Η αρχή έγινε με κορυφαία 10άδα των παικτών από την πρώην Γιουγκοσλαβία, όπως ο Πέτζα, ο Ντέγιαν, ο Ντίνο ή ο Ζάρκο, που αγωνίστηκαν σε ελληνικές ομάδες μπάσκετ.
Η συνέχεια δίνεται σ’ εκείνους τους «συμπατριώτες» τους που εμφανίστηκαν στη δική μας Α1 από τα τέλη των 80s’ έως τα τέλη των 90s’ και ανεξαρτήτως προσφοράς ή απόδοσης άφησαν πίσω τους μια ιστορία να τους συνοδεύει.
Χαρακτηριστικές φιγούρες μιας άλλης εποχής οι περισσότεροι εξ αυτών.
***
Άριαν Κόμαζετς
Δεν θα βρεις άλλον ξένο που σε λιγότερο από δέκα χρόνια αγωνίστηκε σε Παναθηναϊκό (1992-93), Ολυμπιακό (1998-99) και ΑΕΚ (2001). Ήταν κάτι τόσο παρανοϊκό που μονάχα ο Κροάτης γκαρντ-φόργουορντ θα μπορούσε να σκεφτεί και φυσικά να πράξει.
Στην Ελλάδα ήρθε ως ενεργό μέλος της εθνικής Κροατίας, παίρνοντας το συμβόλαιο που είχε δεσμευτεί να υπογράψει ο Ντράζεν Πέτροβιτς, προτού χάσει τη ζωή του στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Πετούσε την μπάλα κι έμπαινε στο καλάθι, είχε αναδειχθεί πρώτος σκόρερ και πολυτιμότερος παίκτης του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος όταν μεσουρανούσε η Γιουγκοπλάστικα – ο ίδιος έπαιζε στη Ζαντάρ υπό τον Κρέσιμιρ Τσόσιτς.
Μίλαν Γκούροβιτς
Όταν το Περιστέρι διένυε την καλύτερη πορεία της ιστορίας του, εντός κι εκτός συνόρων, ο Σέρβος φόργουορντ ήταν στέλεχος της ΑΕΚ και έφευγε μετά από μόλις εννιά αγώνες. Είχε ήδη παίξει μια διετία στην Μπαρτσελόνα, καθώς από τα δυτικά προάστια είχε αποχωρήσει το καλοκαίρι του 1998.
Ακόμη ένα παιδί του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, βρέθηκε στα 16 του ν’ αναζητά μια νέα ζωή και με νέα ταυτότητα (Μαλατράς) εντάχθηκε στην ελληνική μπασκετική κοινότητα.
Στα 18 του εντάχθηκε στην πρώτη ομάδα του Περιστερίου και έφτασε να έχει 17.2 ανά ματς, συνδυάζοντας το πολύ καλό σουτ και το αρχοντικό στιλ.
Ευέλικτος και αεικίνητος, εξελίχθηκε τρομερά στα χέρια του Ντούσαν Σάκοτα.
Δεν θα είχε παίξει στην «Ένωση», αν το καλοκαίρι του 2000 είχε αποδεχθεί την πρόταση του Παναθηναϊκού.
Πείσμωσε πάντως που είχε κοπεί από την Εθνική ομάδα και δεν ήθελε να συνεργαστεί με τον Ομπράντοβιτς – θα ήταν πρωταθλητής Ευρώπης.
Μίλαν Τόμιτς
Στην Ελλάδα ήρθε ως Γιαννακόπουλος, αλλά έπαιζε στον Ολυμπιακό των Σωκράτη Κόκκαλη – Γιάννη Ιωαννίδη και αγαπήθηκε τρελά.
Δεν ήταν το σπουδαιότερο από τα ταλέντα που αφίχθησαν μετά τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και τη διάσπαση της χώρας, παρόλα αυτά συνδέθηκε με όλες τις μεγάλες επιτυχίες των Πειραιωτών, διατελώντας μάλιστα αρχηγός.
