Το ημερολόγιο γράφει 1 Δεκεμβρίου 1991 και τα βλέμματα των φίλων του τένις βρίσκονται στο «Παλέ ντε Σπορ» του Ζερλάν στη Λιόν της Γαλλίας.
Ο Γκι Φορζέ αναλαμβάνει να χαρίσει στην οικοδέσποινα το 1ο Davis Cup από το 1932, αλλά απέναντί του βρίσκεται ο μετέπειτα θρύλος του αθλήματος Πιτ Σάμπρας.
Έπειτα από 40 περίπου γκέιμ, ο Γάλλος επικρατεί 3-1 σετ και με δάκρυα στα μάτια απολαμβάνει την αξέχαστη αυτή στιγμή για την πατρίδα του.
Βρίσκεται στους ώμους των συμπαικτών του, ενώ στο ύψος της καρδιάς υπάρχει ένα λογότυπο με τη μορφή του κροκόδειλου, ζωγραφισμένο στο T-shirt του.
Τα ίδια συναισθήματα νιώθει και ένας 87χρονος άνδρας, ο οποίος συνέβαλε στην πρώτη γαλλική κατάκτηση του Davis Cup το μακρινό 1927, και πάλι εναντίον των ΗΠΑ.
Η χαρά του ηλικιωμένου είναι διπλή, διότι όχι μόνο γνωρίζει πως έπαιξε ρόλο στην ανάπτυξη του τένις στη χώρα, αλλά και ότι αποτέλεσε τον εμπνευστή αυτού του λογότυπου με τον αλιγάτορα και όχι κροκόδειλου, όπως θα διαβάσετε στο τέλος.
Το Sport-Retro.gr παραθέτει στους αναγνώστες του την ιστορία του θρυλικού Ρενέ Λακόστ, ακριβώς 21 χρόνια μετά τον θάνατό του στις 12 Οκτωβρίου 1996.
Ρακέτα στα 15, τίτλοι στα 21
Ο Ζαν Ρενέ Λακόστ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 2 Ιουλίου 1904, δηλαδή λίγες μόλις ημέρες πριν από την έναρξη των 3ων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στο Σεντ Λούις των ΗΠΑ.
Η πρώτη επαφή του με το τένις έγινε σε ηλικία 15 ετών, όταν συνόδευσε τον πατέρα του σε ένα ταξίδι στην Αγγλία, ενώ το 1922 έλαβε το βάπτισμα του πυρός σε Grand Slam, αγωνιζόμενος στο Wimbledon.
Ως παιδί και έφηβος ο Ρενέ διψούσε για μάθηση, γεγονός που τον βοήθησε να εκπληρώσει πολύ γρήγορα μία οικογενειακή… υποχρέωση.
Ο πατέρας του, ένας επιτυχημένος βιομήχανος κινητήρων αυτοκινήτων και αεροσκαφών, του είχε δώσει προθεσμία μόλις 5 ετών, προκειμένου να αναδειχθεί πρωταθλητής.
Στην προαναφερθείσα πρώτη πρόκληση στο Wimbledon, o νεαρός Γάλλος αποκλείστηκε στον 1ο γύρο από τον Πατ Ο’ Χάρα Γουντ, όμως την επόμενη χρονιά έφτασε μέχρι τον 4ο γύρο, όπου τέθηκε νοκ-άουτ από τον Σέσιλ Κάμπελ και, παράλληλα, ντεμπουτάρισε στο US Championships.
Το 1925 ήταν η χρονιά του, καθώς προτού καλά-καλά κλείσει τα 21 του κατέκτησε το French Championships και το Wimbledon στο μονό, αμφότερα με νίκες επί του συμπατριώτη του Ζαν Μποροτρά, ενώ χαμογέλασε και στο διπλό των δύο διοργανώσεων. Τι άλλο να ζητούσε από αυτόν ο πατέρας του…
Το επόμενο έτος έχασε τα σκήπτρα στο τουρνουά της πατρίδας του από τον Ανρί Κοσέ στον τελικό και δεν συμμετείχε στο Wimbledon, ωστόσο κατέκτησε το πρώτο US εναντίον του… δύσμοιρου Μποροτρά.
Παράλληλα, χαρακτηρίστηκε ο Νο1 τενίστας της χρονιάς από τον Άρθουρ Γουόλις Μάιερ, ανταποκριτή του αθλήματος στην εφημερίδα «The Daily Telegraph».
Διακρίσεων συνέχεια
Η επόμενη χρονιά γράφτηκε στην Ιστορία του εγχώριου τένις, καθώς με τον Λακόστ να κάνει τη διαφορά, η Γαλλία έβαλε τέλος στην 7ετή κυριαρχία των ΗΠΑ στο Davis Cup.
Ο τελικός διεξήχθη στο Germantown Cricket Club της Φιλαδέλφεια και ο πρωτευουσιάνος επικράτησε στις μονομαχίες του με τους Μπιλ Τζόνστον, Μπιλ Τίλντεν.
Ο Τίλντεν, μάλιστα, δεν ήθελε να τον βλέπει ούτε… ζωγραφιστό, διότι την ίδια χρονιά τον νίκησε τόσο στον τελικό του French Championships όσο και σε εκείνον του US Championships.
Το μοναδικό μελανό σημείο της χρονιάς ήταν η ήττα του (στα 5 σετ της ημιτελικής φάσης του Wimbledon) από τον Μποροτρά, χωρίς ωστόσο αυτό το γεγονός να τον ρίξει από το Νο1 της κατάταξης.
Το 1928 απώλεσε το στέμμα της διοργάνωσης της πατρίδας του, όμως πήρε ρεβάνς από τον Κοσέ στον τελικό του Wimbledon, κι ενώ στα ημιτελικά είχε αποκλείσει τον Τίλντεν στα 5 σετ.
Δεν έλαβε μέρος στο US, εν αντιθέσει με το Davis Cup που διοργανώθηκε στο Stade Roland Garros (σ.σ. οι εγκαταστάσεις κατασκευάστηκαν την ίδια χρονιά) το τριήμερο 27-29 Ιουλίου.
Ο Λακόστ έχασε στα 5 σετ από τον Τίλντεν, αλλά η οικοδέσποινα επικράτησε 4-1 στο σύνολο, παρέμεινε στον θρόνο και… ισοφάρισε σε 2-2 τους 4 τελευταίους τελικούς με τις ΗΠΑ.
«Τέσσερις μουσκετοφόροι»
Το μουσκέτο ήταν ένα εμπροσθογεμές μακρύ πυροβόλο όπλο με λεία κάννη, στο οποίο μπορούσε να προστεθεί ξιφολόγχη.
Αναπτύχθηκε τον 16ο αιώνα στην Ισπανία, όμως στη Γαλλία έμελλε να… αναβιώσει κατά τον 20ό αιώνα, μέσω του τένις και συγκεκριμένα του Davis Cup.
Ο Ρενέ Λακόστ, o Ζακ Μπρινιόν, ο Ζαν Μποροτρά και ο Ανρί Κοσέ έμειναν στην Ιστορία του αθλητισμού ως οι «4 μουσκετοφόροι», εξαιτίας των 6 διαδοχικών κατακτήσεων (νίκησαν 5 φορές στον τελικό τις ΗΠΑ και 1 τη Μεγάλη Βρετανία), προτού παραδώσουν τα σκήπτρα στην τελευταία το 1933.
Αυτή η τετράδα, η οποία πήρε το συγκεκριμένο παρατσούκλι από μία «παραφθορά» του βιβλίου «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλεσάντρ Ντουμάς, πανηγύρισε συνολικά 20 νίκες στο μονό και 44 στο διπλό (με παρτενέρ είτε άνδρες είτε γυναίκες) μεγάλων διοργανώσεων.
Ο Λακόστ, λιγότερο ταλαντούχος αλλά σίγουρα πιο εργατικός από τους 3 συμπαίκτες του, συμμετείχε σε 51 αγώνες για το Davis Cup από το 1923 μέχρι το 1928, καταγράφοντας 32-8 νίκες στο μονό και 8-3 στο διπλό.
Οι «4 μουσκετοφόροι» συμπεριλήφθηκαν στο Hall of Fame του διεθνούς τένις το 1976 και 3 χρόνια αργότερα ο άσος του αθλήματος Τζακ Κράμερ συμπεριέλαβε τον Λακόστ στη λίστα του με τους 21 κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών.
Το 1929, πάντως, έλαβε μέρος σε μόλις μία διοργάνωση, στο French Championships, το οποίο πήρε έπειτα από έναν σκληρό τελικό με τον Μποροτρά στα 5 σετ και έφτασε στις 7 κατακτήσεις Grand Slam.
Συνολικά πανηγύρισε τη νίκη σε 3 French Championships (1925, 1927, 1929), σε 2 Wimbledon (1925, 1928) και σε 2 US Championships (1926, 1927).
Γι’ αυτό τον αποκάλεσαν «κροκόδειλο»
«Ποτέ δεν έπαιξα καλύτερα. Αυτός ο Γάλλος είναι μηχανή», είπε ο Τίλντεν το 1927 μετά την ήττα του στο US Championships από τον Λακόστ.
«Ηuman Ball Machine» και «Tennis Machine» ήταν τα πρώτα παρατσούκλια που του είχαν κολλήσει, διότι διέθετε μεθοδικότητα, απέφευγε τα λάθη και χαρακτηριζόταν από την εργατικότητά του.
Αγωνιζόταν κυρίως στην baseline, βασιζόταν στο ισορροπημένο παιχνίδι, χτυπούσε με ακρίβεια και σημάδευε γωνίες, προκειμένου να ασκεί πίεση.
Ήταν εκπληκτικός στα περάσματα (passing shots) και τα χτυπήματα backhand slice – παρεμπιπτόντως ήταν δεξιόχειρας με χρησιμοποίηση του ενός χεριού.
Μετρ της τακτικής, ο Λακόστ ανέλυε τους αντιπάλους του και κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις αναφορικά με τα δυνατά και τα αδύνατα τους σημεία.
Το παρατσούκλι που έμελλε να τον συνοδεύσει εφ’ όρου ζωής ήταν «κροκόδειλος», αρχής γενομένης από τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό που του είχε αποδώσει για τη μαχητικότητά του ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζορτζ Κάρενς το 1923.
Στην ίδια δεκαετία ο Λακόστ έβαλε ένα στοίχημα με τον αρχηγό της ομάδας του, αναφορικά με την έκβαση ενός επικείμενου αγώνα.
Το έπαθλο θα ήταν μία βαλίτσα που είχε δει σε ένα κατάστημα της Βοστώνης και ήταν φτιαγμένη από δέρμα κροκόδειλου ή αλιγάτορα.
Αργότερα, ο φίλος του Ρομπέρ Ζορζ έραψε το λογότυπο με τη συγκεκριμένη μορφή πάνω σε ένα σακάκι που φορούσε ο Λακόστ στους αγώνες του.
Απόσυρση για λόγους υγείας στα 25!
Ένα πρόβλημα στο αναπνευστικό είχε ως αποτέλεσμα ο Ρενέ Λακόστ να αποσυρθεί από το υψηλότερο επίπεδο σε ηλικία μόλις 25 ετών.
Λίγο νωρίτερα και συγκεκριμένα το 1928, ο θρυλικός Γάλλος αθλητής εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Ο Λακόστ στο τένις».
Το 1932 επέστρεψε για να συμμετάσχει στο French Championships και, μάλιστα, κατέβαλε στον 3ο γύρο τον Σίντνεϊ Γουντ (νικητής του Wimbledon εκείνης της χρονιάς), προτού αποκλειστεί από τον Χάρι Λι.
Την ίδια χρονιά, καθώς και το 1933, ήταν ο αρχηγός της γαλλικής ομάδας στο Davis Cup, χωρίς ωστόσο ο ίδιος να λάβει μέρος.
Ο, αγωνιστικός, επίλογος ανήκει στον Γκι Φορζέ, εκ των νικητών της συγκεκριμένης διοργάνωσης το 1991: «Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν ότι δεν τα παρατούσε ποτέ. Επέστρεφε κάθε μπάλα. Ήταν ανίκητος εξ ου και το παρατσούκλι του. Είναι ωραίο να συνδέεις κάποιον με ένα ζώο. Ήταν πολλά διαφορετικά πρόσωπα σε ένα. Ήταν μηχανικός, σπουδαίος πρωταθλητής, οραματιστής… Πάντα είχε τον τρόπο του να μιλά για το μέλλον».
Ήταν καινοτόμος από την εποχή που αγωνιζόταν, όπως μαρτυρούσαν οι ταινίες στις λαβές των ρακετών και ο σχεδιασμός μιας μηχανής που πετούσε μπάλες, προκειμένου να προπονείται καλύτερα.
Ο Τζο-Βιλφρίντ Τσονγκά, ο Γκαέλ Μονφίς και ο Ρισάρ Γκασκέ συνεχίζουν σήμερα την παράδοση του Λακόστ και των άλλων συμπατριωτών τους, με το παρατσούκλι «οι νέοι μουσκετοφόροι».
Με σήμα τον… κροκόδειλο
Πολλοί άσοι του τένις καταπιάστηκαν επιχειρηματικά με τον χώρο της αθλητικής ένδυσης, υπόδησης και εξοπλισμού, όταν εγκατέλειψαν τη δράση.
Ο Φρεντ Πέρι και ο Μπιορν Μποργκ συγκαταλέγονται στους δύο από τους τρεις πιο γνωστούς και τώρα είναι η σειρά του πιο παλιού.
Ενδεχομένως η θλίψη για την πρόωρη απόσυρση να τον οδήγησε στην απόφαση που έμελλε να τον σημαδέψει για όλη του τη ζωή και να τον συνοδεύει αιώνια.
Σύμφωνα με έναν βετεράνο τενίστα, τον Ζαν-Πολ Λοθ, ο Λακόστ είπε: «’Το τένις τελείωσε για μένα. Πρέπει να κάνω κι άλλα, πρέπει να δουλέψω’. Στην πραγματικότητα για εκείνον δεν ήταν δουλειά, ήταν διασκέδαση».
Το 1933 ίδρυσε με τον Αντρέ Ζιλιέ τη «La Société Chemise Lacoste», η οποία άρχισε να δημιουργεί μπλουζάκια για τένις με σήμα έναν κροκόδειλο.
Η επιχειρηματική αυτή ιδέα αποδείχθηκε εξαιρετική και το 1963 ο γιος του Μπερνάρ ανέλαβε τη διαχείριση της εταιρείας μέχρι τις αρχές του 2005, όταν και αρρώστησε σοβαρά.
Ο αδερφός του Μισέλ πήρε τα ηνία, ώσπου τον Νοέμβριο του 2012 η «Lacoste» πέρασε ολοκληρωτικά στην κατοχή της ελβετικής «Maus Frères»
Φυσικά με την πάροδο των χρόνων, ο κροκόδειλος (κατ’ άλλους αλιγάτορας) μπήκε σε γυναικεία και παιδικά ενδύματα, σε τσάντες, σε αρώματα, σε υποδήματα, σε ζώνες και σε πορτοφόλια.
«Ήθελε να βρει κάτι πιο ελαφρύ, κάτι πιο άνετο, που θα σου επέτρεπε να αναπνέεις πιο ελεύθερα. Αυτό ήταν που έκανε με το shirt. Πάντα έψαχνε νέους τρόπους για να βελτιώνει τα πάντα», έχει δηλώσει ο Φορζέ.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει αυτό που είπε ο ίδιος ο Λακόστ σε συνέντευξή του στο «Associated Press» το 1973: «Υπάρχουν μερικά πράγματα που απλά δεν μπορείς να δώσεις κάποια καλή εξήγηση.
Υποθέτω ότι θα μπορούσατε να πείτε ότι αν επρόκειτο για κάποιο συμπαθητικό ζώο, τότε ίσως να μην συνέβαινε τίποτα. Ας υποθέσουμε ότι επέλεξα έναν κόκορα. Εντάξει είναι γαλλικό σύμβολο, αλλά δεν θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο».
Έψαχνε την τέλεια ρακέτα
Εκτός από την επαναστατική ιδέα με την ένταξή του στον χώρο της ένδυσης και της υπόδησης, ο Ρενέ Λακόστ φιλοδοξούσε να κάνει τη διαφορά και σε άλλους τομείς.
Η σημαντικότερη καινοτομία ήταν ο σχεδιασμός μιας μεταλλικής ρακέτας (επί 30 χρόνια «δούλευε» μέσα του αυτό το σενάριο) και τελικά έγινε πραγματικότητα το 1961.
Ο Πιέρ Νταρμόν, ο Νο1 Γάλλος τενίστας της εποχής, συμφώνησε να τη δοκιμάσει και, μάλιστα, στο Wimbledon του 1963, όταν όλοι οι υπόλοιποι έπαιζαν με ξύλινες.
