Ουγγαρία, ούζο, Ολυμπιακός: «Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε»

Αν ερωτηθεί ένας μεσήλικας ποδοσφαιρόφιλος για τις πιο διάσημες ονομαστικές ιαχές του τόπου, τότε ενδεχομένως να δώσει τρεις απαντήσεις.

«Φόρτσα Ρότσα-Μπουμπλής», «Ποιος, ποιος, ποιος; Ο Μαύρος ο θεός» και «Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε».

Εν προκειμένω, το Sport-Retro.gr θα επικεντρωθεί στον παλιότερο, ο οποίος γεννήθηκε σαν σήμερα (16 Απριλίου) πριν από 77 χρόνια.

Προσφυγόπουλο στη Βουδαπέστη

Ο Νίκος Γιούτσος είδε το πρώτο φως της ζωής στο Μακροχώρι της Καστοριάς τον Απρίλιο του 1941 και όχι τον Μάρτιο, όπως αναφέρθηκε λανθασμένα στην αίτηση δελτίου του στον Ολυμπιακό.

Ο πατέρας του πέθανε όταν ήταν μικρός, η μητέρα του Μαρία ξαναπαντρεύτηκε και εκείνος με την αδερφή του υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν στη Βουδαπέστη, εν μέσω Εμφυλίου, εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων της οικογενείας.

«Τα δικά μας μέρη τα ήλεγχαν οι αντάρτες. Κάποια στιγμή που θα γίνονταν οι μεγάλες επιχειρήσεις του Γράμμου-Βίτσι είπαν στα χωριά να δώσουν τα παιδιά για σιγουριά και να γυρίσουν όταν θα περάσει η μπόρα. Ε, γυρίσαμε πίσω μεγάλοι, μετά από πολλά χρόνια», έχει πει ο ίδιος σε τηλεοπτική εκπομπή.

Στην Ουγγαρία ονομαζόταν Μίκλος (σ.σ. σημαίνει Νίκος) Γιούτσοφ ή Γιουτσώφ, όπως τον ανέφεραν οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής.

«Είμαι ο πιο ήρεμος ποδοσφαιριστής του κόσμου. Όλοι οι αντίπαλοί μου με βρίζουν χυδαία, αλλά εγώ κατορθώνω να συγκρατώ τα νεύρα και την αγανάκτησή μου. Πάντως πικραίνομαι γιατί ακούω να μου λένε πολλές απαράδεκτες χυδαιότητες όπως: «Παλιοκομμουνιστή, σήμερα θα πεθάνεις» και κάτι άλλες βρωμιές που ντρέπομαι να τις πω.

Βέβαια, πολλοί παίκτες προσπαθούν με κάθε τρόπο να εκνευρίσουν τους αντιπάλους τους, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει με μένα έχει προηγούμενο. Σε κάθε παιχνίδι ακούω φοβερά πράγματα. Πάντως, τους προειδοποιώ όλους: «Ας λένε ό,τι θέλουν! Δεν πρόκειται να με νευριάσουν!»

Με αυτή του τη δήλωση στην εφημερίδα «Ολυμπιακός Αγών» τον Δεκέμβριο του 1965, ολοκληρώνεται η αναφορά στην πολιτική, δεδομένου ότι πράγματι δεν μπλεκόταν σε καβγάδες και εντάσεις.

Από τον Όλυμπο στον Ολυμπιακό

Ο έφηβος Νίκος Γιούτσος άρχισε την ποδοσφαιρική του καριέρα στην ελληνική ομάδα Όλυμπος, η οποία αγωνιζόταν στην Α’ τοπική κατηγορία, ενώ το 1960 πήρε μεταγραφή στην Τσέπελ.

O Μακεδόνας μεσοεπιθετικός φανέρωσε γρήγορα την ευστροφία, την εγκεφαλικότητα, τη διορατικότητα, αλλά και την εκτελεστική του δεινότητα, δεδομένου ότι σύμφωνα με ουγγρική ιστοσελίδα τη διετία 1963-64 έβαλε 11 γκολ σε 36 ματς πρωταθλήματος.

