Ο Τζενάρο Γκατούζο έγινε ο «Μποσμάν των Ιταλών» για να τρώει ξύλο από τον Γκασκόιν

Το λάθος θα ήταν ανθρώπινο, αν κάποιος μπέρδευε την περίπτωση του Τζενάρο Γκατούζο και τον τοποθετούσε στη λίστα των one club players. Συνδέθηκε άρρηκτα με την πιο πρόσφατη “χρυσή” εποχή της Μίλαν, αγωνίστηκε 13 χρόνια εκεί, ωστόσο το βιογραφικό του ως ποδοσφαιριστής περιλαμβάνει ακόμα τέσσερις ομάδες.

Η πρώτη εξ αυτών είναι η Περούτζια, όπου πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στη Serie A στις 22 Δεκεμβρίου 1996, έχοντας περάσει πέντε χρόνια στις ακαδημίες της. Ακολούθησε περίπου ένας χρόνος στους Ρέιντζερς, μία σεζόν στη Σαλερνιτάνα, η θητεία στη Μίλαν και το κλείσιμο της καριέρας στη Σιόν το 2012-2013.

Μπορεί στους “ροσονέρι” να πραγματοποίησε τις καλύτερες εμφανίσεις του, να κατέκτησε δέκα τρόπαια, εκ των οποίων δύο Champions League, ωστόσο στη Σκοτία έκανε την πρώτη γεμάτη σεζόν του, εκεί ουσιαστικά συστήθηκε πρώτη φορά στο ποδοσφαιρικό κοινό, ακόμα κι αν ήταν ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων…

 

Πρωταθλητής στους εφήβους

Γεννήθηκε στην Καλαβρία, με τον πατέρα του να βγάζει χρήματα ως ξυλουργός, αλλά να έχει αγωνιστεί στο παρελθόν ως ποδοσφαιριστής και να φτάνει μέχρι τη Serie D. Το μικρόβιο πέρασε και στον γιο, με τον μικρό Τζενάρο να παίρνει την απόφαση να φύγει από το σπίτι του σε ηλικία 12 ετών για να ανηφορίσει με προορισμό την Περούτζια, όπου θα προσπαθούσε να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.

Οι παρουσίες του στις “μικρές” εθνικές ομάδες και στα πρωταθλήματα υποδομής στην Ιταλία ήταν ενθαρρυντικές. Κατέκτησε δύο φορές το πρωτάθλημα primavera με την Περούτζια και μάλιστα τη δεύτερη φορά, το 1996-1997, αναδείχθηκε κορυφαίος παίκτης της διοργάνωσης. Με την εθνική κ-18 βρέθηκε μέχρι τη 2η θέση της Ευρώπης το 1995, πίσω από την Ισπανία.

Πόλεμος Περούτζια – Ρέιντζερς για την… αρπαγή

Μετά από δύο συμμετοχές με την πρώτη ομάδα στο πρωτάθλημα το 1995-1996 και άλλες οκτώ την επόμενη σεζόν, οι σκάουτ από το εσωτερικό και το εξωτερικό άρχισαν να σημειώνουν το όνομά του στα μπλοκάκια τους.

Την άνοιξη του 1997, άνθρωποι των Ρέιντζερς ταξίδεψαν στην Ιταλία, όπου ήρθαν σε συμφωνία με τον ποδοσφαιριστή, ο οποίος δεν είχε υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο με την Περούτζια.

Η συμφωνία με την εννέα σερί φορές πρωταθλήτρια Σκοτίας ήταν εύκολη και γρήγορη, το πρόβλημα, όμως, εντοπιζόταν στον ιταλικό σύλλογο, που δεν ήθελε να χάσει χωρίς χρήματα ένα -κατά τα φαινόμενα- σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Οι διοικούντες την Περούτζια “πάτησαν” σε έναν ιδιαίτερο ιταλικό αθλητικό νόμο, που “προστάτευε” παίκτες που είχαν το στάτους “giovani di serie”.

Επρόκειτο για ένα καθεστώς ανώτερο από τον ερασιτέχνη, κατώτερο από τον επαγγελματία που εφηύραν οι Ιταλοί για να μην χάνουν χωρίς χρήματα νεαρούς ποδοσφαιριστές, αλλά ταυτόχρονα να μην είναι αναγκασμένοι να τους παρέχουν επαγγελματικά προνόμια. Το άρθρο 33 του ιταλικού αθλητικού νόμου, όμως, δεν ίσχυε σε καμία άλλη χώρα…

Οι Ρέιντζερς κάλεσαν τον Γκατούζο στις 2 Απριλίου για να πάει στη Σκοτία, ωστόσο η “μπλε” κάρτα του δεν έφτανε ποτέ από την Ιταλία στη Γλασκόβη. Την επόμενη μέρα, μετά από τη σχετική αίτηση, η Περούτζια απευθύνθηκε στην εγχώρια ποδοσφαιρική ομοσπονδία (FIGC), ζητώντας να προστατεύσει την ομάδα για να μην χάσει τον ποδοσφαιριστή της.

Η ομοσπονδία ταυτίστηκε με τον σύλλογο και αρνήθηκε να αποστείλει την “μπλε” κάρτα του παίκτη στη Σκοτία, με συνέπεια να μην μπορεί να ολοκληρωθεί η μεταγραφή. Οι Ρέιντζερς απευθύνθηκαν στη FIFA, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να μην δικαιωθούν, έστω κι αν η UEFA είχε… νίψει τας χείρας της, δηλώνοντας αναρμόδια να επιλύσει το ζήτημα.

 

“Έχω μεταφραστή τον Γκασκόιν”

Στη διάρκεια αυτής της διαμάχης, ο Γκατούζο βρισκόταν ήδη στη Γλασκόβη και περίμενε την έκβασή της. Μαζί του, ένας ποδοσφαιριστής που είχε προσφέρει μερικές μαγικές στιγμές με τη φανέλα της Λάτσιο στον έφηβο Γκατούζο, έστω κι αν στην Ιταλία δεν κατάφερε να ξεδιπλώσει πλήρως το πλούσιο ταλέντο του, για εξωαγωνιστικούς λόγους.

Ο Πολ Γκασκόιν είχε μεταγραφεί στους Ρέιντζερς από το 1995 και βρισκόταν ακόμα στο “Άιμπροξ” όταν ο Γκατούζο ταξίδεψε στο Νησί, περιμένοντας τη μεταγραφή του.

“Άρχισα να μαθαίνω αγγλικά. Προς το παρόν, μου κάνει τον μεταφραστή ο Πολ Γκασκόιν. Πόσοι μπορούν να καυχηθούν ότι έχουν έναν τέτοιο μεταφραστή;”, δήλωνε ο Γκατούζο από τη Γλασκόβη.

Ήταν αρκετά αισιόδοξος για την κατάληξη της υπόθεσης και είχε έναν στόχο. “Ελπίζω να γίνω για τους νεαρούς Ιταλούς ποδοσφαιριστές της Ιταλίας ότι ο Μποσμάν για τους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές”, δήλωσε αναφερόμενος στον Βέλγο συνάδελφό του, Ζαν Μαρκ Μποσμάν, που εκείνη την εποχή είχε ανοίξει τα σύνορα στο επάγγελμα για χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρέμεινε στη Γλασκόβη για δύο μήνες, κάνοντας προπονήσεις με τους Ρέιντζερς, επέστρεψε στην Ιταλία και τον Ιούνιο του 1997 δικαιώθηκε από τη FIFA. Γύρισε στη Σκοτία, αυτήν τη φορά για να αλλάξει σελίδα στην καριέρα του.

