Οι φίλαθλοι, πλέον, ζουν σε μία εποχή που ξένοι παίκτες, άλλοτε ποιοτικοί και άλλοτε όχι, κατακλύζουν το ελληνικό πρωτάθλημα.
Μία από τις θέσεις που χωρίς συζήτηση όλες οι ομάδες γεμίζουν με κάποιον ξένο παίκτη είναι αυτή του σέντερ-φορ, καθώς είναι αλήθεια πως με ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις η παραγωγή επιθετικογενών ποδοσφαιριστών στη χώρα δεν έχει τους ρυθμούς του παρελθόντος.
Τότε που οι Έλληνες επιθετικοί κατέγραφαν σεζόν τόσο παραγωγικές, με συνέπεια να συμπεριλαμβάνονται στους κορυφαίους σκόρερ της Ευρώπης.
Το Sport-Retro.gr θυμάται τη βράβευση του Γιώργου Σιδέρη με το «Αργυρό Παπούτσι» στις 26 Σεπτεμβρίου 1969, χάρη στα 35 γκολ που σημείωσε την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο.
***
Στις 15 Ιουνίου 1969 ο Ολυμπιακός υποδεχόταν τον Παναθηναϊκό για την 34η και τελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος της Α’ Εθνικής.
Ήταν ένα αδιάφορο βαθμολογικά ντέρμπι, καθώς οι «πράσινοι» είχαν ήδη εξασφαλίσει τον τίτλο, αφού βρίσκονταν στην κορυφή με 4 πόντους διαφορά από τον «αιώνιο» αντίπαλο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, το ματς ήταν εθνικού ενδιαφέροντος, καθώς ο Γιώργος Σιδέρης βρισκόταν πολύ κοντά στο «Χρυσό Παπούτσι», όντας πρώτος σκόρερ σε ολόκληρη την Ευρώπη.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ: Ο ΠΙΟ ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΣΚΟΡΕΡ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ
Ο θρυλικός «Φώντακας» μέτραγε πριν από το ντέρμπι 34 γκολ στο ενεργητικό του και είχε σπάσει το εγχώριο ρεκόρ σε μία σεζόν, το οποίο κρατούσε από τη σεζόν 1959-60 ο Κώστας Νεστορίδης της ΑΕΚ.
Ήταν ήδη στην πρώτη θέση των σκόρερ της Ευρώπης, ενώ πίσω του βρίσκονταν ο Άνταλ Ντουνάι της Ουίπεστ με 31, ο Χέλμουτ Κέγκλμπεργκερ της Αούστρια Βιέννης με 30 (σ.σ. πέθανε μόλις πριν από τρεις ημέρες) και ο Πέταρ Ζέκοφ της ΤΣΣΚΑ Σόφιας με 29.
Οι δύο τελευταίοι «χρωστούσαν» ένα και τρία ματς αντίστοιχα, ενώ η Ουίπεστ είχε ολοκληρώσει τις αγωνιστικές της υποχρεώσεις και, κατ’ επέκταση, ο Ντουνάι δεν αποτελούσε απειλή.
Η προοπτική να γίνει ο Γιώργος Σιδέρης ο διάδοχος του θρυλικού Εουσέμπιο, ο οποίος είχε κατακτήσει το «Χρυσό Παπούτσι» την προηγούμενη χρονιά (σ.σ. η πρώτη στην ιστορία του θεσμού που ίδρυσε η γαλλική εφημερίδα «L’ Equipe»), είχε προκαλέσει φρενίτιδα στον ελληνικό Τύπο και τους φιλάθλους.
Το γκολ που πέτυχε στο 80ό λεπτό της αναμέτρησης με τον Παναθηναϊκό (σ.σ. από ασίστ του ανηψιού του Νίκου) χάρισε τη νίκη γοήτρου στην ομάδα του με 2-1 και αυτομάτως τον έκανε κάτοχο του «Αργυρού Παπουτσιού», καθώς τον ανέβαζε στα 35 γκολ, ενώ ο Κέγκλμπεργκερ σημείωσε μόλις ένα την ίδια μέρα στο τελευταίο ματς της Αούστρια Βιέννης για τη σεζόν (4-1 με την Ίνσμπρουκ).
Πλέον έμενε μόνο ο Ζέκοφ, ο οποίος χρειαζόταν επτά γκολ σε τρία ματς για να ξεπεράσει τον επιθετικό του Ολυμπιακού, αλλά εκείνη την ημέρα έκανε χατ-τρικ στο ματς της ΤΣΣΚΑ Σόφιας με την Ακαντέμικ Σόφιας και έφτασε τα 32.
Την επόμενη εβδομάδα η ΤΣΣΚΑ ηττήθηκε με 1-0 από τη Σπάρτακ Πλέβεν, οπότε πλέον η κορυφή είχε αρχίσει να γίνεται «γαλανόλευκη», μιας και «ερυθρόλευκη» θα ήταν σίγουρα είτε έτσι είτε αλλιώς.
Ο Ζέκοφ, όμως, πέτυχε και τα τέσσερα γκολ που χρειαζόταν στο τελευταίο ματς της σεζόν, στη νίκη της ομάδας του με 4-2 κόντρα στην Τράκια (σ.σ. νυν Μπότεφ Πλόβντιβ), έφτασε τα 36 και άφησε τον Σιδέρη δεύτερο με 35, ενώ τρίτος έμεινε ο Κέγκλμπεργκερ που ισοβάθμησε με τον Ντουνάι στα 31 γκολ.
Από την επόμενη κιόλας ημέρα ακούστηκαν διάφορα αναφορικά με τον τρόπο που ο Βούλγαρος επιθετικός κατάφερε να βάλει τα επτά γκολ που χρειαζόταν στα τελευταία ματς.
Όπως, επί παραδείγματι, ότι η βουλγαρική ομοσπονδία δεν τον κάλεσε σε ένα ματς της εθνικής για να είναι ξεκούραστος ή ότι οι αντίπαλοι έπαιζαν πιο χαλαρά, σε αντίθεση με το τείχος που ύψωσε ο Παναγιώτης Κελεσίδης την προτελευταία αγωνιστική του πρωταθλήματος.
Τότε, ο Σιδέρης ναι μεν έβαλε δύο γκολ στη νίκη του Ολυμπιακού επί του Πανσερραϊκού με 2-1, αλλά οι αποκρούσεις του μετέπειτα τερματοφύλακα των «ερυθρολεύκων» του στέρησαν πολλά περισσότερα.
Σε κάθε περίπτωση καμία από τις εικασίες δεν μπορούσε να αποδειχθεί και παρά την όποια στεναχώρια, το «Αργυρό Παπούτσι» δεν έπαυε να αποτελεί πολύ σημαντικό επίτευγμα για τον θρύλο του Ολυμπιακού, αλλά και μεγάλη διεθνή διάκριση το ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο δεν είχε και πολλές αντίστοιχες για να υπερηφανευτεί τότε.
Ο «Φώντακας» παρέλαβε το βραβείο από τον Άντι Ντάσλερ, ιδρυτή της Adidas, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και συγκεκριμένα στο εστιατόριο «Le Doyen» κοντά στα Ηλύσια Πεδία.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Αθλητική Ηχώ», η οποία είχε ανταπόκριση από την εκδήλωση μέσω του Ζακ Τιμπέρ που εργαζόταν για το παγκοσμίου φήμης περιοδικό «France Football»: «Ήταν μία εκδήλωση πανηγυρικού χαρακτήρα που μεταδόθηκε και από τη γαλλική τηλεόραση.
Ανάμεσα στους 150 προσκεκλημένους βρίσκονταν αρκετοί Γάλλοι διεθνείς ποδοσφαιριστές, αλλά και ο θρυλικός προπονητής Ρίνους Μίχελς, ο οποίος παρέλαβε το βραβείο που έχριζε τον Άγιαξ καλύτερη ομάδα της Ευρώπης για τη σεζόν 1968-69.
Ο Γιώργος Σιδέρης, μαζί με τη σύζυγό του και τον εκπρόσωπο του συλλόγου κ. Στάθη, πόζαρε πανευτυχής μπροστά στις κάμερες, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε γεύμα και ξενάγηση των τριών πρώτων σκόρερ σε αξιοθέατα της γαλλικής πρωτεύουσας ως προσκεκλημένοι της Adidas».
Ο Γιώργος Σιδέρης ήταν ο πρώτος που έφτανε τόσο ψηλά και τόσο κοντά στην κορυφή, αλλά τα επόμενα χρόνια θα ακολουθούσαν και άλλοι Έλληνες διακριθέντες στον θεσμό.
Ο Γιώργος Δέδες του Πανιωνίου με 28 γκολ κατέκτησε το «Χάλκινο Παπούτσι» το 1971, ενώ ο Αντώνης Αντωνιάδης το «Αργυρό» το 1972 με 39, ήτοι ένα λιγότερο από τον θρυλικό Γκερντ Μίλερ.
Ο Θωμάς Μαύρος ήταν επίσης δεύτερος με 31 γκολ το 1979 και ο Νίκος Αναστόπουλος κατετάγη τρίτος με 29 γκολ το 1983, τέσσερα χρόνια πριν μεταπηδήσει στην Αβελίνο.
Ενδιάμεσα, πάντως, την κορυφή είχε πανηγυρίσει ένας Κύπριος, συγκεκριμένα ο επιθετικός Σωτήρης Καϊάφας της Ομόνοιας, ο οποίος τη σεζόν 1975-76 είχε σταματήσει στα 41 γκολ!
Όλα αυτά μέχρι το 1991 που κράτησε ο θεσμός με την αρχική του μορφή, καθώς στη συνεχεία διακόπηκε μέχρι το 1996, προκειμένου να βρεθεί τρόπος να αποφεύγονται διάφορες «παγαποντιές» όπου σκάρωναν οι ιθύνοντες των πρωταθλημάτων χαμηλής δυναμικότητας για να κατακτά το βραβείο κάποιος παίκτης από τη χώρα τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ροντιόν Καματάρου, άσου της Ντινάμο Βουκουρεστίου και πρώτου σκόρερ στην Ευρώπη τη σεζόν 1986-87 με 44 γκολ, ο οποίος σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν από τη ρουμανική Ομοσπονδία, είχε σημειώσει 20 γκολ στα τελευταία έξι ματς που έπαιξε!
Το πιο παράδοξο είναι ότι η ομάδα του κατέγραψε μόνο μία νίκη και δύο ισοπαλίες, ενώ το… αποκορύφωμα ήταν ότι δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε επιπλέον επίσημο αρχείο των συναντήσεων αυτών!
Το 1996 ο θεσμός επανήλθε και είχε, πλέον, εισαχθεί σύστημα που πολλαπλασίαζε τον αριθμό γκολ με έναν συγκεκριμένο συντελεστή δυσκολίας, ο οποίος είχε προκύψει μετά από αξιολόγηση των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων.
Τότε ήταν που δικαιώθηκε και η, μάλλον αδικημένη, Ελλάδα αφού ο Νίκος Μαχλάς σημείωσε 34 γκολ με τη φανέλα της ολλανδικής Φίτεσε και 29 ολόκληρα χρόνια μετά το «Αργυρό Παπούτσι» του Σιδέρη κατέκτησε το «Χρυσό Παπούτσι».