Εικόνα εγκατάλειψης. Ήταν Σάββατο πρωί θα υποστηρίξει κάποιος. O αντίλογος θα πει: «Γιατί; Όταν έχει ματς αλλάζει κάτι δραματικά στην πιο ξακουστή Λεωφόρο του ελληνικού ποδοσφαίρου;»
«Σε έχουνε δοξάσει οι γνωστοί σου άσοι», υπενθυμίζει ένα γκράφιτι μπροστά από την Αλεξάνδρας. Καρέ-καρέ οι μεγάλες στιγμές του Παναθηναϊκού. Μία ανίκητη αίσθηση του κλασικού. Σου έρχονται εικόνες από τις γεμάτες εξέδρες της δεκαετίας του 1960. Αυτές τις εικόνες που αν δεν θέλεις, δεν χάνουν την αξία τους μόνο και μόνο επειδή τις «βλέπεις» με ένα ψυχρό «κλικ» στο διαδίκτυο.
Η πρώτη εικόνα του γκράφιτι απαθανατίζει έναν ποδοσφαιριστή που κρατά υπερήφανα τη σημαία του συλλόγου και τρέχει προς τα αριστερά. Ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης. Η πιο χαρακτηριστική στιγμή των 60s σε ένα «κλικ». Όχι από τα ψυχρά «κλικ», αλλά από εκείνα που γράφουν Ιστορία.
***
Ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης και ο Στέλιος Παναγιωτίδης άφησαν τη Λεωφόρο της γης, πέρασαν σκυφτοί μέσα από μία αόρατη φυσούνα, όπως ο κατηφορικός διαδρομάκος προς το εσωτερικό του Τάφου του Ινδού, και παρατάχθηκαν σε ένα γεμάτο γήπεδο, όπου τους περίμενε στην είσοδο ένας παλιός τους φίλος, ο Βαγγέλης Πανάκης.
Ειλικρινά, αν δεν γνωρίσει κάποιος σε βάθος την πρώτη γραμμή των βετεράνων ποδοσφαιριστών του «τριφυλλιού» δεν θα κατανοήσει γιατί αυτή η ομάδα πέρασε στη συνείδηση του φίλαθλου κόσμου ως ένα από τα πιο αξιόμαχα σύνολα όλων των εποχών.
Ο Γιώργος Ροκίδης, ο Μιχάλης Βουτσαράς και ο Νίκος Τζουνάκος περίμεναν το Sport-Retro.gr στο στέκι τους, το Αχίλλειον, στα περίφημα «Παναθήναια» κάτω από την οδό Ιπποκράτους.
Επηρεασμένοι από τις απώλειες, αλλά ανακτώντας δύναμη από τα όμορφα συστατικά της παρέας, οι βετεράνοι άσοι του Παναθηναϊκού έτρωγαν ψάρια, έπιναν το ουζάκι τους και έλεγαν ιστορίες για τους φίλους τους.
Δεν στήθηκε καμία συνέντευξη, όλα βγήκαν αυθόρμητα, δεν χρειάστηκε η παρέμβαση της τεχνολογίας. Ή μάλλον χρειάστηκε για λίγα λεπτά στην αρχή, όταν ο Γιώργος Ροκίδης επικοινώνησε με τον Φραγκίσκο Σούρπη, προκειμένου να αφήσει κι εκείνος το στίγμα του εξ αποστάσεως.
«Ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης ήταν πολύ σπουδαίος ποδοσφαιριστής και σπουδαίος Παναθηναϊκός. Έπαιζε μπροστά μου σε ρόλο μέσου, όταν αγωνιζόμασταν σε διάταξη 4-2-4. Πολύ δυναμικός και αλτικός παίκτης.
Εξαιρετικός παίκτης ήταν και ο Στέλιος Παναγιωτίδης. Αθληταρά, θα τον χαρακτήριζα. Συνήθως έπαιζε σε ρόλο δεξιού εξτρέμ. Ήταν πολύ γρήγορος.
Και τα δύο τα παιδιά ήταν σπουδαία σε χαρακτήρα. Γενικώς, δεν είχαμε κάποιον σκάρτο τότε. Όλοι καλά παιδιά ήταν».
Επιστρέφοντας στο τραπέζι, ο Μιχάλης Βουτσαράς θυμήθηκε μία από τις πρώτες συμμετοχές του Πιτυχούτη, που προκάλεσε γέλια.
«Παίζαμε με τον Φωστήρα. Είχε την μπάλα έξω από την περιοχή και έκανε προσποιήσεις στον Δεϊμέζη. Χάνει, λοιπόν, την μπάλα, βάζει γκολ ο Δεϊμέζης, αρχίζω εγώ το κράξιμο στον Πιτυχούτη. «Ρε συ ακόμα δεν ήρθες, στον Δεϊμέζη κάνεις τσαλίμια;», του φώναξα».
Ο Ροκίδης προσέθεσε: «Η πλάκα είναι ότι ο Βουτσαράς άφησε τον Δεϊμέζη να βάλει γκολ σε κενή εστία για να τα… χώσει στον Πιτυχούτη!»
Και κάπου εκεί, με μερικές παρεμβάσεις, οι ιστορίες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη…
Βουτσαράς: «Όλα ήταν καλά παιδιά. Ο Ζαχαρίας ανήκε στους… και λοιπά. Δηλαδή δεν ξενυχτούσε, δεν έβγαινε πολύ, δεν έπινε… Ήταν και ερωτευμένος».
Ροκίδης: «Ναι έτσι ήταν ο Ζαχαρίας. Ήρεμος. Και φάνηκε και στην πορεία. Έκανε οικογένεια κ.τ.λ. Στο γήπεδο, βέβαια, έπαιζε με πολύ πάθος, ήταν δυναμικός, πηδούσε συνέχεια για κεφαλιά…».
Τζουνάκος: «Ήμασταν 3 φιλαράκια στην Εθνική Ενόπλων. Εγώ, ο Ζαχαρίας και ο Στέλιος ο Σκευοφύλαξ της ΑΕΚ. Σε ένα ματς με την ΑΕΚ, ο Ζαχαρίας που ήταν και δυνατός, παίρνει αμπάριζα τον Σκευοφύλακα. «Ρε Ζάχο, κι εσύ γ@μώ το κέρατό σου;», του λέει ο Στέλιος. «Σκάσε ρε», του απαντά ο Ζαχαρίας. Έτσι στην πλάκα, καταλαβαίνεις. Μετά ήμασταν όλοι πάλι φίλοι».
-Θυμάστε κάποιο περιστατικό από ταξίδι;
Τζουνάκος: «Είχαμε κάνει πολλά ταξίδια με την Ενόπλων. Ήμασταν μια φορά στο Ιράκ, όπου είχε γίνει ένα πραξικόπημα και είχε αναλάβει ο ανιψιός ενός βασιλιά… Κάτι τέτοιο. Το κλίμα ήταν τεταμένο πάντως. Παίζαμε αγώνα εκεί και διαιτητής ήταν ένας Έλληνας, ο Πούλιος, ο οποίος ήταν φοβισμένος. Κάποια στιγμή, επειδή δεν σφυρίχτηκε ένα οφσάιντ του λέω «ρε Ηρακλή πρόσεξε λίγο». Και μου λέει: «Άσε με, άσε με Νίκο, δεν βλέπεις; Είναι με τα τουφέκια εδώ».
Ροκίδης: «Πάντως αυτή η ιστορία με τον Βουτσαρά και τον Πιτυχούτη ήταν τρομερή. Σου λέω άφησε το τέρμα τούτος εδώ (σ.σ. δείχνει τον Βουτσαρά) για να κράξει τον Ζαχαρία. Ο Νίκος (σ.σ. Τζουνάκος) τους ήξερε καλύτερα και τους δύο γιατί μετά ήταν στον ΟΤΕ».
Τζουνάκος: «Nαι. Βέβαια, εγώ ήμουν στον οικονομικό κλάδο, εκείνοι στο τεχνικό».
Ένα άλλο σπαρταριστό περιστατικό, αυτή τη φορά με τον Παναγιωτίδη.
Τζουνάκος: «Είμαστε στην Κύπρο με τον Παναθηναϊκό. Παίζαμε χαρτιά, ε και μου παίρνει κάτι χρήματα ο Στέλιος. Κάποια στιγμή φεύγει γιατί ήθελε να πάει κάπου, γυρίζει στο δωμάτιο, αλλά εγώ είχα κλειδώσει. «Άνοιξε ρε», να μου φωνάζει. Εγώ τίποτα ήμουν εκνευρισμένος, δεν άνοιγα. «Ρε άνοιξε», να φωνάζει ο «Αούτης».
-Αούτης;
Ροκίδης: «Ναι, έτσι τον είχαμε βγάλει επειδή ήταν Πόντιος. «Κύριε Αούτη», τον αποκαλούσε ο Λινοξυλάκης».
Τζουνάκος: «Χτυπάει ο Παναγιωτίδης, δεν του ανοίγω εγώ. «Πήγαινε στην κούνια», του έλεγα. Σε εκείνο το ταξίδι, όμως ήταν μαζί μας ο Χάρι Γκέιμ με τον Μαντζεβελάκη.
