Κι όμως συνέβη: Η Μπάγερν δάνεισε χρήματα στην Ντόρτμουντ για να τη σώσει

Οι τελευταίες εξελίξεις στον Παναθηναϊκό φέρνουν ένα από τα πιο μεγάλα ποδοσφαιρικά σωματεία της Ελλάδας στο χείλος της καταστροφής. Η δυσπραγία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια θα διογκωθεί με την προαναγγελθείσα αποχώρηση του Γιάννη Αλαφούζου από τα “ηνία” του συλλόγου και εφόσον δεν βρεθεί επενδυτής, η ομάδα θα βρεθεί στα οικονομικά και (ουχί απίθανο) αγωνιστικά τάρταρα…

Στην ιστορία του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, μία τέτοια εξέλιξη δεν είναι καινοφανής. Ομάδες με μεγαλύτερη ιστορία ή επιτυχία από τους “πράσινους” ισοπεδώθηκαν οικονομικά, για να ανακάμψουν κάποιες φορές ή για να διαλυθούν εις τα εξ ων συνετέθησαν κάποιες άλλες.

Οι Ρέιντζερς αποτελούν ένα τρανό παράδειγμα, αφού η πολυνίκης του σκοτσέζικου πρωταθλήματος χρειάστηκε να βρεθεί ακόμα και στην 4η τη τάξει κατηγορία, ώστε να επανέλθει στην Premiership, διεκδικώντας (ανεπιτυχώς προς το παρόν) ψήγματα από τη δόξα του παρελθόντος.

Η Ντόρτμουντ ανήκει επίσης σε αυτήν την κατηγορία. Μόνο που η δική της οικονομική καταστροφή αποκαλύφθηκε την ώρα που το αγωνιστικό τμήμα λειτουργούσε κανονικά και μάλιστα διεκδικούσε τίτλους και διακρίσεις εντός κι εκτός γερμανικών συνόρων. Μάλιστα, η “σωτηρία” της βασίστηκε σε έναν ανέλπιστο χρηματικό πόρο, ένα δάνειο από την Μπάγερν Μονάχου!

 

Ροσίτσκι, Κόλερ και το… χάος

Το 2001-2002, η Μπορούσια κατέκτησε το 3ο πρωτάθλημα της ιστορίας της και έφτασε μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA, όπου ηττήθηκε από τη Φέγενορντ. Η απώλεια του “εισιτηρίου” για το Champions League το 2003-2004 (στα πέναλτι με την Μπριζ) αποκάλυψε το μεγάλο οικονομικό πρόβλημα των Βεστφαλών.

Πέντε χρόνια μετά από την κατάκτηση της Ευρώπης, στον αλησμόνητο τελικό Champions League με αντίπαλο τη Γιουβέντους, η Μπορούσια βρισκόταν αντιμέτωπη με την κακοδιαχείριση ετών, που οδηγούσε στον βυθό.

Οι ποδοσφαιριστές που έφτασαν στο απόγειο του 1997 άρχισαν να πωλούνται. Ο Πάουλο Σόουζα κατέληξε στην Ίντερ, ο Καρλ Χάιντς Ρίντλε στη Λίβερπουλ, ο Πολ Λάμπερτ στη Σέλτικ, ο Γεργκ Χάινριχ στη Φιορεντίνα, ο Στέφαν Κλος στους Ρέιντζερς, ο Στέφεν Φρόιντ στην Τότεναμ, ενώ κάποιοι όπως ο Ματίας Ζάμερ, ο Μίχαελ Τσορκ και ο Μάρτιν Κρέε αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση.

Η τότε διοίκηση της Μπορούσια επιχείρησε να καλύψει αυτά τα κενά με παίκτες είτε αμφιβόλου ποιότητας είτε φερέλπιδες νεαρούς, τους οποίους “φόρτωσε” με υπερβολικές προσδοκίες. Απέκτησε τους Μπαχιρού Σαλού, Γενς Λέμαν, Ντεντέ, Σεργκέι Μπάρμπαρεζ, Κρίστιαν Βερνς, Εβανίλσον, Βίκτορ Ικπέμπα, Φρέντι Μπόμπιτς, Τζιουζέπε Ρέινα τα πρώτα δύο καλοκαίρια μετά από τον θρίαμβο και ελάχιστοι εξ αυτών βγήκαν.

Το καλοκαίρι του 2000 αγόρασε τον Τόμας Ροσίτσκι έναντι 14.500.000 ευρώ από την Σπάρτα Πράγας, τον Σάντεϊ Ολίσε για 7.500.000 ευρώ από τη Γιουβέντους, πήρε πίσω τον Χάινριχ για 4.100.000 ευρώ, ενώ οι μεγαλύτερες δαπάνες ήρθαν το επόμενο καλοκαίρι.

Ο Μάρσιο Αμορόζο αγοράστηκε έναντι 25.500.000 ευρώ από την Πάρμα, ο Γιαν Κόλερ για 10.500.000 ευρώ από την Άντερλεχτ, ο Εβέρτον για 7.100.000 ευρώ από την Κορίνθιανς, ενώ το μεγάλο ταλέντο του γερμανικού ποδοσφαίρου, Ζεμπάστιαν Κελ, που είχε υπογράψει ήδη προσύμφωνο με την Μπάγερν και αναγκάστηκε να επιστρέψει την προκαταβολή του συμβολαίου του, αποκτήθηκε έναντι 3.200.000 ευρώ από τη Φράιμπουργκ.

Το οικονομικό “έγκλημα” όλης αυτής της μεταγραφικής πολιτικής ήταν τα πανύψηλα συμβόλαια που συνόδευαν αυτές τις μεταγραφές και τα οποία συνήθως έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την προσφορά των εν λόγω ποδοσφαιριστών.

 

“Μαύρη τρύπα” άνω των 150.000.000 ευρώ

Το πρωτάθλημα του 2002 έκρυψε κάτω από το χαλί την πραγματική εικόνα. Ο σύλλογος βρέθηκε με συσσωρευμένα χρέη σχεδόν 150.000.000 ευρώ, εκτός Champions League λόγω αποκλεισμού από την Μπριζ στα πέναλτι και η οικονομική καταστροφή έμοιαζε πιο βέβαιη και από πρωτάθλημα της Μπάγερν.

Η κατάρρευση του τηλεοπτικού ομίλου “Kirch Group Company”, που είχε αποκτήσει τα δικαιώματα μετάδοσης μεταξύ άλλων του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2002 και του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2006, βύθισε σε οικονομική αβεβαιότητα όχι μόνο το διεθνές ποδόσφαιρο, αλλά και το γερμανικό.

Ο συγκεκριμένος “κολοσσός” ήταν αυτός που είχε προσφέρει το πιο πρόσφατο τηλεοπτικό συμβόλαιο στις ομάδες της Bundesliga και πλέον δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις του.

Μαζί με όλα αυτά, η Ντόρτμουντ είχε να αντιμετωπίσει και το σορτάρισμα των μετοχών της στη Χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης.

Όταν εισήλθε στις αγορές, το 2000, η μετοχή της διαπραγματευόταν στα 11 ευρώ, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, οι επενδυτές “έπαιζαν” με τα σενάρια καταστροφής που στριφογύριζαν γύρω από τον σύλλογο, με συνέπεια η τιμή της μετοχής να συρρικνωθεί κατά 80%.

 

Πούλησε το γήπεδό της και “πετσόκοψε” μισθούς

Η Ντόρτμουντ μετατράπηκε σε μία υπερχρεωμένη εταιρία που έχασε βασικούς “πυλώνες” εσόδων και που στην ουσία δεν είχε κάποια αξία. Η ανάγκη για συμμάζεμα ήταν κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη: ήταν ζωτικής σημασίας.

Αρχικά, έγινε περικοπή 20% στους μισθούς των παικτών. Ο πρώτος μεγάλος όγκος χρημάτων που γέμισε τους τραπεζικούς λογαριασμούς προερχόταν από την πώληση του “Βεστφάλεν Στάντιον” σε ένα fund της “Commerzbank”, με δυσμενείς για τον σύλλογο όρους, αφού έπρεπε να πληρώνει ετησίως ενοίκιο 17.000.000 ευρώ.

Ακολούθησε μεταπώληση σε άλλον μεσιτικό όμιλο, με τον οποίο η Ντόρτμουντ συμφώνησε, κατόπιν διακανονισμού, να επανακτήσει την ιδιοκτησία του γηπέδου μέχρι το 2017.

Παρ’ όλα αυτά, η ομάδα αδυνατούσε να πληρώνει τις δόσεις, αλλά λίγο πριν την καταστροφή προχώρησε σε μία συμφωνία εξυπηρέτησης μόνο των τόκων, που της έδωσε την ευκαιρία να “ανασάνει” οικονομικά και να αποφύγει τη χρεοκοπία που πλησίαζε απειλητικά.

 

Ζήτησε δάνειο από την Μπάγερν και δεν το είπε

Ήταν Σεπτέμβριος του 2004 όταν η Ντόρτμουντ δήλωσε αδυναμία ακόμα και να πληρώσει τις δόσεις των συμβολαίων των ποδοσφαιριστών. Η μηδαμινή ρευστότητα στην αρχή της σεζόν “εγκυμονούσε” αδιανόητες εξελίξεις και γι’ αυτό απευθύνθηκε σε τοπικούς πιστωτές, τράπεζες και στον κόσμο του ποδοσφαίρου.

Ένας οργανισμός εξ αυτών (των πολλών) που ανταποκρίθηκαν, ήταν και η Μπάγερν, όπως επιβεβαίωσε τον Φεβρουάριο του 2012 σε συνάντηση με τους φιλάθλους στο Αμβούργο, ο τότε πρόεδρος των Βαυαρών, Ούλι Χένες.

“Όταν αντιλήφθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν τους μισθούς, τους δώσαμε 2.000.000 ευρώ χωρίς εγγύηση για μερικούς μήνες”, δήλωσε ο επί χρόνια διοικητικός ηγέτης της Μπάγερν, για κάτι που κινούταν στη “σφαίρα” της φημολογίας όλα αυτά τα χρόνια.

Ο νυν οικονομικός διευθυντής της Μπορούσια, Τόμας Τρες, επιβεβαίωσε το δάνειο με συνέντευξή του στο “SportsPro”: “Η Μπάγερν δάνεισε στην προηγούμενη διοίκηση 2.000.000 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2004 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 είχαν επιστραφεί 1.500.000 ευρώ. Θεωρώ ότι η Μπάγερν αποπληρώθηκε από την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου στην οποία προέβη η Ντόρτμουντ εκείνον τον Οκτώβριο, πλην των 500.000 ευρώ που αποπληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2005”.

“Πρώτα απ’ όλα, ήταν πολύ τιμητικό για την Μπάγερν να βοηθάει άλλους συλλόγους σε τόσο κρίσιμες καταστάσεις και ήταν μία τέτοια για την Μπορούσια Ντόρτμουντ. Αλλά δεν έσωσε την Μπορούσια, επειδή μιλάμε για 2.000.000 ευρώ. Τα χρέη άγγιζαν τα 200.000.000 ευρώ, οπότε τα 2.000.000 δεν λύνουν το πρόβλημα, ήταν όμως μία βοήθεια και ένα τιμητικό βήμα, μόνο αυτό μπορώ να πω”.

 

Οι υπόλοιπες “σωτήριες” κινήσεις

Ο νυν εκτελεστικός διευθυντής και τότε ταμίας, Χανς Γιόαχιμ Βάτσκε, και οι σύμβουλοί του κατάφεραν να εξασφαλίσουν 15ετές δάνειο ύψους 79.000.000 ευρώ από την “Morgan Stanley” το 2006 και η επόμενη κίνηση ήταν να διαπραγματευτούν με τους πιστωτές τους.

Οι τελευταίοι συμφώνησαν σε “κούρεμα” 30% των οφειλών κατά μέσο όρο, αφού πρώτα μοιράστηκαν 22.000.000 ευρώ από το δάνειο. Με τα υπόλοιπα 57.000.000 ευρώ, η Μπορούσια κατάφερε να πάρει πίσω το υπόλοιπο 51% του “Βεστφάλεν Στάντιον”, ενώ περίσσεψαν και 500.000 ευρώ για να αποπληρώσει πλήρως το δάνειο της Μπάγερν.

Ο σύλλογος ήρθε σε 12ετή συμφωνία με την εταιρία marketing “Sportfive” και εισέπραξε ακόμη 50.000.000 ευρώ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να αποπληρωθεί πρόωρα το δάνειο από τη “Morgan Stanley”.

Οι συνολικές οικονομικές υποχρεώσεις αυξήθηκαν το 2005, όμως, και ανήλθαν σε 192.000.000 ευρώ, μετά από τους δανεισμούς, γι’ αυτό και χρειάστηκαν δύο Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου του 2006 (28.900.000 ευρώ) και του 2007 (15.100.000), καθώς και άλλες κινήσεις, όπως η συμφωνία με την τοπική ασφαλιστική εταιρία “Signal Iduna”, για ονοματοδοσία του γηπέδου μέχρι το 2021 έναντι 4.000.000 ευρώ ετησίως.

Στα οφέλη του γηπέδου προστέθηκαν και τα έσοδα από τις μέρες αγώνα, που μετά από κάποια χρόνια ήταν ξανά όλα της Ντόρτμουντ, με τους φιλάθλους να γεμίζουν διαρκώς τις 80.645 θέσεις, χάρη στο φθηνό εισιτήριο διαρκείας των 187 ευρώ.

Οι βάσεις για την οικονομική ανέλιξη της ομάδας είχαν τοποθετηθεί και ήταν αρκετά στέρεες. Η τριετία 2004-2007 ήταν… οργασμική για το οικονομικό τμήμα του συλλόγου. Το τέλος της διάσωσης, βέβαια, βρήκε το αγωνιστικό τμήμα σε άσχημη κατάσταση.

Μετά από το πρωτάθλημα του 2002, η Ντόρτμουντ τερμάτισε διαδοχικά 6η, 7η, 7η, 9η και 13η το 2007-2008. Μόνο τη σεζόν του υποβιβασμού, το 1971-1972, είχε τερματίσει πιο χαμηλά στην Bundesliga.

Αυτό ήταν το καλοκαίρι που οι διοικούντες αποφάσισαν να ασχοληθούν και με την ανασύνταξη του αγωνιστικού τμήματος, το καλοκαίρι της πρόσληψης του Γιούργκεν Κλοπ. Τρία χρόνια μετά, η ομάδα βρισκόταν στην κορυφή της Γερμανίας και το 2012-2013 έφτανε στον τελικό του Champions League.

Τα καθαρά χρέη της το οικονομικό έτος 2013; 33.000.000 ευρώ. Το μισθολογικό κόστος; 106.000.000 ευρώ. Τα έσοδα προ φόρων; 256.200.000 ευρώ…

Διαβάστε ακόμα
Σχόλια
Loading...
error: Content is protected !!