Top 10: Η «συμμορία» των Γιουγκοσλάβων του ελληνικού μπάσκετ
Σε ηλικία 18 χρόνων εντάχθηκε στους «ερυθρόλευκους», ντεμπούταρε σ’ ένα ευρωπαϊκό ματς με την Ολίμπια στη Λουμπλιάνα για τα προκριματικά του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, δεν ήταν καθόλου «ψαρωμένος» και πέτυχε, χωρίς φόβο και με πολύ πάθος, 20 πόντους αφήνοντας τον Φίλιππο Συρίγο με το στόμα ανοικτό.
Αυτό το αμούστακο παιδί υπηρέτησε τον «δαφνοστεφανωμένο έφηβο» για 14 σεζόν, προτού στο… ΣΕΦ συνεχίσει ως τιμ μάνατζερ και βοηθός προπονητή. Αποχώρησε το καλοκαίρι για τον Ερυθρό Αστέρα μέχρι την επόμενη φορά που θα επιστρέψει.
Μάρκο Γιάριτς
Αν το καλοκαίρι του 1996 έλεγαν στο Περιστέρι πως το 18χρονο αμούστακο αγόρι από το Βελιγράδι, που είχε έρθει στην Ελλάδα ως Μάρκος Λάτσης, θα φτάσει να έχει 9.9 πόντους στην καλύτερη σεζόν του στο ΝΒΑ και να παντρεύεται ένα από τα διασημότερα μοντέλα παγκοσμίως, θα του πρότειναν να δει γιατρό. Ή να τεστάρει τις μαντικές ικανότητές του γιατί προβλέπει το μέλλον.
Ελληνικό πρωτάθλημα: Αμερικανοί που δεν ήξερες και λάτρεψες
Όντως εκείνο το πιτσιρίκι έγινε άνδρας σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, υπήρξε το «alter ego» του Γκούροβιτς στην ομάδα των δυτικών προαστίων της Αττικής κι αφού αγωνίστηκε τόσο από τη Φορτιτούντο Μπολόνια, όσο και από τη Βίρτους Μπολόνια, μέτρησε 447 παιχνίδια στο ΝΒΑ (Κλίπερς, Γουλβς, Γκρίζλις) με 25.2 λεπτά συμμετοχής ανά αγώνα.
Εκτός παρκέ και μακριά από την πορτοκαλί μπάλα, με τη Βραζιλιάνα καλλονή Αντριάνα Λίμα υπήρξαν σύζυγοι για 5 χρόνια και έχουν αποκτήσει δύο κορίτσια.
Ζέλικο Ρέμπρατσα
Όταν το καλοκαίρι του 1999 ο Παναθηναϊκός όφειλε να ψάξει για τον αντικαταστάτη του Ντίνο Ράτζα στη θέση «5», καθώς οι σχέσεις τους είχαν διαρραγεί, ο Ζέλικο Ομπάντοβιτς ήξερε ακριβώς ποιον ήθελε να έχει μαζί του.
Με τον Σέρβο σέντερ είχαν κοινή πορεία από τα χρόνια της Παρτιζάν, κατακτώντας το Πρωτάθλημα Ευρώπης, και της Εθνικής, με συνέπεια να είναι η μεγάλη χάρη που ζήτησε από τ’ αδέρφια Γιαννακόπουλου.
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στην Α1 Ανδρών
Κάθε επιθυμία του ήταν… διαταγή για τους Παύλο και Θανάση, οι οποίοι πλήρωσαν κι έπεισαν τον «Ζέκο» να υπογράψει για δύο χρόνια.
Την πρώτη όλα ήταν ρόδινα, ο ίδιος μάλιστα αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης του Final 4 στη Θεσσαλονίκη. Τη δεύτερη ωστόσο υπήρξαν τριβές με τον «Ζοτς», η κατάσταση ξέφυγε σε κάποιες περιπτώσεις και παρά την κατάκτηση του πρωταθλήματος (απέναντι στον Ολυμπιακό του Ράτζα) και το διαζύγιο ήταν αναπόφευκτο.
Ούτως ή άλλως, πάντως, ο Ζέλικο Ρέμπρατσα ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του στο ΝΒΑ και οι Ντιτρόιτ Πίστονς τον είχαν κλείσει από την άνοιξη.
Σλόμπονταν Γιάνκοβιτς
Μπόμπαν για όλους μας. Μια από τις πιο τραγικές φιγούρες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Έπαιξε λίγους μήνες στην Α1, μολαταύτα η ιστορία και ο θάνατός του σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά, διαμόρφωσαν τη συνείδησή της.
Παιδί του Ερυθρού Αστέρα, στον οποίο πρωτόπαιξε το 1980, ο Βλάντο Τζούροβιτς τον ήξερε καλά, είχε δει τι είχε καταφέρει με τη Βοϊβοντίνα τη σεζόν 1990-91 και το καλοκαίρι του 1992 τον έπεισε να έρθει στη Νέα Σμύρνη για να ταιριάξει ιδανικά στον Πανιώνιο του Γάσπαρη, του Φάνη και του Πι Τζέι Μπράουν.
Όντως ήταν ο παίκτης που ένωνε την περιφέρεια με τη ρακέτα, μια διαρκής απειλή για το αντίπαλο καλάθι, ταυτόχρονα όμως ένας φόργουορντ με έφεση στο ριμπάουντ και στην άμυνα. Αυτό που απεχθανόταν ήταν η ήττα.
Δεν χαλιναγώγησε ποτέ το βαλκανικό ταμπεραμέντο του κι όταν στις 23 Απριλίου του 1993 ένιωσε πως αδικείται κατάφορα έφυγε με… χίλια για τον γκρεμό.
Το μοιραίο χτύπημα στη βάση της μπασκέτας τον άφησε καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο, εκτός μπάσκετ φυσικά, μέχρι που έφυγε από τη ζωή στις 28 Ιουνίου του 2006. Ήταν μόλις 42 ετών. Πρόλαβε πάντως ν’ αφήσει κληρονομιά τον γιο του Βλάντο.
Μίροσλαβ Πετσάρσκι
Από τις πιο ευγενικές φυσιογνωμίες που ήρθαν στην Ελλάδα από τη γιουγκοσλαβική επικράτεια. Το 1988 ήταν αντίπαλος του Γουίλτζερ στο Final 4 της Γάνδης και σταδιακά απέκτησε το επώνυμο Μυλωνάς, προκειμένου να λογίζεται ως γηγενής στις ελληνικές διοργανώσεις.
Στον Άρη, στο ρόστερ του οποίου ήταν μέχρι το καλοκαίρι του 1993, η συνεισφορά του ήταν πολύ πιο ωφέλιμη, ασχέτως του αν με τον Παναθηναϊκό κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών.
Σέντερ που έσπρωχνε, αλλά ταυτόχρονα έπαιρνε καλές θέσεις κοντά στο καλάθι για να τελειώσει φάσεις με τη χαρακτηριστική κίνησή του. Ακόμη πιο ξεχωριστός ο τρόπος που εκτελούσε τις ελεύθερες βολές.
Γκόραν Σόμπιν
Ενεργό μέλος της θρυλικής Γιουγκοπλάστικα, αλλά όχι ικανός να ηγηθεί σε μια άλλη ομάδα και δη στον Άρη της μετά Ιωαννίδη εποχής.
Ο Κροάτης φόργουορντ ήρθε το καλοκαίρι του 1990 για να καλύψει την τρύπα στη ρακέτα, μόνο που στην ομάδα του Σπλιτ είχε καθορισμένο ρόλο και κάθε φορά μια συγκεκριμένη αποστολή.
