Ένας από τους πιο σημαντικούς προπονητές που πέρασαν ποτέ από το άθλημα προήλθε και αυτός, όπως πολλοί ακόμα, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Ο Βαλέρι Λομπανόβσκι, ο οποίος πέθανε στις 13 Μαΐου 2002 μετά από εγκεφαλικό που υπέστη κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ντινάμο Κιέβου με τη Μέταλουργκ Ζαπορίζιε, υπήρξε ο τεχνικός με τους περισσότερους τίτλους στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης με 33 και δεύτερος γενικά στο ποδόσφαιρο, πίσω μόνο από τον Άλεξ Φέργκιουσον που έχει 48.
Μοναδικό «μελανό» σημείο στην ασύλληπτη πορεία του, το γεγονός ότι τα μαθηματικά που αξιοποίησε πρώτος στο ποδόσφαιρο σε τέτοιο εύρος, τα χρησιμοποίησε και για να γνωρίζει σε ποιο παιχνίδι θα τον βόλευε ένα προαποφασισμένο αποτέλεσμα…
Τα θέματα του Sport-Retro.gr για τη Σοβιετική Ένωση
Ήθελε το κάτι παραπάνω
Ο Λομπανόβσκι ήταν ένας αρκετά μορφωμένος ποδοσφαιριστής, ο οποίος ακόμα και όταν αλώνιζε στις πτέρυγες κατά τη διάρκεια αγώνων της Ντινάμο, είχε στο μυαλό του ένα πράγμα, το καλό ποδόσφαιρο.
«Ναι, κατακτήσαμε το πρωτάθλημα. Και τι μ’ αυτό; Μερικές φορές παίξαμε άσχημα. Απλά πήραμε πιο πολλούς πόντους από άλλες ομάδες, που έπαιξαν χειρότερα από εμάς. Δεν μπορώ να δεχθώ την επευφημία σου, αφού δεν υπάρχει βάση γι’ αυτήν», έλεγε, σύμφωνα με τον φίλο του, Βλαντίμιρ Σαμπαλντίρ, επιστήμονα και ερασιτέχνη ποδοσφαιριστή.
Η Ντινάμο είχε κατακτήσει το πρώτο πρωτάθλημα της ιστορίας της το 1961, όμως ο 22χρονος Ουκρανός δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτό, ήθελε κάτι περισσότερο.
Σαμπαλντίρ: «Το να κερδίσεις έναν τίτλο ήταν ένα όνειρο»
Λομπανόβσκι: «Ένα υλοποιημένο όνειρο παύει να είναι όνειρο. Ποιο είναι το όνειρό σου ως επιστήμονας; Το πτυχίο σου; Το μεταπτυχιακό σου; Η πτυχιακή εργασία σου;»
Σαμπαλντίρ: «Ίσως. Όμως ένας πραγματικός επιστήμονας ονειρεύεται να συνεισφέρει στην επιστημονική ανάπτυξη, να αφήσει το στίγμα του»
Λομπανόβσκι: «Και αυτή είναι η απάντηση που ψάχνεις»
Ο διάλογος που διημείφθη -σύμφωνα με τον Σαμπαλντίρ- ήταν τυπικός της ιδιοσυγκρασίας του Λομπανόβσκι, ο οποίος επιχειρούσε με κάθε τρόπο να φιλοσοφήσει το ποδόσφαιρο. Ως κάτοικος Κιέβου, του ήταν πιο εύκολο να το αποδομήσει και να το επανακατασκευάσει, έχοντας όλο το τεχνολογικό υπόβαθρο ως συμπαραστάτη.
Κέρδισε το ποδόσφαιρο με μαθηματικούς υπολογισμούς
Στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας άνοιξε η πρώτη σχολή Κυβερνητικής (ένα υποσύνολο της επιστήμης συστημάτων το οποίο επικεντρώνεται στη μελέτη κυβερνητικών συστημάτων) το 1957, στο Κίεβο αναπτύχθηκε ο πρώτος μοντέρνος υπολογιστής το 1963.
Ο ίδιος, ως μηχανικός θέρμανσης, κατείχε ήδη την αναλυτική σκέψη που χρειαζόταν για την καλύτερη κατανόηση του ποδοσφαίρου και των παραμέτρων του. Όταν, δε, το 1973 ανέλαβε τον Ντινάμο ως προπονητής, ενεργοποίησε την επαφή που απέκτησε με τον καθηγητή της Σχολής Φυσικών Επιστημών του Ντνίπρο, Ανατόλι Ζελέντσοβ.
