Ένας τερματοφύλακας για να φτάσει στην κορυφή, πέραν της τεχνικής κατάρτισης, επιβάλλεται να έχει αντίληψη και καλά αντανακλαστικά.
Ο Σέρχιο Γκοϊκοτσέα διέθετε σίγουρα αυτά τα δύο χαρακτηριστικά, όπως αποδείχθηκε περίτρανα στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας το 1990.
Παρά το γεγονός ότι αρχικά δεν αποτελούσε μέλος της βασικής ενδεκάδας της Αργεντινής, μετά τον σοβαρό τραυματισμό του Νέρι Πουμπίδο στο δεύτερο ματς των ομίλων, κλήθηκε να τον αντικαταστήσει για το υπόλοιπο της διοργάνωσης.
Η παρουσία του κάτω από τα γκολπόστ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πρόκριση της «αλμπισελέστε» στον τελικό, αφού κατάφερε στα προημιτελικά με τη Γιουγκοσλαβία και στα ημιτελικά με την Ιταλία να αποκρούσει συνολικά 4 πέναλτι!
Ο βετεράνος κίπερ ήρθε στον κόσμο την 17η Οκτωβρίου του 1963 και με αφορμή τα 54α γενέθλιά του, το Sport-Retro.gr ετοίμασε αφιέρωμα στην αξιόλογη καριέρα του.
Τα χρόνια πριν από το «μπαμ»
Ο Σέρχιο Γκοϊκοτσέα ή αλλιώς «Γκόικο», όπως συχνά αποκαλείται, πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στην κορυφαία κατηγορία του πρωταθλήματος Αργεντινής το 1982, με τη φανέλα της Ρίβερ Πλέιτ.
Καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της θητείας του στους «εκατομμυριούχους» βρισκόταν στη… σκιά του Νέρι Πουμπίδο, βασικού γκολκίπερ της εθνικής ομάδας.
Το γεγονός αυτό δεν του επέτρεψε να πάρει αρκετό χρόνο συμμετοχής και μέχρι το 1988 που παρέμεινε στο κλαμπ, κάθισε κάτω από τα δοκάρια μόλις 58 φορές.
Έστω και ως αναπληρωματικός, με τον σύλλογο του Μπουένος Άιρες κατέκτησε το εγχώριο πρωτάθλημα, το Copa Libertadores και το Διηπειρωτικό Κύπελλο του 1986, όπως επίσης και το Copa Interamericana (θεσμός που πλέον έχει καταργηθεί) έναν χρόνο μετά.
Επόμενος σταθμός της καριέρας του ήταν η Μιγιονάριος Φούτμπολ Κλουμπ της Κολομβίας. Στην ομάδα της Μπογκοτά μεταγράφηκε στα μέσα της αγωνιστικής περιόδου 1987-88, ενώ ανέρρωνε από έναν σοβαρό τραυματισμό στον ώμο.
Μαζί της αναδείχθηκε πρωταθλητής Κολομβίας το 1988, ενισχύοντας έτσι το προσωπικό του παλμαρέ με έναν επιπλέον τίτλο.
Κατά την τελευταία του χρονιά στο κλαμπ στάθηκε άτυχος, καθώς ένας δεύτερος τραυματισμός τον άφησε για 8 μήνες εκτός δράσης.
Με την εθνική Νέων της Αργεντινής, αξιοσημείωτη στιγμή της καριέρας του ήταν η συμμετοχή του στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Αυστραλίας το 1981.
Σε ό,τι αφορά στην εθνική Ανδρών, παρά το γεγονός ότι είχε χριστεί διεθνής ήδη από το 1987, ο τεχνικός Κάρλος Μπιλάρδο τον είχε χρησιμοποιήσει σε ελάχιστες αναμετρήσεις μέχρι το 1990.
Από τρίτος τερματοφύλακας έγινε πρώτος!
Το καλοκαίρι του 1990 ήταν για τον Γκοϊκοτσέα μια εξαιρετικά ευνοϊκή περίοδος. Μια σειρά συγκυριών, πριν και κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Ιταλίας, του έδωσε την ευκαιρία να εκπροσωπήσει τη χώρα του στη διοργάνωση ως βασικός τερματοφύλακας.
Ο Κάρλος Μπιλάρδο, υπό την τεχνική ηγεσία του οποίου η Αργεντινή κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα του Μεξικού το 1986, υπολόγιζε τον Λουίς Ίσλας ως δεύτερο πορτιέρο της αποστολής.
Εκείνος, ωστόσο, απαίτησε να αγωνιστεί ως βασικός, το αίτημα του δεν έγινε αποδεκτό και εκνευρισμένος καθώς ήταν αποφάσισε να αποχωρήσει. Ο Γκοϊκοτσέα, από την πλευρά του, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν τρίτος ιεραρχικά, κλήθηκε να πάρει τη θέση του.
Εκείνος που φορούσε το Νο1, ο Πουμπίδο, έσπασε το δεξί του πόδι στο 11ο λεπτό της 2ης αναμέτρησης του 2ου ομίλου με τη Σοβιετική Ένωση και, μοιραία, εγκατέλειψε τον αγωνιστικό χώρο.
Λόγω του σοβαρού τραυματισμού, ο «Γκόικο» ανέλαβε να τον αντικαταστήσει, όχι μόνο για το συγκεκριμένο ματς, αλλά και για τα υπόλοιπα της διοργάνωσης.
Παρά το γεγονός ότι ήταν 8 μήνες ανενεργός, όταν ρίχτηκε στη μάχη τους… τρέλανε όλους με την απόδοσή του. Μέχρι το τέλος του αγώνα κατάφερε να κρατήσει ανέπαφη την εστία και με τα γκολ των Πέδρο Τρόγλιο, Χόρχε Μπουρουσάγα, η Αργεντινή πήρε με 2-0 τη νίκη.
Στη συνέχεια η ομάδα του Μπιλάρδο «ήρθε» ισόπαλη 1-1 με τη Ρουμανία και λόγω της ήττας που είχε υποστεί στο πρώτο ματς με 1-0 από το Καμερούν, τερμάτισε 3η στον όμιλο.
Σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς του θεσμού, εκτός των δύο πρώτων των 6 ομίλων, προκρίνονταν στους «16» και οι τέσσερις καλύτεροι τρίτοι, στους οποίου ανήκε και η κάτοχος του τροπαίου.
«Συνήθως σημαδεύει αριστερά…»
Τις φοβερές ικανότητές του έδειξε ο Γκοϊκοτσέα και στον αγώνα εναντίον της Βραζιλίας. Επί 90 λεπτά διατήρησε αλώβητο το τέρμα, ενώ με το γκολ που πέτυχε ο Κλαούντιο Κανίγια η Αργεντινή τσέκαρε το εισιτήριο για τα προημιτελικά του θεσμού.
Το ματς με τη Γιουγκοσλαβία, τόσο στην κανονική του διάρκεια όσο και στην παράταση, έμεινε «κολλημένο» στο 0-0, οπότε η ψυχοφθόρα διαδικασία των πέναλτι ήταν μονόδρομος.
Οι Αργεντινοί προηγούνταν 2-1, όμως ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν κατάφερε να ευστοχήσει από την άσπρη βούλα και να δώσει σαφές προβάδισμα για την πρόκριση.
Όπως αποκάλυψε αργότερα ο «Γκόικο», σε συνομιλία που είχε με τον σούπερ σταρ της ομάδας του μετά το χαμένο πέναλτι, προκειμένου να τον χαλαρώσει του είπε πως θα αποκρούσει δύο προσπάθειες αντιπάλων. Η συνέχεια τον δικαίωσε….
Οι Γιουγκοσλάβοι με το χτύπημα του Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς ισοφάρισαν σε 2-2, ο Πέδρο Τρόγλιο, όμως, αστόχησε από τα 11 μέτρα, γεγονός που άγχωσε τους Αργεντινούς.
O Ντράγκολιουμπ Μπρνόβιτς είχε την ευκαιρία να βάλει μπροστά στο σκορ τη χώρα του, ο Γκοϊκοτσέα, ωστόσο, δεν του έκανε τη χάρη, αφού μάντεψε σωστά, εκτινάχθηκε δεξιά και απομάκρυνε την μπάλα από την εστία.
Η Αργεντινή ανέκτησε στη συνέχεια το προβάδισμα με την εκτέλεση του Γκουστάβο Ντεσότι και εφόσον οι Γιουγκοσλάβοι ευστοχούσαν, η διαδικασία θα συνεχιζόταν.
Η τύχη των «πλάβι» εξαρτιόταν από τον Φαρούκ Χατζίμπεγκιτς, ο οποίος είχε υπάρξει συμπαίκτης του Γκάμπριελ Καλδερόν στη γαλλική Σοσό.
Την ώρα της εκτέλεσης, ο Γκοϊκοτσέα θυμήθηκε τα λόγια του Καλδερόν «συνήθως σημαδεύει αριστερά», τα εφάρμοσε στην πράξη, απέκρουσε και έστειλε τη χώρα του στα ημιτελικά.
Νοκ-άουτ και τη διοργανώτρια!
Το ρεσιτάλ του Γκοϊκοτσέα συνεχίστηκε και στην ημιτελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αυτή τη φορά με αντίπαλο τη διοργανώτρια Ιταλία.
Το 1-1 της κανονικής διάρκειας δεν άλλαξε στην παράταση, συνεπώς ο νικητής θα έπαιρνε το εισιτήριο στη… ρωσική ρουλέτα.
Ο Αργεντινός πορτιέρο, χρησιμοποιώντας για μια ακόμη φορά το μυαλό του, κατάφερε να εξουδετερώσει τα τελευταία δύο χτυπήματα των Ρομπέρτο Ντοναντόνι και Άλντο Σερένα.
«Ήταν πολύ ψηλός και χρησιμοποιούσε αποκλειστικά το αριστερό του πόδι. Έπρεπε να κρατήσει “ζωντανή” την Ιταλία, οπότε δεν θα ρίσκαρε με το χτύπημα», ήταν η απάντησή του αναφορικά με την τελευταία ιταλική εκτέλεση, εκείνη του Σερένα.
Η ποδοσφαιρική Ιστορία έγραψε ότι ο τρίτος τερματοφύλακας χάρισε στη χώρα του την πρόκριση στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου και αυτό ενδεχομένως να μην ξανασυμβεί ποτέ.
Στον τελικό ήταν πολύ κοντά στην απόκρουση του πέναλτι που δόθηκε σε βάρος της ομάδας του, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει τον Αντρέας Μπρέμε και η Δυτική Γερμανία αποκαθήλωσε την Αργεντινή με 1-0.
Η «αλμπισελέστε» δεν κατάφερε να γίνει η τρίτη ομάδα που πετυχαίνει… back to back μετά την Ιταλία (1934, 1938) και τη Βραζιλία (1958-1962), ενώ αντίθετα τα «πάντσερ» έφτασαν στο 3ο τρόπαιο, έπειτα από εκείνα του 1954 και του 1974.
Ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί
Ο Γκοϊκοτσέα μπορεί να μην κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο στα γήπεδα της Ιταλίας το 1990, ωστόσο, το άστρο του έλαμψε σε κάθε περίπτωση.
Τα 4 πέναλτι που εξουδετέρωσε αποτελούν ρεκόρ, καθώς κανένας τερματοφύλακας στην Ιστορία της διοργάνωσης δεν έχει καταφέρει να αποκρούσει τόσα σε μία τελική φάση.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το όνομά του συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία ενδεκάδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1990.
Ύστερα από την επιτυχημένη αυτή εμφάνιση καθιερώθηκε ως βασικός τερματοφύλακας της Αργεντινής, με τη βοήθεια του οποίου κατακτήθηκαν τα Copa América του 1991 και του 1993, όπως και το Κύπελλο Συνομοσπονδιών του 1992.
Αξίζει να σημειωθεί πως από τότε η «μπιανκοσελέστε» δεν έχει καταφέρει να πανηγυρίσει κάποιον άλλον τίτλο, δεδομένου ότι στο τελευταίο Παγκόσμιο Κύπελλο (2014) ηττήθηκε ξανά από την, Ενωμένη πια, Γερμανία στον τελικό και, μάλιστα, με το ίδιο σκορ (1-0).
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ο «Γκόικο» αγωνίστηκε για λογαριασμό των Ράσινγκ Κλουμπ, Μπρεστ, Ολίμπια, Σέρο Πορτένιο, Ιντερνασιονάλ, Πόρτο Αλέγκρε, μέχρις ότου τερμάτισε την καριέρα του το 1998 στη Νιούελς Ολντ Μπόις.
Αυτό το σύντομο αφιέρωμα αξίζει να κλείσει με τα παρακάτω δικά του λόγια, τα οποία επιβεβαιώνουν στον μέγιστο βαθμό πως επρόκειτο για τερματοφύλακα με ευστροφία.
«Κάθε φορά που αγωνιζόμουν, προσπαθούσα να αποκρούσω ένα σουτ, χρησιμοποιώντας τη διαίσθησή μου και τις εντολές του προπονητή μου. Προσπαθούσα, επίσης, να διαβάσω τη γλώσσα του σώματος και το μυαλό των εκτελεστών. Σίγουρα, όμως, με βοηθούσε αρκετά η τεχνική και η δύναμη στα πόδια».