Κάποια στιγμή τα χτυπήματα στην πόρτα συνεχίζονται χωρίς να ακούγεται κάποια φωνή. Με τα πολλά γεμίζω ένα ποτήρι νερό, ξεκλειδώνω και ετοιμάζομαι να μπουγελώσω τον Παναγιωτίδη. Ανοίγω και βλέπω τον Γκέιμ! Κι όπως γύρισα απότομα το ποτήρι για να μην βρέξω εκείνον, έγινα εγώ λούτσα».
«Ω, Κας παιδί μου…», μου λέει.
-Κας;
Ροκίδης: «Ήταν ένας Βρετανός παίκτης, που του είχε μεγάλη αδυναμία ο Γκέιμ. Ε και το είχε «κολλήσει» στον Τζουνάκο».
Τζουνάκος: «Όταν το έμαθε ο Νεμπίδης είπε: «Τι Κας και κουραφέξαλα; Κασέλας. Έτσι θα τον λέμε».
Τζουνάκος: «Πριν από ένα ματς με τον Φωστήρα, εγώ δεν μπορούσα να πάρω άδεια από τον στρατό. Είναι, λοιπόν, στα αποδυτήρια ο Γκέιμ πριν από το παιχνίδι και λέει στον Αγγελόπουλο. «Παίξεις, δεν παίξεις καλά, την άλλη εβδομάδα με τον Ολυμπιακό θα παίξει ο Κας». Απορώ πως δεν τον μουντάρισε ο Σωτήρης».
Βουτσαράς: «Καλός άνθρωπος ο Εγγλέζος. Εγώ τον θυμάμαι σε κάτι προπονήσεις, Ιούλιο-Αύγουστο μήνα, που πήγαινε πάνω-πάνω στη Θύρα 13. Μερικές φορές ήταν και γυμνός από τη μέση και πάνω. Μας έβαζε, λοιπόν, να τρέχουμε από κάτω μέχρι πάνω και το ανάποδο. Ανέβαινες, ανέβαινες, έφτανες μέχρι τη μέση και έλεγες έφτασα. Και κοίταζες προς τα πάνω και δεν τελείωνε».
Τζουνάκος: «Go, come on!», φώναζε. Και δώσ’ του εμείς πάνω-κάτω. Καλός άνθρωπος με το κλασικό εγγλέζικο χιούμορ».
Ροκίδης: «Και ξέρεις, τώρα έχουν φάει 15 σκαλιά από τη Θύρα 13. Τότε ήσουν κάτω, κοιτούσες πάνω και… χανόταν το βλέμμα».
-Ο Στέφαν Μπόμπεκ;
Βουτσαράς: «Άλλο στυλ. Αν σε συμπαθούσε όλα καλά…».
Τζουνάκος: «Ήταν πιο κρυψίνους ο Γιουγκοσλάβος».
-Ο Πιτυχούτης και ο Παναγιωτίδης ξενυχτούσαν;
Τζουνάκος: «Όχι, όχι. Οι ξενύχτηδες ήταν, ένας εδώ (σ.σ. δείχνει τον Βουτσαρά), δύο ο Θεοφάνης…».
Βουτσαράς: «Ε, ο Λώρης (σ.σ. το παρατσούκλι του Θεοφάνη) όχι τόσο».
Τζουνάκος: «Τρεις ο Πανάκης, τέσσερις ο Ανδρέου. Σου μιλάω από το 1959 και μετά, δεν πάω πιο πίσω με Αγγελόπουλους κ.τ.λ. Εδώ είναι ο ξενύχτης να σου πει τι γινόταν».
Βουτσαράς: «Όταν είχαμε αγώνα ήμασταν ήρεμοι. Όταν μπορούσαμε να βγούμε έξω, πηγαίναμε στον Τζίμη τον Χοντρό, την Τριάνα του Χειλά, την Πεταλούδα…».
-Τον Πιτυχούτη γιατί τον αποκαλούσατε «Γκαγκάριν»;
Ροκίδης: «Επειδή έκανε πολλά άλματα. Τότε είχε πετάξει στο Διάστημα ο Γιούρι Γκαγκάριν και καταλαβαίνεις».
Βουτσαράς: «Μου τα λέτε, τα θυμάμαι και γελάω».
-Και ποιος του το είχε κολλήσει;
Ροκίδης: «Ο κόσμος».
