Το Sport-Retro.gr, με το αρχείο και τις μαρτυρίες του βετεράνου ποδοσφαιριστή, πρώην Γ.Γ. του ΠΣΑΠ & πρόεδρο του σωματείου «Επίσκυρον» Νίκου Μάλλιαρη, αποχαιρετά τον Μίμη Παπαϊωάννου, έναν από τους μεγαλύτερους άσους της Ελλάδας. Έναν σπουδαίο άνθρωπο, επιτυχημένο με ό,τι καταπιάστηκε.
***
Ο Μίμης Παπαϊωάννου ήταν ένα φτωχό και αγράμματο παιδί από τη Νέα Νικομήδεια. Γεννημένος στις αρχές της τραγικής δεκαετίας του 1940 για την Ελλάδα. Με τη γερμανική κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο, τη φτώχεια…
Ανήκε σε μία γενιά παικτών, μαζί με τον Μίμη Δομάζο, τον Γιώργο Κούδα, τον Γιώργο Σιδέρη και δεκάδες άλλους, που μεγάλωσαν με στερήσεις, αλλά και συγχρόνως την οικογενειακή αγάπη. Είχαν ως εφόδια της ζωής τους την εργατικότητα, την εντιμότητα, το ήθος και την αγωνιστικότητα. Αυτά τους βοήθησαν, σε συνδυασμό με το ταλέντο τους, να αναδειχθούν σε κορυφαίους παίκτες.
Αυτές οι αρχές τους βοήθησαν, όχι μόνο να κάνουν μεγάλη καριέρα, αλλά και να αγαπηθούν. Από τον κόσμο των ομάδων τους και από όλους τους φιλάθλους.
Ο Παπαϊωάννου μπορεί να χαρακτηριστεί ένας ιδεολόγος της αγάπης. Λάτρευε το ποδόσφαιρο με την πραγματική την έννοια. Αγωνιζόμαστε, χαιρόμαστε, παίζουμε ομαδικά. Για τη νίκη, αλλά μόνο σε αθλητικό πλαίσιο. Όχι για τη νίκη που επεδίωκαν οι μεγαλοπαράγοντες και που ζητούσαν οι οπαδοί, οι οποίοι στερούνταν το φίλαθλο πνεύμα. Όχι για τη νίκη με κάθε μέσο, με τη βία, με την εξαγορά συνειδήσεων και διαιτητών. Υπηρετούσαν το άθλημα και όχι εκείνους που το χρησιμοποιούσαν για αλλότριους σκοπούς.
Ο Παπαϊωάννου, όπως ο Δομάζος, ο Κούδας, ο Καμάρας, ο Χρηστίδης, ο Αντωνιάδης και τόσοι άλλοι, έδεσαν μεταξύ τους λόγω της αγάπης τους για το ποδόσφαιρο. Δεν ζήλευαν ούτε απαξίωναν ο ένας τον άλλον με δηλώσεις και βρόμικα παιχνίδια. Υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση. Συγχρόνως δένονταν πιο πολύ με τις συμμετοχές τους στις Εθνικές ομάδες Νέων, Ενόπλων και Ανδρών.
Παράλληλα, παίζοντας και στο εξωτερικό με τις Εθνικές, διαπίστωναν πώς λειτουργεί σωστά το ποδόσφαιρο. Επίκεντρο ήταν ο ποδοσφαιριστής, ενώ εδώ στην Ελλάδα ήταν ο παράγοντας που δεν αγαπούσε το άθλημα, αλλά το χρησιμοποιούσε για επιχειρηματικούς και πολιτικούς σκοπούς.
Στις 6 Ιουνίου 1979, στην τελευταία παράσταση του Μίμη Παπαϊωάννου στη Νέα Φιλαδέλφεια (φιλικό ματς με ΠΑΟΚ), ο Βασίλης Χατζηπαναγής άφησε τη φανέλα του Ηρακλή και φόρεσε τη φανέλα της ΑΕΚ για 36 λεπτά, διότι θέλησε να τον τιμήσει.
Ο «Βάσια» απεχθάνεται τη δημοσιότητα, όμως, αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί στην εξής δήλωση: «Με θλίψη και οδύνη πληροφορήθηκα τον θάνατο του μεγάλου Μίμη Παπαϊωάννου που έφυγε από τη ζωή στα 80 του χρόνια. Τον θαύμαζα και τον εκτιμούσα σαν έναν σπουδαίο αντίπαλο με τον οποίο παίξαμε στα ελληνικά γήπεδα για σειρά χρόνων.
Η υποδειγματική του συμπεριφορά εντός και εκτός γηπέδων τον έκανε ακόμα μεγαλύτερο. Εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια στους δικούς του και εύχομαι καλή ανάπαυση. Αντίο φίλε μου Μίμη».
Ο Παπαϊωάννου πρωτοστάτησε και ως ιδρυτικό μέλος του ΠΣΑΠ. Διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου τη διετία 1978-1980. Ενδιαφερόταν για τη βελτίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου. Για την επαγγελματική κατοχύρωση και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των παικτών. Την εξασφάλιση καλύτερων συνθηκών. Τη σωστή οργάνωση.
Σε καλέσματα που γίνονταν για να βοηθηθούν συνάνθρωποι, ο Παπαϊωάννου βροντοφώναζε «παρών». Όταν φτιάχτηκε η ομάδα του ΠΣΑΠ το 1982-1983, πήγαινε και έδινε αγώνες σε όλη την Ελλάδα. Μαζί και με άλλους παίκτες που είχαν τελειώσει την καριέρα τους, αλλά έτρεχαν για κοινωνικούς σκοπούς.
Ο Παπαϊωάννου έπαιζε για να βοηθήσει ευπαθείς ποδοσφαιριστές, παιδιά που έχριζαν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ιδρύματα… Συγχρόνως μιλούσε σε φιλάθλους για τον αγώνα του ΠΣΑΠ να επαναφέρει το φίλαθλο πνεύμα στις εξέδρες. Για ένα ποδόσφαιρο που δεν διχάζει, αλλά ενώνει. Έγινε ένα με παίκτες που παραμέρισαν πολιτικές, οπαδικές, γεωγραφικές διαφορές.
Ο Σύνδεσμος, χάρη σε εκείνον και μερικούς ακόμη άσους που κουβαλούσαν τα προαναφερθέντα εφόδια, δεν διασπάστηκε. Παρά τις πιέσεις πολιτικών και παραγόντων παρέμεινε ενωμένος, ασχέτως αν κατά καιρούς υπήρχαν συγκρούσεις στους κόλπους του.
Σε μεγαλύτερη ηλικία, ο Παπαϊωάννου συμμετείχε στην ομάδα Hasta la victoria siempre, έχοντας για έμβλημα τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, το όνομα του οποίου συνδυάστηκε με το ανθρωπιστικό πνεύμα και για τη βοήθεια που παρείχε όπου έκρινε ότι υπήρχε αδικία.
Η ομάδα έδινε αναμετρήσεις με αυτό το πνεύμα. Για την κρίση του προσφυγικού και τη σωστή αντιμετώπιση των ανθρώπων που ήρθαν από τη Συρία. Ή για τον απεργιακό αγώνα που έκαναν επί 11 μήνες οι χαλυβουργοί του Ασπρόπυργου.
Παράλληλα, ο Παπαϊωάννου εκδήλωνε ενδιαφέρον για την ιστορία των περιοχών που πήγαινε να παίξει ποδόσφαιρο. Και είχε πάει να προσκυνήσει στον χώρο του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής, εκεί όπου εκτελούνταν πατριώτες.
Μέσα σ’ όλα είχε και το χάρισμα της φωνής. Είχε συνδεθεί με τον Στέλιο Καζαντζίδη, ο οποίος τραγούδησε για τον λαό, τα προβλήματα, τις αδικίες… Έδεναν τέτοιοι άνθρωποι εκείνη την εποχή. Είχαν σεμνότητα και ήθος. Βρίσκονταν έξω από το star system, τις δημόσιες σχέσεις και τις ίντριγκες. Αναζητούσαν παντού την αγάπη και την εκτίμηση. Σχημάτιζαν μικρές παρέες και κοινότητες που εμπιστεύονταν και χαίρονταν. Δεν σπαταλούνταν σε καφετέριες, κανάλια και δήθεν συνεντεύξεις, αλλά ασχολούνταν με ουσιαστικά γεγονότα.
Ήταν επίσης μεγάλη η χαρά του να επικοινωνεί με ανθρώπους της τέχνης, οι οποίοι παράλληλα ήταν φίλαθλοι που εμπνέονταν από το ποδόσφαιρο. Ζωγράφοι, τραγουδιστές, ποιητές… Αισθανόταν μεγάλη χαρά όταν τον προσκαλούσαν, μαζί με τη ζωγράφο γυναίκα του που τον είχε απαθανατίσει σε πίνακες της.
Είχε μία οικογένεια αγαπημένη με δύο κορίτσια που του είχαν κάνει και εγγονάκια. Διακριτικός στην κοινωνική του ζωή, απέφευγε τη δημοσιότητα. Κάποιοι κακόβουλοι τον αποκαλούσαν τσιγγούνη. Χαρακτηρισμός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Αγόρια από φτωχές οικογένειες συγκέντρωναν κάποια χρήματα για να παντρέψουν τις αδερφές τους. Εκείνος είχε τρεις.
Στην περίφημη εκδήλωση του 2003 στο Hilton με τον Μίκη Θεοδωράκη, δεν είπε κάποιο τραγούδι του για να τον κολακεύσει ή να τον εντυπωσιάσει. Είπε τραγούδια που πίστευε. Ερμήνευσε το «Δυο πόρτες έχει η ζωή». Στην αρχή δεν πήγαινε κοντά στον Μίκη. Είχε σεμνότητα, αισθανόταν δέος.
Κι ο Μίκης, όμως, τον γούσταρε. Αυτοί οι άνθρωποι ενισχύονταν από το αξιακό σύστημα. Άνθρωποι της τέχνης, όπως ο Μίκης, ο Βούλγαρης, ο Φασιανός κ.ά., εμπνέονταν από τους ποδοσφαιριστές κι όχι από τους παράγοντες ή τους δημοσιογράφους που τους χρησιμοποιούσαν για να τους απαξιώνουν. Γι’ αυτό οι άσοι των γηπέδων εκείνης της εποχής αισθάνονται και είναι δικαιωμένοι.
Ο Παπαϊωάννου, πολύ περισσότερο απ’ όλους, ήταν ένας ασκητής, ένας καλόγερος στην υπηρεσία του ποδοσφαίρου. Δεν ξενυχτούσε, απέφευγε τις βραδινές παρέες, κοιμόταν νωρίς, ξυπνούσε νωρίς. Και μεγαλύτερος σε ηλικία που ήταν ήδη θρύλος, πρώτος πήγαινε στην προπόνηση και τελευταίος έφευγε. Αποτελούσε παράδειγμα για τους νεότερους και τους βοηθούσε να βρουν χώρο, προκειμένου να παίξουν στην ομάδα.
Ήταν ένας άνθρωπος ευγενέστατος, χαμηλών τόνων. Οι τύποι που είχαν άλλη αντίληψη δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά αυτός διακρίθηκε στην οικογενειακή, την κοινωνική, την αθλητική και την καλλιτεχνική ζωή.
Άνθρωποι και ποδοσφαιριστές σαν τον Μίμη Παπαϊωάννου είναι πάντα εδώ και δείχνουν τον δρόμο.
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη