Η φιλία με τον Κρόιφ, το «όχι» του Άγιαξ και η κόντρα με τους προπονητές. Ο Λουίς φαν Χάαλ ως ποδοσφαιριστής

Με θητεία σε ομάδες όπως η Αντβέρπ, η Τέλσταρ, η Σπάρτα Ρότερνταμ και η Άλκμααρ (για μία σεζόν), ένας ποδοσφαιριστής δεν γίνεται να συμπεριληφθεί στις διασημότητες του χώρου.

Ο Αλοΐσιους Πάουλους Μαρία φαν Χάαλ δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη του Στέφαν Κόβατς, δεν έκανε καριέρα στον Άγιαξ, δεν χρίστηκε διεθνής σε κανένα κλιμάκιο, αλλά έγινε ένας τρανός προπονητής με διακρίσεις σε όλα τα επίπεδα.

Ανήμερα των 66ων γενεθλίων του, το Sport-Retro.gr επικεντρώνεται στο λιγότερο προβεβλημένο μέρος της ζωής του Ολλανδού, με την παράθεση μερικών σπάνιων φωτογραφιών.

Ορφανός στα 11

Ο Λουίς φαν Χαάλ γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου 1951 στο Πόλντερ Βατεργκραφσμέιρ του Άμστερνταμ και μεγάλωσε με τα 9 μεγαλύτερα αδέρφια του (4 αγόρια-4 κορίτσια) σε ένα τεράστιο ισόγειο σπίτι στην περιοχή Γκαλιλεϊπλάντσουν.

Ο εύπορος πατέρας του (σ.σ. αντιπρόσωπος σε εταιρεία πετρελαιοειδών) απεβίωσε λόγω καρδιολογικών προβλημάτων, όταν ο μετέπειτα σπουδαίος προπονητής ήταν μόλις 11 ετών.

«Κάθε μέρα πηγαίναμε στην εκκλησία για να προσευχηθούμε», έχει πει ο Ολλανδός τεχνικός, ο οποίος έφτασε αργοπορημένος στο νοσοκομείο και δεν πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει για πάντα.

Η οργανωτική μητέρα του κλήθηκε να μεγαλώσει 6 παιδιά, αφού τα άλλα 3 είχαν ήδη απογαλακτιστεί και αποχωρήσει από το πατρικό τους.

«Η μαμά μου ήταν τα πάντα για μένα. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι έχω χάσει τον πατέρα μου, διότι πολύ απλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα», έχει αποκαλύψει.

Με την οικογένεια Φαν Χάαλ ζούσε και μία υπηρέτρια, ενώ το αυτοκίνητό τους ήταν ένα μπορντό Borgward Isabella, ιδιαίτερα μοντέρνο όχημα για την εποχή.

Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι υπήρχε το Λινάουσχοφ (σ.σ. εκεί βρίσκεται και ένα τεράστιο πάρκο), όπου ο μικρός Λουίς πέρασε αρκετά χρόνια… ελέω νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου.

Τα μέλη της πειθαρχημένης και θρησκευόμενης οικογένειας Φαν Χάαλ επισκέπτονταν πολύ συχνά τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία των Μαρτύρων του Γκόρκουμ.

«Ανέλυε το παιχνίδι…»

O λόγος περνά στον γείτονα και παιδικό φίλο Έρικ Κοτς: «Το Βατεργκραφσμέιρ ήταν σαν χωριό, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Γνώρισα τον Λουίς στο νηπιαγωγείο, γίναμε φίλοι και παίζαμε πάντα ποδόσφαιρο μετά το σχολείο με τα άλλα παιδιά: τον Γιόχαν και τον Χένι Κρόιφ, τον Μπραμέτχε Μπράαμ, τον Χάρι Φερμέιχεν…

Πρώτα με ένα μπαλάκι του τένις, έπειτα με την μπάλα μου και εν συνεχεία με εκείνη του Λουίς που ήταν πλαστική αλλά πολύ βαριά, σαν δερμάτινη. Την είχε αγοράσει από μία συνοικιακή εφημερίδα».

