Το 1930 τέσσερις ευρωπαϊκές εθνικές ομάδες ταξίδεψαν με δύο διαφορετικά πλοία μέχρι το Μοντεβιδέο για να δώσουν το «παρών» στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιστορίας.
Οι Ρουμάνοι, οι Γάλλοι και οι Βέλγοι με το υπερωκεάνιο SS Conte Verde (σ.σ. αρκετές ημέρες αργότερα επιβιβάστηκαν και οι Βραζιλιάνοι), οι Γιουγκοσλάβοι με το ατμόπλοιο Florida.
Ογδόντα οκτώ χρόνια μετά τη διοργάνωση της Ουρουγουάης, κι αφού πια οι άνθρωποι μπορούν να μετακινηθούν από τη μία άκρη της γης στην άλλη σε διάστημα λίγων ωρών, το Sport-Retro.gr φιλοδοξεί να μεταφέρει στους αναγνώστες του το κλίμα της εποχής.
Πώς; Με την ελεύθερη μετάφραση των γραπτών του μοναδικού απεσταλμένου της ρουμανικής «Gazeta Sporturilor», μιας εφημερίδας που εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε τρεις φορές την εβδομάδα (Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο) και κόστιζε 6 λέι.
Ο δημοσιογράφος Μόριτς Μπέιλις κατέγραψε πολλές άγνωστες πτυχές εκείνου του ταξιδιού, περισσότερο με τη μορφή ημερολογίου παρά ως ρεπορτάζ.
Ανάλογα με την ώρα που θα διαβάσετε το κείμενο φτιάξτε έναν καφέ ή γεμίστε ένα ποτήρι με κρασί και απολαύστε από τον καναπέ σας την πορεία μιας ομάδας με προορισμό, επί της ουσίας, το άγνωστο.
Τα αφιερώματα του Sport-Retro.gr στο Παγκόσμιο Κύπελλο
***
«Gazeta Sporturilor», φύλλο 19ης Ιουνίου 1930, σελίδα 5
«Το πρωί ο Έρι έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο της συμμετοχής της Ρουμανίας στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Στις 08:05 η ρουμανική ομάδα με τους πέντε αξιωματούχους άφησαν το Gara de Nord (σ.σ. σιδηροδρομικός σταθμός στο Βουκουρέστι) με προορισμό τη Γένοβα, όπου θα επιβιβάζονταν στο υπέροχο υπερωκεάνιο SS Conte Verde.
Αναχώρηση
Υπήρχε μια ασυνήθιστη χαρά γύρω από την πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταθμού. Συγκεντρώθηκαν φίλοι και γνωστοί εκείνων που θα απουσίαζαν για τόσο μεγάλο διάστημα από τη χώρα. Παρά την πρωινή υπνηλία όλοι είχαν να πουν κάτι, να δώσουν μια συμβουλή. Όταν ετοιμάζεσαι για ένα ταξίδι στο άλλο ημισφαίριο, κάθε νέα γνώμη είναι ευπρόσδεκτη.
Ο πιο αναστατωμένος, φυσικά, ήταν ο ταμίας της αποστολής, ο κ. Νίκου Λουτσέσκου. Άυπνος για πέντε ημέρες λόγω της μόνιμης υπερέντασης, ήταν ο πρώτος που έφτασε στον σταθμό, προκειμένου να τσεκάρει μην τυχόν και βρεθεί πάνω στην πλατφόρμα κάποιος πλην των γονιών των παικτών.
Πριν από την αναχώρηση κάποιοι από τους παρευρισκόμενους φωνάζουν το παραδοσιακό «χιπ, χιπ, χουρά», στο οποίο ανταποκρίνεται o αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας Πάουλ Νεντελκόβιτσι από το παράθυρο του βαγονιού του.
Δυσκολίες
Το πρωί της αναχώρησης οι αξιωματούχοι, οι οποίοι πίστευαν ότι τα είχαν οργανώσει όλα στην εντέλεια, έλαβαν ένα επείγον τηλεγράφημα από την Τιμισοάρα που ενημέρωνε ότι οι ένστολοι ποδοσφαιριστές δεν είχαν ακόμη λάβει τα έγγραφα της άδειας τους, ασχέτως αν είχαν υπάρξει παρεμβάσεις από υψηλότερες θέσεις.
Η αμηχανία ήταν μεγάλη, καθώς είχαν εκπληρωθεί όλες οι διατυπώσεις. Το γενικό επιτελείο του στρατού δεν είχε εκτελέσει την εντολή λόγω λάθους στην ημερομηνία. Το Παγκόσμιο Κύπελλο άρχιζε στα μέσα Ιουλίου και μέχρι τότε υπήρχε αρκετός χρόνος.
Στην Τιμισοάρα
Μερικοί παίκτες που προέρχονταν από το Μπανάτ είχαν μεταβεί στην Τιμισοάρα την προηγούμενη ημέρα, συνοδευόμενοι από τον ομοσπονδιακό εκλέκτορα Κοστέλ Ραντουλέσκου. Γι’ αυτό πραγματοποιήθηκε εξάωρη στάση. Στην Τιμισοάρα ενσωματώθηκαν οι ντόπιοι Μπέργκερ, Στάινερ, Κόβατς και Ντέσου, όπως και οι Βέτσερ, Ραφίνσκι, Βογκλ από το Βουκουρέστι (επίσης από την Τιμισοάρα, αλλά έπαιζαν σε ομάδες του Βουκουρεστίου).
Από την Τιμισοάρα η ομάδα πήγε απευθείας στη Γένοβα, όπου το πρωινό της 20ής Ιουνίου θα επιβιβαστεί στο Conte Verde για να αρχίσει το ταξίδι με προορισμό το Μοντεβιδέο».
Βλέπεις Mundial; Πας… Mind the Pub!
***
Ημερολόγιο είχε κρατήσει και o Ρούντι Βέτσερ, το οποίο δημοσίευσε ο Ιοάν Κιρίλα στο βιβλίο «Finala se joacă astăzi» (μτφρ. «Ο τελικός παίζεται σήμερα»).
Εβραϊκών καταβολών, γεννημένος στις 17 Μαρτίου 1901 στην Τιμισοάρα (σ.σ. τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία), υπήρξε σπουδαίος επιθετικός της εποχής του με 13 γκολ σε 17 ματς ως παίκτης της εθνικής Ρουμανίας.
Η κορυφαία του εμφάνιση καταγράφηκε στις 25 Μαΐου 1930 κόντρα στην Ελλάδα, καθώς σημείωσε τα πέντε από τα οκτώ γκολ της ομάδας του (8-1 το τελικό σκορ).
Φόρεσε ουκ ολίγες φορές το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ενώ μαζί με τον γενικό γραμματέα της ομοσπονδίας Οκτάβ Λουκίντε εκτελούσαν χρέη προπονητή στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930, πάντα υπό τη γενική επιτήρηση του εκλέκτορα Ραντουλέσκου.
Εκδιώχθηκε το 1958 ως «αναρχικό στοιχείο» στο πλαίσιο εκκαθαρίσεων του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος, κατέληξε στο Ισραήλ και πέθανε στη Χάιφα στις 13 Απριλίου 1993, σε ηλικία 92 ετών.
«Ήμασταν πρεσβευτές της χώρας στην Αμερική, γι’ αυτό έπρεπε να τρώω χωρίς εκτεθειμένους αγκώνες και να μην πετάω τις οδοντογλυφίδες», σημείωνε μεταξύ άλλων ο Βέτσερ, ο οποίος πίστεψε ότι το «Olio Sasso» (σ.σ. μάρκα ιταλικού ελαιόλαδου) αποτελούσε τον πρώτο σταθμό επί ιταλικού εδάφους, με συνέπεια να γίνει αποδέκτης πειραγμάτων.
Ο αναπληρωματικός επιθετικός Ίλιε Σουμπασεάνου γνώριζε πιάνο και από τη στιγμή που δεν υπήρχαν όργανα ανέλαβε να οργανώσει τη… χορωδία. Ο Βέτσερ εντόπισε στον εαυτό του ότι διέθετε το απαιτούμενο ταλέντο να γίνει τενόρος, εν μέσω ενός ρουμανο-ιταλικού ρεπερτορίου. Όλα αυτά τη στιγμή που o βασικός επιθετικός Στέφαν Μπάρμπου ταξίδευε έχοντας ξεχάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, αλλά φορώντας ένα ψάθινο καπέλο που δεν περνούσε απαρατήρητο.
