«Τζαν, σ’ αγαπώ και μου λείπεις πάρα πολύ. Σε σκέφτομαι όλη την ώρα. Και σένα Τζιλ. Και επίσης εσένα Baby K, κι ας μην έχεις γεννηθεί ακόμη».
Αυτή ήταν η πρώτη φορά, σε ηλικία 6-7 ετών, που η Τζιλ άκουσε τον πατέρα της να της λέει με ένα ηχογραφημένο μήνυμα σε κασέτα ότι την αγαπάει. Η πρώτη φορά που άκουσε τη φωνή του. Και η τελευταία…
Το Sport-Retro.gr καταγράφει τον σύντομο βίο του μοναδικού εν ενεργεία επαγγελματία άσου του αμερικανικού ποδοσφαίρου που σκοτώθηκε στο Βιετνάμ σαν σήμερα (21 Ιουλίου) το 1970.
***
Λάτρης των σπορ και των παιχνιδιών
Ο Τζέιμς Ρόμπερτ «Μπομπ» Κάλσου γεννήθηκε στην Οκλαχόμα στις 13 Απριλίου 1945 και μεγάλωσε στο προάστιο του Ντελ Σίτι.
Ήταν το μοναδικό παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, η οποία είχε ρίζες από την Τσεχοσλοβακία.
Γεννήθηκε σε μία περίοδο που ο προπονητής Μπαντ Γουίλκινσον οδηγούσε την τοπική ομάδα του αμερικανικού ποδοσφαίρου σε ανεπανάληπτους θριάμβους.
Από το 1953 μέχρι το 1957 οι Σούνερς πανηγύρισαν 47 διαδοχικές νίκες, επίδοση που εξακολουθεί να αποτελεί ρεκόρ για κολέγιο της 1ης Κατηγορίας.
Παράλληλα, ολοκλήρωσαν αήττητοι 3 συνεχόμενες σεζόν (1954-1956) και τις 2 εξ αυτών (1955-1956) κατέκτησαν τον εθνικό τίτλο.
Ο Κάλσου, όπως κάθε 18χρονο αγόρι της περιοχής, φιλοδοξούσε να παίξει στην ομάδα που έδρευε στο Νόρμαν και το 1963 ο θρυλικός Γουίλκινσον του έδωσε την ευκαιρία, σε μία εποχή που οι Σούνερς ενέτασσαν στο δυναμικό τους μόνο έναν πιτσιρικά τη φορά.
Ο Μπομπ, πάντως, δεν ήταν το πρώτο μέλος της οικογενείας που εγγράφηκε στο κολέγιο της Οκλαχόμα, καθώς ο θείος του ο Τσαρλς είχε παίξει μπάσκετ υπό τις οδηγίες του… ισοβίου προπονητή Χένρι Άιμπα.
Ο ύψους 1.98μ. αθλητής υπήρξε στέλεχος της β’ ομάδας All-America το 1939 και αγωνίστηκε στον ερασιτεχνικό σύλλογο Φίλιπς 66ερς.
Ο αδερφός του Τσαρλς (και πατέρας του Μπομπ) ήταν κοντύτερος κατά 7 εκατοστά και νεότερος κατά 2 χρόνια, αλλά ιδιαίτερα ανταγωνιστικός.
«Ο Φρανκ πήγε στο κολέγιο με την ελπίδα ότι θα καταφέρει να παίξει μπάσκετ, αλλά ένα εξάμηνο αργότερα επέστρεψε στο σπίτι», λέει ο τρίτος αδερφός Μιλτ.
Αργότερα, ο… κομμένος του κολεγίου της Οκλαχόμα παντρεύτηκε τη Λία Αγκιλάρ, γαλλοκαναδικής καταγωγής, έπιασε δουλειά στην αεροπορική βάση του Τίνκερ (σ.σ. επεξεργαζόταν λαμαρίνες) και εγκαταστάθηκε στο Ντελ Σίτι.
Ο Φρανκ Κάλσου δεν κατάφερε να γίνει επαγγελματίας αθλητής εξ ου και η επιθυμία του να δει αγωνιζόμενο τον γιο του, όπως έχει αποκαλύψει ο Μιλτ.
Είχε φτιάξει ένα αυστηρό πρόγραμμα προετοιμασίας, το οποίο περιελάμβανε τρέξιμο περίπου 6,5 χιλιομέτρων στην εξοχή, ανάμεσα σε κάθε είδους ζιζάνιο και λαγούς, ενώ ο ίδιος τον ακολουθούσε με το οικογενειακό αυτοκίνητο.
Ο Μπομπ ήταν ένα πολύ ανταγωνιστικό παιδί, σύμφωνα με τη μαμά Λία: «Έπαιζε κάθε είδος παιχνιδιού που περιελάμβανε μπάλα. Επίσης ανήκε σε μία ομάδα μπόουλινγκ. Του άρεσαν τα χαρτιά. Παίζαμε κινεζική ντάμα, ενώ όταν ήταν 7-8 παίζαμε jacks. Ποτέ δεν σταματούσε όταν έχανε. Έλεγε ‘μαμά, ας παίξουμε άλλο ένα’».
Επιπλέον, ο μικρός συμπαθούσε το ποδόσφαιρο, αλλά το αγαπημένο του άθλημα ήταν το γκολφ και περνούσε πολλές ώρες με ένα μπαστούνι στο πλευρό του θείου Μιλτ.
Κάθε Κυριακή στις 07:00, ο Μπομπ παρακολουθούσε τη λειτουργία στον Άγιο Παύλο και στις 08:30 έπινε τσάι με τον θείο Μιλτ, προτού… βάλουν στο μάτι μέχρι και 54 τρύπες ημερησίως.
Ηγέτης των Οκλαχόμα Σούνερς
Τελικά, ο Μπομπ Κάλσου γοητεύθηκε περισσότερο από το αμερικανικό ποδόσφαιρο και, μάλιστα, εντός 4 ετών εξελίχθηκε σε έναν εκ των κορυφαίων offensive linemen στην Ιστορία των Σούνερς.
Η redshirt season (σ.σ. επέκταση της ακαδημαϊκής περιόδου για απόκτηση περαιτέρω εφοδίων αλλά και αποχή από τη δράση) του 1964 δεν τον εμπόδισε να αναπτύξει τα ηγετικά του στοιχεία, τα οποία θα του χάριζαν το παρατσούκλι «Μπάφαλο Μπομπ».
O Στιβ Κάμπελ θυμάται χαρακτηριστικά τα καλοκαιρινά βράδια που στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Οκλαχόμα για τη νέα σεζόν ο Κάλσου καλούσε τους παίκτες του σχολείου του Ντελ Σίτι και τους «έτρεχε» σαν να ήταν στρατιώτες.
«Ήμασταν έτοιμοι και πρόθυμοι ακόλουθοί του. Είχε έναν πολύ επιβλητικό αέρα», λέει ο Κάμπελ για τον ηγέτη της ομάδας.
Ένας άλλος συμπαίκτης, ο Τζο Ρίλεϊ, δηλώνει: «Έγινε αυτό που ήταν, διότι πίστευε όσα του έλεγαν οι προπονητές. Δεν παραπονιόταν. Όλοι παραπονιόμασταν ανά 2-3 ημέρες, αυτός απλά περπατούσε με ένα μικρό χαζό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Μερικοί τον χαρακτήριζαν… σιγανοπαπαδιά, αλλά τον σεβόμασταν. Και αν τον γνώριζες καλά, τον συμπαθούσες με τη μία».
Το 1966 ο Τζιμ Μακένζι αντικατέστησε τον Γκόμερ Τζόουνς ανέλαβε τις τύχες των Οκλαχόμα Σούνερς και τους οδηγούσε σε καλά αποτελέσματα (6 νίκες-4 ήττες ο απολογισμός) μέχρι την άνοιξη του 1967, όταν πέθανε από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 47 ετών.
Ο Τσακ Φέρμπανκς, ο διάδοχος, δημιούργησε ένα άκρως μαχητικό σύνολο που έχασε μόνο από τους Τέξας Λόνγκχορνς, κατέγραψε 10 νίκες-1 ήττα και κατέκτησε το Orange Bowl (σ.σ. τελικός κολεγιακού πρωταθλήματος) στο Μαϊάμι με νίκη 26-24 επί των Τενεσί Βολουντίαρς.
Σε όλη αυτή την πορεία ο θηριώδης Κάλσου (1.91μ.-100κ.) ήταν ο αναμφισβήτητος ηγέτης, όπως χαρακτηριστικά θυμάται ο Στιβ Όουενς: «Μας κατεύθυνε συνεχώς, έπαιρνε πολύ σοβαρά τον ρόλο του».
Πριν από ένα ματς με τους Σούνερς, ο Βινς Γκίμπσον, προπονητής των Κάνσας Στέιτ Γουάιλντκατς, είχε πει χαρακτηριστικά: «Ο Κάλσου είναι ο καλύτερος lineman μπλοκέρ που έχω δει».
Ο Φέρμπανκς, από την πλευρά του, σχολιάζει: «Το 50% των προσπαθειών περνά από τον Κάλσου, συμπεριλαμβανομένων του short yardage και των goal line plays. Αυτό είναι που οι προπονητές ονομάζουν… σχεδόν τελειότητα.
Ο Κάλσου δεν ήταν καλύτερος από άλλους παίκτες λόγω ικανότητας. Ήταν καλύτερος επειδή ήταν πιο έξυπνος και ανώτερος τεχνικά. Ήταν λίγο πιο ώριμος στην αξιολόγηση του τι συνέβαινε στον αγωνιστικό χώρο.
Δεν υπήρχαν προβλήματα όταν τον κοουτσάριζες. Δεν χρειαζόταν να προσπαθήσεις να τον χειραγωγήσεις. Ερχόταν κάθε μέρα για προπόνηση με το χαμόγελο στο πρόσωπό του».
Η γυναίκα της ζωής του
Η σεζόν ολοκληρώθηκε με τον 22χρονο Κάλσου να έχει πετύχει τα πάντα: Συμμετοχή στο Orange Bowl, τιμές επιπέδου All-America και, κυρίως, την ευκαιρία να παίξει σε επαγγελματικό επίπεδο.
Νωρίτερα, στις 15 Οκτωβρίου 1966, ο Μπομπ βγήκε για πρώτη φορά με την Τζαν Ντάροου, η οποία αποκαλύπτει: «Ένας πραγματικά ωραίος τύπος που με έκανε να γελάω. Όταν γύρισα σπίτι, έπεσα στο κρεβάτι της αδερφής μου Μισέλ και της είπα ‘μόλις συνάντησα τον άνδρα που σκοπεύω να παντρευτώ’».
Η όμορφη μελαχρινή και γελαστή Τζαν ήταν το 3ο από τα 9 παιδιά (5 κορίτσια-4 αγόρια) της οικογενείας της, κόρη επιτυχημένοι χειρουργού, η οποία διέμενε σε ένα σπίτι 7 υπνοδωματίων στο Κάουντρι Κλαμπ Ντράιβ.
Ο Κάλσου ήταν ένας ατρόμητος lineman, αλλά αυτό που ανακάλυψαν οι Ντάροου ήταν ένα μεγάλο, αξιαγάπητο παιδί που του άρεσε να κρύβεται πίσω από δέντρα για να τρομάζει τον κόσμο και να αποτυγχάνει παταγωδώς στις προσπάθειες δημιουργίας γλυκών.
Η Νταιάν, κατά 4 χρόνια μεγαλύτερη αδερφή της Τζαν, μια μέρα μπήκε στην κουζίνα και είδε τον Μπομπ να ανακατεύει το βούτυρο με τα τεράστια χέρια του και, εύλογα, τον ρώτησε τι στο καλό κάνει.
«Φτιάχνω ένα ‘κέικ των αγγέλων’ για τα γενέθλια της Aϊόν (σ.σ. η πεθερά του)», της απάντησε τη στιγμή που εκείνη επεξεργαζόταν γιατί… παλεύει με τα χέρια και δεν χρησιμοποιεί μια ξύλινη κουτάλα όπως κάθε νορμάλ άνθρωπος.
Σε κάθε δείπνο των Ντάροου έβλεπε κανείς ολόκληρες σαλάτες να εξαφανίζονται με 2-3 πιρουνιές, ποτήρια με χυμούς πορτοκαλιού να… εξατμίζονται, μπούτια από κοτόπουλο να καταβροχθίζονται σε κλάσματα δευτερολέπτου…
Η οικογένεια της Τζαν τον καλοδέχθηκε, όπως εκείνος απολάμβανε να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι και να παίζει συνεχώς παιχνίδια με τα πολλά αδέρφια της.
Η πρόβλεψη της τριτότοκης κόρης των Ντάροου στο κρεβάτι της Μισέλ βγήκε αληθινή, καθώς στις 27 Ιανουαρίου 1968 το ευτυχισμένο ζευγάρι παντρεύτηκε και απόλαυσε τον μήνα του μέλιτος στο Γκάλβεστον του Τέξας, κατά την ανοιξιάτικη διακοπή της σεζόν στο αμερικανικό ποδόσφαιρο.
Ο «Μπάφαλο Μπομπ» στους Μπάφαλο Μπιλς
Η επιστροφή από τον μήνα του μέλιτος συνέπεσε με την επιλογή του Κάλσου στον 8ο γύρο του ντραφτ από τους Μπάφαλο Μπιλς, οι οποίοι τότε συμμετείχαν στο AFL.
Οι Ντάλας Κάουμποϊς (NFL) και οι Ντένβερ Μπρόνκος (AFL) είχαν, επίσης, εκδηλώσει ενδιαφέρον, αλλά αμφότεροι έκαναν πίσω σκεπτόμενοι τις επικείμενες στρατιωτικές υποχρεώσεις του νεαρού.
Ο Μπομπ είχε ολοκληρώσει το ROTC, δηλαδή το κολεγιακό πρόγραμμα εκπαίδευσης που δίνει την ευκαιρία στους φοιτητές να γίνουν υπολοχαγοί στον αμερικανικό στρατό και να ηγηθούν διμοιρίας από 16 μέχρι 44 στρατιωτών ή πεζοναυτών.
Όταν έγινε επιλογή των Μπάφαλο Μπιλς στο ντραφτ του 1968, η Τζαν ήταν ήδη έγκυος στην Τζιλ και όλα έδειχναν να έχουν πάρει τον δρόμο τους.
Εντός λόγων εβδομάδων, ο εργατικός Κάλσου πήρε θέση βασικού, αντικαθιστώντας τον τραυματία δεξιό γκαρντ Τζο Ο’ Ντόνελ και αρχίζοντας σε 9 αγώνες.
Ο 29χρονος αριστερός γκαρντ της ομάδας και μετέπειτα hall of famer Μπίλι Σο δηλώνει για τον Μπομπ: «Διέθετε πολύ ταλέντο. Είχε καλά πόδια, ήταν δυνατός και σπουδαίος στα sweeps. Εκείνη την περίοδο ο Τζο κι εγώ είχαμε μόνο έναν backup, τον Μπομπ.
Το ατού μας ήταν η ταχύτητα στα πόδια και ο Μπομπ εξέπεμπε στα ίδια μήκη κύματος με εμάς. Προσαρμόστηκε γρήγορα στον τρόπο παιχνιδιού μας με πολλά τρεξίματα, sweeps και ‘παγίδες’».
O Σο και ο Ο’ Ντόνελ είχαν το ίδιο ύψος (1.88μ.) και βάρος (114κ.), ενώ ο Κάλσου ήταν ελαφρώς ψηλότερος (1.90μ.) και ελαφρύτερος (113κ.).
Βέβαια, το νέο απόκτημα των Μπιλς είχε πάρει πολλά κιλά εντός λίγων μηνών, διότι σήκωνε βάρη και καταβρόχθιζε συχνά κοτόπουλο με πατάτες.
«Ο λαιμός του είχε γίνει τόσο μεγάλος που ακόμα και οι γραβάτες δεν του έκαναν πια», λέει χαρακτηριστικά η Τζαν για τον… γίγαντα της ζωής της.
Ο Σο προσθέτει: «Το χαρακτηριστικό του ήταν η αυξημένη ωριμότητα για έναν τόσο νεαρό παίκτη. Δεν ήταν ένας φυσιολογικός ρούκι. Δεν αισθανόταν δέος».
Ο Μπομπ Λούστιγκ, γενικός διευθυντής των Μπιλς εκείνη την εποχή, υποστηρίζει: «Είχε μέλλον στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Δεν διέθετε μόνο ταλέντο, αλλά και εξυπνάδα. Ποτέ δεν έκανε το ίδιο λάθος δύο φορές».
Φυσικά, ο Κάλσου… πήρε μαζί του από το κολέγιο της Οκλαχόμα και τη διάθεση για αταξίες, όπως μαρτυρά η παρακάτω ιστορία.
Μια μέρα, εκείνος και ο συγκάτοικος (επίσης ρούκι) Τζον Φραντζ, γέμισαν ένα σκουπιδοτενεκέ με νερό και τον μετέφεραν στο προπονητικό καμπ.
Τα δύο πειραχτήρια πίστεψαν ότι ένας άλλος συγκάτοικος και ρούκι, ο Μάικ Μακ Μπαθ, καθόταν σε μία από τις τουαλέτες, εξ ου και το άδειασμα του δοχείου από το άνοιγμα άνωθεν της πόρτας.
«Όποιος το έκανε είναι νεκρός», ήταν ο… βρυχηθμός αλα-Γκοτζίλα που ακούστηκε από το εσωτερικό της τουαλέτας, μόνο που ο βρεγμένος δεν ήταν ο πρωτάρης Μακ Μπαθ, αλλά ο βετεράνος Τζιμ Ντάναγουεϊ…
Ο Κάλσου και ο Φραντζ πανικοβλήθηκαν και κρύφτηκαν στο δωμάτιο μέχρι να ηρεμήσει το θύμα της φάρσας, αλλά όποτε έβλεπαν τον Ντάναγουεϊ δεν μπορούσαν να κρατήσουν το γέλιο τους.
«Ήταν πολύ καλός αθλητής, αλλά ήταν ακόμη καλύτερος άνθρωπος», υποστηρίζει ο συγκάτοικος και… συνεργός του μελλοντικού πατέρα.
Αμφότεροι επισκέπτονταν τακτικά τα νυχτερινά μαγαζιά της περιοχής, ωστόσο ο Μπομπ δεν παρασυρόταν από τα πολλά κορίτσια που γλυκοκοίταζαν τον ίδιο και τους συμπαίκτες του.
«Μερικοί παντρεμένοι… κυνηγούσαν κοπέλες, αλλά ο Μπομπ ποτέ. Αγαπούσε τη σύζυγο και το παιδί του. Τα είχε βρει πλήρως και πολύ εύκολα με τον εαυτό του. Είχε αυτοπεποίθηση ποιος είναι και τι κάνει. Βγαίναμε έξω, γελούσε μαζί μας και έλεγε: ‘Εσείς παιδιά μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε. Εγώ έχω αποκτήσει αυτό που ήθελα’».
Η ώρα του Βιετνάμ
Όλα αυτά εν μέσω πολέμου…
Ήδη συμπληρώνονταν 4 χρόνια από την κλιμάκωση των εχθροπραξιών στο Βιετνάμ, όπου χιλιάδες άνθρωποι είχαν σκοτωθεί στα πεδία των μαχών και όχι μόνο.
Η έλευση του Ρίτσαρντ Νίξον στην προεδρία των ΗΠΑ συνδέθηκε με τη χρησιμοποίηση πολλών στρατιωτών στις τροπικές ζούγκλες της Ινδοκίνας.
Μόλις 7 επαγγελματίες αθλητές θα μεταφέρονταν στο Βιετνάμ: 6 ποδοσφαιριστές και 1 μπόουλερ, ενώ οι περισσότεροι που είχαν γίνει ντραφτ θα υπηρετούσαν στις εφεδρείες.
Η οικογένεια και φίλοι του Μπομπ τον εκλιπαρούσαν να αποφύγει αυτό το επικίνδυνο ταξίδι, όμως εκείνος είχε πάρει την απόφασή του.
«Δεν είμαι καλύτερος από κανέναν άλλον», έλεγε στις αρχές του 1969, το διάστημα δηλαδή που έμαθε για την επικείμενη μεταφορά του στο εμπόλεμο Βιετνάμ.
Ο Φραντζ τον παρακάλεσε να ζητήσει από τους Μπιλς να τον εντάξουν στις εφεδρείες, αλλά ήταν αμετάπειστος: «Τζον, όταν εντάχθηκα στο ROTC τους έδωσα τον λόγο μου ότι θα υπηρετήσω ενεργά. Θα το κάνω».
Τζον: «Μπομπ, εκεί είναι κόλαση. Έχεις μια γυναίκα, ένα παιδί».
Μπομπ: «Έχω δεσμευθεί».
Ύστερα από σχεδόν 8 μήνες εκπαίδευσης στο Φορτ Σιλ του Λότον, ο Κάλσου επέστρεψε στο σπίτι του με μία ιδρωμένη στολή και μία φαρμακερή ατάκα στην Τζαν: «Μου έδωσαν τη διαταγή. Πάω στο Βιετνάμ…».
Πέρασαν τις τελευταίες εβδομάδες στο σπίτι των γονιών της. Εκείνη ήταν μονίμως ανήσυχη και ζούσε με τον φόβο ότι δεν θα τον ξαναδεί ποτέ.
Μία φορά που έπλεναν ρούχα μαζί, η Τζαν του είπε: «Τι θα γίνει αν σκοτωθείς εκεί; Τι θα απογίνω;»
«Θέλω να συνεχίσεις τη ζωή σου. Θέλω να παντρευτείς ξανά».
«Δεν θέλω να παντρευτώ ξανά. Δεν μπορώ».
«Τζαν, σου υπόσχομαι ότι όλα θα είναι καλά».
Είχαν παντρευτεί στον Καθολικό Ναό του St. James στην Οκλαχόμα και λίγες εβδομάδες πριν από το ταξίδι του, τον επισκέφθηκαν για μία τελευταία φορά.
Η Τζαν γονάτισε μπροστά στην Αγία Τράπεζα και προσευχήθηκε: «Αν τον χρειάζεσαι περισσότερο από εμένα, τότε δώσε μου έναν γιο που θα πάρει το όνομά του».
Η “ζωή” στο Βιετνάμ
Τον Νοέμβριο του 1969, ο Μπομπ Κάλσου πάτησε στο αιματοβαμμένο έδαφος του Βιετνάμ ως μέλος της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, ενός εξειδικευμένου ελαφρού πεζικού τμήματος που είχε εκπαιδευθεί για εναέριες επιχειρήσεις.
Σε ένα από τα πρώτα γράμματα της Τζαν, ο 24χρονος άσος του αμερικανικού ποδοσφαίρου έμαθε το ευχάριστο νέο: η γυναίκα του είχε μείνει έγκυος για δεύτερη φορά.
Οι δικές του επιστολές δεν αποκάλυπταν τι αντιμετώπιζε στο Βιετνάμ, όμως η «καρπερή» σύντροφός του το διαπίστωσε με τα ίδια της τα μάτια τον Μάιο του 1970, όταν πέρασαν μαζί την εβδομάδα της αδείας του στη Χαβάη.
«Ο Μπομπ κοιμόταν πολλές ώρες και όταν κάποια στιγμή εκτοξεύθηκαν πυροτεχνήματα από την πισίνα του ξενοδοχείου, πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι και έψαχνε μέρος για να καλυφθεί. Ο τρόμος και ο φόβος στο πρόσωπό του. Πήρα μία καλή γεύση από αυτά που βίωνε εκεί», αποκαλύπτει η Τζαν.
Στο τέλος της εβδομάδας αποχαιρετίστηκαν στο αεροδρόμιο με τις φράσεις: «Μπομπ, πρόσεχε σε παρακαλώ». «Εσύ πρέπει να προσέχεις. Κουβαλάς το μωρό μας».
Η Τζαν επέστρεψε στην Οκλαχόμα και ο Μπομπ στο φλεγόμενο Βιετνάμ, όπου εγκαταστάθηκε στη βάση υποστήριξης του Ρίπκορντ.
Ο πρώην δεκανέας Μάικ Ρένερ περιγράφει: «Θα μπορούσε να βρει προστασία στο καταφύγιό του και να δίνει εντολές από τον ασύρματο. Όμως εκείνος βρισκόταν έξω ακάλυπτος όπως όλοι οι άλλοι. Μονίμως ασχολούνταν με τους άνδρες, μας ρωτούσε αν ήμασταν καλά, ήλεγχε αν έχουμε κάνει αυτά που έπρεπε…
Όταν τραυματίστηκα στο Ρίπκορντ ήρθε κάτω στο καταφύγιο. Τα χέρια μου ήταν δεμένα με επίδεσμο. Με ρώτησε αν θέλω να φωνάξουμε βοήθεια για να μεταφερθώ αλλού. Διαπίστωσα, όμως, ότι είχε τραυματιστεί κι εκείνος στον ώμο και είχε πει ότι θα παραμείνει εκεί. Tότε απάντησα κι εγώ ‘όχι, θα παραμείνω’».
Παγιδευμένοι σε μία βουνοκορφή, οι άνδρες της Πυροβολαρχίας A 155s θύμιζαν τους ανθρώπους των σπηλαίων, όπως εξηγεί ο Ρένερ: «Ο τρόπος ομιλίας και οι κινήσεις μας προκαλούσαν θλίψη. Συμπεριφερόμασταν σαν μαντρόσκυλα. Αλλά ποτέ δεν άκουσα τον Κάλσου να γίνεται βλάσφημος, όπως όλοι οι υπόλοιποι που το κάναμε για να εκτονωθούμε. Ούτε μια φορά. Ήταν τόσο καλός τύπος».
O τελευταίος φίλος και το τελευταίο γράμμα…
Ένας από τους συντρόφους του Μπομπ στο Ρίπκορντ ήταν ο Ντέιβιντ Ερλ Τζόνσον, ο οποίος όταν ήταν μικρός ξεχώριζε στο μπάσκετ και τον στίβο, αλλά αργότερα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη διοίκηση επιχειρήσεων.
Ήταν τόσο διαφορετικοί, αλλά και τόσο αχώριστοι. Ο ένας λευκός, μοναχοπαίδι μεσοαστικής οικογενείας, απόφοιτος κολεγίου, παντρεμένος, πατέρας, αφοσιωμένος στον Καθολικισμό. Ο άλλος μαύρος, το 11ο και τελευταίο παιδί μιας φτωχής οικογενείας που μεγάλωσε σε μία φάρμα, ελεύθερος, χωρίς παιδιά, Πεντηκοστιανός.
Τον Μάιο του 1970, κατά τη διάρκεια ενός αντιπολεμικού συλλαλητηρίου στο Κεντ Στέιτ του Οχάιο, άνδρες της Εθνοφυλακής άνοιξαν πυρ και σκότωσαν 4 ανθρώπους.
Η κριτική για τον πόλεμο στις ΗΠΑ είχε γίνει τόσο δριμεία που όταν οι Βορειοβιετναμέζοι αποφάσισαν να επιτεθούν στο Ρίπκορντ, η αμερικανική βάση δεν έστειλε ενισχύσεις, προκειμένου να μην αυξηθούν οι απώλειες.
Ο Κάλσου και ο «Μπιγκ Τζον», όπως ήταν το παρατσούκλι του Τζόνσον, δεν πτοούνταν από τη φρίκη του πολέμου, το αίμα και τον φόβο, όπως αποκαλύπτει ο πρώην λοχίας Μάρτιν.
«Γελούσαν και έλεγαν αστεία όλη την ώρα. Γι’ αυτούς τα πάντα ήταν μία πρόκληση. Όταν έρχονταν τα ελικόπτερα και ξεφόρτωναν εξοπλισμό, έκαναν ‘κόντρα’ ποιος θα μεταφέρει τα περισσότερα», λέει μεταξύ άλλων.
Στις 17 Ιουλίου 1970, ο Κάλσου έγινε προσωρινός επικεφαλής της Πυροβολαρχίας Α 155s, έπειτα από τον τραυματισμό του διοικητή Φίλιπ Μίτσοντ στον λαιμό.
Ο ίδιος και οι 300 άνδρες του συνέχισαν να ρίχνουν βολές, δεδομένου ότι οι επιθέσεις των 5.000 περίπου Βιετκόνγκ είχαν ενταθεί για τρίτη διαδοχική εβδομάδα.
«Ένας ατρόμητος τύπος, έξυπνος, γενναίος και σεβαστός από τους στρατιώτες του. Toυ είπα πολλές φορές: ‘Είναι καλό να κινείσαι και να δείχνεις τι σημαίνει ηγέτης, αλλά όταν πέφτουν βολές προς την πλευρά σου, θα πρέπει να κρύβεσαι πίσω από κάποιο πυροβόλο ή στο καταφύγιο’. Ο τύπος νόμιζε ότι ήταν ανίκητος», θυμάται ο απόστρατος συνταγματάρχης Μίτσοντ.
Στις 19 Ιουλίου 1970, μία ημέρα μετά τη συντριβή ενός ελικοπτέρου Σινούκ που είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί μία σειρά από εκρήξεις στην ευρύτερη περιοχή, ο Μπομπ έγραψε επιστολή στην Τζαν.
“Πολυαγαπημένη Τζάνι Μπελ (σ.σ. έτσι την αποκαλούσε χαϊδευτικά),
Πώς είναι η όμορφη, σέξι, αγαπημένη μου γυναίκα; Σε αγαπώ, μου λείπεις πάρα πολύ και ανυπομονώ να επιστρέψω στην αγκαλιά σου και να γυρίσουμε στο σπίτι μας για να ζήσουμε μία φυσιολογική ζωή.
Ο χρόνος δεν γίνεται να περάσει πολύ γρήγορα για μένα μέχρι να επιστρέψω σπίτι με όλα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και ειδικά εσένα Τζαν, την Τζίλι και το Baby K (σ.σ. δεν ήξερε ακόμη το φύλο του παιδιού). Σας αγαπώ και σας χρειάζομαι τόσο πολύ.
Ο αέρας έχει σταματήσει να φυσά τόσο δυνατά εδώ. Ηρέμησε τόσο πολύ που αδυνατώ να το πιστέψω. Η δραστηριότητα του εχθρού παραμένει έντονη στην περιοχή. Ας ελπίσουμε ότι θα σταματήσει στο κοντινό μέλλον.
Είμαι όσο καλά μπορεί να είναι κάποιος εδώ. Αισθάνομαι πραγματικά όμορφα στην αναμονή και μόνο ότι θα ξανακούσω πως είμαι μπαμπάς. Δεν νομίζω να περιμένω πολύ μέχρι να λάβω ενημέρωση για την πολυαναμενόμενη άφιξη.
Σ’ αγαπώ».
Ήταν απόγευμα Τρίτης 21 Ιουλίου και στην Οκλαχόμα η Τζαν θα έφερνε από στιγμή σε στιγμή στον κόσμο το δεύτερο παιδί της οικογενείας, ένα αγοράκι που θα είχε μια μεγαλύτερη αδερφή κατά 20 μήνες.
Ώρα 17:00. O Τζόνσον στεκόταν έξω από το καταφύγιο του Κάλσου στον ειδικά διαμορφωμένο λόφο. Ο Ρένερ, ο πυροβολητής, περίμενε να επιδιορθωθεί η ζημιά στο πυροβόλο του. Εκείνη τη στιγμή, ο Κάλσου και ένας Ελληνοαμερικανός στρατιώτης, ο Νικ Φωτιάς, στάθηκαν στην πόρτα.
Ο Κάλσου άρχισε να διαβάζει στον Φωτιά ένα χαρτί που κρατούσε στο χέρι του. «Ήταν ένα γράμμα που είχε μόλις παραλάβει από τη σύζυγό του», λέει ο Φωτιάς και προσθέτει: «Θυμάμαι τη χαρά στο πρόσωπό του όσο μου διάβαζε το γράμμα. Είπε ‘η γυναίκα μου θα γεννήσει σήμερα’».
Ο Θεός άκουσε την προσευχή της Τζαν…
Κάποιες βολές ακούγονταν, κάποιες όχι. Ο Φωτιάς δεν αντιλήφθηκε την τελευταία. Ο Τζιμ Χάρις, ο χειρουργός του τάγματος, άκουσε έναν χαρακτηριστικό ήχο και έστρεψε το κεφάλι του προς αυτήν την κατεύθυνση. Ένας όλμος 82 χιλιοστών είχε προσγειωθεί 30 εκατοστά δίπλα από την πόρτα του καταφυγίου.
«Μπορώ ακόμη να αισθανθώ τη θερμότητα της έκρηξης και την εκτίναξη που μου προκάλεσε», λέει ο Ρένερ. «Με έριξε προς τα πίσω, το κράνος βγήκε και το πίσω μέρος του κεφαλιού μου χτύπησε στο έδαφος».
Η διήγηση του Φωτιά είναι ανατριχιαστική: «Θυμάμαι αυτόν τον τρομακτικό θόρυβο και μετά… σκοτάδι. Αισθάνθηκα να πετάγομαι και να προσγειώνομαι στα τελευταία σκαλοπάτια της πόρτας. Έπειτα ένιωσα ένα τρομερό βάρος πάνω μου.
Δεν μπορούσα να δω, δεν μπορούσα να ακούσω, είχα σκόνη στα μάτια μου και δάκρυζα. Τα έτριψα και διαπίστωσα ότι δεν έχω τυφλωθεί. Έσπρωξα το βάρος που βρισκόταν πάνω μου και συνειδητοποίησα ότι ήταν ο Μπομπ!»
Όταν ο Φωτιάς μετακίνησε τον Κάλσου, είδε μία ματωμένη πληγή πίσω από το αριστερό του αυτί. Ο γιατρός Χάρις ήρθε τρέχοντας, έριξε μια ματιά στον νεαρό πατέρα και κατάλαβε ότι έχει ήδη φύγει… Λίγο παραπέρα κειτόταν και το άψυχο σώμα του Τζόνσον.
Ζαλισμένος από την εκτίναξη, ο Ρένερ κατάφερε να διαπιστώσει ότι ο Κάλσου ήταν νεκρός. Αμέσως μετά σήκωσε έναν τραυματία ονόματι Μπίαλς και τον μετέφερε στον σταθμό πρώτων βοηθειών. «Ο υπολοχαγός Κάλσου σκοτώθηκε! Δεν ξέρω τι στο διάολο θα κάνουμε τώρα», άρχισε να διαρρέει ο Ρένερ.
Τραυματισμένος από οβίδα και ευρισκόμενος σε ένα νοσοκομείο για την απαιτούμενη φροντίδα, ο Μάρτιν μάθαινε για τον χαμό του Κάλσου και του «Μπιγκ Τζον». «Έκατσα κάπου και άρχισα να κλαίω…».
Αργότερα, ο γενικός διοικητής του τάγματος στο Ρίπκορντ, συνταγματάρχης Άντρε Λούκας, ενημερωνόταν για τον θάνατο του άσου των Μπάφαλο Μπιλς. «Οι μύες του προσώπου του άρχισαν να συσπώνται και το σαγόνι του έπεσε», θυμάται ο Χάρις.
Δύο ημέρες αργότερα, όταν δηλαδή έλαβε τέλος η πολύνεκρη μάχη του Ρίπκορντ με ήττα των Αμερικανών, ο Λούκας «ακολούθησε» τον Κάλσου και γι’ αυτόν τον λόγο κέρδισε το Μετάλλιο της Τιμής από το Κογκρέσο.
***
Στις 21 Ιουλίου 1970 ο Μπομπ Κάλσου έγινε ο μοναδικός εν ενεργεία επαγγελματίας αθλητής του αμερικανικού ποδοσφαίρου που έχασε τη ζωή του στο Βιετνάμ.
Στις 23 Ιουλίου 1970, ώρα 00:45, στο νοσοκομείο St. Anthony της Οκλαχόμα η Τζαν γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι 3,6 κιλών που επρόκειτο να ονομαστεί Ρόμπερτ Τοντ Κάλσου.
Όταν η πεθερά της την επισκέφθηκε λίγες ώρες αργότερα, η Τζαν της είπε χαρούμενη: «Ο Μπομπ θα πετάξει από τη χαρά του όταν θα μάθει ότι έχει αγόρι».
Το απόγευμα η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο σπίτι των Ντάροου και από εκεί επρόκειτο να μεταβεί στο νοσοκομείο, προκειμένου να καλωσορίσει στη ζωή το νέο μέλος της.
Τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Σάντι, μία από τις αδερφές της Τζαν, την άνοιξε πιστεύοντας ότι ο επισκέπτης θα είναι ανθοπώλης. Αντ’ αυτού είδε έναν ένστολο υπολοχαγό του αμερικανικού στρατού.
«Είναι στο σπίτι η κυρία του Τζέιμς Ρόμπερτ Κάλσου;»
«Είναι στο νοσοκομείο St. Anthony. Μόλις γέννησε».
Ο νεαρός υπολοχαγός χλώμιασε, έκανε μεταβολή και έφυγε. Αμέσως, η Σάντι τηλεφώνησε στον Φίλιπ Μαγκουάιρ, τον μαιευτήρα, και του είπε ποιος έρχεται προς τα κει.
Λίγο αργότερα, ο αξιωματικός υπέβαλε την εξής ερώτηση στον Μαγκουάιρ: «Πιστεύετε ότι είναι σε θέση να το διαχειριστεί;». Η απάντηση: «Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ».
Ο μαιευτήρας οδήγησε τον υπολοχαγό στο δωμάτιο της Τζαν, κάθισε σε μία καρέκλα και την πλαισίωσε με το χέρι του. «Τζαν, υπάρχει ένας στρατιωτικός εδώ που θέλει να σε δει».
«Ο Μπομπ σκοτώθηκε, έτσι δεν είναι;». Σε ετοιμότητα παρά την πολύωρη ταλαιπωρία η λεχώνα…
Ο αξιωματικός στάθηκε στα «πόδια» του κρεβατιού και άρχισε να ψελλίζει: «Είναι καθήκον μου…». Όταν τελείωσε τη σύντομη ομιλία του, έκανε μεταβολή και αποχώρησε έμπλεος δακρύων.
Η Τζαν ζήτησε να φύγει αμέσως από το νοσοκομείο με το μωρό της. Το τελευταίο που έκανε ήταν να υποβάλλει αίτηση για ένα νέο πιστοποιητικό γέννησης. Το αγόρι θα ονομαζόταν Τζέιμς Ρόμπερτ Κάλσου Τζούνιορ. Ο Θεός άκουσε την προσευχή της κι εκείνη το θυμήθηκε…