Η υπερομάδα της εθνικής Ουγγαρίας τη δεκαετία του ’50 σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή. Η τακτική της ήταν πρωτοποριακή, η νίκη της στο “Γουέμπλεϊ” επί της Αγγλίας άλλαξε τον ρου της ποδοσφαιρικής ιστορίας στο Νησί, οι παίκτες της έπαιξαν σε κορυφαίους ευρωπαϊκούς συλλόγους και ορισμένοι εξ αυτών έκαναν τη διαφορά και κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952.
Μόνο ένα πράγμα έλειψε από εκείνη την ομάδα για να αισθάνεται πλήρης. Κάτι που το πλησίασε όσο κανείς, αλλά της γλίστρησε μέσα από τα χέρια της.
Μία ομάδα που μέσα σε έξι χρόνια έκανε μόλις μία ήττα δικαίως ονομάζεται “χρυσή ομάδα”. Όταν η ήττα αυτή είναι ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου, όμως, τότε πάντα θα κρέμεται ένα πελώριο “αν” πάνω από τις σελίδες της ιστορίας της.
Η μεταπολεμική ανασύνταξη
Το 1938, οι Ούγγροι τερμάτισαν στην 3η θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου, σύλλογοι όπως η Φερεντσβάρος και η ΜΤΚ διακρίνονταν σε διεθνείς διοργανώσεις, φιλικές και μη, ενώ οι προπονητές από τη χώρα θεωρούνταν οι κορυφαίοι του κόσμου και δίδασκαν ακόμα και στη “Μέκκα” της προπονητικής, την Ιταλία.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος διέκοψε βίαια την ανάπτυξη του ποδοσφαίρου στη χώρα. Η Ουγγαρία βρέθηκε στην πλευρά του ηττημένου Άξονα και το 1947 εντάχθηκε κι αυτή στις χώρες “δορυφόρους” της Σοβιετικής Ένωσης. Οι πολιτικές εξελίξεις ήταν πάντα πολύ σοβαρές για ένα κράτος που από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη είχε απολέσει το 71% των εδαφών και το 58% του πληθυσμού του.
Τα ποδοσφαιρικά θεμέλια, όμως, ήταν τόσο στέρεα που η θεωρία της προπονητικής στη χώρα συνέχισε να εξελίσσεται. Η Δουνάβεια Σχολή, που είχαν θεσπίσει τη δεκαετία του ’20 Αυστριακοί, Τσέχοι, Ούγγροι και που κορυφώθηκε με την αυστριακή Wunderteam τη δεκαετία του ’30, πήρε μία διαφορετική μορφή στα χέρια των σύγχρονων Ούγγρων τεχνικών, αρχής γενομένης από τον Μάρτον Μπούκοβι, προπονητή της ΜΤΚ και μετέπειτα του Ολυμπιακού.
Το 2-3-5 (WM), με τον σέντερ φορ να παίζει σε πιο οπισθοχωρημένες θέσεις και τους ποδοσφαιριστές να προτιμούν χαμηλό παιχνίδι, με κοντινές μεταβιβάσεις, άρχισε να αποκτά ορισμένες διαφοροποιήσεις, τόσο στη διάταξη, όσο και στις κινήσεις των ποδοσφαιριστών, με συνέπεια να θυμίζει περισσότερο το “ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο” της εθνικής Ολλανδίας και του Άγιαξ του ’70.
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για το Παγκόσμιο Κύπελλο
Το πρωτάθλημα Ουγγαρίας άρχισε ξανά το 1946 και δειλά δειλά η εθνική επανήλθε στα διεθνή ταξίδια για φιλικά παιχνίδια. Ο δυτικός κόσμος έβλεπε με καχυποψία την ομάδα, η οποία αρχικά στελεχώθηκε από Ούγγρους κομμουνιστές στρατιώτες.
Από το ρόστερ, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα ένας κοντόσωμος και κάπως πιο βαρύς ποδοσφαιριστής, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο ακριβή μεταγραφή του βρετανικού ποδοσφαίρου το 1951 και μετέπειτα μέλος της εθνικής Αγγλίας που συνετρίβη από την Ουγγαρία, Τζάκι Σιούελ, έμοιαζε με “μονοπόδαρο ποδοσφαιριστή που μπορούσε να κάνει σχεδόν τα πάντα με το αριστερό”.
Παρόμοια άποψη είχαν για τον Φέρεντς Πούσκας και άνθρωποι της Γιουβέντους, που προσέφεραν 100.000 δολάρια για να τον αποκτήσουν, μετά από ένα παιχνίδι της Ουγγαρίας με την Ιταλία στο Τορίνο το 1947. Ο Πούσκας προτίμησε να παραμείνει στη χώρα του εκείνη την -κατά τα άλλα ταραγμένη- εποχή.
Κρατικοποίηση συλλόγων λόγω κομμουνισμού
Το 1948, η κομμουνιστική παράταξη κέρδισε τις εκλογές και το συνέδριο του κόμματος διαδέχθηκε η διακήρυξη της Εθνοσυνέλευσης των Συμβουλίων, συντακτικής συνέλευσης η οποία υιοθέτησε την αρχή της δικτατορίας του προλεταριάτου και ανακήρυξε την Ουγγαρία ως Σοσιαλιστικό Ομοσπονδιακό Κράτος.
Οι ριζικές αλλαγές στη χώρα επηρέασαν άμεσα και το ποδόσφαιρο. Ο Γκούσταβ Σέμπες από νεαρός ασπαζόταν τις αρχές του κομμουνισμού, έχοντας παίξει σημαντικό ρόλο στο συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας. Ήταν πρόεδρος της Ένωσης Προπονητών από το 1946 και της Ολυμπιακής Επιτροπής της χώρας από το 1948.
Την ίδια χρονιά, μαζί με τους Μπέλα Μάντικ και Γκαμπόρ Κομπότι Κλέμπερ συνέθεσαν την τριμελή επιτροπή που ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Ουγγαρίας, ωστόσο όταν στη συνέχεια ανέλαβε αναπληρωτής Υπουργός Αθλητισμού και έμεινε μόνος του στο “τιμόνι” της εθνικής ομάδας.
Έχοντας εμπνευστεί από τη Wunderteam και την εθνική Ιταλίας προπολεμικά, οι οποίες απαρτίζονταν από παίκτες μόνο από 2-3 συλλόγους, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο μίμησης αυτής της πρακτικής.
Οι δύο καλύτερες ομάδες της χώρας ήταν η Φερεντσβάρος και η ΜΤΚ, ωστόσο από τον Ιανουάριο του 1949, όταν η Ουγγαρία μετατράπηκε σε κομμουνιστικό κράτος και προκλήθηκε κρατικοποίηση του ποδοσφαίρου, οι θεσμοί της χώρας άρχισαν να παίρνουν υπό τη σκέπη τους διάφορους συλλόγους.
Η μυστική αστυνομία της χώρας (ÁVH) ανέλαβε τη ΜΤΚ, ωστόσο η Φερεντσβάρος υποστηριζόταν από φιλάθλους με δεξιές καταβολές και εθνικιστικές παραδόσεις. Ο Σέμπες στράφηκε στην Κίσπεστ, την οποία ανέλαβε το Υπουργείο Άμυνας και έτσι έγινε η ομάδα του στρατού, παίρνοντας και νέο όνομα: Χόνβεντ.
Προπονητής της Κίσπεστ ήταν ένας τρίτος κορυφαίος Ούγγρος προπονητής της εποχής, ο Μπέλα Γκούτμαν. Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα που είχε με τον Πούσκας και την επιρροή του στην επιλογή ενδεκάδας ήταν αξεπέραστα, με συνέπεια να παραιτηθεί το 1949.
Στην Κίσπεστ, πλην του Πούσκας, αγωνιζόταν και ο κεντρικός μέσος Γιόζεφ Μπόζικ, ωστόσο μετά από την κρατικοποίησή της, με τη μέθοδο της κατάταξης στον στρατό, απέκτησε (ως Χόνβεντ πλέον) τον Σάντορ Κότσιτς, τον Ζόλταν Τσίμπορ και τον Λάσλο Μπουντάι από τη Φερεντσβάρος, τον Γκιούλα Λόραντ από τη Βάσας και τον τερματοφύλακα Γκιούλα Γκρόσιτς από την Τεχέρφουβαρ.
Η τακτική που κατέκτησε τον κόσμο
Με αυτόν τον τρόπο, ο Σέμπες ουσιαστικά χρησιμοποίησε τη Χόνβεντ για προπονήσεις που αποσκοπούσαν σε όφελος της εθνικής Ουγγαρίας. Μάλιστα, η γυμναστική ήταν τόσο έντονη που θύμιζε στρατό, ταιριαστό για την περίσταση. “Συχνά κάναμε στρατιωτικά γυμνάσια. Θυμάμαι μια φορά μας πήγαν σε σκοπευτήριο. Κανείς μας δεν είχε βρεθεί εκεί ξανά και έπρεπε να εξασκήσουμε τον στόχο μας σε διάφορα όπλα. Σύντομα, μας ζήτησαν να σταματήσουμε, γιατί θέταμε τους γύρω μας σε κίνδυνο”, θυμάται ο Γκρόσιτς.
Την ίδια στιγμή, στην ΜΤΚ ο Μπούκοβι άρχισε να χρησιμοποιεί το 4-2-4 που αργότερα υιοθέτησε ο Σέμπες. Με τους Πέτερ Παλότας και Νάντορ Χιντεγκούτι, ο Μπουκοβί τελειοποίησε τον ρόλο του “ψευδοεννιαριού”, ενώ οι Μιχάλι Λάντος και Γιόζεφ Ζακάριας είχαν την απαιτούμενη συνεννόηση για μία στιβαρή αμυντική γραμμή.
Σε τακτικό επίπεδο, επωφελούμενος από την οικειότητα των διεθνών ποδοσφαιριστών λόγω της καθημερινής “τριβής” στους δύο συλλόγους τους, ο Σέμπες αξιοποίησε τον Γκρόσιτς ως τερματοφύλακα λίμπερο, λόγω της άνεσης του τελευταίου να παίζει με τα πόδια.
Από τους υπόλοιπους παίκτες ζήτησε να αλλάζουν θέσεις μεταξύ τους και να κάνουν overlaps, με πιο σημαντική οδηγία εκείνη στον Χιντεγκούτι, που αντί για τον χώρο του σέντερ φορ στο διεθνώς καθιερωμένο WM (3-2-2-3), θα έπρεπε να κινείται πιο κοντά στη μεσαία γραμμή, τραβώντας πάνω του τουλάχιστον ένα στόπερ, σε μία εποχή που υπήρχε σχεδόν αποκλειστικά ατομικό μαρκάρισμα.
Οι δύο εσωτερικοί επιθετικοί που βρίσκονταν πίσω του θα ανέβαιναν στο ύψος των έξω πλαγίων και έτσι το σύστημα θα γινόταν 2-3-1-4 με την μπάλα και 2-3-2-3 χωρίς την μπάλα. Το WW ήταν και το συνδετικό σύστημα μεταξύ του WM και του 4-2-4, διάταξη με τέσσερις αμυντικούς που εφάρμοσαν πρώτη φορά στον κόσμο οι Βραζιλιάνοι το 1958, κατακτώντας το Μουντιάλ.
Από “πεντάρες” σε “εννιάρες” και… μία ήττα
Η μεταμόρφωση της ομάδας άρχισε να αποτυπώνεται και στα αποτελέσματα. Από την ταπεινωτική ήττα 0-7 από τη Γερμανία το 1941 και το εντός έδρας 2-7 από τη Σουηδία το 1943, η εθνική ομάδα άρχισε να βρίσκει τα πατήματά της.
Κατέκτησε το Βαλκανικό Κύπελλο του 1947 στην πρώτη συμμετοχή της και επανέλαβε το κατόρθωμα το επόμενο έτος, με νίκες όπως το 9-0 επί της Βουλγαρίας, το 9-0 επί της Ρουμανίας, το 6-2 επί της Πολωνίας και το 5-1 ξανά επί της Ρουμανίας.
Από το 1949, συμμετείχε στη νέα έκδοση του Διεθνούς Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης (ο προπομπός των Euro), το οποίο συνήθως διαρκούσε χρόνια (εν προκειμένω μέχρι το 1953).
Αν και άρχισε με εκτός έδρας ήττα 2-5 από την Τσεχοσλοβακία τον Απρίλιο του 1949, ακολούθησε το 6-1 επί της… αιώνιας αντιπάλου Αυστρίας και το 1-1 με την Ιταλία, που έδειξε ότι η ομάδα βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Το 8-2 μέσα στην Πολωνία σε φιλικό και τα τρία σερί 5-0 στην Ουγγαρία επί της Βουλγαρίας, της Σουηδίας και της Τσεχοσλοβακίας, απέδειξαν ότι η “Χρυσή Ομάδα” ήταν ήδη εκεί.
Το επόμενο παιχνίδι, η φιλική ήττα 3-5 στην Αυστρία, έμελλε να είναι σημαδιακό. Αυτή ήταν η αναμέτρηση μετά από την οποία θα ξεκινούσε το εντυπωσιακό αήττητο σερί των 46 αγώνων με 39 νίκες, 7 ισοπαλίες.
Οι διακρίσεις του σερί
Μέσα σε αυτό το σερί συγκαταλέγεται η μοναδική σπουδαία χειροπιαστή διάκριση αυτής της “χρυσής ομάδας”: το χρυσό μετάλλιο των Ολυμπιακών Αγώνων στη Φινλανδία.
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η εθνική ομάδα θα μπορούσε να επιδείξει μαζικά τις αρετές της στην παγκόσμια σκηνή. Η πρώτη φορά που η “Χρυσή Ομάδα” θα έδειχνε γιατί είχε τη θέση νο1 στην κατάταξη της FIFA εκείνη την εποχή.
Ήταν και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να τονωθεί και η προπαγάνδα του κομμουνιστικού καθεστώτος, μέσω του προπονητή της ομάδας, όπως επισημαίνει για τον Σέμπες ο Γκρόσιτς: “Μετέτρεπε σε πολιτικό θέμα κάθε σημαντικό παιχνίδι ή διοργάνωση. Συχνά έλεγε ότι η σκληρή πάλη μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού λάμβανε χώρα τόσο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα όσο και αλλού”.
Οι Ούγγροι άρχισαν “μουδιασμένα”, επικρατώντας 2-1 της Ρουμανίας. Ακολούθησε η άνετη νίκη επί της Ιταλίας με 3-0, η συντριβή της Τουρκίας με 7-1 και η νίκη επί των προηγουμένων ολυμπιονικών, Σουηδών, με 6-0. Στον τελικό επικράτησαν με 2-0 της κατόχου του αργυρού μεταλλίου το 1948 Γιουγκοσλαβίας, με συνέπεια να ανέβουν για πρώτη φορά στο πιο ψηλό σκαλί του βάθρου μιας διοργάνωσης.
“Στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν που το ποδόσφαιρό μας άρχισε να λειτουργεί με πραγματική ισχύ. Ήταν το πρωτότυπο ‘ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο’. Όταν ήμασταν στην επίθεση, όλοι επιτίθεντο. Όταν ήμασταν στην άμυνα, όλοι αμύνονταν. Ήταν το ίδιο”, εξήγησε χρόνια αργότερα το πιο λαμπρό αστέρι εκείνης της ομάδας, ο Πούσκας.
Ισοπέδωσαν το αγγλικό ποδόσφαιρο
Στις εξέδρες των Ολυμπιακών Αγώνων και συγκεκριμένα στον ημιτελικό βρισκόταν ο γραμματέας της αγγλικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, που αργότερα έγινε και πρόεδρος της FIFA, Στάνλεϊ Ράους. Αμέσως μετά από το τέλος του αγώνα, χαιρέτησε τους ιθύνοντες της Ουγγαρίας και πρότεινε ένα φιλικό στο “Γουέμπλεϊ”.
Μετά από αρκετές συζητήσεις, το φιλικό κλείστηκε για τον Νοέμβριο του 1953, εκεί όπου, όπως υποστήριξε στην αυτοβιογραφία του ο μεγαλύτερος παίκτης της Αγγλίας εκείνη την εποχή, Στάνλεϊ Μάθιους, “γράφτηκε ποδοσφαιρική ιστορία”.
Το φιλικό αυτό (λεπτομέρειες του οποίου μπορείτε να δείτε στο απόσπασμα του βιβλίου “Παιχνίδι Χωρίς Όρια” από τον Χρήστο Σωτηρακόπουλο) λειτούργησε ως οικουμενική απόδειξη της ανωτερότητας εκείνης της ομάδας. Η Αγγλία ηττήθηκε για πρώτη φορά εντός έδρας από αντίπαλο που προερχόταν από την ηπειρωτική Ευρώπη και μάλιστα με το εκκωφαντικό 6-3. Αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν πίσω σε όλα τα επίπεδα, με συνέπεια να κριθεί αναγκαίο να βγει από τα σύνορά της.
Μάλιστα, κλείστηκε ένα φιλικό ρεβάνς μερικούς μήνες αργότερα, στη Βουδαπέστη αυτήν τη φορά, και το αποτέλεσμα ήταν ακόμα χειρότερο για τους Άγγλους. Η Ουγγαρία επιβλήθηκε με 7-1 και τα “λιοντάρια” υπέστησαν την πιο βαριά ήττα της ιστορίας τους, που κρατάει μέχρι σήμερα.
Το παιχνίδι αυτό ήταν και το τελευταίο πριν από τις υποχρεώσεις της Ουγγαρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Οι Μαγυάροι είχαν φτάσει μέχρι τα γήπεδα της Ελβετίας δίχως ήττα για τέσσερα χρόνια, δίχως ήττα για 28 παιχνίδια (24 νίκες, 4 ισοπαλίες, 119-26 τα γκολ). Στο διάστημα αυτό κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και πανηγύρισαν και το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης.
Η μονομαχία Χιντεγκούτι – Παλότας για μια θέση
Η προετοιμασία τους, όμως, περιελάμβανε και το κερασάκι στην “τούρτα”, τη μονιμοποίηση σε θέση βασικού “ψευδοεννιαριού” του Χιντεγκούτι.
Μαζί με τον Παλότας σχημάτιζαν ένα εκπληκτικό επιθετικό δίδυμο στην ΜΤΚ, όπου χωρούσαν και οι δύο στα πλάνα του Μπούκοβι. Στην εθνική ομάδα, όμως, έπρεπε να παλέψουν για τη θέση του μοναδικού οπισθοχωρημένου σέντερ φορ.
Στα πρώτα χρόνια τη μάχη την κέρδιζε ο Παλότας, ο οποίος σημείωσε τέσσερα τέρματα στο ολυμπιακό τουρνουά και βοήθησε τα μέγιστα στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ελσίνκι. Παρ’ όλα αυτά, σε ένα παιχνίδι στη Βέρνη με αντίπαλο την Ελβετία για το Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης τον Σεπτέμβριο του 1952, οι Ούγγροι βρέθηκαν να χάνουν με δύο τέρματα, έχοντας τον Παλότας βασικό.
Ο Σέμπες έκανε κίνηση ματ στο ημίχρονο, εμπιστεύτηκε τον Χιντεγκούτι και η Ουγγαρία “απάντησε” με τέσσερα τέρματα, ένα εκ των οποίων από τον νέο… αγαπημένο του τεχνικού της ομάδας. Ο Χιντεγκούτι πήρε φανέλα βασικού αφομοιώνοντας στην εντέλεια το νέο σύστημα της Ουγγαρίας και έγινε σημείο αναφοράς στη νίκη με 6-3 στο “Γουέμπλεϊ”.
Αντιθέτως, ο Παλότας ταξίδεψε στην Αγγλία αλλά έμεινε στον πάγκο για το ιστορικό φιλικό, ενώ ήταν εκτός αποστολής για τη ρεβάνς στη Βουδαπέστη, έστω κι αν στη συνέχεια ταξίδεψε με την υπόλοιπη ομάδα στην Ελβετία για το Μουντιάλ.
Πρεμιέρα με εννέα γκολ
Κατά την προσφιλή συνήθειά τους, οι άνθρωποι της FIFA άλλαξαν για ακόμα μία φορά τον τρόπο διεξαγωγής του τουρνουά.
Την εμφάνισή τους έκαναν τα γκρουπ δυναμικότητας στις κληρώσεις της φάσης των ομίλων, με μία καινοτομία: οι “ισχυροί” δεν μπορούσαν να παίξουν μεταξύ τους κι έτσι έδιναν μόνο δύο παιχνίδια σε ομίλους τεσσάρων ομάδων.
Ομοίως, οι “ανίσχυροι” δεν μπορούσαν να παίξουν μεταξύ τους κι έδιναν δύο παιχνίδια με τους “ισχυρούς”.
Η Ουγγαρία ταξίδεψε στην Ελβετία με τον “αέρα” του φαβορί. Η εικόνα της στον 2ο όμιλο επιβεβαίωσε του λόγου το αληθές. Το πρώτο παιχνίδι της, απέναντι στη Νότια Κορέα, έληξε με τη μεγαλύτερη διαφορά μέχρι και σήμερα στην ιστορία των Μουντιάλ.
Ο Κότσις σημείωσε χατ τρικ, Πούσκας και Παλότας (που προτιμήθηκε ως βασικός) σημείωσαν από δύο γκολ και μαζί με το φάουλ του Λάντος και το γκολ του Τσίμπορ, το συνολικό σκορ έφτασε στο 9-0.
Το “μυστήριο” 8-3 επί της Δυτικής Γερμανίας
Επόμενος αντίπαλος, η Δυτική Γερμανία, η οποία ως απούσα από το προηγούμενο Μουντιάλ λόγω της τιμωρίας της χώρας στον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Κυπέλλου, τοποθετήθηκε στους “ανίσχυρους”. Το παιχνίδι αυτό χρήζει ειδικής ανάλυσης, αφού επρόκειτο για ένα ματς όπου οι Ούγγροι περίμεναν να νικήσουν, αλλά όχι τόσο εύκολα.
Ο ομοσπονδιακός τεχνικός της Γερμανίας, Ζεπ Χέρμπεργκερ, αποφάσισε να προβεί σε ορισμένες αλλαγές σε σχέση με τα πλάνα που είχε στο μυαλό του για τη βασική σύνθεση στη διοργάνωση και σε σχέση με την ενδεκάδα που χρησιμοποίησε στη νίκη 4-1 επί της Τουρκίας στην πρεμιέρα. Οι αλλαγές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση της εθνικής ομάδας τόσο στη θεωρία, όσο και στην πράξη.
Ο Κότσις σημείωσε καρέ, ο Χιντεγκούτι πρόσθεσε δύο τέρματα και ο Πούσκας με τον Γιόζεφ Τοτ από ένα. Το τελικό 8-3 έστειλε αρκετά μηνύματα για την κατάσταση των δύο ομάδων, ωστόσο εκ των υστέρων αρκετοί θεωρούν ότι ο Χέρμπεργκερ απλά δεν ήθελε να κουράσει τους παίκτες του ενόψει του μπαράζ πρόκρισης με την Τουρκία και ήθελε να κρύψει τα “ατού” του, σε περίπτωση που έβρισκε την Ουγγαρία ξανά στον τελικό.
Επιπλέον, το πολύ σκληρό τάκλιν του Βέρνερ Λίμπριχ προξένησε σοβαρή ζημιά στον αστράγαλο του Πούσκας, ο οποίος κινδύνευε να χάσει το υπόλοιπο της διοργάνωσης.
Η “Μάχη της Βέρνης”
Στην προημιτελική φάση, η Ουγγαρία κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη φιναλίστ του προηγουμένου Μουντιάλ, τη Βραζιλία που μάζεψε τα “κομμάτια” της από το “Μαρακανάσο” και εμφανίστηκε στην Ελβετία με στόχο την κατάκτηση του τροπαίου.
Ο αγώνας έμοιαζε να… τελείωσε στο 7ο λεπτό. Ακόμα και χωρίς τον Πούσκας στη σύνθεσή της, η ουγγρική ομάδα πήρε προβάδισμα δύο τερμάτων σε αυτό το χρονικό σημείο με τους Χιντεγκούτι και Κότσιτς και τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε. Ο Τζάλμα Σάντος, η “εγκυκλοπαίδεια του ποδοσφαίρου”, όπως ήταν το παρατσούκλι του, μείωσε με πέναλτι στο 18′, ωστόσο στο 2ο ημίχρονο στη βούλα στήθηκαν και οι Ούγγροι.
Αυτή η απόφαση του διαιτητή Άρθρου Έλις ήταν η σπίθα που άναψε τη “φωτιά” σε έναν αγώνα, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως η “Μάχη της Βέρνης”. Το τελευταίο σφύριγμα βρήκε τις δύο ομάδες με αποβολές και τραυματίες και το ξύλο να συνεχίζεται μεταξύ των αποστολών σε φυσούνα και αποδυτήρια.
“Ο διαιτητής καταλόγισε 42 φάουλ και 2 πέναλτι, ενώ προέβη σε 4 προειδοποιήσεις και 3 αποβολές. Ο Τζάλμα Σάντος κυνηγούσε πίσω από την πλάτη του διαιτητή τον Τσίμπορ, ο οποίος φέρεται να είχε προβεί σε μία άσεμνη χειρονομία, ο Μαουρίνιο γρονθοκόπησε τον Τσίμπορ και έφτυσε τον Λάντος, ο Χιντεγκούτι πάτησε το πόδι του πεσμένου στο έδαφος από γροθιά Ίντιο.
Ένα μπουκάλι εκσφενδονίστηκε από τον πάγκο των νικητών προς τους παίκτες της Βραζιλίας, συνολικά πέντε άτομα τραυματίστηκαν στη φυσούνα στα επεισόδια που διήρκεσαν περίπου 20 λεπτά.
Ο Πινιέιρο εθεάθη με ένα βαθύ σκίσιμο στο κεφάλι, απόρροια ρίψης μπουκαλιού (είπαν ότι προήλθε από τον Πούσκας και πως το συμβάν συνδέεται με εκείνο της προηγούμενης παραγράφου), άνθρωποι της “σελεσάο” έσπασαν όλα τα φώτα έξω από τα αποδυτήρια των αντιπάλων.
Ο ίδιος ο Πούσκας έχει αναφέρει στη δική του αυτοβιογραφία: “Άρπαξα έναν από τους Βραζιλιάνους και τον έσυρα στα αποδυτήρια μας, αλλά ήταν τρομοκρατημένος και τον άφησα να φύγει!”
Ο Γκούσταβ Σέμπες χρειάστηκε 4 ράμματα μετά από χτύπημα μπουκαλιού, ενώ ο ομόλογός του Ζεζέ Μορέιρα πέταξε τα παπούτσια του Ντιντί (!) στον υπουργό Αθλητισμού της Ουγγαρίας.
Ακόμα και ο Βραζιλιάνος σπίκερ Πάουλο Μπουάρκε σώριασε με κλωτσιά έναν αστυνομικό (!) και λίγο αργότερα ο συμπατριώτης του διαιτητής Μάριο Βιάνα κατηγορούσε μέσω ραδιοφώνου τον ομόλογό του Έλις για τις αποφάσεις του”, αναφέρει στο σχετικό αφιέρωμα για τον αγώνα ο Μάνος Ανδρουλάκης.
Η Ουγγαρία, όμως, ήταν καλύτερη στο όποιο αγωνιστικό κομμάτι υπήρχε στο γήπεδο, με συνέπεια να φτάσει στη νίκη με 4-2 και να στερήσει για ακόμα μία τετραετία, την τελευταία, το άπιαστο όνειρο των Βραζιλιάνων.
Ο ημιτελικός των αήττητων
Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε στα ημιτελικά να τεθούν αντιμέτωπες οι δύο καλύτερες ομάδες της διοργάνωσης, που παράλληλα απολάμβαναν την ιδιότητα της αήττητης. Η Ουγγαρία είχε να χάσει από το 1950, τη χρονιά που η “σελέστε” κατακτούσε το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας της, σε δύο συμμετοχές, με συνέπεια να είναι κι αυτή αήττητη στη διοργάνωση. Στη φάση των ομίλων είχε νικήσει με 2-0 την Τσεχοσλοβακία και με 7-0 τη Σκοτία, ενώ στα ημιτελικά είχε επιβληθεί και της Αγγλίας με 4-2 και ως εκ τούτου δεν χωρούσε αμφιβολία ότι επρόκειτο για… τελικό.
Η ποιότητα στο ρόστερ των Νοτιοαμερικανών ήταν κοινώς αποδεκτή, με τον αρχηγό και εμβληματικό ηγέτη εκείνης της ομάδας, Ομπντούλιο Βαρέλα, να ξεχωρίζει έστω και στα 36 του. Ίδια ηλικία είχε ο τερματοφύλακας Ρόκε Μάσπολι, ενώ ο σπουδαίος επιθετικός Πέπε Σκιαφίνο ήταν μόλις 28.
Η αναμέτρηση των πρωταθλητών κόσμου με τους ολυμπιονίκες στη Λοζάνη δεν περιελάμβανε τους κορυφαίους παίκτες των δύο αποστολών, αφού εκτός του Πούσκας, κι ο Βαρέλα ήταν τραυματίας από τον προημιτελικό με την Αγγλία. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ένα ποιοτικό παιχνίδι με αρκετά γκολ, αγωνία και ανατροπές.
Οι Ούγγροι πήραν προβάδισμα δύο τερμάτων, με τον Τσίμπορ στο 13′ και τον Χιντεγκούτι με την έναρξη του 2ου μέρους. Στο τελευταίο τέταρτο του αγώνα, ο Χουάν Εντουάρντο Όμπεργκ, ο νατουραλιζέ Αργεντινός της Ουρουγουάης, κατάφερε να ισοφαρίσει με δύο τέρματα. Το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση, όπου ο Όμπεργκ έψαξε το χατ τρικ, αλλά είχε δοκάρι. Αντιθέτως, ο Κότσις ήταν πιο εύστοχος και με δύο κεφαλιές στο 111′ και στο 116′, έστειλε τη χώρα του στον τελικό.
Ένα πανηγύρι τους κράτησε ξύπνιους
Στο παιχνίδι της 4ης Ιουλίου, η Ουγγαρία έβρισκε απέναντί της μία γνώριμη αντίπαλο. Η Δυτική Γερμανία είχε διαλύσει με 7-1 την Τουρκία στο μπαράζ του ομίλου και είχε κάνει την έκπληξη, νικώντας με 2-0 τη Γιουγκοσλαβία στα προημιτελικά. Όλοι περίμεναν να “λυγίσει” απέναντι στην τελευταία εκδοχή της αυστριακής Wunderteam στα ημιτελικά, όμως μετά από ένα ισορροπημένο 1ο ημίχρονο, έφτασε σε θρίαμβο με 6-1.
Ακόμα κι έτσι, η Ουγγαρία ουσιαστικά ήταν αντίπαλος του εαυτού της, έστω κι ακούσια. Η προετοιμασία της για τον τελικό είχε αρκετά εμπόδια. Η αποστολή είχε καταλύσει σε ξενοδοχείο στο Σόλοτουρν, όπου επέστρεψε με ιδιωτικά αυτοκίνητα από τη Λοζάνη μετά από τον ημιτελικό, αφού λόγω της παράτασης, οι παίκτες έχασαν τα λεωφορεία.
Στο ξενοδοχείο είχε “τρυπώσει” ο βοηθός του Χέρμπεργκερ, Άλμπερτ Ζινγκ, ο οποίος έδινε αναφορά για την προετοιμασία των Ούγγρων. Το τελευταίο βράδυ, δε, ήταν προγραμματισμένο ένα πανηγύρι του χωριού μπροστά από το ξενοδοχείο, κάτι που δεν επέτρεψε την ξεκούραση των παικτών. Τουλάχιστον ένας εξ αυτών, ο αμυντικός μέσος Γιόζεφ Ζακάριας, δεν τήρησε το βραδινό ωράριο, με συνέπεια να τον αντιληφθεί ο Σέμπες και να μην τον καλέσει ποτέ ξανά στην εθνική ομάδα. Εκτός από τον τελικό, όπου θα παρέμενε βασικός…
Με Πούσκας και τακτικές κομπίνες
Από τη στιγμή που ο Πούσκας πήρε την ευθύνη πάνω του και αποφάσισε να αγωνιστεί, παρότι δεν ήταν απολύτως έτοιμος, ο προβληματισμός του Σέμπες περιορίστηκε στην κόπωση του Λάσλο Μπουντάι.
Στη θέση του δεξιού εξτρέμ έβαλε τον Μιχάλι Τοτ αλλά στα αριστερά, φέρνοντας δεξιά τον Τσίμπορ για να υπερνικήσει με την ταχύτητά του τον αριστερό μπακ της Δυτικής Γερμανίας, Βέρνερ Κόλμεγερ.
Στον αντίποδα, ο Χέρμπεργκερ δεν έπεσε στην παγίδα που είχαν πέσει οι Άγγλοι και όρισε τον μέσο Χορστ Έκελ ως τον άνθρωπο που θα μάρκαρε τον Χιντεγκούτι και όχι τον κεντρικό αμυντικό Λίμπριχ.
Επιπλέον, ο αριστερός εξτρέμ Χανς Σάφερ θα βοηθούσε στο μαρκάρισμα του “εγκεφάλου” της Ουγγαρίας Μπόζικ, ώστε ο Φριτς Βάλτερ να μην εξουθενωθεί από τα αμυντικά καθήκοντά του.
Ο ήλιος των προηγούμενων ημερών έδωσε τη θέση του σε δυνατή βροχή και μέσα σε “καιρό Φριτς Βάλτερ”, αφού εκεί λειτουργούσε καλύτερα ο ηγέτης των “πάντσερ”, άρχισε ο τελικός τη Βέρνης.
“Θεωρήσαμε ότι θα κάνουμε περίπατο”
Αρκετοί βιάστηκαν να υποστηρίξουν ότι ολοκληρώθηκε μετά από μόλις οκτώ λεπτά. Ο Πούσκας άνοιξε το σκορ μετά από ένα ριμπάουντ σε σουτ του Κότσιτς που κόντραρε στο 6′ και ο Τσίμπορ εκμεταλλεύτηκε πίσω πάσα του Κόλμεγερ στον τερματοφύλακα Τόνι Τούρεκ για να κάνει το 2-0 στο 8′.
“Όταν κατεβήκαμε να παίξουμε με τους Γερμανούς, προηγηθήκαμε στο 12′ με 2-0 και με δεδομένο ότι στο ματς του 1ου γύρου τους είχαμε συντρίψει με 8-3, θεωρήσαμε ότι θα κάνουμε περίπατο”, δήλωνε χρόνια αργότερα ο Πούσκας.
Στο 10′, οι Ούγγροι απέτυχαν να απομακρύνουν την μπάλα από την περιοχή τους και ο Μαξ Μόρλοκ μείωσε σε 2-1. Στο 18′, μετά από δύο απανωτά κόρνερ, ο Χέλμουτ Ραν ισοφάρισε από κοντά, δίνοντας νέο ενδιαφέρον στην αναμέτρηση.
Το “Θαύμα της Βέρνης”
Η Ουγγαρία πήρε τον έλεγχο και είχε δοκάρι με τον Χιντεγκούτι, ενώ η Γερμανία είχε μία προσπάθεια του Ραν που έδιωξε πάνω στη γραμμή ο Γένο Μπουζάνσκι. Οι Ούγγροι είχαν νέο δοκάρι με τον Κότσιτς στο 2ο ημίχρονο και οι Γερμανοί μία καλή στιγμή με τον Ραν στο 72′. Ο ίδιος παίκτης ήταν πιο εύστοχος στο 84′, σημειώνοντας το τρίτο τέρμα της Γερμανίας και κάνοντας την ανατροπή.
Δύο λεπτά αργότερα, ο Πούσκας υποδέχθηκε την κάθετη πάσα του Τοτ, νίκησε τον Τούρεκ, ωστόσο το τέρμα δεν μέτρησε ως οφσάιντ. Μέχρι και σήμερα, η εντύπωση είναι πως πρόκειται για κανονικό τέρμα, ωστόσο η ανύπαρκτη τεχνολογία της εποχής δεν βοηθάει για ασφαλή συμπεράσματα.
Το “Θαύμα της Βέρνης” ήταν γεγονός. Η Δυτική Γερμανία που που προερχόταν από απουσία στο προηγούμενο Μουντιάλ και από συντριβή στη φάση των ομίλων από την Ουγγαρία, κατάφερε να προκαλέσει την πρώτη ήττα της “χρυσής ομάδας” μετά από τέσσερα χρόνια, στο πιο σημαντικό παιχνίδι που είχε δώσει.
Τα “πάντσερ” κατέκτησαν τον πλανήτη αλλά με τον πιο ορθό τρόπο, τον αθλητικό, τον ποδοσφαιρικό. Για πρώτη φορά στην αθλητική ιστορία τους πανηγύρισαν μία τόσο μεγάλη διάκριση δίχως σκιές, τουλάχιστον όχι μέχρι προσφάτως να βγουν στην επιφάνεια έρευνες που κάνουν λόγο για ντόπινγκ των παικτών, αν και το 1954 δεν υπήρχε κώδικας αντιντόπινγκ.
Η ήττα οδήγησε σε Εξέγερση και βασανιστήρια
Στον αντίποδα, η φήμη της “Aranycsapat” δέχθηκε ένα πολύ ισχυρό πλήγμα, ειδικά από τη στιγμή που ο πρόεδρος της Ουγγαρίας, Ματίας Ρακόσι, είχε συνδέσει άρρηκτα την επιτυχία με εθνικό αυτοσκοπό.
Οι Ούγγροι θα επέστρεφαν με τρένο στην πατρίδα τους, ωστόσο κάποια στιγμή το τρένο σταμάτησε και οι παίκτες κατέβηκαν για να παρευρεθούν σε δείπνο με τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας και τον Ρακόσι. Ο επικεφαλής της Ουγγαρίας τους διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε να ανησυχούν και ότι δεν θα υπήρχαν επιπτώσεις από την ήττα.
Ο Γκρόσιτς, ο οποίος είχε βρεθεί και στη φυλακή για τις πεποιθήσεις του, με συνέπεια να εκτοπιστεί από την εθνική ομάδα το 1949, αντιλήφθηκε αμέσως τι σήμαινε εκείνο το δείπνο. Ως τερματοφύλακας και αντικομμουνιστής, εξελίχθηκε στον “αποδιοπομπαίο τράγο” για τα τρία γκολ που δέχθηκε στον τελικό.
Όταν επέστρεψε στην Ουγγαρία, προσήχθη στο τμήμα, ανακρίθηκε και πέρασε ακόμα και από στρατιωτική ανάκριση, όπου ενημερώθηκε ότι ήταν ύποπτος για κατασκοπεία, μία κατηγορία που επισύρει θανατική ποινή. Αν και δεν αποδείχθηκε κάτι τέτοιο, παρέμεινε υπό κατ’ οίκον κράτηση και εξορίστηκε στην Ταταμπάνια, μία πόλη με ορυχεία όπου είχε ζήσει και αγωνιστεί στο παρελθόν. Κάθε εβδομάδα έπρεπε να παρουσιάζεται στις αρχές για ανάκριση.
Αυτή η ήττα στον τελικό θρυλείται ότι πυροδότησε “αλυσιδωτές” αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας. Το φοιτητικό κίνημα συσπειρώθηκε και με πρόσχημα το ποδόσφαιρο, διαδήλωνε ανοιχτά ενάντια στην κυβέρνηση. Η κατάσταση κλιμακώθηκε τους επόμενους μήνες και τον Οκτώβριο του 1956 κορυφώθηκε με την Εξέγερση.
Τιμωρήθηκε από τον άγραφο νόμο
Η “χρυσή ομάδα” διατήρησε την εξαιρετική αγωνιστική παρουσία της στα φιλικά παιχνίδια και στα παιχνίδια του Κυπέλλου Κεντρικής Ευρώπης που ακολούθησαν. Σε 20 αγώνες μετά από τον τελικό είχε μόλις μία ήττα, με 4-5 σε φιλικό στις Βρυξέλλες κόντρα στο Βέλγιο.
Μόνο που τα γεγονότα εκείνου του Οκτωβρίου του 1956 οδήγησαν στη διάλυση της Χόνβεντ λόγω της απόφασης των παικτών να αυτομολήσουν επ’ ευκαιρίας ταξιδιών εκτός χώρας για αγώνες, με συνέπεια να διαλυθεί με τη σειρά της εκείνη η εκπληκτική εθνική Ουγγαρίας.
Το τέλος εκείνης της ομάδας που από τις 15 Μαΐου 1950 μέχρι τις 2 Ιουνίου 1956 υπέστη μόλις μία ήττα σε 46 παιχνίδια ήταν το λιγότερο άδοξο και σίγουρα βεβιασμένο. Η “χρυσή ομάδα” ανήκει κι αυτή στο πάνθεον εκείνων που δικαιούντο να απολαμβάνουν ένα Παγκόσμιο Κύπελλο στην τροπαιοθήκη τους, αλλά όταν έφτασαν στην πηγή, δεν κατάφεραν να πιουν νερό.
Η υστεροφημία της, όμως, είναι τέτοια που κανείς δεν μπορεί να την τοποθετήσει κάτω από εκείνη τη Δυτική Γερμανία. Για περίπου 10 χρόνια υπήρξε η κορυφαία εθνική ομάδα του πλανήτη, η οποία με ριζοσπαστικές ιδέες και πλάνα, κατάφερε να προσφέρει θέαμα στο κοινό και τρόμο στους αντιπάλους.
Νίκησε τους πάντες, άλλαξε τη μορφή του ποδοσφαίρου με την επιτυχία της στο “Γουέμπλεϊ” και τιμωρήθηκε από τον άγραφο νόμο του ποδοσφαίρου που δεν επιτρέπει σε κανέναν να προδικάζει αποτελέσματα αγώνων και δη τελικών.