Τον Οκτώβριο του 1964, όταν πια είχε κλείσει τα 23 του, ο ελληνικός Τύπος αναφέρει για πρώτη φορά το όνομα του Γιούτσου, με αφορμή το ενδιαφέρον του Ολυμπιακού.

Την ίδια χρονιά ο Ούγγρος ομοσπονδιακός τεχνικός, ο Λάγιος Μπάροτι, του ζήτησε να αλλάξει υπηκοότητα, προκειμένου να φορέσει τη φανέλα της ένδοξης εθνικής ομάδας της χώρας που ζούσε, αλλά εκείνος έδωσε αρνητική απάντηση.

Παράλληλα, όταν ο γραμματέας της ελληνικής πρεσβείας στη Βουδαπέστη, ονόματι Παππάς, ήρθε στην Αθήνα για μία χειρουργική επέμβαση, σε συζήτηση που είχε με τον γιατρό Βασίλη Χατζηγιάννη (σ.σ. διατελούσε και παράγοντας της ΑΕΚ), αναφέρθηκε στο ταλέντο του Γιούτσου.

Τότε έμαθε για το προσφυγόπουλο και ο αείμνηστος Θεόδωρος Νικολαΐδης, ο διευθυντής της εφημερίδας «Φως των Σπορ», ο οποίος συνεργάστηκε με έναν βιομήχανο, παράγοντα του Ολυμπιακού, καθώς και με τον Μανώλη Γλέζο.

Η εξέχουσα αυτή προσωπικότητα του σύγχρονου Ελληνισμού ανέλαβε την αρχική προσέγγιση, ο νεαρός άσος απάντησε καταφατικά και οι «ερυθρόλευκοι» έσπευσαν να βγάλουν διαβατήριο μιας χρήσης, με φωτογραφία από δημοσίευμα ουγγρικής εφημερίδας!

Η μεταγραφή του δεν ήταν εύκολη αφενός επειδή οι «Μαγυάροι» δεν επέτρεπαν εύκολα στα ταλέντα τους να εγκαταλείψουν τη χώρα κι αφετέρου διότι το Υπουργείο Εξωτερικών δεν έδινε εύκολα την υπηκοότητα σε κάποιον που λεγόταν «Γιούτσοφ».

«Με εξαπάτησαν»

Το «ουγγαρέζικο άλογο», όπως τον αποκαλούσαν οι θαμώνες του Σταδίου Καραϊσκάκη επειδή «κάλπαζε» προς τις αντίπαλες εστίες, ήρθε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1964 και σε πρώτη φάση έμενε στο ξενοδοχείο «Ραμλί».

Μόλις είδε τον εξοπλισμό της προπόνησης, τον ρουχισμό των ποδοσφαιριστών και τον αγωνιστικό χώρο, ο Γιούτσος τα μάζεψε για να γυρίσει πίσω στην Ουγγαρία.

Μάλιστα, έβγαλε κρυφά εισιτήριο, αλλά όταν έφτασε στο αεροδρόμιο, διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ταξιδέψει λόγω διαβατηρίου.

Κατά συνέπεια, ο 23χρονος αναγκάστηκε να παραμείνει στην Ελλάδα, ωστόσο εξαιτίας των γραφειοκρατικών ζητημάτων, αρχικά αγωνίστηκε μόνο σε φιλικές αναμετρήσεις.

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Ομάδα» τον Νοέμβριο του 1964, ο Γιούτσος είπε μεταξύ άλλων: «Θα φύγω οπωσδήποτε από την Ελλάδα. Στην ανάγκη, θα ζητήσω άσυλο στην ουγγρική πρεσβεία των Αθηνών! Τίποτα πια δεν με κρατάει εδώ».

Απόσπασμα του διαλόγου με τον δημοσιογράφο Ιάκωβο Κουβά:

-Τι σε έσπρωξε να πάρεις την απόφαση αυτή και να φύγεις κρυφά την Τρίτη το πρωί;

«Ήθελα να δω τη γυναίκα μου».

-Και πότε αποφάσισες το ταξίδι αυτό;

«Τη Δευτέρα».

-Μα τη Δευτέρα το πρωί είχες δηλώσει στην «Ομάδα» ότι θα έπαιζες την Κυριακή!

«Ξέρετε, τη Δευτέρα το βράδυ είχα ένα τηλεφώνημα από τη Λιάνα, τη γυναίκα μου. Είναι έγκυος και άρρωστη. Έπρεπε, λοιπόν, να πάω στη Βουδαπέστη. Εξάλλου, μέχρι το Σάββατο θα επέστρεφα εδώ».

-Είσαι βέβαιος πώς ήταν μόνο αυτή η αιτία;

«Τι εννοείτε;»

-Μήπως υπάρχει κάποια οικονομική διαφορά με τον Ολυμπιακό;

«Όχι, όχι (γέλια). Αυτό το θέμα έχει κανονιστεί. Μου υποσχέθηκαν όσα τους ζήτησα. (Ανάβει τσιγάρο). Πάντως έχετε δίκιο. Δεν είναι μόνο η κατάσταση της γυναίκας μου που με κάνει να θέλω να φύγω. Με εξαπάτησαν».

-Ποιοι;

«Έχετε λίγη υπομονή. Θα σας τα εξηγήσω όλα, αλλά με τη σειρά. Λοιπόν, πριν από μερικούς μήνες ήρθε στη Βουδαπέστη κάποιος σαν απεσταλμένος του Ολυμπιακού και μου ζήτησε να έρθω στην Ελλάδα. Του απάντησα ότι το ουγγρικό πρωτάθλημα δεν είχε ακόμη τελειώσει και ότι είχα υποχρεώσεις προς την Τσέπελ. Τελικά, πείστηκε και περίμενε.

Το πρωτάθλημα σταμάτησε και θα έπρεπε να πάω με την ομάδα μου στην Γκάνα και στο Μαρόκο για ορισμένα φιλικά ματς. Δήλωσα ότι θα πήγαινα κι εγώ μαζί. Τρεις, όμως, μέρες πριν αναχωρήσουμε για την Αφρική, ύστερα από πιέσεις του απεσταλμένου, αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου.

Με τους Μάρτον Μπούκοβι και Γιώργο Σιδέρη σε φωτογράφιση του 1966

Έτσι θα μπορούσα να δω και τη μητέρα μου που είναι στην Καστοριά. Ο προπονητής μου όταν το έμαθε έγινε έξω φρενών. Και δεν τον αδικώ καθόλου. Γιατί τα διαβατήρια μας είχαν ήδη ετοιμαστεί και ήταν δύσκολο στο χρονικό διάστημα που απέμενε να γίνουν τα «χαρτιά» του αντικαταστάτη μου.

Τελικά, όμως, και ο προπονητής και οι ιθύνοντες την ομάδα αντιμετώπισαν το θέμα σαν άνθρωποι και όχι σαν παράγοντες και μου έδωσαν άδεια μερικών ημερών για να πραγματοποιήσω την επιθυμία μου αυτή. Τους υποσχέθηκα πριν φύγω ότι θα επέστρεφα είτε για να πάρω την ελευθέρα μεταγραφή μου είτε για να παραμείνω εκεί.

Άλλωστε, ο απεσταλμένος διαβεβαίωσε τόσο εμένα όσο και το Υπουργείο Εξωτερικών της Ουγγαρίας ότι οποιαδήποτε στιγμή ήθελα, θα μπορούσα να επιστρέψω. Άλλη μια συμφωνία που κάναμε και που ασφαλώς θα την έχει «ξεχάσει».

Μετά απ’ όλα αυτά είχα αποφασίσει να φέρω ο ίδιος στην Αθήνα τη σύζυγό μου από τη Βουδαπέστη. Όταν έφτασα στην Αθήνα μου επανέλαβαν τα ίδια λόγια και πολλοί «υψηλά ιστάμενοι» παράγοντες του Ολυμπιακού: «Μετά από δυο εβδομάδες μπορείς να ξαναπάς πίσω».

Ύστερα, όμως, από λίγες ημέρες, οι ίδιοι αυτοί μου έλεγαν ότι θα έπρεπε να μείνω το λιγότερο έναν μήνα στην Ελλάδα για να μπορέσω να παίξω στο πρωτάθλημα γιατί αν έφευγα πριν από το χρονικό αυτό διάστημα, όταν θα ξαναρχόμουν, θα έπρεπε να περιμένω άλλον έναν μήνα ώσπου να μου δοθεί η άδεια να αγωνιστώ και δεν θα λαμβανόταν υπόψιν η προηγούμενη παραμονή μου εδώ.

Μόνο πριν από μια εβδομάδα μου είπαν ορθά-κοφτά πώς δεν μπορώ να εγκαταλείψω το ελληνικό έδαφος. Δεν τους πίστεψα… Αλλά είχαν δίκιο. Μου την έφεραν λοιπόν ή όχι;»

Αυτός ήταν ο Γιούτσος

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής, ο Νίκος Γιούτσος θα πρέπει να συμπεριληφθεί στην κορυφαία ενδεκάδα της Ιστορίας του Ολυμπιακού.

Ψηλός για τα δεδομένα της εποχής, οργανωτικός, πανέξυπνος, εκπληκτικός στο χαμηλό παιχνίδι, συνεργαζόταν υπέροχα με τους Γιώργο Σιδέρη και Βασίλη Μποτίνο, ενώ συχνά-πυκνά έβρισκε δίχτυα.

Το σήμα κατατεθέν του, όμως, ήταν ο «καλπασμός» προς την αντίπαλη εστία, όταν πετούσε την μπάλα συρτά δεξιά ή αριστερά από τον εκάστοτε αντίπαλό του και έτρεχε με τις φτέρνες σχεδόν να ακουμπούν στους γλουτούς.

Με την απλότητα της ουσίας, ο εγκεφαλικός αυτός μεσοεπιθετικός έπαιζε ποδόσφαιρο κλάσεως και ξεσήκωνε το κοινό του Σταδίου Καραϊσκάκη με τα «μπασίματά» του.

Παρεμπιπτόντως για τη συνεργασία του με Σιδέρη-Μποτίνο έχει πει: «Θεωρώ τον Σιδέρη ένα από τα πολύ μεγάλα σέντερ φορ, κρούσεως που σκόραρε εύκολα. Κι ο Μποτίνος ήταν ένα μεγάλο ταλέντο. Ήμασταν και οι πέντε επιθετικοί πολύ γρήγοροι, ενώ σκοράραμε όλοι ανά πάσα στιγμή. Και να μην ήταν ο ένας σε καλή μέρα, «καθάριζε» ο άλλος».

Ο Νίκος Γιούτσος ήταν μέλος της ομάδας που κατέγραψε το ρεκόρ των 11 συνεχόμενων νικών σε έναρξη πρωταθλήματος, τη σεζόν 1966/67.

Ο ίδιος έχει πει πρόσφατα: «Ήταν μια αξέχαστη σεζόν. Είχαμε έναν σπουδαίο προπονητή με τεράστιο όνομα (σ.σ.: Μάρτον Μπούκοβι) τον οποίο εγώ γνώριζα ήδη. Μας είχε αγαπήσει πολύ κι εμείς το ίδιο. Είχε αγαπήσει και τον Ολυμπιακό.

Δεν μας φόρτωνε με πολύ άγχος. Το άγχος μας μάλιστα έβρισκε τρόπους να το παίρνει από πάνω μας. Έκανε και εξαιρετικές προετοιμασίες. Είχαμε μια σπουδαία ομάδα, γεμάτη σπουδαίους παίκτες. Είχαμε επίσης και μια φοβερή πεντάδα μεσοεπιθετικών. Ήμασταν πολύ καλοί μπροστά.

Προφανώς τα ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό ήταν ξεχωριστά και φυσικά θυμάμαι αυτό της 3ης αγωνιστικής στη Λεωφόρο που κερδίσαμε με το δικό μου γκολ. Όταν κερδίζαμε στην έδρα του αιωνίου αντιπάλου μας πάντα ήταν ξεχωριστή η ηδονή. Ήμασταν δεμένη ομάδα και πολύ καλή ομάδα γενικά».

«Ούζο» και «Έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε»

Ο Νίκος Γιούτσος πραγματοποίησε το επίσημο ντεμπούτο του στο εκτός έδρας ντέρμπι της 10ης Ιανουαρίου 1965 κόντρα στον Παναθηναϊκό (1-1 το σκορ).

Αγαπημένος του αντίπαλος αποδείχθηκε ο ΠΑΟΚ, αφού εναντίον του έβαλε το πρώτο του γκολ και, μάλιστα, στην Τούμπα (17/1), ενώ στο Στάδιο Καραϊσκάκη σκόραρε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1965, ξανά κόντρα στον «δικέφαλο».

Ο μεσοεπιθετικός από την Καστοριά φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού μέχρι το 1974, «πάντρεψε» δηλαδή την «ομάδα του Μπούκοβι» με εκείνη «του Γουλανδρή» αγωνιζόμενος σε 499 ματς, τα οποία συνδυάστηκαν με 211 γκολ.

Χάρη στην πολύτιμη συμβολή του, οι «ερυθρόλευκοι» άφησαν πίσω τους τη «στείρα» εξαετία 1959-1965, καθώς επί των ημερών του κατέκτησαν 4 πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974) και 4 κύπελλα Ελλάδας (1965, 1968, 1971, 1973).

Το γκολ-τίτλος επί του Πανσερραϊκού στο 90ό λεπτό τον Ιούνιο του 1966, το «καρέ» στο 4-2 επί της Παναχαϊκής τον Δεκέμβριο του 1969 και τα γκολ επί της Κάλιαρι τον Σεπτέμβριο του 1972 ήταν τα highlights της καριέρας του.

Την τελευταία του σεζόν (1973-74) έβαλε 10 γκολ, εκ των οποίων ένα από απευθείας εκτέλεση κόρνερ και χατ-τρικ στο αξέχαστο 11-0 επί του Φωστήρα.

Το «κύκνειο άσμα» του με τη φανέλα του Ολυμπιακού γράφτηκε στις 9 Ιουνίου 1974 σε εκτός έδρας αναμέτρηση με την Παναχαϊκή κι αφού είχε προηγηθεί το ύστατο γκολ κόντρα στον Απόλλωνα Αθηνών, σε ματς της Ριζούπολης.

Ο Μακεδόνας μεσοεπιθετικός με την ουγγρική ποδοσφαιρική ανατροφή είναι ο 5ος σκόρερ των «ερυθρολεύκων» στην Α’ Εθνική με 100 γκολ, πίσω από τους Γιώργο Σιδέρη, Νίκο Αναστόπουλο, Αλέκο Αλεξανδρή και Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς.

Το θρυλικό σύνθημα «έμπαινε Γιούτσο, έμπαινε», οφείλεται σε έναν πωλητή πασατέμπων και αναψυκτικών στις κερκίδες του Σταδίου Καραϊσκάκη, ενώ το παρατσούκλι του ήταν «ούζο» επειδή ήταν λάτρης του.

Εθνικός και Εθνική

Μία αντιπαράθεση με τον Λάκη Πετρόπουλο πριν από τον τελικό Κυπέλλου Ελλάδας του 1974 με τον ΠΑΟΚ ήταν ίσως ο βασικότερος λόγος που ο Νίκος Γιούτσος αποχώρησε από τον Ολυμπιακό.

Τότε, μάλιστα, ύστερα από τη διένεξη με τον προπονητή των «ερυθρολεύκων», ο ταχύτατος μεσοεπιθετικός είχε φύγει από το ξενοδοχείο και δεν είχε αγωνιστεί.

Το ίδιο καλοκαίρι αποχώρησε από τον σύλλογο, καθώς δεν ακολούθησε την αποστολή του Ολυμπιακού που ταξίδεψε για προετοιμασία στη Γερμανία.

Ο Εθνικός ενός εκ των πιο αγαπητών προέδρων στην Ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, του Δημήτρη Καρέλλα, του υπέβαλε πρόταση κι εκείνος αποφάσισε να παραμείνει στο «λιμάνι» για δύο ακόμη σεζόν, ώσπου το 1976 κρέμασε τα ένδοξα ποδοσφαιρικά του παπούτσια σε ηλικία 35 ετών.

Αναφορικά με την Εθνική ομάδα, ο Γιούτσος φόρεσε τη φανέλα της 15 φορές από το 1965 έως το 1970 και σημείωσε 6 γκολ.

Το ντεμπούτο του πραγματοποιήθηκε στις 23 Μαΐου 1965, στον εκτός έδρας αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης για την προκριματική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1966.

Δεν άφησε τον Πειραιά

Το 1964 ήθελε σαν τρελός να φύγει από την Ελλάδα, όμως στη συνέχεια «μαλάκωσε», λατρεύτηκε από τους φιλάθλους του Ολυμπιακού κι αυτό αποδείχθηκε αμοιβαίο.

Μάλιστα, εν μέσω «πέτρινων χρόνων», το 1994, διαδέχθηκε τον Νίκο Αλέφαντο στην τεχνική ηγεσία των «ερυθρολεύκων», προτού αναλάβει ο Τάις Λίμπρεχτς.

Τότε, η διοίκηση του Ολυμπιακού προσπάθησε να ανυψώσει το πεσμένο ηθικό των παικτών με την παρουσία τόσο του Γιούτσου όσο και του Γιώργου Σιδέρη στην ομάδα.

Ο Γιούτσος δεν άφησε ποτέ τον Πειραιά, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι το 2006 κατέβηκε υποψήφιος και στις 15 Οκτωβρίου εξελέγη με το ψηφοδέλτιο του Παναγιώτη Φασούλα.

Η «αράχνη» του ελληνικού μπάσκετ και μετέπειτα δήμαρχος της πόλης παρέδωσε τότε στον ήρωα της ιστορίας μας το νεοσύστατο γήπεδο του Αγίου Διονυσίου προς χρήση, όντας πρόεδρος του Αθλητικού Οργανισμού.

Πιο πρόσφατα, το 2014, ο Γιούτσος είχε συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιο του Χρήστου Σαλαλέ για τον δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας, όμως η παράταξή τους κατέλαβε την 5η θέση στις προτιμήσεις των δημοτών.

Η αλήθεια είναι ότι στη συνείδηση των φιλάθλων δεν του άρμοζε η 5η θέση, αλλά η κορυφή. «Έμπαινε, έμπαινε» και κάθε φορά πιο ψηλά ανέβαινε. Ένας εγκεφαλικός παίκτης πολύ μπροστά από την εποχή του. Με ταχύτητα, μυαλό και εκτέλεση που δεν είχε σε τίποτα να ζηλέψει από μεταγενέστερους άσους. Χωρίς υπερβολή.

 

Διαβάστε ακόμη:

Γιώργος Σιδέρης: ο πιο θρυλικός σκόρερ του Ολυμπιακού

Γουλανδρής, Πετρόπουλος, Γκλέζος… Ο Βασίλης Σιώκος φέρνει τον Ολυμπιακό των 70s’ στο Sport-Retro.gr

Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στον Ολυμπιακό

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!