“Του έδινε σφαλιάρες ο Γκασκόιν”

Τα πράγματα εξελίχθηκαν σχετικά εύκολα για εκείνον, αφού το σκοτσέζικο πρωτάθλημα του ταίριαζε απόλυτα. Η τεχνική κατάρτιση δεν ήταν απαραίτητο προσόν. Αντιθέτως, προσόν η επιθετικότητα, η μαχητικότητα, το αδιάκοπο τρέξιμο και αυτά ο Γκατούζο, ακόμα και σε ηλικία 19 ετών, τα κατείχε σε υπέρμετρο βαθμό.

Ο προπονητής του, Γουόλτερ Σμιθ, ο οποίος τον είχε “τσεκάρει” από κοντά δύο χρόνια νωρίτερα σε τουρνουά στην Ιταλία, τον λάτρευε και του χάρισε άμεσα φανέλα βασικού.

Στους Ρέιντζερς “έχτισε” μία ιταλική παροικία το καλοκαίρι, αποκτώντας τους Λορέντζο Αμορούζο από τη Φιορεντίνα, Σέρτζιο Πορίνι από τη Γιουβέντους και Μάρκο Νέγκρι επίσης από την Περούτζια.

Παρ’ όλα αυτά, ο Γκατούζο δεν “αυτοπεριορίστηκε”, κάνοντας παρέα μόνο με τους συμπατριώτες του, έστω κι αν αυτό δεν του έβγαινε πάντα σε καλό.

“Ο Ρίνο δεν μιλούσε ούτε λέξη αγγλικά. Ήταν πολύ αστείος στα αποδυτήρια, όπου έτρεχε πάνω κάτω. Δεν μπορούσε να μιλήσει με κανέναν, οπότε κατέληξε να τον… ξεσκίζει με τις πλάκες του ο Γκασκόιν, ο Ίαν Ντουράντ και οι άλλοι. Ο Γκασκόιν του έδινε σφαλιάρες για να τον ηρεμήσει”, δήλωσε ένας άλλος πρώην συμπαίκτης του στους Ρέιντζερς, ο Μπρίαν Λάουντρουπ.

“Θυμάμαι πως όταν έπαιζε, είχε πάντοτε συνεισφορά στον αγώνα. Ήταν επιθετικός, φανταστικός όσον αφορά στην ικανότητα να ανταγωνίζεται και πάντα ήθελε να κερδίζει. Το κράτησε αυτό σε όλη την καριέρα του. Ήξερα ορισμένα ιταλικά και του μιλούσα λίγο, αλλά τότε ήταν πολύ νεαρός και ωρίμασε πολύ στη συνέχεια”, συνέχισε ο Δανός φορ.

Ούτε ο ίδιος περίμενε την μετεξέλιξη του 19χρονου Ιταλού σε έναν παίκτη παγκοσμίου επιπέδου: “Δεν θα στοιχημάτιζα σε αυτό, για να είμαι ειλικρινής. Δεν νομίζω ότι κάποιος παίκτης των Ρέιντζερς εκείνη την εποχή θα έβαζε έστω ένα σεντ στο να γίνει ο παίκτης που έγινε.

Αλλά αυτό δείχνει τι είναι το ποδόσφαιρο. Ίσως να μην είναι ο πιο ταλαντούχος παίκτης του κόσμου, όμως ο Γκατούζο έχει τη νοοτροπία, τη θέληση και τη δύναμη να πετύχει. Νομίζω ότι έκανε περισσότερα από όσα κάποιος στους Ρέιντζερς θεωρούσε εφικτά”.

Σούταρε σε φωτογραφία της βασίλισσας

Η πορεία του στο “Άιμπροξ” είχε ευχάριστες, δυσάρεστες και περίεργες στιγμές. Αναπόφευκτο από τη στιγμή που βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τον Γκασκόιν.