Διάσημα ονόματα, όπως ο Τζίμι Κόνορς και η Μπίλι Τζιν Κινγκ, χρησιμοποίησαν τη ρακέτα, η οποία συνολικά χάρισε στους κατόχους της 46 τίτλους σε Grand Slams.
Στην Ευρώπη κυκλοφόρησε από τη «Lacoste», στις ΗΠΑ αρχικά από τη «Wilson Sporting Goods», ενώ οι τίτλοι τέλους της έπεσαν το 1995.
Να σημειωθεί ότι εν έτει 1988 η εταιρεία του θρυλικού Γάλλου αθλητή κατοχύρωσε τα δικαιώματα της ρακέτας «Equijet», το «κεφάλι» της οποίας μοιάζει με κιθάρα.
H οικογένεια και το τέλος του… αλιγάτορα
Κατά την επιστροφή του από το νικητήριο Davis Cup του 1927 στις ΗΠΑ, ο 23χρονος Ρενέ γνώρισε τη Σιμόν Τιόν ντε λα Σομ, η οποία γύριζε με τη σειρά της από ένα πρωτάθλημα γκολφ.
Τέκνα επιφανών οικογενειών καθώς ήταν, δεδομένου ότι κι εκείνη προερχόταν από τη δυναστεία των Βουρβόνων, οι δυο τους ταίριαξαν γρήγορα και έγιναν ζευγάρι.
O αρραβώνας έγινε τον Σεπτέμβριο του 1929, αλλά ο γάμος αναβλήθηκε δύο φορές, καθώς το κρυολόγημα που άρπαξε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς κατά τη διάρκεια του τελικού του French Championships με τον Μποροτρά, μετατράπηκε στη χρόνια βρογχίτιδα που έμελλε να του «κόψει» το τένις.
Τη Δευτέρα 30 Ιουνίου 1930, όμως, ο Ρενέ και η Σιμόν ονομάστηκαν σύζυγοι, παρουσία υψηλών προσωπικοτήτων από τον χώρο της βιομηχανίας, της οικονομίας και του αθλητισμού σε μία απλή τελετή.
Η κόρη τους Κατρίν διέπρεψε στο γκολφ (σ.σ. η «Lacoste» δημιουργούσε και μπαστούνια του γκολφ), καθώς μεταξύ άλλων έγινε η πρώτη Γαλλίδα που κατέκτησε British Open και διετέλεσε πρόεδρος της λέσχης Chantaco, η οποία ιδρύθηκε από τη μητέρα της.
Το ευτυχισμένο ζευγάρι από τον χώρο του αθλητισμού, ο Ρενέ και η Σιμόν, απέκτησαν συνολικά 4 παιδιά, πολλά εγγόνια και δισέγγονα.
Η υγεία του Λακόστ άρχισε να κλονίζεται λόγω καρκίνου του προστάτη, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδιζε να αναζητά νέες πατέντες στις ρακέτες και να ζωγραφίζει τοπία.
Όλα αυτά μέχρι το Σάββατο 12 Οκτωβρίου 1996, όταν σε ηλικία 92 ετών άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Σεν Ζιν ντε Λουζ της νοτιοδυτικής Γαλλίας.
Όπως είπε η κόρη του, η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά στον ύπνο του, τέσσερις ημέρες μετά από μία επέμβαση σε σπασμένο του πόδι.
***
Όταν πέθανε ο θρύλος του τένις και της βιομηχανίας ρούχων, η γαλλική διαφημιστική «Publicis», η οποία επί σειρά δεκαετιών προωθούσε την εταιρεία του, έβγαλε ένα αυτοκόλλητο με το λογότυπο της «Lacoste» και τη φράση «See you later…» γραμμένη στα αγγλικά.
Ίσως τελικά το ζώο να είναι αλιγάτορας. Ποιος ξέρει; Μπορεί να ήθελε να κρατήσει τον χαρακτηρισμό «κροκόδειλος» για εκείνον…
Διαβάστε ακόμη:
Φρεντ Πέρι: Ένας παρεξηγημένος τενίστας, μία θρυλική… φίρμα
Μπ(ι)ορν to be wild. Η άστατη ζωή ενός θρυλικού τενίστα
Μποργκ-Μάκενρο σε 3 ώρες και 53 λεπτά. Ο τελικός του αιώνα
Πιτ Σάμπρας: Ο μύθος του Ελληνοαμερικανού σούπερ σταρ του τένις