Στο σύνολο που είχε φτιάξει ο Λάζαρο Λέτσιτς κλήθηκε να υπηρετήσει κάτι που δεν είχε μάθει να πράττει στην καριέρα του ως τότε, με αποτέλεσμα άπαντες να βγουν ζημιωμένοι από τη μεταξύ τους συνεργασία, αφού το κοινό στο «Παλέ» είχε άλλες απαιτήσεις από έναν ξένο του ρόστερ.
Μετά τη συμπλήρωση της πρώτης σεζόν ο Σόμπιν αποχώρησε, γυρίζοντας στην ΚΚ Ζάγκρεμπ, για να βρει αυτό που του ταίριαζε.
Πρέντραγκ Μπένατσεκ
Μια ιδιάζουσα περίπτωση που στον Πανιώνιο δεν αξιολόγησαν σωστά. «Αργυρός» στο Πανευρωπαϊκό με την εθνική Γιουγκοσλαβίας και πρωταθλητής Ευρώπης με την Μπόσνα Σαράγεβο, δεν έλαβε ό,τι άξιζε κατά τη θητεία του στη Νέα Σμύρνη.
Ήρθε το καλοκαίρι του 1988 στις 2 από τις 3.5 σεζόν του με τα κυανέρυθρα δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στο ελληνικό πρωτάθλημα – έπαιζε μονάχα Ευρώπη.
Την πρώτη φορά είχε προτιμηθεί ο Λάντσμπεργκερ και τη δεύτερη ο Χάντσον, αφού στις θέσεις των φόργουορντ δέσποζε η παρουσία του Φάνη Χριστοδούλου.
Συν τοις άλλοις εκδιώχθηκε από τη διοίκηση το 1992 διότι μετά από καβγά που είχε με τον Βλάντο Τζούροβιτς έφυγε από το γήπεδο θεωρώντας εαυτόν προσβεβλημένο.
Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει χρόνια μετά τον τότε προπονητή του «κακό άνθρωπο», ασχέτως αν ήταν αυτός που τον είχε επιλέξει μετά από εισήγηση του… Ντούσαν Μπάγεβιτς.
Αν η τελευταία πληροφορία ισχύει, δεν θα το μάθουμε ποτέ…
Μίρκο Μιλίτσεβιτς
Ήταν η εκδίκηση σε κάθε αθλητικό Αμερικανό που ερχόταν στην Ελλάδα και προκαλούσε θαυμασμό με τα άλματα και τα καρφώματα.
Ήξερε το παλιό, το «ορθόδοξο» μπάσκετ, αυτό που οι Γιουγκοσλάβοι μάθαιναν στις αλάνες του Βελιγραδίου και του Ζάγκρεμπ.
Το παρουσιαστικό του Μίρκο Μιλίτσεβιτς θύμιζε άνθρωπο που δεν έχει μεγάλη ιδέα από μπάσκετ.
Η φανέλα της ΑΕΚ (1994-95) αρχικά και του Απόλλωνα Πάτρας (1995-96) κατόπιν, δίπλα στον τεράστιο Μπακ Τζόνσον, δεν του χωρούσε λόγω… παραπανίσιων κιλών στην περιοχή της κοιλιάς, το στιλ του ήταν αντιτουριστικό και οι κινήσεις του στο παρκέ ράθυμες.
Μέχρι τη στιγμή που o ύψους 2.10μ. κάτοχος τουρκικού διαβατηρίου με όνομα Μουχάμετ Ονάρ βρισκόταν με την μπάλα στα χέρια.
Ραβέρσα και τρίποντο από την κορυφή με φαλτσαριστό τελείωμα ήταν αυτοσχέδιες κινήσεις που τον κατέταξαν μεταξύ των πιο αποτελεσματικών ψηλών που έπαιξαν στο ελληνικό μπάσκετ.