-Κι εκείνη η θρυλική φωτογραφία του Πιτυχούτη με τη σημαία του Παναθηναϊκού στο Στάδιο Καραϊσκάκη;
Τζουνάκος: «Η μεγάλη νίκη του 1964 με το αήττητο πρωτάθλημα. Ο Ολυμπιακός ήθελε να μας χαλάσει τη γιορτή την τελευταία αγωνιστική, αλλά έβαλε το γκολ ο Βαγγέλης (σ.σ. Πανάκης) και η χαρά έγινε μεγαλύτερη. Είχαμε αποφασίσει να πάμε προς τον κόσμο μετά τη λήξη, αλλά ξαφνικά εμφανίζεται η σημαία, την αρπάζει ο Ζαχαρίας και αρχίζει τον γύρο του θριάμβου με τον Κομιανίδη».
***
Λίγο πριν πάρει τον λόγο ο τελευταίος βετεράνος είναι καλό να αναφερθούν μερικά πιο αναλυτικά στοιχεία για τους Ζαχαρία Πιτυχούτη και Στέλιο Παναγιωτίδη.
Ο «Γκαγκάριν» αγωνίστηκε στον Παναθηναϊκό ως αμυντικός μέσος από τη σεζόν 1960-61 έως και τη σεζόν 1968-69, διακρίθηκε για το τρομερό πάθος, το δυναμισμό και την έφεση στο ψηλό παιχνίδι.
Πανηγύρισε 5 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα, ενώ μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του συμμετείχε ανελλιπώς στις δραστηριότητες του Συλλόγου Παλαιμάχων του «τριφυλλιού».
Ο Στέλιος Παναγιωτίδης, από την πλευρά του, αγωνίστηκε κυρίως ως δεξιός εξτρέμ, αλλά πολλές φορές χρησιμοποιείτο και αριστερά.
Ο «Αούτης» φόρεσε την πράσινη φανέλα λίγους μήνες μετά τον Πιτυχούτη και αποχώρησε επίσης το καλοκαίρι του 1969, έπειτα από 4 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα.
Ουσιαστικά, έχασε τη θέση του στο αρχικό σχήμα με την έλευση του Στέφαν Μπόμπεκ, ο οποίος έκανε την περίφημη ανανέωση το 1966.
***
Λίγες ώρες μετά την επιστροφή από τα «Παναθήναια» είχε έρθει η ώρα για την τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αριστείδη Καμάρα, ο οποίος απέδειξε ξανά ότι διαθέτει… σκληρό δίσκο στο μυαλό του, όπως μας είχε πει χαριτολογώντας στην τελευταία συνάντησή μας.
Ο άνθρωπος που με το γκολ του επί του Ερυθρού Αστέρα έστειλε τον Παναθηναϊκό στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μίλησε για τους δύο παλιούς συμπαίκτες και φίλους που «έφυγαν» με λίγες ημέρες διαφορά.
Ο λόγος στον Αριστείδη Καμάρα: «Όταν ήρθα στον Παναθηναϊκό το 1961 βρήκα εκεί τον Ζαχαρία Πιτυχούτη. Έπαιζε μέσος, αλλά «ντουμπλάριζε» λίγο και στην άμυνα. Τότε παίζαμε 4-2-4, μέχρι που ο Μπόμπεκ εφάρμοσε το περίφημο 4-3-3. Πολλές φορές υπήρξε συμπαραστάτης του Κώστα Λινοξυλάκη.
Είχε εκπληκτικά φυσικά προσόντα. Ήταν εκρηκτικός και αλτικός. Δεν ήταν προϊόντα προπονήσεως, αλλά έμφυτα. Πεταγόταν γι’ αυτόν τον λέγαμε «ελάφι» και «Γκαγκάριν», γιατί «κυκλοφορούσε» στον αέρα και συμμετείχε σε πολλές εναέριες μονομαχίες.
Τότε αρχηγός ήταν ο Νεμπίδης, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ποδοσφαιριστής μας, αποκαλούμενος και «καουμπόι». Δεν έβγαλε όλη τη σεζόν. Είχε παίξει στα πρώτα ματς, μεταξύ των οποίων εκείνα με τη Γιουβέντους, αλλά κάποια στιγμή δεν ένιωθε πολύ καλά και αποφάσισε να σταματήσει με το κεφάλι ψηλά.
Ο Χάρι Γκέιμ, ο οποίος μας άφησε κι αυτός πρόσφατα και σύντομα θα έρθει ο γιος του για να τον τιμήσουμε, με πέρασε στο κέντρο δίδυμο με τον Ζαχαρία και ξαναγύρισε δεξιό μπακ τον Τζουνάκο. Ταιριάξαμε πολύ, τρέχαμε ασταμάτητα, ήμασταν πολύ παραγωγικοί… Με «οκτάρι» τον Παπαεμμανουήλ, «δεκάρι» τον Δομάζο, δεξιά τον Χολέβα, αριστερά τον «Λώρη» και μπροστά τον Πανάκη. Ομαδάρα!
Θυμάμαι την επομένη του επεισοδιακού τελικού Κυπέλλου του 1962 με τον Ολυμπιακό που ταξιδέψαμε σε ΗΠΑ και Καναδά για 35 ημέρες. Μάλιστα, είχαμε φέρει θαυμάσια αποτελέσματα και είχαμε χάσει μόνο από την Μπελενένσες. Είχε έρθει να μας δει και ο Μητροπολίτης Ιάκωβος της Βορείου Αμερικής. Στον αγώνα με την Μπελενένσες είχαν γίνει και τρομερά επεισόδια, όπου μερικοί Πορτορικανοί οπαδοί έβγαλαν μαχαίρια. Ο Παπαεμμανουήλ είχε πάρει το κοντάρι του κόρνερ, που ήταν ξύλινο, και το κράδαινε για να αμυνθεί!
Εγώ, λοιπόν, έφευγα τα μεσημέρια μετά το φαγητό και επισκεπτόμουν διάφορα περίφημα μέρη. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ο Ζαχαρίας: «Ρε συ, δεν φοβάσαι που κυκλοφορείς από δω κι από κει; Εδώ έχει… μάφια». Είχα προσλάβει έναν οδηγό και πήγαινα παντού.
-Πώς ήταν ως άνθρωποι ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης και ο Στέλιος Παναγιωτίδης;
«Ο Ζαχαρίας ήταν πράος και διακριτικός άνθρωπος. Δεν είχε εκρήξεις. Ήταν της παρέας. Όχι σαν τον «Παπαμανώλη» που δεν σου έμενε άντερο από τα γέλια, αλλά φιλικός. Αγωνιστικά ήταν παλικάρι. Δεν κώλωνε, αλλά δεν ήταν και καβγατζής. Ήταν πολύ «καθαρός» ως παίκτης και στη ζωή. Παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Πολύ σωστός στις σχέσεις του με τους ανθρώπους».
-Και “βαμμένος” Παναθηναϊκός.
«Α καλά αυτό δεν συζητιέται. Όταν πήραμε το αήττητο πρωτάθλημα στον Πειραιά είχαμε πει να πάμε προς την εξέδρα, όμως χάσαμε τον Ζαχαρία και τον Κομιανίδη. Είχε αρπάξει τη σημαία ο Ζαχαρίας, από κοντά ο Κομιανίδης, ακολουθήσαμε κι εμείς».
-Ο Στέλιος Παναγιωτίδης;
«Οικογενειάρχης τέλειος. Του είχε αδυναμία ο διοικητής της στρατιωτικής σχολής σωματικής αγωγής, ο Κοσκινάς, και του έδινε απεριόριστες άδειες, ενώ εμάς μας κυνηγούσε. Προερχόταν από τη Νέα Ιωνία, μία περιοχή που διέθετε καλή ποδοσφαιρική σχολή, από την οποία βγήκε και ο Βαγγέλης ο Πανάκης (σ.σ. Καλογρέζα).
Ο Στέλιος έπαιξε βασικός έξω δεξιά. Ακούραστος, γρήγορος, μαχητικός, είχα την τύχη να παίξει πολλές φορές μπροστά μου ως δεξιός εξτρέμ. Κάποιες φορές έπαιζε και μπακ. Ήταν διαμάντι. «Ποντιακό μέταλλο» τον αποκαλούσα. Πολύ καλός φίλος, σκιζόταν για τους πάντες και ήταν από τους δουλευταράδες του Συλλόγου Παλαιμάχων της ομάδας».
***
«Σε έχουνε δοξάσει οι γνωστοί σου άσοι
Που λεβέντες είναι όλοι με καρδιά»
Ο ύμνος του Παναθηναϊκού γράφτηκε για παίκτες όπως ο Ζαχαρίας Πιτυχούτης και ο Στέλιος Παναγιωτίδης.
Και η μνήμη τους θα ζει από αφηγήσεις όπως αυτή. Και από το γκράφιτι στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Αυτό με την πράσινη σημαία που ανεμίζει.
Διαβάστε ακόμη:
«Άνθρωπος που ακτινοβολούσε». Η παλιά «φρουρά» του Παναθηναϊκού για τον Βαγγέλη Πανάκη