Μία εξ αυτών ήρθε όταν του είπαν να βγάλει το σταυρό που φορούσε στον λαιμό. Ο Γκατούζο, φανατικός Καθολικός, όχι απλά αρνήθηκε, αλλά αντέδρασε με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

“Όλοι μου έλεγαν να βγάλω τον σταυρό μου στα αποδυτήρια. Οπότε άρχισα να κλοτσάω μπάλες στη φωτογραφία της βασίλισσας Ελισάβετ που υπήρχε εκεί. Μαζί μου ήταν και ο δάσκαλός μου, Πολ Γκασκόιν”, δήλωσε στην ιταλική τηλεόραση χρόνια αργότερα.

Η ομάδα στόχευσε στον δέκατο σερί τίτλο πρωταθλήτριας, ωστόσο στη διάρκεια της χρονιάς ο Σμιθ ανακοίνωσε ότι αποδέχθηκε την πρόταση της Έβερτον να αναλάβει στο τέλος της χρονιάς. Οι Ρέιντζερς “εκτροχιάστηκαν”, άρχισαν να χάνουν και κατέληξαν δύο βαθμούς πίσω από τη Σέλτικ.

Το πρωτάθλημα χάθηκε, στο κύπελλο ηττήθηκαν από τους Χαρτς στον τελικό, στο League Cup είχαν αποκλειστεί στα προημιτελικά από τη Νταντί Γιουνάιτεντ, ενώ είχαν ηττηθεί δύο φορές από τη Στρασμπούρ στον 1ο γύρο του Κυπέλλου UEFA.

Το 1997-1998 ήταν η πρώτη χρονιά χωρίς τρόπαιο μετά από δώδεκα χρόνια για τους Ρέιντζερς και ο Γκατούζο δεν θα μπορούσε να είναι ευχαριστημένος. Τουλάχιστον σε αγωνιστικό επίπεδο…

 

Ο έρωτας της ζωής του σε ένα εστιατόριο

Η παρουσία του Γκατούζο στη Σκοτία έφερε και κάτι καλό στη ζωή του. Ως… αυθεντικός Ιταλός, μετακομίζοντας σε μία πόλη με περίπου 50.000 συμπατριώτες του μετανάστες, έψαξε και βρήκε γρήγορα φαγητό που θα του θύμιζε πατρίδα.

Αυτό συνέβη στο εστιατόριο του Ιταλού Μάριο Ρομάνο, ο οποίος μετά από τις συχνές επισκέψεις του Γκατούζο, τον αντιμετώπιζε σαν παιδί του.

Ο Ρομάνο είχε δύο κόρες, η μία εκ των οποίων, η Μόνικα, σπούδαζε στην Ιταλία εκείνη την περίοδο.

Ο Γκατούζο την ερωτεύτηκε από τη φωτογραφία της και μόνο.

Όταν εκείνη επέστρεψε στον τόπο γέννησής της, τη Σκοτία, οι δυο τους άρχισαν να βγαίνουν.

Η γνωριμία κατέληξε σε σχέση και η σχέση κατέληξε σε γάμο με δύο παιδιά μέχρι σήμερα.

 

Την… είπε στον Σον Κόνερι

Το τέλος της σεζόν βρήκε τους Ρέιντζερς σε μία ασυνήθιστη κατάσταση. Δεύτερη θέση και χωρίς τον Σμιθ στον πάγκο, ο οποίος άρχισε το 1986 ως βοηθός και από το 1991 ήταν ο πρώτος προπονητής του συλλόγου.

Η ανασύνταξη θα προερχόταν μέσα από τη δουλειά του Ντικ Άντβοκαατ, ο οποίος είχε κάνει εξαιρετική δουλειά στην Αϊντχόφεν και είχε προπονήσει ήδη την εθνική Ολλανδίας, έστω κι αν χρεώνεται την απόσυρση του Ρουντ Γκούλιτ από τους “οράνιε”. Όπως αποδείχθηκε, ακόμα ένας “θρύλος” της Μίλαν θα είχε πρόβλημα με τον Ολλανδό…

Η άφιξη του Άντβοκαατ έφερε συνταρακτικές αλλαγές. Η θερινή ενίσχυση ήταν σημαντική, με τους Τζιοβάνι φαν Μπρόνκχορστ, Αντρέι Καντσέλσκις, Άρθουρ Νούμαν, Λιονέλ Σαρμπονιέ, Ντάνιελ Προντάν και Κόλιν Χέντρι να μετακομίζουν στη Γλασκόβη, με τις “παλιοσειρές” Άλι Μακόιστ, Άντι Γκόραμ, Ίαν Ντουράντ, Στούαρτ Μακόλ και Ρίτσαρντ Γκάου να αποχωρούν ως ελεύθεροι.

Η νέα τάξη πραγμάτων έφερε και αλλαγή θέσης στον Γκατούζο. Ο Άντβοκαατ ήθελε τη δυναμικότητά του στο δεξί άκρο της άμυνας, όμως ο Ιταλός δεν έμεινε ικανοποιημένος από αυτήν τη μετατόπιση.

Όσο κυλούσε ο χρόνος κι έβλεπε ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ στον αγαπημένο χώρο του, στο κέντρο του γηπέδου και κάπως δεξιά, τόσο το έπαιρνε απόφαση ότι οι μέρες του στο “Άιμπροξ” ήταν μετρημένες.

Οι άνθρωποι του συλλόγου προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, με τον τότε ιδιοκτήτη Ντέιβιντ Μάρεϊ να βάζει μέχρι και τον προσωπικό φίλο του, τον κορυφαίο ηθοποιό Σον Κόνερι, να μιλήσει στον Γκατούζο.

“Όταν αποφάσισα να φύγω από την ομάδα, ο Σον Κόνερι προσπάθησε να με μεταπείσει, αλλά του είπα να κοιτάζει τη δουλειά του”, δήλωσε ο Ιταλός.

 

Έφυγε και κατέκτησαν τρεμπλ

Η αλλαγή ατζέντη ήταν κομβική. Τον Οκτώβριο του 1998 και δίχως τα σημερινά καθιερωμένα μεταγραφικά “παράθυρα”, ο Γκατούζο έψαχνε ομάδα για να φύγει.

Η πρώτη του σκέψη ήταν η Premier League, όπου συμπατριώτες του όπως ο Φαμπρίτζιο Ραβανέλι και ο Τζιανλούκα Βιάλι είχαν κάνει λαμπρή καριέρα, όμως δεν θα ήταν αρνητικός και στην επιστροφή του στην Ιταλία.

Εν τέλει, η Σαλερνιτάνα αποφάσισε να τινάξει την “μπάνκα” και κατέβαλε ένα ποσό κοντά στα 4.700.000 ευρώ για να καταρρίψει το μεταγραφικό ρεκόρ και να κάνει τον Γκατούζο τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη στην ιστορία της.

Ο Ιταλός είπε το “ναι” και στις 24 Οκτωβρίου 1998, μετά από 11 συμμετοχές και ένα γκολ σε όλες τις διοργανώσεις της σεζόν 1998-1999 (40/4 οι αριθμοί του το 1997-1998), έκλεισε το κεφάλαιο Ρέιντζερς.

Ένα κεφάλαιο που στο τέλος της σεζόν κατέληξε σε τρεμπλ, ωστόσο η απουσία του από τους πανηγυρισμούς δεν τον ενόχλησε καθόλου. Όταν τον Μάιο οι πρώην συμπαίκτες του σήκωναν τα τρία τρόπαια, εκείνος εξασφάλιζε μεταγραφή στη Μίλαν…

 

Διαβάστε ακόμη

Σκοτία – Αγγλία: Το πρώτο διεθνές παιχνίδι στην ιστορία έγινε χωρίς δοκάρι και τερματοφύλακες

Από το 1917 στο 2017: Ένα ασύλληπτο αήττητο ρεκόρ της Σέλτικ

Η κόντρα Φέργκιουσον-Νταλγκλίς, ο αμοιβαίος σεβασμός και τα μαθήματα πολιτισμού

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!