Ο Λουίς και ο Έρικ έπαιζαν ποδόσφαιρο μπροστά στην είσοδο ενός άλλου σχολείου στο Λινάουσπαρκβεγκ, όπου σπανίως περνούσαν αυτοκίνητα.

Το «γήπεδο» 20 μέτρων δεν είχε χορτάρι αλλά τούβλα, «φιλοξενούσε» έναν φανοστάτη, ο οποίος χρησίμευε ως δοκάρι (το άλλο «δοκάρι» ήταν μερικά κίτρινα γράμματα στο έδαφος).

«Το παιχνίδι είχε στοιχεία ‘τίκι-τάκα’. Στεκόμασταν στο ένα πόδι και προσπαθούσαμε να περπατήσουμε γρήγορα, μέχρι τη στιγμή που κάποιος έμενε αμαρκάριστος στο ‘δοκάρι’. Έπειτα μία εκτίναξη προς τα πάνω και μία κεφαλιά».

Έτσι περιγράφει ο Κοτς αυτό το παράξενο παιδικό παιχνίδι, ενώ όσον αφορά στον Φαν Χάαλ αναφέρει: «Ήταν πολύ αδύνατος με λεπτούς ώμους, αλλά τεράστιο κρανίο που τον βοηθούσε να κάνει ωραίες κεφαλιές.

Δεν μπορούσε να τρέξει πολύ. Ήταν όμως πολύ παρατηρητικός. Εγώ ασχολούμουν μόνο με τον εαυτό μου, ενώ αυτός τα έβλεπε όλα. Όταν επιστρέφαμε στα σπίτια μας, ο Λουίς ανέλυε το παιχνίδι και τους παίκτες.

Μου έλεγε: ‘Θέλεις να παίζεις πολύ με το κεφάλι σου αντί να χρησιμοποιείς πιο συχνά το αριστερό σου πόδι Έρικ’».

Σε σχολή Φυσικής Αγωγής

Σε απόσταση σχεδόν 2 χιλιομέτρων από το σπίτι του Φαν Χάαλ υπήρχαν 4 γήπεδα της RKSV (τα αρχικά σημαίνουν «Ρωμαιοκαθολικός Αθλητικός Σύλλογος») Ντε Μερ.

Όταν η ανδρική ομάδα του Άγιαξ σκόραρε στο ομώνυμο γήπεδο, οι πανηγυρισμοί των φιλάθλων ακούγονταν μέχρι το σημείο που ο μικρός Λουίς έκανε τα πρώτα του αθλητικά βήματα.

Στον ίδιο χώρο οι αδερφές του έκαναν γυμναστική και οι αδερφοί του έπαιζαν ποδόσφαιρο, με τον ίδιο να εγγράφεται στη RKSV Ντε Μερ σε ηλικία 8 ετών.

Ίνδαλμά του ήταν ο Χενκ Γκρουτ, ένας διεθνής μεσοεπιθετικός με πολυετή θητεία στον Άγιαξ και άλλα 2 χρόνια στη Φέγενορντ, ο οποίος ξεχώριζε για τις κεφαλιές του και την καλή τεχνική κατάρτιση.

Τόσο ο ίδιος όσο και ο αδερφός του Χέραρντ ήταν εκλεκτά μέλη της RKSV Ντε Μερ, όμως ορισμένα στελέχη του συλλόγου ήταν ενοχλημένα από την υπεροπτική στάση του κατά τη διάρκεια των αγώνων.

Ο πρώτος προπονητής του στην α’ ομάδα τη σεζόν 1969-70, ο Ρομπ Νιούβενχαους, τον είχε χαρακτηρίσει μέχρι και αλαζόνα, ενώ το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει ήταν «Μπολτίνι» (σ.σ. ο Τόνι Μπολτίνι ήταν ένας Ολλανδός διευθυντής τσίρκου).

Πάντως, ο νεαρός μέσος με την καλή τεχνική κατάρτιση δεν ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής αλλά γυμναστής, εξ ου και η εγγραφή του στην Ακαδημία Βίλινκλααν, όπου κλήθηκε να επαναλάβει τη δεύτερη χρονιά.

Στον Άγιαξ με ένα Fiat 127, στην… εκκλησία με τη Φερνάντα

Ενδεχομένως η ζωή του να είχε εντελώς διαφορετική πορεία αν ο Άγιαξ δεν τον προσέγγιζε όταν πια είχε φτάσει σε ηλικία 20 ετών.

Ένα μικρό συμβόλαιο και ένα Fiat 127 αρκούσαν για να ολοκληρωθεί η συμφωνία, η οποία προέβλεπε ότι ο Λουίς θα ενταχθεί στη β’ ομάδα του δις πρωταθλητή Ευρώπης (1971, 1972). Καθόλου άσχημα…

Δυστυχώς για εκείνον η θέση που αγωνιζόταν ήταν καπαρωμένη από τον παιδικό του φίλο Γιόχαν Κρόιφ και, μοιραία, δεν έμελλε να καταγράψει ποτέ επίσημη συμμετοχή με τη θρυλική φανέλα του «Αίαντα».

Στις 3 Απριλίου 1973, δηλαδή ακριβώς 23 χρόνια πριν από το αξέχαστο γκολ του Κριστόφ Βαζέχα στο «Ντε Μερ», ο Φαν Χάαλ έπαιξε για πρώτη και τελευταία φορά με την ανδρική ομάδα σε μία φιλική αναμέτρηση με την Άντερλεχτ.

Λίγο νωρίτερα ο παίκτης του Άγιαξ είχε παντρευτεί τη Φερνάντα Όμπες, μία κοπέλα 2 χρόνια μικρότερη που είχε γνωρίσει στην εκκλησία το 1969 και στην οποία είχε προσφέρει λουλούδια, όταν είχε κατακτήσει το πρωτάθλημα με τη RKSV Ντε Μερ.

Έζησαν 20 ευτυχισμένα χρόνια ως έγγαμοι, έδωσαν ζωή σε 2 κορίτσια και τον Ιανουάριο του 1994, μόλις 2 μήνες μετά τη διάγνωση περί καρκίνου στον πνεύμονα και το πάγκρεας, η αγαπημένη γυναίκα του Λουίς φαν Χάαλ «έφυγε» από τη ζωή.

«Πίστευα για πολλά χρόνια. Ακόμα κι όταν έπαιζα ποδόσφαιρο στο Βέλγιο, πήγαινα στην εκκλησία κάθε εβδομάδα. Μετά τον θάνατο της Φερνάντα, όμως, έχασα την πίστη μου. Από τον τρόπο που πέθανε. Αυτό είναι άδικο για την ανθρωπότητα. Ο Θεός πρέπει επίσης να σέβεται τον άνθρωπο», έχει πει ο Ολλανδός.

Όταν «έφυγε» η πρώτη σύζυγος του Φαν Χάαλ, τα κορίτσια τους ήταν 18 και 15 ετών αντίστοιχα, δηλαδή σε μία ηλικία που καταλάβαιναν ότι έπρεπε από την πλευρά τους να δείξουν πυγμή.

«Η μία έπλενε και σιδέρωνε, η άλλη κρατούσε το σπίτι καθαρό, το μαγείρεμα ήταν μοιρασμένο και εγώ πήγαινα για ψώνια», αποκαλύπτει ο επιτυχημένος προπονητής.

Λίγους μήνες μετά τον χαμό της Φερνάντα, ο Φαν Χάαλ γνώρισε τη μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του, την Τρους Όπμεϊρ: «Η μεγαλύτερη κόρη μου είχε ήδη φύγει από το σπίτι, αλλά για τη μικρότερη δεν ήταν ευχάριστο που μπήκα σε μία νέα σχέση. ‘Θέλω να είσαι χαρούμενος, αλλά εμένα μου είναι πολύ δύσκολο’, μου είχε πει τότε».

«Κόουτς, θα πιστέψω ότι η γυναίκα μου ξέρει πιο πολύ ποδόσφαιρο από σένα!»

Ο Λουίς φαν Χάαλ εξελίχθηκε σε έναν κορυφαίο τεχνικό, ωστόσο ο ίδιος δεν απέφευγε τις εντάσεις με τον πρώτο του δάσκαλο.

Ο Νιούβενχαους τον είχε διώξει 2 φορές από την προπόνηση, εν αντιθέσει με τον Άρι Μπλέκενχορστ, ίσως επειδή εκείνος είχε καλές σχέσεις με τον Άγιαξ.

Προτού αναλυθεί η ποδοσφαιρική καριέρα του Φαν Χάαλ, παρατίθενται μερικές ενδιαφέρουσες δηλώσεις του θρυλικού Τζόνι Ρεπ, ο οποίος συνυπήρχε με τον «Μπολτίνι» στη β’ ομάδα του «Αίαντα».

«Η πρώτη μου εντύπωση; Είχε ένα κοιμισμένο βλέμμα, ένα μακρύ λαιμό, αναμφίβολα είχε ένα σώμα που δεν το έλεγες χαριτωμένο. Ήταν ικανός να παίξει ποδόσφαιρο, αλλά ήταν πολύ αργός», ήταν τα λόγια του.

Το προαναφερθέν φιλικό ματς με την Άντερλεχτ έδωσε στον Φαν Χάαλ την ευκαιρία να πάρει μεταγραφή σε ομάδα του Βελγίου και συγκεκριμένα την Αντβέρπ.

Η μεταγραφή του Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα έγινε 2 μήνες αργότερα, με συνέπεια ο νεαρός να χάσει την ευκαιρία για να πάρει περισσότερες ματιές από τον Στέφαν Κόβατς.

Ο Ολλανδός, ο οποίος έμενε σε διαμέρισμα του Ντορν, αποτέλεσε την 4η επιλογή ξένου από τον Γκι Τάις, όμως δεν μπορούσε να υποστηρίξει το σύστημα με τις ταχύτατες αντεπιθέσεις, με συνέπεια να μην καθιερωθεί ποτέ στο αρχικό σχήμα σε αυτά τα 4 χρόνια που έζησε στην Αμβέρσα.

Ένας άλλος λόγος που δεν κέρδισε την εκτίμηση του Βέλγου τεχνικού ήταν ένα περιστατικό που συνέβη στο ξεκίνημα μιας σεζόν και αποκαλύφθηκε από τον τότε ποδοσφαιριστή Ρόζερ βαν Γκουλ.

«Ο Φλέμινγκ Λουντ (σ.σ. βασικός ανταγωνιστής του Φαν Χάαλ για τη θέση στο αρχικό σχήμα) είχε τραυματιστεί για 4 εβδομάδες. Ο Φαν Χάαλ έπαιξε εξαιρετικά και τις 4 εβδομάδες. Μετά το τέλος του 4ου ματς πήγαμε να πιούμε κάτι. Ο Τάις εμφανίστηκε με ένα ποτήρι ουίσκι και ένα τσιγάρο στο χέρι του.

Όταν έφτασε στο τραπέζι μας, ο Λουίς του είπε αστειευόμενος: ‘Λοιπόν κόουτς, αν δεν είμαι βασικός την άλλη εβδομάδα, θα αρχίσω να σκέφτομαι ότι η γυναίκα μου έχει μεγαλύτερη αίσθηση του ποδοσφαίρου απ’ ότι εσύ’.

Την επόμενη εβδομάδα ο Λουίς βρισκόταν ξανά στον πάγκο. Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι στο ποδόσφαιρο μπορείς να έχεις μεγάλο στόμα μόνο όταν είσαι ο αρχηγός».

Ο Φαν Χάαλ δεν έμαθε αυτό το μάθημα ή απλώς επέλεξε να μην κάνει τίποτα γι’ αυτό, με συνέπεια να επιστρέψει στην πατρίδα του.

Ας όψεται ο Πετέσκου…

Ο Λουίς και η Φερνάντα μάζεψαν τα μπογαλάκια τους το 1977 και επέστρεψαν στην Ολλανδία, έπειτα από 4 χρόνια παραμονής στην Αμβέρσα και μόλις 41 συμμετοχές (7 γκολ).

Εκείνος βρήκε δουλειά ως γυμναστής στη σχολή LTS Don Bosco και, παράλληλα, αγωνίστηκε στην Τέλσταρ του Μιρτσέα Πετέσκου, αφού προηγουμένως η Αντβέρπ έγινε πλουσιότερη κατά 60.000 φιορίνια.

Το ζεύγος επέλεξε για κατοικία του το χωριό Άφενχορν στον ολλανδικό βορρά, όμως μόλις έναν χρόνο αργότερα θα μετακόμιζε στο Ρότερνταμ, διότι ο Λουίς θέλησε να ακολουθήσει τον Ρουμάνο τεχνικό στην τοπική Σπάρτα.

Η σχέση του με τον συγκεκριμένο προπονητή ήταν εξαιρετική, όπως έχει πει ο τερματοφύλακας Πιμ Ντούσμπουργκ: «Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ήταν καλοί φίλοι. Ήμουν ο αρχηγός, αλλά ο Λουίς ήταν αυτός που συνήθιζε να συνομιλεί με τον Πετέσκου κατά τη διάρκεια των προπονήσεων ή των αγώνων. Δεν ήξερα γιατί συμβαίνει αυτό».

Ο τότε ηγέτης της Σπάρτα τον έχει χαρακτηρίσει έξυπνο και σπουδαίο μέσο, χωρίς ωστόσο να παραλείψει την αναφορά στην έλλειψη ταχύτητας.

O Ούγκο Μπορστ, αρθρογράφος και φίλαθλος της Σπάρτα Ρότερνταμ, δεν έχει αναφερθεί με καθόλου κολακευτικά σχόλια για τον ποδοσφαιριστή Φαν Χάαλ στο βιβλίο του «O, Louis».

«Προχωρά ευθεία σαν να είναι δεμένος. Είναι άσχημος. Η μύτη του είναι στραβή. Αυτά φαίνονται κι από μακριά. Υπάρχει κι ένα μειονέκτημα: είναι τόσο γρήγορος όσο μια μύγα μέσα σε μια υγρή επιφάνεια». Ουδέν σχόλιον…

Το 1980 ο Πετρέσκου αποχώρησε (oμοίως και ο Ντούσμπουργκ) και αντικαταστάθηκε από τον Μπάρι Χιουζ, ενώ στο μεταξύ είχαν αφιχθεί παίκτες όπως ο Ντικ Άντβοκαατ, ο Ντάνι Μπλιντ και ο Ρενέ φαν ντερ Γκάιπ.

Ο Φαν Χάαλ εξακολουθούσε να εργάζεται ως γυμναστής, με συνέπεια να κάνει το δρομολόγιο Άμστερνταμ-Ρότερνταμ 4 φορές την εβδομάδα, προκειμένου να προλάβει την προπόνηση των 15:30.

Η κούραση τον υποχρέωνε να ρίχνει συχνά έναν 10λεπτο υπνάκο, όμως σε 2 περιπτώσεις αποκοιμήθηκε εν ώρα οδήγησης και έπεσε στα κιγκλιδώματα. Μόνο τότε καθυστέρησε να φτάσει στο Σπάνχεν.

Το φινάλε στην Άλκμααρ

Έπειτα από 8 γεμάτες χρονιές στη Σπάρτα Ρότερνταμ, ο 35χρονος πια Φαν Χάαλ μεταπήδησε στην Άλκμααρ το καλοκαίρι του 1986.

Ο Ντέιβιντ Λόγκι, συμπαίκτης του και στις 2 αυτές ομάδες, έχει πει για εκείνον: «Ήταν στρατηγός. Τακτικά ήταν πολύ δυνατός και ήθελε να καθοδηγεί τους συμπαίκτες του. Ήταν συνηθισμένο ο Μπάρι (σ.σ. Χιουζ) να δίνει οδηγίες από τον πάγκο και ο Λουίς από το γήπεδο».

Στις προπονήσεις υπήρχαν συχνά διαφωνίες μεταξύ τους, ωστόσο χάρη στο καθαρό μυαλό και τη σπιρτάδα του Φαν Χάαλ η Σπάρτα είχε καταφέρει να γίνει η δυνατότερη ολλανδική ομάδα μετά τον Άγιαξ, τη Φέγενορντ και την Αϊντχόφεν στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

«Βρήκα έναν σπουδαίο άνθρωπο, αλλά δεν με άκουγε», έχει αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ο Ολλανδός τεχνικός για τον Χιουζ.

Ο διάδοχος του Χιουζ στη Σπάρτα, ο Τέο Βονκ, στάζει μέλι για τον Φαν Χάαλ: «Όλος ο κόσμος έχει μία λανθασμένη εικόνα για εκείνον. Ο Λουίς είναι ένας πολύ κοινωνικός άνθρωπος και εξαίρετος επαγγελματίας. Παρά την πολυάσχολη καθημερινότητά του, ποτέ δεν έχασε προπόνηση και πάντα ήταν στην ώρα του. Ένα παράδειγμα για την ομάδα».

Όταν πήγε στην Άλκμααρ είχε ρόλο παίκτη/βοηθού του προπονητή Χανς Άικενμπρουκ, αναλαμβάνοντας πολλές ευθύνες και προετοιμάζοντας το έδαφος για το λαμπρό μέλλον.

Ο επίλογος ανήκει στον Λόγκι: «Ο Λουίς ξαφνικά απέκτησε πυγμή. Στα ημίχρονα των αγώνων ο Άικενμπρουκ καθόταν και ο Λουίς έπαιρνε τον λόγο. Κάποιες φορές προσπαθούσε να περάσει τα ‘θέλω’ του με μία γροθιά στο τραπέζι. ‘Δεν είμαι πια ο Λουίς για σας’, μας έλεγε. ‘Το… όνομά μου τώρα είναι προπονητής…’».

 

Μερικές φωτογραφίες του ποδοσφαιριστή Φαν Χάαλ

Με τη φανέλα του Άγιαξ το 1972

 

Λίγες ημέρες πριν από τα 28α γενέθλιά του

 

Με τη φανέλα της Σπάρτα Ρότερνταμ

 

Βίοι παράλληλοι με τον Ντάνι Μπλιντ. Συνυπήρξαν για 7 χρόνια στη Σπάρτα Ρότερνταμ, ήταν προπονητής του στον Άγιαξ και προπονητής του γιου του Ντάλεϊ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ

 

Αντιμέτωπος με τον Γιόχαν Κρόιφ

 

 

Ο Φαν Χάαλ σε κάρτες Panini

 

 

Κόντρα στην πρώτη επαγγελματική ομάδα της καριέρας του, τον Άγιαξ

 

 

Στην Κίνα το 1985

 

 

Στην προπόνηση

 

 

Mε τη φανέλα της Αντβέρπ

 

 

Σε τουρ στην Αϊτή με τους Ντικ Άντβοκαατ και Μπάρι Χιουζ

 

Διαβάστε ακόμη:

Το μέγεθος της νίκης του Παναθηναϊκού στο Άμστερνταμ

O Ερμίνιο Μασαντόνιο έγινε… τάνγκο, έκλαψε σαν μικρό παιδί στην αγκαλιά ενός ορκισμένου αντιπάλου και «έφυγε» νεότατος

«Τέιλορ, είσαι Άγγλος». Η ατάκα του Μπεκενμπάουερ, το κέρμα και ο τελικός του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ

Η ημέρα που έκλαψε ο «κακός πατέρας» Φραντς Μπεκενμπάουερ

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!