Ο Λομπανόβσκι είχε έρθει σε επαφή με τον συμπατριώτη στατιστικολόγο όταν έκανε το 3ετές… αγροτικό του στην προπονητική, στον πάγκο της Ντνίπρο. Με τη βοήθεια του Ζελέντσοβ επεδίωξε να κάνει αυτό που είχε στο πίσω μέρος του μυαλού του, να αλλάξει το ποδόσφαιρο. Και τα κατάφερε.
«Ο Ζελέντσοβ εργαζόταν πάνω στην υπόθεση ότι από τη στιγμή που ακόμα και μια σκέψη ενός δεκάτου του δευτερολέπτου μπορεί να είναι αρκετά αργή για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, ένας παίκτης πρέπει να γνωρίζει πού να πασάρει πριν πάρει την μπάλα», έγραψε ο Σάιμον Κούπερ στο βιβλίο του «Football Against the Enemy».
«Με αυτήν τη συνθήκη, οι παίκτες της Ντινάμο έπρεπε να αποστηθίσουν τις στημένες φάσεις, όπως συμβαίνει με τους Αμερικανούς παίκτες του ράγκμπι, και να κινούνται μακριά από την μπάλα σε προκαθορισμένες πορείες».
Ως ειδικός στους αριθμούς, ο Ζελέντσοβ θεωρούσε ότι μία ομάδα ποτέ δεν θα χάσει έναν αγώνα στον οποίο υπέπεσε σε λιγότερα λάθη κατά 18%, στις πιο σημαντικές στιγμές.
«Το ποδόσφαιρο έγινε ένα σύστημα με 22 στοιχεία -δύο υποσυστήματα 11 στοιχείων-, που κινούνται εντός προκαθορισμένης επιφάνειας (γήπεδο) και υπόκεινται σε μία σειρά από περιορισμούς (κανονισμοί)», έγραψε ο Τζόναθαν Γουίλσον στον Guardian το 2011.
«Αν τα δύο υποσυστήματα είναι ίσα, το αποτέλεσμα θα ήταν ισοπαλία. Αν το ένα ήταν πιο ισχυρό, τότε θα νικήσει».
Κάπου εδώ, ο σπουδαίος αναλυτής ποδοσφαίρου και τακτικής και συγγραφέας από την Αγγλία έκανε λάθος. Όχι ακούσιο, αφού κι εκείνος, όπως όλοι οι μελετητές του Λομπανόβσκι, γνωρίζει καλά ποιο ήταν το πραγματικό σύστημα του Ουκρανού προπονητή και πως το ισχυρότερο… σύστημα επεδίωκε ισοπαλία με ένα πιο ανίσχυρο.
Στόχος το 75% των βαθμών
Ένας άλλος υπολογισμός που είχαν κάνει Λομπανόβσκι και Ζελέντσοβ αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο μία ομάδα όχι απλά θα κατακτούσε ένα παιχνίδι, αλλά θα κατακτούσε ολόκληρο πρωτάθλημα.
Ο μαθηματικός τύπος ήταν απλός. Για να τερματίσει πρώτη μία ομάδα σε μία λίγκα όπου όλοι αγωνίζονται με όλους από δύο φορές, εντός κι εκτός έδρας, τότε αρκεί να κερδίσει όλα τα εντός έδρας παιχνίδια και να φέρει ισοπαλία σε όλα τα εκτός έδρας παιχνίδια.
Απαραίτητη προϋπόθεση σε αυτό το μοντέλο είναι η νίκη να προσφέρει 2 βαθμούς και η ισοπαλία 1, όπως συνέβαινε κατά κόρον σε πολλά ευρωπαϊκά πρωταθλήματα εκείνη την εποχή.
Με αυτά τα δεδομένα, μία ομάδα που θα κατακτούσε το 75% των διαθέσιμων βαθμών, θα είχε πολύ αυξημένες πιθανότητες κατάκτησης του τίτλου και θα έφτανε κατά πάσα πιθανότητα στην κατάκτηση του πρωταθλήματος.
Το σύστημα vyezdnyi και οι ισοπαλίες στα μισά παιχνίδια
Η Ντινάμο κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1974 και του 1975 με τον Λομπανόβσκι στο «τιμόνι». Το 1975 έφερε στη Σοβιετική Ένωση και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο, το Κύπελλο Κυπελλούχων, επικρατώντας στον τελικό της Φερεντσβάρος.
Η ομάδα που είχε ως αστέρι τον Όλεγκ Μπλαχίν ήταν με διαφορά η καλύτερη στην ανατολική Ευρώπη και έβαλε τις βάσεις για να οικοδομήσει μία αυτοκρατορία. Και για να το κάνει αυτό, άρχισε να… πετάει βαθμούς στο πρωτάθλημα.
Παραδοσιακά το σοβιετικό πρωτάθλημα δεν περιελάμβανε θέαμα και πολλά γκολ. Οι δύσκολες κλιματικές συνθήκες προωθούσαν το αργό ποδόσφαιρο και τα μακρινά ταξίδια καθιστούσαν αρκετά επιφυλακτικές τις φιλοξενούμενες ομάδες, ώστε να αποκομίσουν έστω τον βαθμό της ισοπαλίας και να μην πάει άδικος ο κόπος τους.
Οι αρχές της χώρας επιχείρησαν να καταπολεμήσουν αυτήν την αμυντική νοοτροπία το 1973, όταν άλλαξαν το σύστημα βαθμολόγησης. Κάθε ισόπαλο παιχνίδι οδηγείτο στα πέναλτι. Ο νικητής έπαιρνε τον βαθμό της ισοπαλίας, ο χαμένος δεν έπαιρνε κάτι και ουσιαστικά το αποτέλεσμα έμοιαζε με ήττα.
Το 1974 καταργήθηκε αυτό το σύστημα και η Ντινάμο Κιέβου σκαρφάλωσε στην κορυφή της βαθμολογίας, σημειώνοντας 12 ισοπαλίες σε 30 αγωνιστικές, πίσω μόνο από τη Ζενίτ Λένινγκραντ (όπως λεγόταν τότε η Αγία Πετρούπολη) που σημείωσε 15 ισοπαλίες.
Το 1975 κατέκτησε τον τίτλο με μόλις 9 ισοπαλίες, αφού ήταν εμφανώς ανώτερη από κάθε ανταγωνισμό, ωστόσο 9 από τις 16 ομάδες της λίγκας είχαν διψήφιο αριθμό ισοπαλιών, ξανά σε 30 αγωνιστικές.
Το 1976 διεξήχθησαν δύο πρωταθλήματα, άνοιξη και φθινόπωρο. Στο πρώτο, η Ντινάμο είχε 5 ισοπαλίες σε 15 αγωνιστικές (8η θέση), στο δεύτερο είχε 6 ισοπαλίες σε 15 αγωνιστικές (2η θέση). Συνολικά, 11 ισοπαλίες σε μία πλήρη σεζόν.
Το αποκορύφωμα ήρθε το 1977, όταν το πρωτάθλημα διεξήχθη ξανά σε μία… δόση και εκ του αποτελέσματος έγινε διακριτό πως σχεδόν όλες οι ομάδες χρησιμοποίησαν το σύστημα vyezdnyi, το σύστημα με τις εντός έδρας νίκες και τις εκτός έδρας ισοπαλίες, στην προσπάθεια να αποκομίσουν ένα καλό πλασάρισμα στη βαθμολογία.
Η Ντινάμο Κιέβου ανέβηκε ξανά στην κορυφή της βαθμολογίας, κατακτώντας το 3ο πρωτάθλημα σε 4 σεζόν. Συγκέντρωσε μόλις 43 πόντους από τους 60 διαθέσιμους, παρότι ηττήθηκε μόλις μία φορά. Οι 15 ισοπαλίες σε 30 αγωνιστικές έπαιξαν τον σκοπό τους…
Δεν ήταν η μοναδική ομάδα με τόσες ισοπαλίες στη λίγκα. Μόνο 3 ομάδες είχαν μονοψήφιο αριθμό ισοπαλιών. Όλες οι υπόλοιπες είχαν από 12 και πάνω, ενώ οι Ντινάμο Μόσχας, Καϊράτ, Νέφτσι και ΤΣΣΚΑ Μόσχας είχαν από 17.
Το ποσοστό των ισοπαλιών στο πρωτάθλημα έφτασε το 44,6%. Σχεδόν ένα στα δύο αποτελέσματα μέσα στη σεζόν ήταν ισόπαλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το θέαμα και τις… υποψίες.
Dogovornyi αγώνες όπως… calciopoli
Οι σοβιετικές ποδοσφαιρικές αρχές αποφάσισαν να λάβουν μέτρα, αφού υποψιάστηκαν ότι ο αφύσικος αριθμός των ισοπαλιών οφείλεται σε dogovornyi αγώνες, δηλαδή… προσυμφωνημένους αγώνες, που υπηρετούσαν το σύστημα vyezdnyi.
Ο Λομπανόβσκι, όπως και άλλοι προπονητές, κυρίως ομάδων που έκαναν πρωταθλητισμό, φέρεται να διαπραγματευόταν στα εκτός έδρας παιχνίδια με μικρότερες ομάδες την ισοπαλία, ώστε να εξασφαλίσει αυτόν τον πολύτιμο βαθμό.
Με αυτόν τον τρόπο, η Ντινάμο Κιέβου έφευγε από εκτός έδρας παιχνίδι έχοντας κερδίσει κάτι, ενώ η μικρότερη γηπεδούχος ομάδα κατάφερνε να αποκομίσει κι αυτή έναν βαθμό και να έχει να περηφανεύεται ότι σταμάτησε μία υπερδύναμη της εποχής.
Έχοντας την ισοπαλία στο ‘τσεπάκι’ του, ο Λομπανόβσκι είχε τη δυνατότητα να ξεκουράσει βασικούς ποδοσφαιριστές και να τους προφυλάξει από τα μακρινά ταξίδια που απαιτούσε η ΕΣΣΔ.
Το εν λόγω σύστημα που επικράτησε στο σοβιετικό ποδόσφαιρο δεν είχε οικονομικά οφέλη, όπως συμβαίνει συνήθως με χειραγωγημένους αγώνες. Η… υποτέλεια των αδυνάτων θύμιζε περισσότερο calciopoli, σύμφωνα με το βιβλίο του Ρόμπερτ Έντελμαν για την ιστορία του σοβιετικού αθλητισμού «Serious Fun».
Όπως και με το ιταλικό σκάνδαλο, όμως, υπήρχε μία παγίδα. Τον πρωτοπόρο ακολούθησαν και άλλες ομάδες που επιχείρησαν να κάνουν το ίδιο πράγμα, με συνέπεια η κατάσταση να ξεφύγει.
Οι ισοπαλίες μειώθηκαν, η κυριαρχία συνεχίστηκε
Γι’ αυτόν τον λόγο, το 1978 εισήχθη το όριο των ισοπαλιών στο πρωτάθλημα της χώρας. Αν μία ομάδα ξεπερνούσε τις 8 ισοπαλίες μέσα στη σεζόν, από την 9η ισοπαλία και έπειτα δεν έπαιρνε βαθμό.
Οι ομάδες… ξαφνικά συμμορφώθηκαν. Στις πρώτες 8 αγωνιστικές από την εφαρμογή του μέτρου, το ποσοστό των ισοπαλιών έπεσε κάτω από το 25% επί των συνολικών αποτελεσμάτων. Ξαφνικά, το πρωτάθλημα άρχισε να γίνεται εκ νέου ανταγωνιστικό και οι ομάδες κυνηγούσαν τη νίκη, αντί για την αποφυγή της ήττας.
Η πρώτη χρονιά του νέου μέτρου, πάντως, κύλησε εις βάρος της Ντινάμο Κιέβου, αφού τερμάτισε στη 2η θέση (με 9 ισοπαλίες), πίσω από την Ντινάμο Τιφλίδας. Το 1979 έμεινε ξανά μακριά από τον τίτλο, μένοντας στις 5 ισοπαλίες. Από τις 15 του 1977 στις 5 μέσα σε δύο χρόνια.
Το 1980 το μέτρο έγινε λίγο πιο ελαστικό και το όριο ανέβηκε στις 10 ισοπαλίες. Με 9, η Ντινάμο Κιέβου επέστρεψε στους τίτλους και συνέχισε την κυριαρχία της στο εγχώριο ποδοσφαιρικό στερέωμα.
Ο Λομπανόβσκι εξακολούθησε να τελειοποιεί τη μηχανή του, που το 1981 (με 9 ισοπαλίες ξανά) τερμάτισε 7 πόντους πάνω από τη 2η Σπαρτάκ Μόσχας, διαφορά τεράστια για τα δεδομένα της εποχής.
Το μέτρο συνεχίστηκε μέχρι το 1989 μάλιστα το 1987 κόστισε τον υποβιβασμό στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, που χρειαζόταν έναν βαθμό για να σωθεί, αλλά είχε 11 ισοπαλίες.
Μια ιδιοφυΐα σε κάθε τομέα
Σταδιακά, άρχισε να απενεργοποιείται μία κατάσταση που εκμεταλλεύτηκε άριστα ο Λομπανόβσκι τόσο εντός των τειχών, όσο και εκτός, αφού οι Σοβιετικές ομάδες είχαν μάθει να παίζουν για την ισοπαλία εκτός έδρας και για τη νίκη εντός, με συνέπεια όλες να φτάνουν μακριά στις διεθνείς διοργανώσεις, έστω κι αν δεν κατακτούσαν το τρόπαιο.
Ήταν ακόμα μία περίσταση, όμως, στην οποία ο Ουκρανός προπονητής απέδειξε ότι βρισκόταν πολύ μπροστά από την εποχή του, ακόμα κι αν δεν χρησιμοποίησε τα αγαπημένα του τεχνολογικά βοηθήματα. Το υπέροχο μυαλό του και φυσικά ο πιστός συνεργάτης του ήταν αρκετά για να του δώσουν ένα προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού.