρος των ποδοσφαιριστών, ενώ ακόμα και ο Τύπος που είχε φανεί ιδιαίτερα επικριτικός, στάθηκε ενάντια σε αυτή την απόφαση.

«Η Ανωτάτη Ποδοσφαιρική Αρχή είναι ο ηθικός αυτουργός της, λυπηρής κατά τ’ άλλα, στάσης που κράτησαν οι διεθνείς μας. Οι αποφάσεις της ΕΠΟ μετά από αυτήν υπήρξαν βεβιασμένες, αψυχολόγητες και άδικες», ανέφερε χαρακτηριστικά ένα δημοσίευμα.

Οι μήνες περνούσαν, όμως, η ομοσπονδία δεν λύγιζε μπροστά στις αντιδράσεις και την κατακραυγή από ποδοσφαιριστές, δημοσιογράφους, φιλάθλους κ.τ.λ.

Τελικά χρειάστηκε κυβερνητική πρωτοβουλία και συγκεκριμένα η παρέμβαση του Δημοσθένη Καλλία, υπουργού Παιδείας μετά από 10 ολόκληρους μήνες, προκειμένου να δοθεί μία λύση, η οποία ήταν να χαριστούν οι ποινές σε όλους τους παίκτες.

 

Πρωταθλητές στην υποκριτική

Στο διάστημα εκείνο ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο οποίος έκανε τα πρώτα του βήματα ως σκηνοθέτης αφού μέχρι τότε είχε δουλέψει ως βοηθός σε τρεις ταινίες («Το Παιδί μου Πρέπει να Ζήσει», «Νεκρή Πολιτεία» και «Το Ποντικάκι»), είχε την ιδέα να γυρίσει μία ταινία με αφορμή εκείνα τα γεγονότα.

Η ιδέα του, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει αντί για ηθοποιούς τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές ήταν πολύ πρωτοποριακή για την εποχή, ενώ και οι ίδιοι οι παίκτες που συμμετείχαν στην ταινία ανταποκρίθηκαν άψογα στον ρόλο τους.

Προεξέχοντες ήταν ο Λάκης Πετρόπουλος και ο Ανδρέας Μουράτης, ο οποίος μάθαινε τον ρόλο του διά της ακοής καθότι αναλφάβητος, γεγονός που μετατρέπει σε ακόμα πιο ξεχωριστή την ερμηνεία του.

Μανταλόζης, Πούλης, Λινοξυλάκης, Μουράτης και Πετρόπουλος ήταν οι κύριοι πρωταγωνιστές, ενώ και άλλοι μεγάλοι παίκτες της εποχής εμφανίζονται στην ταινία.

Μεταξύ τους και ο Ηλίας Ρωσσίδης, παρά το γεγονός ότι δεν είχε συνασπιστεί με τους συμπαίκτες του στη διεκδίκηση των οφειλομένων τους.

Τους «άσους του γηπέδου» πλαισίωσαν επίσης καταξιωμένοι Έλληνες ηθοποιοί της εποχής, όπως οι γνωστοί ποδοσφαιρόφιλοι («πράσινων» συναισθημάτων) Γιώργος Φούντας και Νίκος Τσιφόρος, ο δημιουργός της «Κάλπικης Λίρας» Γιώργος Τζαβέλλας και ο Μιχάλης Κακογιάννης.

«1 2 Χ»: Ένα τραγούδι αθλητικής απόχρωσης από τον Βλάσση Μπονάτσο

Στο σενάριο, το οποίο υπέγραψε ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας και δημοσιογράφος μεταξύ άλλων, Ιάκωβος Καμπανέλλης, το οικονομικό αίτημα έγινε «θέμα τιμής».

Ένας ξένος παίκτης χτύπησε βίαια τον Κώστα Λινοξυλάκη εκτός φάσης κατά τη διάρκεια μιας αναμέτρησης κι ο Ανδρέας Μουράτης είχε ανταποδώσει στα αποδυτήρια.

Αυτό προκάλεσε την αποβολή του Μουράτη από την Εθνική και άλλοι τέσσερις συμπαίκτες του τιμωρήθηκαν με παρόμοιο τρόπο επειδή τον στήριξαν.

Απεικονίζονται οι προσπάθειες των παικτών να δικαιωθούν, η στήριξη των φιλάθλων και των συναδέλφων τους αλλά και μικρές άλλες ιστορίες, όπως η βιοπάλη του Μουράτη να ανταποκριθεί στις οικονομικές ανάγκες της οικογένειάς του, οι καυγάδες του Μανταλόζη με την αρραβωνιαστικιά του ή η ανυπομονησία του γόη της εποχής Λάκη Πετρόπουλου να συναντήσει την Ιταλίδα σταρ Σιλβάνα Παμπανίνι.

Ο Νίκος Κούρκουλος με τη φανέλα του Παναθηναϊκού

Η ταινία είναι ιστορική, καθώς αποτελεί το μοναδικό τηλεοπτικό ντοκουμέντο των μεγάλων ποδοσφαιριστών εκείνης της εποχής, ενώ διασώζονται και αποσπάσματα από τις περιγραφές του κορυφαίου ραδιοφωνικού σπίκερ Μιχάλη Γιαννακάκου.

Επιπροσθέτως, σε συνδυασμό με την απεικόνιση της δύσκολης καθημερινότητας, σε μία εποχή που είτε ήσουν ποδοσφαιριστής είτε όχι είχες σχεδόν τα ίδια προβλήματα με όλους, το φιλμ μετατρέπεται σε ηθογραφία της δεκαετίας του 1950. 

Η τελική δικαίωση των πρωταγωνιστών, μέσω της ανάκλησης της ποινής τους, συνοδεύεται από μία «φανταστική» επιτυχία της Εθνικής, με νίκη επί της Ισπανίας στον τελικό του Μεσογειακού Κυπέλλου, η οποία γιορτάζεται αναλόγως.

Ιδού ολόκληρη η ταινία:

 

Το κέρδος που δεν ήταν υλικό

Οι εμπορικές προσδοκίες της ταινίας δεν επιβεβαιώθηκαν (μόλις 19.276 εισιτήρια), καθώς την ίδια μέρα βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες και «Το κορίτσι με τα Μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, το οποίο έκοψε 87.552 εισιτήρια χάρη στο δίδυμο Χορν-Λαμπέτη.

Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που οι Στάθης Μανταλόζης, Κώστας Λινοξυλάκης, Λάκης Πετρόπουλος, Ανδρέας Μουράτης και Κώστας Πούλης τη γλίτωσαν, αφού στις 31 Μαρτίου 1956 η ΕΠΟ τους κάλεσε σε απολογία με σκοπό να τους παραπέμψει στην Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητας, διότι το γεγονός ότι πληρώθηκαν για να παίξουν στην ταινία ως ποδοσφαιριστές θεωρήθηκε μεμπτό.

Ο ασπασμός του Κώστα Λινοξυλάκη στην Αλίκη Βουγιουκλάκη

Οι αντιδράσεις των φιλάθλων, τα μικρά κέρδη της ταινίας (δεν κάλυψαν τις αμοιβές που είχαν συμφωνηθεί προς τους παίκτες), αλλά κυρίως η άμεση επέμβαση Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού, Εθνικού και ΑΕΚ, έληξαν το ζήτημα επιτόπου.

Ο Βασίλης Γεωργιάδης, ο οποίος στη συνέχεια γνώρισε μεγάλη επιτυχία (μεταξύ άλλων, υπήρξε προτεινόμενος δύο φορές από την Αμερικανική Ακαδημία για βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας), είχε δηλώσει πως εκείνη η πρώτη του δουλειά θα βρίσκεται ισόβια στην καρδιά του για πολλούς λόγους και, κυρίως, επειδή σχετιζόταν με το αγαπημένο του σπορ: το ποδόσφαιρο.

Το 1997, μάλιστα, προβλήθηκε ξανά από την Ταινιοθήκη της Ελλάδας με τίτλο «Κυριακάτικοι Ήρωες» και η συγκίνηση στην αίθουσα ήταν έκδηλη, αφού αρκετοί εκ των πρωταγωνιστών δεν βρίσκονταν πλέον στη ζωή.

Μία ιστορία που ποδοσφαιριστές της ΑΕΚ, του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και του Εθνικού αγωνίστηκαν ενωμένοι, αγγίζει τα όρια του μύθου στη σημερινή εποχή.

Η αγάπη, το πάθος, το μεράκι αλλά και η ανιδιοτέλεια των φιλάθλων για τις ομάδες τους, σκιαγραφείται και αναδεικνύεται με έναν τόσο ρομαντικό τρόπο, που προκαλεί θλίψη η αναπόφευκτη σύγκριση με τη σημερινή κατάντια του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!