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του Βέτσερ, η αποστολή έφτασε στη Γένοβα στις 18 Ιουνίου 1930 μετά από δύο πολύ δύσκολες νύχτες σε κουκέτες β’ θέσης, μια ιδέα του Λουκίντε που είχε ως αποτέλεσμα να πονέσουν τα κόκκαλα των Ρουμάνων διεθνών. Επιπλέον, η ηγετική αυτή μορφή στριφογύριζε σκεπτόμενος ότι η επίθεση της ομάδας είναι αδύναμη.
«Αγαπητέ Ρούντι, τέτοιες εκλάμψεις θα ήταν καλό να τις πάθεις στο «Mercur» μπροστά από ένα φλιτζάνι καφέ. Τώρα δεν υπάρχει χρόνος για λύπη», ήταν η απάντηση του Ραντουλέσκου, όταν του μετέφερε την ανησυχία του ο Βέτσερ.
Η Ρουμανία ταξίδεψε στο Μοντεβιδέο με 15 παίκτες λόγω περιορισμένων πόρων, ασχέτως αν η Ουρουγουάη αναλάμβανε τα έξοδα του ταξιδιού και της διαμονής, ενώ, μεταξύ άλλων, κόπηκε ο 20χρονος ταλαντούχος επιθετικός Στέφαν Ντομπάι.
***
O, γραπτός, λόγος και πάλι στον Μόριτς Μπέιλις με την αναφορά του στο φύλλο της 28ης Ιουνίου 1930.
«Στις 20:00 φτάσαμε στη Γένοβα έπειτα από ένα γρήγορο ταξίδι με το τρένο, που έκανε τον Λαπουσνεάνου, τον Στάντσιου και τους άλλους Ορθοδόξους να σταυροκοπηθούν αμέτρητες φορές.
Στον σταθμό της Γένοβας μας υποδέχθηκε ο πρόξενος κ. Τομελίνι με τη σύζυγό του, ένας εκπρόσωπος των Ρουμάνων φοιτητών, παλιός προπονητής της Γιουβέντους Βουκουρεστίου. Καταλύσαμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στον σταθμό.
Τα στελέχη της ρουμανικής πρεσβείας στην πόλη μας παρέθεσαν δείπνο και μας προσέφεραν ένα υπέροχο κρασί. Ένα μαύρο κρασί που έδωσε χρώμα σε όλους και φωνή στον Μπέργκερ. Με κάποιες φλογερές λέξεις μας ευχήθηκαν καλό ταξίδι, ενώ ο Νεντελκόβιτσι τους ευχαρίστησε για την υποδοχή.
Οι παίκτες τραγούδησαν με επιτυχία μερικά εμβατήρια. Πολύ ευχάριστη εντύπωση άφησε η απόδοση της «Giovinezza» (σ.σ. ύμνος του φασιστικού καθεστώτος και ανεπίσημος της Ιταλίας από το 1924 μέχρι το 1943).
Οι Ιταλοί παρευρισκόμενοι εκπλήσσονται ευχάριστα, δείχνουν ενθουσιασμό για τον οίστρο τους φωνάζοντας: «Ζήτω η Ρουμανία!» Τα μεσάνυχτα κατεβήκαμε στο λιμάνι και είχαμε την ευκαιρία να δούμε το κολοσσιαίο Conte Verde, που θα μας μετέφερε στην Αμερική.
Η επιβίβαση
Η τελευταία ημέρα παραμονής στη Γένοβα κύλησε με τις τελευταίες προετοιμασίες για την επιβίβαση. Αφού ολοκληρώθηκαν τα διαδικαστικά, η αποστολή συγκεντρώθηκε στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Ο Λαπουσνεάνου είπε: «Μυρίζει θέληση». Πριν από την επιβίβαση ενημερωθήκαμε για τις καιρικές συνθήκες, όλοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον για τη ναυσιπλοΐα και κανείς δεν έχασε το θάρρος του.
Ήμασταν όλοι βαθύτατα εντυπωσιασμένοι. Στις 10:45 πήγαμε στο λιμάνι, όπου επιβιβαστήκαμε στο Conte Verde. Η ομάδα είχε κλείσει τέσσερις τετράκλινες καμπίνες στο κατάστρωμα Ε. Στο ίδιο κατάστρωμα είχαν κλειστεί θέσεις για τη γαλλική ομάδα που θα επιβιβαζόταν από το Βιλφράνς Σιρ Μερ και για τη βελγική που θα επιβιβαζόταν από τη Βαρκελώνη.
Η καλή διάθεση άρχισε να σπανίζει. Μόνο μερικά φωτεινά πρόσωπα, λίγοι έδειχναν χαρούμενοι, η γενική κατάσταση ήταν μελαγχολική. Πριν από την επιβίβαση όλοι κοιτούσαν προς τη θάλασσα, ενώ μετά προς την ακτή.
Στην αποβάθρα ήρθαν για να μας αποχαιρετήσουν ο Ρουμάνος πρόξενος, η σύζυγός του, πολλοί φοιτητές, αθλητικοί φορείς της Γένοβας, καθώς και εκπρόσωποι του Τύπου. Στις 12:00 ένα μακρύ χωνί, ένας κολοσσός, άρχισε να κινείται και να οδηγεί τη ρουμανική ομάδα στις πιο μακρινές περιοχές της Αμερικής».
Η συνέχεια με το φύλλο της 1ης Ιουλίου 1930, όταν πια το πλοίο είχε προσεγγίσει τις νοτιοαμερικανικές ακτές και πλησίαζε στον προορισμό του, αλλά με ένα κείμενο που γράφτηκε στο ξεκίνημα του ταξιδιού.
«Τα παιδιά συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα και τραγούδησαν την «Giovinezza», προξενώντας θετικότατη εντύπωση στους επιβάτες, στην πλειοψηφία τους Ιταλοί.
Αφού πιάσαμε τις καμπίνες, συγκεντρωθήκαμε στο πολυτελές εστιατόριο, όπου γευματίσαμε. Ένα πλούσιο μενού που αποτελείτο από νόστιμα πιάτα και επώνυμες μάρκες κρασιών. Μετά το γεύμα περιηγηθήκαμε στο πλοίο. Το Conte Verde είναι ένα πλωτό ξενοδοχείο: σαλόνια, κήπος, κινηματογράφος, όλα αυτά στο μάξιμουμ των ανέσεων.
Βιλφράνς, γαλλική ομάδα
Στις 16:00 φτάσαμε στο Βιλφράνς. Το λιμάνι ήταν τόσο μικρό που δεν χωρούσε τον πλωτό κολοσσό. Οι επιβάτες μεταφέρθηκαν στο πλοίο με ένα ρυμουλκό. Η γαλλική ομάδα, συνοδευόμενη από πέντε αξιωματούχους, είχε κλείσει καμπίνες στη… γειτονιά μας.
Η ρουμανική ομάδα υποδέχθηκε τη γαλλική μέσω του Κοστέλ Ραντουλέσκου και του υπογράφοντος. Η παραμονή στο Βιλφράνς ήταν πολύ σύντομη. Το πλοίο έβαλε πλώρη για Βαρκελώνη, περνώντας από τη Νίκαια και τις Κάννες. Περάσαμε το απόγευμα παίζοντας χαρτιά, σε έναν χώρο όπου μας επισκέφθηκε ο αντιπρόεδρος της FIFA Φίσερ Μορ και μας χαιρέτησε έναν-έναν ξεχωριστά.
Το βράδυ η ομάδα και φίλοι συγκεντρώθηκαν στο κατάστρωμα, όπου τραγούδησαν μερικές γνωστές ρουμανικές άριες. Άρεσαν στους επιβάτες, οι οποίοι έκαναν έναν κύκλο γύρω από εμάς. Ακολούθησε ένα χορευτικό, όπου ο Βέτσερ αποδείχθηκε εξίσου καλός με το ποδόσφαιρο και οι επιβάτες ενθουσιάστηκαν. Χόρευε μέχρι τα μεσάνυχτα.
Τζαζ και κέφι. Ο Μπέργκερ και ο Άιζενμπαϊσερ χόρευαν ασταμάτητα, ο Τσάουμπερ και ο Σουμπασεάνου μιμήθηκαν την επιτυχία των συμπαικτών τους».
Οι περισσότεροι Ρουμάνοι παίκτες εργάζονταν σε μία αγγλική εταιρεία παραγωγής λαδιού, η διοίκηση της οποίας απειλούσε με απολύσεις αν κάποιος εγκατέλειπε το πόστο του.
Ο νεοφερμένος βασιλιάς Κάρολος ΙΙ, όμως, επιθυμούσε σφόδρα τη συμμετοχή της εθνικής ομάδας και από τη στιγμή που… ανέλαβε δράση, η εταιρεία αναγκάστηκε να συμμορφωθεί.
***
Στο μεταξύ, ο Βέτσελ αποκάλυπτε έναν διάλογο που είχε με τον Κονσταντίν Ραντουλέσκου στις 19 Ιουνίου: «Είχαμε μερικά υπέροχα γεύματα. Όλα σύμφωνα με το γούστο και τις επιθυμίες μας. Από 10, 20, 30 είδη. Φρούτα; Οπωρώνες. Εσπεριδοειδή; Ένα εκατομμύριο βιταμίνες. Ο Κοστέλ ισχυρίζεται ότι υπάρχει μόνο μια λύση για τη θάλασσα: το γεμάτο στομάχι. Ο Οκτάβ (σ.σ. Λουκίντε) είχε άλλη συνταγή: Κιάντι και Λακρίμα Κρίστι. Άσπρο ή κόκκινο, δεν έχει σημασία.
Βέτσελ: «Κι αν παχύνουμε, Κόστε;»
Ραντουλέσκου: «Μην ανησυχείς, αύριο το πρωί θα χάσεις ένα κιλό»
Βέτσελ: «Πώς;»
Ραντουλέσκου: «Θα δουλέψουμε στο κατάστρωμα, στο γυμναστήριο και στην πισίνα!»
***
To ταξίδι άρχισε στις 17 Ιουνίου με το τρένο από το Βουκουρέστι, συνεχίστηκε στις 20 Ιουνίου με το πλοίο από τη Γένοβα, έφτασε στο Μοντεβιδέο στις 5 Ιουλίου (σ.σ. κατ’ άλλους στις 4 Ιουλίου) και επέστρεψε μετά από συνολικά περίπου 50 ημέρες στη Ρουμανία!
Η πρώτη ομάδα που δήλωσε συμμετοχή στη διοργάνωση της Ουρουγουάης επικράτησε 3-1 του Περού στις 14 Ιουλίου, αλλά το 0-4 από την οικοδέσποινα στις 21 Ιουλίου την υποχρέωσε να εγκαταλείψει πρόωρα τη Νότια Αμερική.
Οι 15 ποδοσφαιριστές: Ίον Λαπουσνεάνου, Λαντισλάου Ραφίνσκι, Κορνέλιου Ρόμπε, Ρούντολφ Μπέργκερ, Άνταλμπερτ Ντέσου, Άλφρεντ Άιζενμπαϊσερ, Νικολάε Κόβατς, Έμεριχ Βογκλ, Ρούντολφ Βέτσερ, Στέφαν Μπάρμπου, Ιόσιφ Τσάκο, Ίλιε Σουμπασεάνου, Σάμουελ Τσάουμπερ, Κονσταντόν Στάντσιου, Άνταλμπερτ Στάινερ.
Οι άλλοι 5 της αποστολής: Κονσταντίν Ραντουλέσκου (εκλέκτορας), Πάουλ Νεντελκόβιτσι (αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας), Οκτάβ Λουκίντε (προπονητής), Νάε Λουτσέσκου (γραμματέας), Μόριτς Μπέιλις (δημοσιογράφος)
Αυτοί οι 20 ήταν οι πρώτοι που πήραν την απόφαση να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη της Γης για να εξερευνήσουν -σαν άλλοι Χριστόφοροι Κολόμβοι- το άγνωστο, μέσω του ποδοσφαίρου. Οι 12 από τους παίκτες δεν είχαν ξαναμπεί σε πλοίο, ενώ κάποιοι ούτε καν είχαν ξαναδεί θάλασσα.
Η… άγκυρα του θέματος πέφτει με μία ωραία ιστορία από το ημερολόγιο του Βέτσερ: «Το ταξίδι θα διαρκούσε περίπου δύο εβδομάδες, επομένως έπρεπε να κάνουμε προπόνηση στο πλοίο. Κάποια στιγμή έκανα μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά. Ο Ραφίνσκι το παράκανε. Ήταν κατακόκκινος από τον θυμό. Χωρίς πλάκα, ήθελε να ακολουθήσει την μπάλα στη θάλασσα. Πίστευε ότι βρίσκεται στον ποταμό Μπέγκα…».